Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2011

Ο Γιωργάκης, ο γκουρού



γέροντος Ισαάκ

Ήρθε στο Άγιον Όρος και γύριζε στα μοναστήρια ένας νέος ηλικίας 16-17 χρονών, ο Γιωργάκης. Από ηλικίας τριών ετών οι γονείς του τον έβαλαν σε βουδιστικό μοναστήρι στο Θιβέτ. Προχώρησε πολύ στη Γιόγκα, έγινε τέλειος μάγος, μπορούσε να καλεί όποιον δαίμονα ήθελε. Είχε μαύρη ζώνη και ήξερε τέλεια καράτε. Με τη δύναμη του σατανά έκανε επιδείξεις που προκαλούσαν μεγάλη εντύπωση. Χτυπούσε με το χέρι του μεγάλες πέτρες και έσπαζαν σαν καρύδια. Μπορούσε να διαβάζει κλειστά βιβλία. Έσπαζε στην παλάμη του φουντούκια, έπεφταν κάτω τα τσόφλια και οι καρποί έμεναν κολλημένοι  στο χέρι του.
Κάποιοι μοναχοί έφεραν το Γιωργάκη στο Γέροντα να τον βοηθήσει. Ρώτησε το Γέροντα, τι δυνάμεις είχε και τι μπορούσε να κάνει. Απάντησε ότι ο ίδιος δεν έχει καμία δύναμη και ότι όλη η δύναμη είναι του Θεού.
Ο Γιωργάκης θέλοντας να επιδείξει τη δύναμη του συγκέντρωσε το βλέμμα του σε μια μεγάλη πέτρα που ήταν σε απόσταση και η πέτρα έγινε θρύψαλα. Τότε ο Γέροντας σταύρωσε μια μικρή πέτρα και του είπε να την σπάσει και αυτή. Αυτός συγκεντρώθηκε, έκανε τα μαγικά του, αλλά δεν κατάφερε να την σπάσει. Τότε άρχισε να τρέμει και οι σατανικές δυνάμεις, που νόμιζε ότι ήλεγχε, μη μπορώντας να σπάσουν την πέτρα, στράφηκαν εναντίον του και τον εκσφενδόνισαν στην άλλη όχθη του ρέματος. Ο γέροντας τον μάζεψε σε άθλια κατάσταση.
«Άλλη φορά», διηγήθηκε ο Γέροντας, «ενώ συζητούσαμε, ξαφνικά σηκώθηκε, μου έπιασε τα χέρια και μου τα γύρισε πίσω. “Αν μπορεί, ας έρθει να σ’ ελευθερώσει ο Χατζεφεντής”, μου είπε. Το αισθάνθηκα σα βλασφημία. Κούνησε έτσι λίγο τα χέρια μου και τινάχθηκε πέρα. Μετά σαν αντίδραση πήδησε ψηλά και πήγε να με χτυπήσει με το πόδι του, αλλά το πόδι του σταμάτησε κοντά στο πρόσωπό μου, σαν να βρήκε ένα αόρατο εμπόδιο! Με φύλαξε ο Θεός.
Τη νύχτα τον κράτησα και κοιμήθηκε στο Καλύβι. Οι δαίμονες τον έσυραν μέχρι κάτω στο λάκκο και τον έδειραν για την αποτυχία του. Το πρωί σε κακή κατάσταση, τραυματισμένος, γεμάτος αγκάθια και χώματα, ομολογούσε: “Με έδειρε ο Σατάν, γιατί δεν μπόρεσα να σε νικήσω”».
Έπεισε το Γιωργάκη να του φέρει τα μαγικά του βιβλία και τα έκαψε. «Όταν ήρθε εδώ», διηγήθηκε ο Γέροντας, «είχε μια Σολομωνική. Πήγα να την πάρω, δεν την έδινε με τίποτε. Πήρα ένα κερί και του είπα: “Σήκωσε λίγο το παντελόνι σου” και έβαλα το αναμμένο κερί στο πόδι του. Ξεφώνισε και πήδηξε πάνω από τον πόνο. “Ε, αν τη φλόγα ενός μικρού κεριού δεν υπομένεις, πώς θα υπομείνεις το πυρ της κολάσεως με αυτά που κάνεις;”».
Ο Γέροντας τον κράτησε λίγο κοντά του και τον βοήθησε, όσο έκανε υπακοή. Τον συμπόνεσε τόσο πολύ ώστε είπε: «Θα μπορούσα γι’ αυτό το παιδί ν’ αφήσω την έρημο και να βγω μαζί του στον κόσμο για να το βοηθήσω». Ενδιαφέρθηκε να μάθει αν είναι βαπτισμένος, και μάλιστα έμαθε και σε ποια Εκκλησία είχε βαπτισθεί. Ο Γιωργάκης συγκλονισμένος από τη δύναμη και τη χάρη του Γέροντα, επιθυμούσε να γίνει μοναχός, αλλά δεν μπόρεσε.
Ο Γέροντας χρησιμοποιούσε την περίπτωση του Γιωργάκη για να αποδείξει πόσο μεγάλη είναι η πλάνη αυτών που νομίζουν ότι όλες οι θρησκείες είναι ίδιες, όλες τον ίδιο Θεό πιστεύουν, και ότι δεν διαφέρουν οι θιβετιανοί μοναχοί από τους Ορθοδόξους.

"Γέρων Παΐσιος"

επιμέλεια, Νικόλαος Βοϊνέσκος

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

πω πω
κ κριμα σαυτους που δεν πιστευουν στους δαιμονες...