Ερωταποκρίσεις Βαρσανουφίου 278
Ὁ λόγος περὶ ταπεινώσεως ποὺ ἔγινε ἀπὸ τὸν ἀββὰ στὶς προηγούμενες ἐρωταποκρίσεις (275-277) εἶναι ἑπόμενο νὰ δημιουργήσει ἀπορίες καὶ ἐρωτηματικὰ σ’ αὐτὸν ποὺ τὸν ἀκούει. Ἡ ἔννοια τῆς ταπεινώσεως δὲν εἶναι κάτι ποὺ μποροῦμε ἁπλῶς νὰ τὸ νοήσουμε ἢ νὰ τὸ «δοῦμε» «σχηματοποιημένο» σὲ κάποιον. Εἶναι κυρίως κάτι ποὺ βιώνεται καὶ αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ τὴν γνωρίσει θὰ πρέπει νὰ ἀκούσει τὴ βιωματικὴ ἐμπειρία κάποιου ποὺ τὴ γνώρισε ὥστε νὰ ἀρχίσει νὰ τὴν ἀναγνωρίζει καὶ νὰ τὴν καλλιεργεῖ μέσα του. Ἄλλα παρεμφερῆ θέματα ἀνακύπτουν ἀπὸ αὐτό: Ποιά ἡ διαφορὰ μεταξὺ ταπείνωσης καὶ ἐξουδένωσης; Τί διαφορετικὸ εἶναι ἡ «συντριβὴ καρδίας»; Ἔχουν σχέση ὅλα αὐτὰ μεταξύ τους; Αὐτὰ ῥώτησε στὴν ἑπόμενη ἐρώτησή του (278) ὁ ἀδελφός.
«Ἐρώτηση (τοῦ ἰδίου πρὸς τὸν ἴδιο).
Πάτερ, τί εἶναι ταπείνωση, καὶ τί ἐξουδένωση; Ἐπίσης τί εἶναι συντριβὴ καρδιᾶς, καὶ ἐὰν ἀποκτᾶ κανεὶς ταπείνωση, ἐξουδενώνοντας τὸν ἑαυτό του μέσα στὴν καρδιά του, ἢ χρειάζονται καὶ οἱ ἔξω ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ὀνειδισμοὶ καὶ ὕβρεις. Ἀκόμη ἐὰν πρέπει ὁ ταπεινόφρονας νὰ ταπεινολογεῖ καὶ νὰ ἀσχολεῖται μὲ ταπεινὰ πράγματα.»
Ὁ ἀδελφὸς δὲ ῥωτᾶ μόνο γιὰ νὰ κατανοήσει τὶς ἔννοιες, ἀλλὰ ζητᾶ νὰ μάθει καὶ ποιός εἶναι ὁ τρόπος ποὺ ἀποκτιέται ἡ ταπείνωση. Αὐτὸ τὸ σκοπὸ ἐξυπηρετοῦν οἱ τελευταῖες του ἐρωτήσεις. Ὁ ἀββὰς πάλι, γνωρίζοντας προηγούμενες συζητήσεις τοῦ ἀδελφοῦ μὲ τὸ «μεγάλο γέροντα» ἀρχίζει ἀπὸ αὐτὰ ποὺ θεωρεῖται ὅτι τὰ γνωρίζει γιὰ νὰ τοῦ δώσει τὶς ἀπαντήσεις ποὺ θέλει, μὲ οἰκεῖα σ’ αὐτὸν στοιχεῖα.
«Ταπείνωση…», τοῦ ἀναφέρει, «… εἶναι τὸ ἀψήφιστο…», (ἔννοια δηλαδὴ ποὺ ἔχει συζητηθεῖ στὴν ἐρωταπόκριση 272), «… γιὰ κάθε πρᾶγμα, τὸ νὰ κόψεις σὲ ὅλα τὸ θέλημά σου καὶ νὰ δέχεσαι ἀτάραχα αὐτὰ ποὺ ἔρχονται ἀπὸ ἔξω·».
Τὸ νὰ εἶναι κανεὶς ταπεινὸς φαίνεται κυρίως ἀπὸ τὸ κατὰ πόσο δέχεται νὰ κόβεται τὸ θέλημά του, κι αὐτὸ μὲ τὴ σειρά του φαίνεται ἀπὸ τὸ κατὰ πόσο αὐτὰ ποὺ συμβαίνουν παρὰ τὴ θέλησή του τὰ δέχεται ἀτάραχα. Ὁ ἄνθρωπος εὔκολα μπορεῖ νὰ ἰσχυριστεῖ ὅτι κόβει τὸ θέλημά του, ὅταν «ἀποφασίζει» ὁ ἴδιος νὰ στερήσει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ κάτι. Αὐτή, ὅμως, εἶναι κίβδηλη ἐκκοπὴ τοῦ θελήματος. Γιατὶ αὐτὴ ἡ ἐκκοπὴ δὲν ἀντιβαίνει πρὸς τὴν «ἀνώτατη αὐθεντία» τοῦ ἐγωιστὴ ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός του. Ἔτσι μποροῦμε νὰ δοῦμε πολλοὺς ἀνθρώπους νὰ ἀποφασίζουν πράγματα πού, ἐξωτερικὰ βλεπόμενα, μπορεῖ νὰ φαίνονται σκληρὰ γιὰ τὸν ἑαυτό τους, ὡστόσο ὅμως αὐτὸ νὰ μὴν ἀποδεικνύει ὅτι πραγματικὰ ἔχουν ταπεινὸ φρόνημα. Αὐτὸ φαίνεται ἂν τὰ ἴδια ἢ καὶ ἠπιότερα πράγματα τοὺς τὰ ἐπιβάλει κάποιος ἄλλος καὶ ὄχι αὐτοὶ οἱ ἴδιοι.
Ἀναφέρεται χαρακτηριστικὰ τὸ παράδειγμα ἑνὸς μοναχοῦ ὁ ὁποῖος μὲ δικό του θέλημα θέλησε νὰ γίνει ἔγκλειστος. Ὁ ἡγούμενος καὶ πνευματικός του πατέρας προσπαθοῦσε νὰ τὸν πείσει νὰ ἐγκαταλείψει αὐτή του τὴν ἀπόφαση λέγοντάς του ὅτι δὲν ἦταν ὤριμος νὰ ἀποδυθεῖ σὲ τέτοιο ἀγῶνα. Ὁ μοναχὸς ὅμως, γιὰ μῆνες καὶ γιὰ χρόνια, ἀρνεῖτο νὰ ὑπακούσει καὶ παρέμενε στὸ κελί του ἔγκλειστος χωρὶς ἰδιαίτερο κόπο. Βλέποντας λοιπὸν ὁ Θεὸς ὅτι ζημιὰ παρὰ ὠφέλεια θὰ εἶχε ὁ μοναχὸς ἀπὸ αὐτή του τὴν «ἄσκηση» καὶ θέλοντας νὰ τὸν συνετίσει, παραχώρησε νὰ πλανηθεῖ ἀπὸ τὸ διάβολο, ὁ ὁποῖος ἐμφανίστηκε μιὰ μέρα στὸ κελί του μὲ ἀπατηλὴ μορφὴ καὶ τὸν ἐξαπάτησε. Τρομαγμένος ὁ μοναχὸς ἀπὸ τὸ πάθημά του καὶ ἀντιλαμβανόμενος ὅτι αἰτία τῆς πτώσης του ἦταν ἡ ἀνυπακοή του, λύνει τὸν ἐγκλεισμό του καὶ τρέχει στὰ πόδια τοῦ ἡγουμένου ἐξομολογούμενος τὸ παράπτωμά του καὶ ὑποσχόμενος ὅτι ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα ὅ,τι κάνει θὰ τὸ κάνει μὲ εὐλογία. Ὁ ἡγούμενος θέλοντας νὰ τοῦ δείξει ἐμπράκτως τὴν ἀξία τῆς ὑπακοῆς, δηλαδὴ τῆς ταπείνωσης, τοῦ ἔδωσε μιὰ παράξενη ἐντολή: Ἐνῷ πρὶν τὸν προέτρεπε νὰ σταματήσει τὸν ἐγκλεισμό, γιατὶ τὸ ἄθλημα αὐτὸ ἦταν πάνω ἀπὸ τὶς δυνατότητές του, τώρα τοῦ παραγγέλει τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο: Τοῦ λέει νὰ ἐγκλειστεῖ στὸ κελί του καὶ νὰ μὴ βγαίνει καθόλου ἔξω, οὔτε νὰ μιλήσει μὲ κανέναν. Ὅ,τι δηλαδὴ ἔκανε ὁ ἴδιος πρὶν. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν θαυμαστό, γιατὶ αὐτὸς ποὺ γιὰ μῆνες καὶ γιὰ χρόνια «ἄντεχε» εὔκολα τὴ δυσκολία αὐτῆς τῆς ἄσκησης, πλέον οὔτε γιὰ δύο μέρες δὲν μπόρεσε νὰ ἀντέξει ἀλλὰ τρέχοντας στὸν ἡγούμενο ἔπεσε στὰ πόδια του παρακαλῶντας νὰ τὸν ἀπαλλάξει ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἐπιτίμιο καὶ νὰ τοῦ δώσει κάποιο ἄλλο ἐλαφρύτερο ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ τὸ σηκώσει. Ἐκεῖ φάνηκε καὶ ἡ πραγματικὴ ἐκκοπὴ τοῦ ἰδίου θελήματος.
Σ’ αὐτὴν τὴν ἐκκοπὴ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὰ ἔξω, δὲν μπορεῖ νὰ βρεῖ τόπο νὰ χωρέσει ἡ κενοδοξία, γιατὶ ὁ διατάσσων δὲν εἶναι ὁ ἑαυτός, ἀλλὰ ἄλλος παράγοντας, εἴτε πρόσωπο εἴτε κατάσταση, ὁπότε καὶ ἡ ταπείνωση ποὺ δείχνεται κατ΄ αὐτὴν εἶναι γνήσια. «…αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθινὴ ταπείνωση, στὴν ὁποία δὲν βρίσκει τόπο ἡ κενοδοξία.» συνεχίζει στὴν ἀπόκρισή του ὁ ἀββάς.
Στὴν συνέχεια ἀσχολεῖται μὲ τοὺς διαφόρους τρόπους – τεχνικὲς ποὺ δοκιμάζουν πολλοὶ γιὰ νὰ ἀποκτήσουν ταπείνωση. «Δὲν πρέπει ὁ ταπεινόφρονας νὰ ἀσχολεῖται μὲ τὸ νὰ ταπεινολογεῖ, ἀλλὰ ἀρκεῖ νὰ λέει, «συγχώρεσέ με» ἢ «προσευχήσου γιὰ μένα»· οὔτε νὰ καταφεύγει ἀπὸ μόνος του σὲ ταπεινὰ πράγματα. Διότι καὶ τὰ δύο φέρνουν κενοδοξία καὶ δὲν ἀφήνουν κάποιον νὰ προκόψει· ἀλλὰ τὸ νὰ διαταχθεῖς καὶ νὰ μὴ φέρεις ἀντίρρηση, αὐτὸ ὁδηγεῖ στὴν προκοπή.»
Ὁ ἀγώνας δηλαδὴ τοῦ χριστιανοῦ εἶναι βαθύς: Δὲν εἶναι ὁ σκοπός του νὰ ἐπιτύχει κατορθώματα, οὔτε ἡ ταπείνωση ἀποκτιέται μὲ κάποιες ἐξωτερικὲς τεχνικές, ἀλλὰ ἡ ὅλη προσπάθεια ἐστιάζεται στὴν ἐκκοπὴ τῆς κενοδοξίας. Ἂν ὁ,τιδήποτε κάνουμε ἀφήνει χῶρο στὴν κενοδοξία, ἡ προσπάθειά μας εἶναι μάταιη. Ἄρα ἀκόμα κι ἂν κάνουμε πράγματα τὰ ὁποῖα θὰ μᾶς μειώσουν ἀπέναντι τῶν ἄλλων, ἀκόμα κι ἂν κοπιάζουμε ὑπέρμετρα, ἀκόμα κι ἂν μιμούμαστε τὶς πιὸ ἀκραῖες μορφὲς ἄσκησης τῶν ἁγίων, ἂν ὅλα αὐτὰ τὰ ἀποφασίσαμε μόνοι μας, ἡ κενοδοξία καὶ ὁ διάβολος ποὺ τὴν ὑποκινεῖ δὲν ἐνοχλοῦνται καθόλου.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι σὲ ὅλες σχεδὸν τὶς περιπτώσεις τῶν διὰ Χριστὸν σαλῶν, ὅταν ἀνακοίνωναν τὴν ἀπόφασή τους νὰ φύγουν γιὰ νὰ «ἐμπαίξουν τὸν κόσμο», ὅπως ἔλεγαν χαρακτηριστικά, οἱ ἄνθρωποι ποὺ τοὺς ἄκουγαν τοὺς ἀπέτρεπαν ἀπὸ τέτοιο ἐγχείρημα. Τοὺς ἀπέτρεπαν φοβούμενοι ἀκριβῶς αὐτὸν τὸν κίνδυνο τῆς κενοδοξίας, ἂν αὐτὸ ποὺ θὰ ἔκαναν προερχόταν ἀπὸ δική τους ἀπόφαση. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ δρόμος τῆς διὰ Χριστὸν σαλότητας εἶναι ὁ κατ΄ ἐξοχὴν δύσκολος δρόμος τὸν ὁποῖον λίγοι – πολὺ λίγοι κατορθώνουν νὰ φέρουν εἰς πέρας. Προϋποθέτει ἀπὸ μέρους τοῦ ἀσκουμένου νὰ ἀποφασίζει ἐκεῖνα ποὺ πραγματικά, καὶ ὄχι εἰκονικὰ χτυποῦσαν τὸ «ἐγώ» του, πρᾶγμα ποὺ δὲν γίνεται ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει αὐτογνωσία, τὸ ὁποῖο ἐπίσης δὲν ἐπιτυγχάνεται ἂν αὐτὸς δὲν ἔχει φτάσει σὲ ἄκρα ταπείνωση. Σὲ τελικὴ ἀνάλυση ὁ διὰ Χριστὸν σαλὸς δὲν κάνει κάτι διαφορετικὸ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ παραγγέλει ἐδῶ ὁ ἀββάς: Δέχεται μὲ ταπείνωση τὰ «ἔξωθεν ἐρχόμενα» συμβάντα πάνω του. Μόνο ποὺ τὶς περισσότερες φορὲς αὐτὰ τὰ «ἔξωθεν ἐρχόμενα» τὰ προκαλεῖ ὁ ἴδιος νὰ γίνουν. Ἄν, ὅμως, γιὰ παράδειγμα τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ ἄλλοι τὸν λοιδοροῦν, τὸν κοροϊδεύουν καὶ τὸν χτυποῦν αὐτὸς σκέπτεται «ἀς κάνουν ὅ,τι κάνουν, ποῦ νὰ ἤξεραν ὅτι τοὺς κοροϊδεύω» ἢ «ποῦ νὰ ἤξεραν ποιός εἶμαι ἐγώ», ἔχει παρεκκλίνει ἀπὸ τὸ σκοπό του καὶ ἐμπαίζεται ἀπὸ τοὺς δαίμονες, ἔστω κι ἂν ὑποφέρει τὴ στιγμὴ ἐκείνη. Γι’ αὐτὸ καὶ τὶς περισσότερες φορὲς διὰ Χριστὸν σαλοὶ γίνονταν ἄνθρωποι ποὺ μὲ κάποιο ὄραμα, κάποια ὀπτασία εἶχαν πάρει ἐντολὴ νὰ κάνουν κάτι τέτοιο.
Στὸ ἴδιο πνεῦμα συνεχίζει τὶς νουθεσίες του ὁ ἀββάς: «Οἱ ἐξουδενώσεις γίνονται μὲ δύο τρόπους· ἡ μία ἀπὸ τὴν καρδιά, καὶ ἡ ἄλλη ἀπὸ τοὺς ὀνειδισμοὺς ποὺ ἔρχονται ἀπὸ ἔξω. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἐξουδένωση ἀπὸ τὴν καρδιὰ δὲν ἔχει πολὺν κόπο, ὅσο ἡ ἐξουδένωση ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δημιουργεῖ στὴν καρδιὰ μεγαλύτερο πόνο· τὸ νὰ πληγώνει κανεὶς τὴν καρδιά του εἶναι συντριβὴ καρδιᾶς.».
Εἶναι δυνατὸν ὁ ἄνθρωπος νὰ μὴν ταπεινολογεῖ ἀλλὰ ἁπλῶς νὰ σκέπτεται μόνος του ὑποτιμητικὰ πράγματα γιὰ τὸν ἑαυτό του χωρὶς νὰ τὰ ἀνακοινώνει στοὺς ἄλλους. Ἐδῶ νὰ δηλώσουμε ὅτι ἡ λέξη ταπεινολογία δὲν ἐννοεῖται μόνο μὲ τὴν ἀρνητική της ἔννοια, ποὺ τὴ γνωρίζουμε συνήθως, τὸ νὰ λέει δηλαδὴ στοὺς ἄλλους ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὸν ἑαυτό του ὑποτιμητικὰ πράγματα, ποὺ ὡστόσο δὲν πιστεύει, ἀλλὰ ἀκόμα κι ἂν τὰ πιστεύει, μόνο καὶ μόνο ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὸς ὁ ἴδιος λέει ὅ,τι λέει περὶ τοῦ ἑαυτοῦ του κάνει τοὺς πατέρες νὰ θεωροῦν τὴν ἐνέργεια αὐτὴ κίβδηλη, ἢ τουλάχιστον ἄνευ ὠφελείας. Σύμφωνα μὲ τὰ τελευταία λόγια τοῦ ἀββᾶ, ἄνευ οὐσιαστικῆς ὠφελείας εἶναι καὶ οἱ ταπεινὲς «σκέψεις» ποὺ κάνει κάποιος ἄνθρωπος γιὰ τὸν ἑαυτό του κι ἀς εἶναι ἀπαλλαγμένες ἀπὸ κάθε μορφῆς ταπεινολογία. Αὐτὸ συμβαίνει γιατὶ ἡ καρδιὰ ἔρχεται σὲ συντριβή, πληγώνεται περισσότερο ὅταν αὐτὴ ἡ ἐξουδένωση προέρχεται ἀπὸ ἄλλους παρὰ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο.
Ὑπάρχουν βέβαια περιπτώσεις ποὺ ἐξωθοῦν τὸν ἄνθρωπο νὰ ταπεινολογήσει (=μιλήσει ταπεινὰ γιὰ τὸν ἑαυτό του) ἔστω κι ἂν δὲν τὸ θέλει. Αὐτὸ τὸ θέμα πραγματεύεται ὁ ἀδελφὸς σὲ μιὰ σειρὰ ἑπόμενων ἐρωτήσεων πρὸς τὸν ἀββὰ ὅπου τοῦ παρουσιάζει ἕνα σωρὸ περιπτώσεις ποὺ θὰ «ἐπιβαλλόταν» σὲ κάποιον νὰ μιλήσει ταπεινὰ γιὰ τὸν ἑαυτό του. Τὸ ἐντυπωσιακό εἶναι ὅτι ὁ ἀββὰς σὲ ὅλες σχεδὸν πλὴν ἴσως μιᾶς συνιστᾶ τὴ σιωπὴ περισσότερο παρὰ τὴν ἔστω καὶ ταπεινὴ ὁμιλία. Αὐτὴ κατὰ τοὺς ἁγίους εἶναι «χρυσὸς» ποὺ προφυλάσσει καλύτερα ἀπὸ τὴν κενοδοξία παρὰ ὁ ὁποιοσδήποτε λόγος.
Ζητῶν
3 σχόλια:
παρα πολυ ομορφο κειμενο --το καταγραφω προς δικη μου ωφελεια-παρατηρω πως απο μικρες μη ασκητικες κινησεις αρχιζουν οι αρρωστειες μας...τι ζηταει το μοναστηρι;να βαλεις κατω τον εγωισμο σου.φανταζομαι ποσο δυσκολο ειναι ο κοσμικος που ζει σε μια οικογενεια που ο καθενας εχει δικο του θελημα και τα μελη της οικογενειας δεν εχουν κοινο στοχο .την αγαπη του θεου..καποιο μελος απο την οικογενεια που βαζει κατω τον εγωισμο του πληρωνει ''ολη τη νυφη''και σηκωνει ολο αυτο το βαρος της οικογενειας .Πολλες φορες δε ,το βαρος αυτο μπορει να το σηκωνει ενα παιδι..δυστυχως...ετσι ολη η ιστορια ειναι να εξασκηθει κανεις στην αγαπη και στην ταπεινωση ειτε ειναι κοσμικος ειτε ειναι μοναχος---και τελικα αν περιμενεις να βρεις δικαιο σε αυτη τη ζωη ,χανεις τον μισθο της ταπεινωσης...ειναι βαθιες ενοιες αυτες ειναι σαν το χειρουργειο που πρεπει να βαλεις βαθια το μαχαιρι για να καθαρισεις το σαπιο κομματι---Αυτοι οι Αββαδες προσφερουν καταπληκτικες θεραπευτικες για την υγεια της ψυχης και νομιζει κανεις πως ειναι ζωντανοι.Για αυτο δεν πρεπει και να κρινει κανεις διοτι ποιος γνωριζει αν ο οποιοσδηποτε συνανθρωπος του ειναι πιο ταπεινος απο αυτον και ας μην φαινεται ---ηταν πολυ διδακτικο !!!
Η παρατήρησή σου πηνελόπη είναι σημαντική: Λίγοι πολύ λίγοι έχουμε καταλάβει τον πνευματικό σκοπό της οικογένειας όπως τον θεωρεί η Εκκλησία: Να λειτουργεί δηλαδή η οικογένεια όπως το κοινόβιο. Γιατί αυτά τα δυό το κοινόβιο και η οικογένεια είναι ουσιαστικά ταυτόσημα με ελάχιστες ίσως διαφορές. Και η οικογένεια όταν λειτουργεί κατά Θεόν είναι ένα κοινόβιο στο οποίο ισχύουν οι δύο από τις τρείς μοναχικές υποσχέσεις του κοινοβίου, της ακτημοσύνης και της υπακοής, αλλά και το κοινόβιο όταν λειτουργεί κατά Θεόν είναι κι αυτό μια οικογένεια γιατί οι σχέσεις των μελών του είναι αδελφικές ή πατρικές.
Είναι χαρακτηριστικό ότι από πλευράς πνευματικού αγώνα ο κοινοβιάτης μοναχός είναι πολύ πιο κοντά στον οικογενειάρχη αγωνιζόμενο παρά στον ερημίτη: Ο ερημήτης για σταυρό του σηκώνει τους λογισμούς την ξενητεία την ερημία κ.α. αντίθετα δεν πολεμείται τόσο πολύ σε θέματα που αφορούν τον εγωισμό τη γνώμη το θέλημα στα οποία ασκείται κατά κύριο λόγο ο κοινοβιάτης ο οποίος πάλι υστερεί στα πρώτα που ανέφερα.
Από την άλλη πλευρά αν μια οικογένεια έχει ως σκοπό της τον αγιασμό και λειτουργεί κατά Θεόν ασκείται φυσικώ τω τρόπω στα αθλήματα του κοινοβιάτη αφού το κάθε μέλος πρέπει να κάνει υπακοή στους υπολοίπους και στην κεφαλή της οικογένειας να υποτάσσεται στη γνώμη των πολλών δηλαδή να κόβει το θέλημά του κ.α. Αυτό αποδεικνύει και την ουσιαστική ταύτιση κοινοβίου και οικογένειας, κάτι που δε συμβαίνει με τον αναχωρητισμό.
Αυτό επίσης εξηγεί και το γιατί ο μοναχός που θέλει να γίνει ερημήτης πρέπει πρώτα να "αποφοιτήσει" από το κοινόβιο γιατί αν δεν περικόψει το θέλημά του στο κοινόβιο στην έρημο δε θα το κάνει και όλοι οι κόποι του θα είναι μάταιοι ίσως και επιβλαβείς.
Αυτό επίσης εξηγεί την ευλογημένη τάση κάποιων (που ήταν κανόνας σε παλαιότερες εποχές) να διδάσκονται από τα μοναστήρια στην κοσμική τους ζωή και να μεταφέρουν πολλές πρακτικές πνευματικού κυρίως χαρακτήρα από τα μοναστήρια προσαρμοσμένα στην δική τους καθημερινότητα.
Κάτω από τέτοιο πνεύμα και η Εκκλησία υιοθέτησε τελικά και τις νηστείες και τις ακολουθίες των μοναστηριών για τον κόσμο. Ακολούθησε τη ρήση του Αγ. Ιωάννου της Κλίμακος "Φως κοσμικών μοναχοί, φως μοναχών άγγελοι, φως αγγέλων Θεός"
Νομίζω ότι αυτός είναι κι ο λόγος που ο "Ζητών" μας προσκομίζει σε μας τους λαϊκούς τέτοια κείμενα ασκητικού χαρακτήρα που αλλιώς δε θα μας ενδιέφεραν...
Ναι! φαινεται πως συνφωνουμε...--Μονο που ο μοναχος βρισκει ετοιμο τοπο πειθαρχιας,ετοιμο τυπικο μοναστηριου---ο κοσμικος δεν εχει τυπικο σημερα για αυτο ειπα πως πολλες φορες βαζει κατω τον εγωισμο του ο πιο ευαισθητος και μπορει να ειναι και παιδι αυτο---κατα τα αλλα τα παθη ειναι ιδια για ολους ...ο μεν μοναχος κανει αγωνα να τα κοψει ..ο κοσμικος δεν κανει αγωνα η κανει λιγο αγωνα --οταν ειναι κανεις στο μοναστηρι ,στο κελι,στην σκητη,στη σπηλια,στο κοινοβιο δεν εχει διασπαση του νου ο κοσμικος αν δεν εχει νηψη σταθερη ο νους του φευγει απο δω και απο κει ...ο ασκητης δεν εχει προχειρο πειρασμο ....ο κοσμικος ειναι μεσα σε αυτον συνεχεια...οι κοσμικοι νομιζω πως αν εχουν αυτο τον στοχο την αγαπη του θεου ειναι οι μεγαλυτεροι ασκηται μεσα στην πολη διοτι λεγουν οι Αββαδες της ερημου πως ''Αν δεν επιτυχεις αρετη με τους γυρο σου ,ουτε μονος σου θα επιτυχεις αρετη''---παντος ο πυρηνας και στα δυο μεγεθη ειναι ο ιδιος ---ο αγιασμος της ανθρωπινης ψυχης και η αγαπη του θεου---------------------ο κοσμος δεν εχει προβληματιστει για το ποιος ειναι και τι ζηταει απο αυτη τη ζωη τον δικαιολογω διοτι δεν πηρε τα μηνυματα της ζωης στα σοβαρα ο θεος ομως εργαζεται μυστικα για τον καθενα ξεχωριστα.Ετσι αν δεν μπορει κανεις να πλησιασει τον κ υ ρ ι ο με τον φοβο του θεου ,την προσευχη και τα μυστηρια ...ειναι αδυνατον να μην τον πλησιασει με την παιδαγωγια του και εκει βλεπει κανεις σε ανθρωπους που ουτε καν περιμενες αρετες υπομονης,ταπεινωσης,υπακοης,εΛΠιδας,πιστης,αγαπης και λες πραγματι επρεπε να βγουν αυτες οι αρετες δια της πλαγιας οδου του πονου,της θλιψης.....ειναι σαν να ησουν στην ερημο πολλα χρονια και ασκητευες........καλη Ανασταση ευχομαι την σωτηρια ολων με χριστιανικη αγαπη πηνελοπη+
Δημοσίευση σχολίου