Ἡ Ἐκκλησία, φιλανθρώπως σκεπτόμενη, δὲ θέλησε νὰ ὁρίσει τυπολατρικὰ μέχρι τὴν τελευταία λεπτομέρεια τὴ νηστεία ποὺ θὰ ἔκανε σὰ σῶμα. Ἐπειδὴ ὁ καθένας ἔχει διαφορετικὴ ἀντοχὴ ἀλλὰ κι ἐπειδὴ βρίσκεται σὲ διαφορετικὴ πνευματικὴ κατάσταση, ὅρισε κάποιες συγκεκριμένες τροφὲς τὶς ὁποῖες θὰ νήστευαν ὅλοι ἀπὸ κοινοῦ (αὐτὸ θὰ πεῖ κοινὴ νηστεία ἀλλὰ καὶ κοινὴ ζωή), καὶ τὶς λοιπὲς λεπτομέρειες (ποσότητα, συχνότητα, γευστικὴ ποιότητα κ.λ.π.) τὰ ἀφήνει στὸ φιλότιμο ἀγῶνα τοῦ καθενός. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ «δυνατὸς» πνευματικὰ μπορεῖ νὰ κατακριθεῖ ἀπὸ τὸ Θεὸ γιατὶ μποροῦσε νὰ νηστεύσει σκληρότερα καὶ δὲν τὸ ἔκανε, (π.χ. ἔφαγε μιὰ φορὰ ἕνα, νηστήσιμο ἔστω, γλυκὸ ὄχι γιὰ ἄλλο λόγο παρὰ ἀπὸ λαιμαργία) ἐνῷ ὁ «ἀδύνατος» ἢ ἀρχάριος πνευματικὰ νὰ δικαιωθεῖ κι ἀς ἔτρωγε κάθε μέρα «νηστήσιμο», ἢ καὶ κανονικὸ τυρί σὲ περίοδο νηστείας. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ἂν αὐτὸς ὁ «ἀδύνατος» δὲν ἔχει συναίσθηση αὐτῆς ἀκριβῶς τῆς ἀδυναμίας του ἀλλὰ αὐτοδικαιώνεται λέγοντας «θὰ δεῖ ὁ Θεὸς πόσες προσπάθειες ἔκανα γι’ αὐτόν καὶ δὲ θὰ μὲ καταδικάσει γιὰ τὴ νηστεία» ἢ «δὲν ἔχουν σημασία αὐτὰ ὁ Θεὸς τὴν καρδιὰ κοιτάει» κ.λ.π. χάνει καὶ τὸ μικρὸ ἐνδεχομένως κόπο ποὺ ἔκανε ὄχι μόνο γιὰ τὴ νηστεία ἀλλὰ καὶ γενικότερα στὴ ζωή του.
Ὁ Θεὸς τοὺς οἰκείους του δὲν τοὺς ἀφήνει χωρὶς παρηγορία. Ἀκόμα καὶ οἱ μάρτυρες τὴν ὥρα τοῦ μαρτυρίου τους δέχονταν θεϊκὴ παρηγοριά ποὺ ἐξουδετέρωνε τοὺς φυσικοὺς πόνους ποὺ αἰσθάνονταν. Ἔτσι μποροῦσαν καὶ ἄντεχαν μέχρι τέλους χωρὶς νὰ λυγίσουν. Ἄρα κριτήριο γιὰ τὸ ἂν κάποιος ἔχει ἢ δὲν ἔχει γίνει οἰκεῖος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἂν μετὰ ἀπὸ κάθε σταύρωση ποὺ ὑφίσταται ἢ μαζὶ μὲ αὐτὴν δέχεται καὶ τὴν ἀναστάσιμη χαρὰ τῆς θείας παρηγορίας.
Αὐτὸ συμβαίνει καὶ μὲ τὴ νηστεία. Κριτήριο γιὰ τὸ ἂν ἡ ὅποια νηστεία κάνουμε εἶναι εὐάρεστη στὸ Θεό, εἶναι ἂν αἰσθανόμαστε τὸ θεῖο ἔρωτα στὴν καρδιά μας, πρᾶγμα ποὺ μὲ τὴ σειρά του θὰ μᾶς ἀποσπᾶ ἔτι περισσότερο ἀπὸ τὴν ἀναζήτηση τῶν ἐπίγειων ἠδονῶν καὶ θὰ ἐπιτείνει τὴ νηστεία.
Ἔτσι ἐξηγεῖται γιατὶ κανεὶς ἅγιος δὲν ἁγίασε ἔχοντας τὰ πάθη τῆς γαστριμαργίας καὶ τῆς λαιμαργίας ἀλλὰ καὶ γιατὶ οἱ περισσότεροι ἀσκητὲς ὅσιοι, ἐνῷ γερνοῦσαν καὶ ἀδυνάτιζε τὸ σῶμα τους ἔκαναν πιὸ αὐστηρὴ τὴν ἄσκησή τους.
Σὲ τελικὴ ἀνάλυση ἡ νηστεία λειτουργεῖ καὶ ὡς προσφορὰ θυσίας ὡς ἕνα ἀντίδωρο στὰ πλούσια δῶρα τοῦ Θεοῦ. (πρβλ.«Τί σοι προσενέγκωμεν Χριστέ…»). Ὁ εὐγνώμων πιστὸς τὴν αἰσθάνεται ὡς ἀνάγκη, νὰ τὴν ἀντιπροσφέρει σὲ Ἐκεῖνον ὡς κάτι ἄχρηστο μὲν γι’ Αὐτόν, (καὶ τί θὰ μποροῦσε ἄλλωστε νὰ Τοῦ ἦταν χρήσιμο), ἀλλὰ ὡς τὸ μόνο ποὺ δύναται νὰ πράξει, ἀντὶ γιὰ τὴν τόση Χαρὰ ποὺ πλημμυρίζει τὴν ὕπαρξή του. Γι’ αὐτὸ καὶ χαίρεται ὅταν ἔρθει ἡ περίοδος τῆς νηστείας καὶ δὲν μεμψιμοιρεῖ γιὰ τὴν ποσότητα τῶν νηστειῶν ποὺ «ἐπέβαλλε» ἡ Ἐκκλησία (ἢ ἀκόμη χειρότερα οἱ μοναχοί) στὰ μέλη της, οὔτε αἰσθάνεται δυσφορία κάθε φορὰ ποὺ πλησιάζει μιὰ τέτοια περίοδος.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι σὲ πολλὰ μηναῖα σὲ νηστήσιμες ἡμέρες στὴν «εἴδηση» τοῦ τυπικοῦ ἀναφέρονται π.χ. τὰ λόγια: «ἐν ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ κρέας ἢ τυρὸν ἢ ὠὸν οὐ καταλύομεν παρὰ μόνον ἔλαιον καὶ οἶνον εὐχαριστοῦντες Χριστῷ τῷ Θεῷ».
Οἱ ἅγιοι γιὰ ὁ,τιδήποτε κάνουν χαίρονται κι εὐχαριστοῦν τὸ Θεό: Ζοῦν καὶ χαίρονται, ἐργάζονται καὶ χαίρονται, κινοῦνται καὶ χαίρονται, τρῶνε καὶ χαίρονται κι εὐχαριστοῦν, νηστεύουν καὶ πάλι χαίρονται καὶ πάλι εὐχαριστοῦν, βασανίζονται καὶ χαίρονται εὐχαριστοῦντες, μαρτυροῦν καὶ πάλι χαίρονται κι εὐχαριστοῦν, πεθαίνουν καὶ ζοῦν γιὰ πάντα μαζὶ μὲ τὴν πηγὴ τῆς χαρᾶς γεμᾶτοι ἀπὸ εὐχαριστία. Οἱ ὑπόλοιποι παίζουμε κρυφτούλι μὲ τοὺς «νόμους» καὶ τὶς «τυπικὲς διατάξεις» πῶς θὰ τὶς περάσουμε πιὸ …«ἀνώδυνα», καὶ τὸ μόνο ποὺ καταφέρνουμε εἶναι νὰ στερούμαστε, ἀπὸ τὴ μίζερη νοοτροπία μας, τὶς χαρὲς τῆς ἀληθινῆς ζωῆς.
Ζητῶν
3 σχόλια:
"...Ἀκόμα καὶ οἱ μάρτυρες τὴν ὥρα τοῦ μαρτυρίου τους δέχονταν θεϊκὴ παρηγοριά ποὺ ἐξουδετέρωνε τοὺς φυσικοὺς πόνους ποὺ αἰσθάνονταν..."
Δεν συμφωνώ με αυτό. Δηλ. οι μάρτυρες δεν βίωναν το μαρτύριο?Δεν ένοιωθαν πόνους?
Εχουμε παραδείγματα μαρτύρων?
Δηλ. όλοι οι μάρτυρες δεν ένοιθαν πόνο?
Εντάξει με τους 3 παίδες στην φωτιά , αυτοί τραγουδούσαν, αλλά μπορούμε να πούμε το ίδιο και για τους μάρτυρες που στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία τους έτρωγαν τα θηρία δεν ένοιθαν πόνο?Τοτε τι είδους μαρτύριο είναι αυτό?
Παρακαλώ να μου πείτε.
Είναι αλήθεια σκοτεινό το κείμενο έτσι όπως το διατυπώνει κι επιδέχεται αντιρρήσεις. Αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι ο συγκεκριμένος συγγραφέας στο άλλο άρθρο του για τους άγιους μάρτυρες δεν υιοθετεί τέτοια άποψη. Μήπως πρόκειται για κακή διατύπωση; Λέω μήπως γιατί θα μπορούσαμε (τραβηγμένα ίσως) να ερμηνεύσουμε το συγκεκριμένο σημείο ως: Οι άγιοι μάρτυρες αισθάνονταν μεν τους πόνους του μαρτυρίου το οποίο δεν ήταν ανώδυνο γι΄ αυτούς αλλά αυτή η οδύνη που αισθάνονταν εξουδετερονόταν (χωρίς να εξαφανίζεται) από τη θεϊκή παρηγοριά που δέχονταν.
Αυτή η άποψη επιβεβαιώθηκε και στις μέρες μας με τους αγίους γέροντες των ημερών μας. Ο π. Πορφύριος κάποτε αναγκάστηκε (δεν θυμούμαι για ποιούς λόγους) να κάνει εγχείρηση χωρίς αναισθησία. Ποιός από μας θα μπορούσε να το αντέξει; Όμως ο νους του ήταν τόσο προσηλωμένος στην προσευχή που ούτε καν αναστέναζε. Ωστόσο τον ρώτησαν εκείνη την ώρα πώς αισθανόταν και απάντησε: "Σαν να μου έχεις βάλει τηγάνι που καίει στο κεφάλι μου". Δηλαδή αισθανόταν τους πόνους αλλά θεία χάριτι τους άντεχε. Και ο π. Παΐσιος επίσης στο τέλος της αρρώστιας του ζήτησε από τους γιατρούς να σταματήσουν την υποστηρικτική θεραπεία γιατί δεν είχε πλέον νόημα. Από εκείνη τη στιγμή υπέφερε τους πόνους του καρκίνου μόνος του. Σε μια από τις τελευταίες μέρες του σ΄ αυτήν την κατάσταση τον άκουσαν να ψιθυρίζει: "Μαρτύριο, σωστό μαρτύριο". Ωστόσο τον υπόλοιπο καιρό ούτε αναστέναζε ούτε βογγούσε. Δηλαδή κι αυτός θεία χάριτι άντεχε.
Δεν ξέρω αν κάτι τέτοιο θέλει να πει ο Ζητών. Διαφορετικά είναι υπερβολικό να θεωρήσουμε ότι όλοι οι μάρτυρες δεν αισθάνονταν τίποτα από τους πόνους τους. Κάποιοι ναι δεν αισθάνθηκαν. Όχι όλοι όμως...
Ας μας πει ο ίδιος αν διαβάζει το blog...
Για το προηγούμενο σχόλιο ήθελα να υπογράψω atheologitos αλλά πατήθηκε το enter και με πρόλαβε. Το γράφω τώρα.
Δημοσίευση σχολίου