« Κατ’ ιδίαν προσεύξασθαι »
Η προσευχή ως μέσο ανταπόδοσης της άπειρης αγάπης του Θεού εκφράζει την αξία της υπάρξεώς μας και γενικά την πνευματική μας ζωή. Ο αείμνηστος γέρων Σωφρόνιος του Essex γράφει: « η προσευχή είναι ατελεύτητος δημιουργία, ανωτέρα πάσης τέχνης ή επιστήμης. Δια της προσευχής εισερχόμεθα εις κοινωνίαν μετά του Ανάρχου Όντος». Ή «η ζωή του όντως Θεού, εισχωρεί εν ημίν δια του αγωγού της προσευχής».
Πριν πούμε άλλες σκέψεις γύρω από το αχανές της «κατ’ ιδίαν» προσευχής, πρέπει να επισημάνουμε την εκκλησιολογική προέλευσή της.
Από την εσωτερική εμπειρία της Εκκλησίας βεβαιωνόμαστε πως όσο περισσότερο στη ζωή της ενταχθεί τόσο βαθύτερα συνειδητοποιούμε ότι η λατρεία, η ποιμαντική και η κατήχηση και το φιλανθρωπικό της έργο, συνιστούν μορφές μιας ατελεύτητης προσευχής της οποίας η «κατ’ ιδίαν» είναι συμπλήρωμα για την ανέλιξη της πνευματικής ζωής.
Η επισήμανση αυτή αναγκαία απαντά στην πιθανή επίσης απομόνωση ή αυτονόμησή της από την κοινή λατρεία. Ένα κίνδυνο ικανό να απελπίσει την ενότητα του μέλους με το σώμα της Εκκλησίας.
Η «κατ’ ιδίαν» προσευχή έχει ως πρόσωπο και σημείο αναφοράς τον Ιησού Χριστό και μετά τους πατέρες, τους αναχωρητές, με αυτονόητο ότι και εκείνοι αν και ερημίτες μένουν ενσωματωμένοι στην Εκκλησία, για την οποία προσεύχονται «αδιαλείπτως» και μετέχουν στη λατρεία και τα μυστήρια. Πριν όμως δούμε αυτό, ας ασχοληθούμε με την «κατ’ ιδίαν» προσευχή.
Ο Χριστός εκτός από το «Πάτερ ημών» μας δίνει ένα μοναδικό τρόπο άσκησης της αληθινής ατομικής προσευχής. Σε αντίθεση με τους υποκριτές, τους θρησκόληπτους Ιουδαίους, που αποδοκιμάζει, μας δίνει υπόδειγμα του προσευχομένου αλλά και της προσευχής που αποδέχεται ο Χριστός. Στηλιτεύοντας την επίδειξη των Φαρισαίων και τη φλυαρία των εθνικών, ορίζει την μυστικότητα ως τρόπο επικοινωνίας με το Θεό και την προφύλαξή μας από πάθη επίδειξης και βατολογίας.
Οι φράσεις του Ευαγγελίου «κλείσαν την θύραν σου, πρόσευξαι τω Πατρί σου των εν τω κρυπτώ» και «προσευχόμενοι δε μη βαττολογήσετε» συνιστούν θεμέλια πάνω στα οποία ο θεσμός της προσευχής αναπτύχθηκε με τα βιώματα και τα δάκρυα των πατέρων ως μέγιστο προσόν του ανθρώπου που ανακαινίζεται «εις επίγνωσιν, κατ’ εικόνα του κτίσαντος αυτού».
Οι ενέργειές της είναι εκπληκτικές όπως καταγράφονται από τον Άγιο Ιωάννη της Κλίμακος. Η προσευχή είναι «σύστασις και διατήρηση του κόσμου, συμφιλίωση με τον Θεό, μητέρα των δακρύων καθώς και θυγατέρα, συγχώρηση αμαρτημάτων , γέφυρα που σώζει από τους πειρασμούς…εργασία που δεν τελειώνει…αφανής πρόοδος, τροφή της ψυχής, διάλυση της θλίψης…»
Κατάλληλος χρόνος της προσευχής, κατά την πρακτική των αναχωρητών πατέρων είναι όλες οι ώρες της ημέρας και της νύκτας, αφού πρόκειται για εργασία που δεν τελειώνει ποτέ. Στο σημερινό ευαγγέλιο ο Χριστός επιλέγει μόνο την «κατ’ ιδίαν» προσευχή που προσιδιάζει στον άνθρωπο του καθημερινού μόχθου.
Μετά το θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων και την απόλυση του όχλου, έρχεται η ώρα της επικοινωνίας «κατά μόνας», με τον Πατέρα Του. Όλα έχουν σιγήσει. Οι κραυγές του θαυμαστών και των επικριτών σταματούν και απλώνεται η γαλήνη του δειλινού. Ως άνθρωπος αισθάνεται την χαρά και το χρέος της ευχαριστίας, αλλά και την ανάγκη της ανατροφοδότησης, για την «προϊούσα νύκτα» και την «επιούσα ημέρα». «Οψίας δε γενομένης μόνος ην εκεί» ενώ το πλοίο με τους τρομαγμένους μαθητές βασανίζεται από τα κύματα. Τότε εμφανίζεται «περιπατών επί της θαλάσσης» όχι μόνο για να διασώσει τους ναυαγούς και να τους στηρίξει στην ολιγοπιστία τους. Εμφανίζεται και για να μας δείξει την ακατανίκητη δύναμη της προσευχής και του «κατ’ ιδίαν» προσευχομένου μέλους, σε σχέση πάντα με την κεφαλή και το σώμα της Εκκλησίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου