Αρχίσαμε να βαδίζουμε πιασμένοι απ΄ το χέρι , κοντά ο ένας στον άλλον, χαμένοι, μουδιασμένοι, δισταχτικοί, σαν να ΄μαστε τυφλοί και δεν ξέρουμε που θα μας φέρει το κάθε βήμα που αποτολμούσαμε. Γυρεύαμε ξενοδοχείο στο λιμάνι για ν΄ ακουμπήσουμε και να περιμένουμε τους δικούς μας. Όπου όμως κι αν ρωτούσαμε, παίρναμε την ίδια στερεότυπη απόκριση:
-Απ΄τη Σμύρνη έρχεστε; Δε δεχόμαστε πρόσφυγες.
-Μα θα σας πληρώσουμε καλά, άνθρωποι του Θεού, έλεγε η θεία Ερμιόνη.
Εκείνοι επέμεναν στην άρνησή τους:
-Φοβόμαστε τις επιτάξεις . Δε μάθατε λοιπόν πως στη Χίο, στη Μυτιλήνη, στη Σάμο έφτασε προσφυγολόι, κι επιτάξανε όλα τα σχολεία, τα ξενοδοχεία, τα πάντα;
-Τι θέλαμε, τι γυρεύαμε μεις να ΄ρθούμε σε τούτον τον αφιλόξενο τόπο, έλεγε η κυρία Ελβίρα. Τι θέλαμε και τι γυρεύαμε να χωριστούμε από τους άνδρες μας!
Στο τέλος βρέθηκε ένας αναγκεμένος ξενοδόχος και μας έδωσε ένα σκοτεινό, άθλιο δωμάτιο με έξι κρεβάτια. Για πότε γινήκαμε πραγματικοί πρόσφυγες δεν το καταλάβαμε. Μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα όλος ο κόσμος αναποδογύρισε.
Βαπόρια φτάναν το ένα πίσω από τ΄ άλλο και ξεφόρτωναν κόσμο, έναν κόσμο ξεκουρντισμένον, αλλόκοτο, άρρωστο, συφοριασμένο, λες κι έβγαινε από φρενοκομεία, από νοσοκομεία, από νεκροταφεία. Έπηξαν οι δρόμοι, το λιμάνι οι εκκλησιές, τα σχολειά, οι δημόσιοι χώροι. Στα πεζοδρόμια γεννιόνταν παιδιά και πέθαιναν γέροι .
Ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι βρεθήκανε ξαφνικά έξω απ΄ την προγονική τους γη. Παράτησαν σκοτωμένα παιδιά και γονιούς άταφους. Παράτησαν περιουσίες, τον καρπό στα δένδρα και στα χωράφια το φαΐ στη φουφού, τη σοδειά στην αποθήκη το κομπόδεμα στο συρτάρι, τα πορτρέτα των προγόνων στους τοίχους. Και βάλθηκαν να τρέχουν να φεύγουν κυνηγημένοι απ΄ το τούρκικο μαχαίρι και τη φωτιά του πολέμου. Έρχεται μια τραγική στιγμή στη ζωή του ανθρώπου, που το θεωρεί τύχη να μπορέσει να παρατήσει το έχει του, την πατρίδα του το παρελθόν του και να φύγει, να φύγει λαχανιασμένος αποζητώντας αλλού τη σιγουριά. Άρπαξαν οι άνθρωποι βάρκες, καΐκια, σχεδίες, βαπόρια, πέρασαν τη θάλασσα σ΄ έναν ομαδικό, φοβερό ξενιτεμό. Κοιμήθηκαν αποβραδίς νοικοκυραίοι στον τόπο τους και ξύπνησαν φυγάδες, θαλασσοπόροι, άστεγοι άποροι, αλήτες και ζητιάνοι στα λιμάνια του Πειραιά, της Σαλονίκης, της Καβάλας του Βόλου, της Πάτρας.
Ενάμισι εκατομμύριο αγωνίες και οικονομικά προβλήματα ξεμπαρκάρανε στο φλούδι της Ελλάδας, με μια θλιβερή ταμπέλα κρεμασμένη στο στήθος: «Πρόσφυγες!» Που να ακουμπήσουν οι πρόσφυγες; Τι να σκεφτούν; τι να ξεχάσουν; τι να πράξουν; που να δουλέψουν; πώς να ζήσουν;
Τρέμαν ακόμα απ΄ το φόβο. Τα μάτια τους ήταν κόκκινα απ΄ το αιμάτινο ποτάμι της κόλασης που διάβηκαν. Και σαν πάτησαν σε στέρεο έδαφος, μετρήθηκαν να δουν πόσοι φτάσανε και πόσοι λείπουν. Κι οι ζωντανοί δεν το πιστεύανε, μόνο άπλωναν τα χέρια τους στο κορμί τους και το ψάχνανε, για να βεβαιωθούνε πως δεν ήταν βρικόλακες. Και ψάχναν και για την ψυχή τους, να δουν αν ήταν στη θέση της. Μ΄ αυτή ήταν άφαντη. Είχε μείνει πίσω στην πατρίδα κοντά στους αγαπημένους νεκρούς και στους αιχμαλώτους, κοντά στα σπιτάκια, στα
χωράφια, στις δουλειές….
Κι είπαν : περαστικοί είμαστε, ας βολευτούμε όπως όπως , κι αύριο θα ματαγυρίσουμε στα μέρη μας. Κι αποζητούσαν, τούτη την ελπίδα, με την ίδια λαχτάρα σαν το ψωμί το νερό και τ΄ αλάτι.
Τόσοι ήταν, ενάμισι εκατομμύριο ρωμιοί μικρασιάτες, που στριφογύριζαν τώρα στο καύκαλο της Ελλάδας, σαν περιπλανώμενοι ιουδαίοι διωγμένοι από τη γη της Χαναάν. Χωρίς πατρίδα χωρίς δουλειά χωρίς σπίτι. Και μόλις χτες να θυμάσαι πως ήσουνα νοικοκύρης.
Ψάχναν για τον αίτιο , αναθεμάτιζαν τον ουρανό, τη γης ,τον Κεμάλ το Βενιζέλο τον Κωνσταντίνο, την Αντάντ, τον πόλεμο. Μα πριν απ΄ όλα τον ύπουλο τον Άγγλο ,τον υπολογιστή ,το διπλοπρόσωπο, το σφετεριστή που έκανε μπίζνες και αυτοκρατορική πολιτική με το αίμα και τη δυστυχία ενός λαού….
ΔΙΔΩ ΣΩΤΗΡΙΟΥ "Οι νεκροί περιμένουν"
2 σχόλια:
Τι είναι καινούργιο;
EDITORIAL
ΝΕΑ
ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ
ΑΠΟΨΕΙΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΕΡΕΥΝΑ
ΧΑΡΤΕΣ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ
ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ
ΗΡΩΕΣ ΣΤΟΝ ΠΟΝΤΟ
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΕΣ
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΝΤΟ.
Η ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΤΩΝ ΠΟΝΤΙΩΝ
ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΜΕΛΛΟΘΑΝΑΤΩΝ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΑΝΤΑΣ ΠΟΝΤΟΥ
ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΣΑΝΤΆΣ
ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΗΣ ΣΑΝΤΆΣ
ΣΑΝΤΑΙΟΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Η ΝΕΑ ΣΑΝΤΑ
ΣΑΝΤΑΣ....ΑΝΕΚΔΟΤΑ!!!
ΠΡΟΣΩΠΑ ΣΑΝΤΑΣ ΠΟΥ ΕΦΥΓΑΝ
ΠΑΡΟΙΜΙΑΚΕΣ ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ
ΒΙΒΛΙΑ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ- ΠΟΙΗΤΕΣ
ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
ΦΑΓΗΤΑ
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
VIDEO-ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΝΤΟ
ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ-GENOCIDE
Π. ΣΟΥΜΕΛΑ(ΠΟΝΤΟΣ)
Π. ΣΟΥΜΕΛΑ(ΒΕΡΜΙΟ)
ΠΡΩΤΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟ ΠΟΝΤΟ
ΒΙΒΛΙΟ ΕΠΙΣΚΕΠΤΩΝ
Ποντιακά...Site
Φίλοι
About-Eπικοινωνία
SANTEOS / ΠΟΝΤΟΣ:ΙΣΤΟΡΙΑ-ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ / ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΜΕΛΛΟΘΑΝΑΤΩΝ / Επιστολη Ματθαιου Κωφιδη Επιστολη Ματθαιου Κωφιδη
0
1 2 3 4 5 0.00 (0)
Επιστολή μελλοθάνατου Ματθαίου Κωφίδη, βουλευτή Τραπεζούντας
15/28 Σεπτεμβρίου 1921 φυλακαί Τιμαρχανέ - Αμασείας
Φιλτάτη Ουρανία
Χθες ημέραν της Σταυροπροσκυνήσεως επαρουσιάσθην εις το δικαστήριον Ιστικλάλ,
καμίαν ελπίδα δεν έχω πλέον, σήμερον θα δοθή η απόφασις
η οποία βεβαίως θα είναι καταδικαστική,
σας αφίνω υγείαν και εις την προστασίαν του Παναγάθου,
περιττά τα πολλά λόγια, θάρρος και εγκαρτέρησις και ελπίς επί Κύριον,
δια να ημπορέσης το κατά δύναμιν να σηκώσης το βαρύ φορτίον σου.
Σας γλυκοφιλώ όλους
Ο Ματθαίος σου
Υ.Γ. Εις τα φίλτατα την ευχήν μου, καλήν πρόοδον και καλήν διαγωγήν όπως η ψυχή μου και μακρόθεν αγάλλεται.
ο ίδιος
Από το αρχείο του γιου του Κώστα Κωφίδη
μήπως νά αφιερώσετε κάτι για τίς σφαγές και τίς διώξεις τών Ποντίων;
Δημοσίευση σχολίου