Πολλά βράδια κοιμόταν σε σαλόνια Νοσοκομείων, καλύτερα να πούμε προσποιόταν ότι κοιμόταν, γιατί όταν ησύχαζε το Νοσοκομείο, έτρεχε κοντά σε μοναχικούς ασθενείς, που είχαν ανάγκη βοηθείας και τους συνέτρεχε, αλλά, όταν καταλάβαινε ότι κάποιο τρίτο πρόσωπο την αντιλαμβανόταν, τότε άρχιζε τα «παλαβά» της.
Πολλά πρωϊνά πηγαίνοντας για την εργασία μου (γύρω στις 6,30-7π.μ.) την συναντούσα να βγαίνη από το Νοσοκομείο ΚΑΤ και στην επιμονή μου γιατί δεν έρχεται να κοιμηθή στο σπίτι μας μου ομολόγησε: Αγαπούσε πολύ τους Αγίους, τους θεωρούσε φίλους της, συγγενείς της, έτρεχε στην εορτή τους, στα πανηγύρια, χαιρόταν όταν μοίραζαν και φαγητό, όπως μου έλεγε. Καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους γύριζε σε διάφορα προσκυνήματα. Την Κυριακή των Μυροφόρων στο Μανταμάδο για την εορτή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, του Αγίου Νεκταρίου στην Αίγινα, της Αγίας Παρασκευής στην Ναύπακτο κ.α. Ενδεικτικά αναφέρω το εξής:
Μια φορά της Αγίας Παρασκευής πήγε στην Ναύπακτο και έκανε σαν μικρό παιδί, όπως μου το διηγήθηκε. Αγαπούσε τον Σεβασμιώτατο Ιερόθεο, τον θεωρούσε δικό της άνθρωπο, χαιρόταν που τον έβλεπε να χοροστατή με τα λαμπρά του άμφια και να μιλάη τόσο ωραία. Του είχε μεγάλο σεβασμό. Καμάρωνε πολύ που της είχε μιλήσει και της έδωσε την ευχή του στο μοναστήρι στο Ακραίφνιο. Τον χαιρόταν, όπως έλεγε..
Όλες οι διηγήσεις της Στελλίτσας ήταν για μένα απόλαυση, ξεκούραση. Έβλεπα μια μεγάλη γυναίκα να νιώθη και να εκφράζεται σαν μικρό παιδί.
Κάποτε είχαμε γιορτή στο σπίτι μας με αρκετούς καλεσμένους. Ξαφνικά ήλθε η Στελλίτσα. Κάθισε και ακριβώς δίπλα της εγώ. Μεταξύ των καλεσμένων και ένα ζευγάρι με πολλά προβλήματα, τα οποία γνώριζα. Η Στελλίτσα «στον κόσμο της» ψιθύριζε την ευχή και συγχρόνως πολύ χαμηλόφωνα έλεγε τι συμβαίνει με αυτό το ζευγάρι, τι φταίει, ενώ στους άλλους έλεγε άσχετα η τους χαμογελούσε. Πάντα όμως συγκεντρωμένη στην ευχή. Οι πιο πολλοί την θεώρησαν «παλαβή», άλλο που δεν ήθελε η Στέλλα, για να μην την καταλαβαίνουν.
Ήταν 12 Αυγούστου 2004, ήμουν στο γραφείο μου και εκείνη την ημέρα ήταν να ταξιδέψω για Λέσβο για τις καλοκαιρινές διακοπές μου. Από το πρωΐ βασανιζόμουν από μια ασήμαντη σκέψη, κοινώς είχα «κολλήσει». Δεν είχα ένα μπρελόκ να βάλω τα κλειδιά που θα άφηνα στους γείτονες να ποτίζουν τον κήπο. Ξαφνικά γύρω στο μεσημέρι ανοίγει η πόρτα και εμφανίζεται η Στελλίτσα, καταϊδρωμένη, κουρασμένη, ασθμαίνουσα και μου λέει: «Να, πάρτο. Ήμουν στην Ομόνοια και μου είπε να σπεύσω να σου φέρω το μπρελόκ». Τα έχασα.. Στην ερώτηση ποιός της είπε να μου το φέρη στην αρχή ψέλλισε «η Παναγία», μετά άρχισε τα δυσνόητα, τα «παλαβά» της. Το μπρελόκ το είχε αγοράσει από το μοναστήρι και παρίστανε το γενέσιο της Παναγίας μας. Στην επιμονή μου να μείνη λίγο κοντά μου να ξεκουραστή, να πιή κάτι, να δροσιστή κάθισε στον καναπέ και άρχισε να μιλάη για τον εαυτό της. Και τότε μου είπε: «Μηλίτσα μου, εγώ θα πεθάνω στους δρόμους μόνη μου. Κανένας δεν θα το μάθη, κανείς, κανείς». Αυτό με πόνεσε πολύ και της είπα με απαίτηση: «Στελλίτσα μου, σε παρακαλώ θέλω να το μάθω. Θέλω να μάθω το φευγιό σου». Και την αγκάλιασα. Μετά από αυτό σταμάτησε να μιλάη για αρκετά λεπτά. Ξαφνικά με κοιτάζει με ένα στοργικό βλέμμα γεμάτο αγάπη και μου λέει: «Μηλίτσα μου, θα το μάθης, θα το μάθης».
Για τελευταία φορά έμεινε στο σπίτι μου τον Οκτώβριο του 2004. Τότε της πονούσε το πόδι και αναγκάσθηκε να περιορίση τις πεζοπορίες. Έτυχε τότε να χρειασθή να φιλοξενήσω κάποιο πρόσωπο που δυσκολευόταν από την παρουσία της και ιδιαίτερα από την βραδινή προσευχή, διότι έπεφτε για ύπνο νωρίς και σηκωνόταν αργά τη νύχτα και προσευχόταν ψάλλοντας δυνατά. Πολλές φορές ακούγαμε να επαναλαμβάνη το: «Ζη Κύριος ο Θεός».
Εν όψει αυτού του προβλήματος, λοιπόν, προσφέρθηκε μια φίλη μας, η Χρυσούλα, να της παραχωρήση ένα διαμερισματάκι, που ήταν άδειο μετά τον θάνατο των γονέων της. Χάρηκε που έμενε σε σπιτάκι κοντά σε ανθρώπους με αγάπη και κατανόηση, τώρα μάλιστα που δυσκολευόταν από τους πόνους των ποδιών της. Εκεί έμεινε μέχρι τον Μάϊο του 2005. Την 1η Ιουνίου 2005 η Χρυσούλα την είδε να φεύγη από το σπίτι. Από την ημέρα εκείνη χάθηκαν τα ίχνη της.
Αργότερα ανησυχήσαμε, αλλά επειδή συνήθιζε να εξαφανίζεται, πιστεύαμε ότι θα εμφανισθή. Κάθε τόσο επικοινωνούσαμε με την Γερόντισσα η Χρυσούλα και εγώ για να μάθουμε για την Στέλλα. Η Γερόντισσα έλεγε συνέχεια: «Ψάξτε να την βρήτε». Εμείς όμως πιστεύαμε ότι είχε φύγει για κάποιο ταξίδι και ότι θα επέστρεφε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου