Χριστουγεννιάτικο διήγημα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη
Ζωγραφική: Μιχάλης Μαδένης
Η Ζέφη, δασκάλα στο Σχολείο των Κωφών, τριάντα πέντε ετών, δυο χρόνια χωρισμένη, οδηγεί το Φιατάκι της, ανεβαίνει στις κοντινές, χιονισμένες λοφοπλαγιές έχοντας δίπλα της, στη θέση του συνοδηγού, τον κουβά. Οδηγεί σχετικώς ψύχραιμα – σκέφτεται: πόσες πιθανότητες είχε αυτό να συμβεί;
Ξεκίνησε σήμερα πρωί, παραμονή Χριστουγέννων, μαζί με το παιδί, το αγοράκι της τον Χρήστο, που είναι δυόμισι χρόνων, και φτάσανε στο σούπερ μάρκετ για να ψωνίσουν, να γυρίσουνε και μετά να πάνε να κοινωνήσουν. Πήρε η Ζέφη ένα καρότσι απ’ τη σειρά, κι άρχισε να βάζει μέσα τρόφιμα. Στο τέλος σκέφτηκε να πάρει και ένα μικρό τσουβάλι πατάτες – τις θυμήθηκε βλέποντας τα σακιά στη γωνιά. Μικρά τσουβαλάκια από κίτρινο νάιλον, δικτυωτό. Πήρε ένα σακί, το έβαλε πάνω απ’ όλα τα τρόφιμα μέσα στο καρότσι, και μετά, σήκωσε το παιδί και το απόθεσε πάνω στο τσουβάλι, κάτι που πάντα του άρεσε όταν πηγαίνανε στο σούπερ μάρκετ. Το ’βλεπε σαν βόλτα. Ο μικρός χοροπηδούσε πάνω στο τσουβαλάκι και χαιρόταν – η Ζέφη έκανε μερικές γύρες ακόμα μήπως ξέχασε τίποτε.
Κουβάλησε τα ψώνια στο σπίτι κάπως γρήγορα για να προλάβουνε να πάνε και στην εκκλησία. Το παιδί, με το που ξαναμπήκανε στο αμάξι άρχισε να κλαίει. Με ένα περίεργο κλάμα. Η Ζέφη το καθησύχαζε, νόμιζε ότι ήταν η συνηθισμένη γκρίνια του. Το μάλωνε, το χάιδευε. Εκείνο σώπαινε και μετά άρχιζε πάλι να κλαίει.
Απ’ την στιγμή που μπήκαν στο ναό, το παιδί αποχαλινώθηκε. Το κρατούσε η Ζέφη στην αγκαλιά σφιχτά και δεν μπορούσε να το κάνει ζάφτι. Χτυπιότανε, τσίριζε, ούρλιαζε, έκλαιγε. Κάτι ήθελε να πει και δεν τα κατάφερνε. Ο κόσμος ενοχλούνταν αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα – είχε πλησιάσει η ώρα της μετάληψης. Η σειρά είχε στηθεί κιόλας μπροστά τους και ο παπα–Μακάριος της εκκλησιάς του Αγίου Χαραλάμπους, ιερέας ψηλός, με ευγενική μορφή, σοβαρός, με βαθιά, υπέροχη φωνή, είχε βγει με το Αγιο Δισκοπότηρο και με το κουταλάκι και είχε αρχίζει να μεταλαβαίνει τον κόσμο.
Οσο μίκραινε η σειρά τόσο το παιδί αλλοφρονούσε. Ξέφυγε, μια στιγμή, απ’ τη μάνα του, έπεσε κάτω με δαρμοσπασμούς και μαγουλοσύρθηκε στο δάπεδο του ναού. Αλλά όλοι έκαναν υπομονή – σκέφτονταν πως το παιδί κάτι έχει και το έφερνε η μάνα του να μεταλάβει, μήπως και βοηθηθεί. Δυσανασχετούσαν, γύριζαν το κοίταζαν αλλά δεν μιλούσαν – κάποιος είπε χαμηλόφωνα τη λέξη «δαιμονισμένο».
Ο ιερέας είχε εντοπίσει από νωρίς το παιδί και το παρατηρούσε κάθε τόσο, εντελώς γαλήνιος.
Φτάσανε στα δυο βήματα. Η Ζέφη κράτησε το παιδί πιο γερά, προσεκτικά.
Ο παπάς έτεινε το κουταλάκι με την μεταλαβιά – ο μικρός Χρήστος ήρθε σε παραλήρημα, χτυπιότανε ολόκληρος, τραβιότανε πίσω, δεν ήθελε. Κι όπως ο ιερέας έσκυψε λίγο παραπάνω, χτυπάει, το παιδί, μια, με το χέρι του και με απρόσμενη δύναμη, το Αγιο Δισκοπότηρο, το ρίχνει κάτω και όλη η μετάληψη χύνεται στο πάτωμα της εκκλησίας κι απλώνεται σαν μεγάλη κηλίδα αίμα – όσοι περίμεναν στην σειρά είδαν την εικόνα αυτή κι ένιωσαν σαν να δέχτηκαν μια μαχαιριά στο στήθος.
Η Ζέφη άρχισε να κλαίει. Τραβήχτηκε με το παιδί πιο εκεί και κάθησε σε ένα στασίδι κρατώντας το αγκαλιά.
Ο παπάς, ήρεμος πάντα, γαλήνιος, σήκωσε κι άφησε πίσω του σε ένα τραπεζάκι το Αγιο Δισκοπότηρο και το κουταλάκι και έπεσε στα τέσσερα. Σύρθηκε στο δάπεδο κι άρχισε να γλείφει τη μετάληψη μαζί με τα σκουπίδια και τα χώματα, τη σκόνη και τα υπολείμματα των παπουτσιών του κόσμου. Σχολαστικά, επίμονα, σαν ατάιστο σκυλί. Πόντο πόντο, γουλιά γουλιά, γιατί το δόγμα απαγορεύει να σκουπίσεις το αίμα του Χριστού. Το ήπιε όλο ο ιερέας. Μετά στάθηκε να ξεκουραστεί. Ξάπλωσε μπρούμυτα, εξουθενωμένος. Εμεινε έτσι ακίνητος, για λίγο, μέσα στην βουβή εκκλησία, σαν θα ’λεγες, για να κοιμηθεί, εκεί, στο δάπεδο, επιτόπου.
Ολοι κρατούσανε την αναπνοή τους. Κοιτούσανε σαν χαμένοι.
Ο παπάς ανασηκώθηκε, αργά, σαν να ξύπνησε. Ξεσκόνισε τα ιερά του άμφια, κι έκανε ήρεμα το σταυρό του, μουρμουρίζοντας.
«Η γέννησή σου, Χριστέ ο Θεός...»
Εριξε μια πλάγια ματιά στο παιδί που ησύχαζε στην αγκαλιά της μάνας του. Υστερα έστρεψε κι έφερε απ’ το Ιερό ένα μπουκάλι γεμάτο με καθαρό οινόπνευμα και το έριξε ραντιστά στο δάπεδο, σ’ όλο το μέρος όπου είχε πέσει η μετάληψη. Μετά έβγαλε απ’ τα ράσα του σπίρτα, άναψε ένα κι έβαλε στο οινόπνευμα φωτιά, που τινάχτηκε ψηλά, με ένα μπαφ! μέσα στον ναό, προς τον τρούλο, φωταγωγώντας τον.
Το εκκλησίασμα τραβήχτηκε τρομαγμένο προς τα πίσω, φρικίασε.
Ο ιερέας έκαψε ό,τι απόμεινε απ’ την μετάληψη στο δάπεδο, ενώ δεν άφηνε κανέναν να πατήσει εκεί, πριν σβήσει η φλόγα, πριν καθαριστεί απόλυτα το μέρος, εντελώς.
Με το που έσβησε μόνη της, σιγά σιγά, η φωτιά, ο παπάς πήγε μέσα στο Αγιο Βήμα, να βάλει φρέσκο κρασί και ψίχα στο Δισκοπότηρο, για να συνεχίσει την μετάληψη – εκείνη τη στιγμή η Ζέφη ένιωσε το παιδί να λιποθυμάει στην αγκαλιά της. Εβγαλε μια κραυγή, βγήκε τρέχοντας έξω, μπήκε στο αυτοκίνητο και οδηγώντας με άγχος, κλαίγοντας, τράβηξε προς το Κέντρο Υγείας, που ευτυχώς δεν απείχε πάνω από ένα πεντάλεπτο. Οι γιατροί πήραν το παιδί μέσα γρήγορα, το εξέτασαν – δεν μπορούσαν να καταλάβουν. Μια νοσοκόμα το γύμνωσε και τότε είδε ένας γιατρός στο αριστερό μπούτι του παιδιού τις δυο μικρές τρύπες και το μεγάλο οίδημα γύρω γύρω.
– Φίδι, είπε. Το δάγκωσε φίδι. Οχιά.
Του έκανε αμέσως ένεση ατροπίνης και το έβαλε στον ορό. Το παιδί ήταν σε κώμα.
– Πρέπει να φύγει αμέσως για το νοσοκομείο, είπε ο γιατρός. Κινδυνεύει, το δηλητήριο έχει προχωρήσει.
Πήραν γρήγορα το αγοράκι με το ασθενοφόρο – η Ζέφη το συνόδευσε. Εκλαιγε, σπάραζε.
Προς το μεσημέρι άρχισε σιγά σιγά το παιδί να συνέρχεται. Αλλά το κράτησαν εκεί, στο νοσοκομείο, προληπτικά.
Η Ζέφη γύρισε σπίτι. Μπήκε στην κουζίνα – τα φωτάκια απ’ το χριστουγεννιάτικο δέντρο παραληρούσαν ρίχνοντας χρωματιστές, διακεκομμένες δέσμες σ’ όλο το σπίτι. Και βλέπει την γάτα τους (που τόσο την αγαπάει ο μικρός) να είναι μπροστά στο τσουβαλάκι με τις πατάτες που ψώνισε το πρωί, με σηκωμένη τρίχα και να το κοιτάζει επίμονα. Η Ζέφη παρατηρεί, τότε, κάτι να κινείται μέσα στο σακί – μετά διακρίνει την μικρή οχιά: να κουλουριάζεται και να κρύβεται καλύτερα. Η γάτα πλησιάζει και με μιαν αστραπιαία κίνηση χτυπάει το φίδι, που πετάγεται στο δάπεδο. Το νυχιάζει ακόμα μερικές φορές, παίζοντας, κι όχι για να το σκοτώσει. Η Ζέφη ανατρίχιασε ολόκληρη. Πάει και παίρνει τη μασιά απ’ το τζάκι για το λιώσει. Αλλά, τελευταία στιγμή, μετανιώνει. Το λυπάται. Παγώνει. Και θυμάται ότι είναι Χριστούγεννα σήμερα. Κι αυτό, ένα πλάσμα Θεού – μάνα το γέννησε. Στέκει αμήχανη. Μετά πάει, φέρνει μια μεγάλη πετσέτα, την πετάει πάνω του – είναι λιποθυμισμένο. Το αρπάζει μαζί με την πετσέτα και το βάζει σ’ έναν κουβά. Από πάνω χώνει σφιχτά, πατικώνει και το βαρύ μπουρνούζι της.
Και τώρα ανεβαίνοντας με το αυτοκίνητο, μακριά απ’ τον οικισμό, στις μισοχιονισμένες λοφοπλαγιές του Χορτιάτη, σταματάει. Διστάζει. Βλέπει γύρω. Χιόνια κι ερημιά. Ψυχή δεν βλογάει πουθενά. Ανοίγει το τζάμι του συνοδηγού, παίρνει τον κουβά και τον αδειάζει απέξω, πετσέτα, μπουρνούζι και φίδι μαζί – ένα ρίγος τρέχει στην πλάτη της. Μετά σκύβει δισταχτικά και βλέπει την οχιά να σέρνεται μαιανδρίζοντας ζαβά, ζαλισμένη ακόμα, και να χώνεται σε ένα θάμνο. Σκέφτεται πως το φίδι θα είχε μπει στο τσουβαλάκι μετά την ενσάκκιση, κι είχε πέσει, κρυμμένο στις πατάτες, σε χειμερία νάρκη. Με το που κάθησε πάνω το παιδί, η οχιά ζεστάθηκε, ξύπνησε, ζορίστηκε και... Βγάζει η Ζέφη το κινητό, να τηλεφωνήσει στον τέως άντρα της – το αναβάλλει.
Στρίβει και τραβάει προς την εκκλησιά, πριν ξαναπάει στο νοσοκομείο. Μπαίνει πάλι στην πόλη. Κόσμος πολύς στους δρόμους, κρατώντας ψώνια, χαρούμενος. Φωταψία παντού. Αστράφτουνε, ανύποπτες, οι βιτρίνες, τρέχουν, αμέριμνα, τα παιδιά φωνάζοντας, γλιστρώντας, πετώντας μεταξύ τους χιονόμπαλες.
Η Ζέφη μπαίνει στο ναό. Προχωρεί, παίρνει κι ανάβει ένα κερί. Νιώθει εντελώς μόνη, αδύναμη, άδεια. Στο έλεος. Βουρκώνει – μετά τα μάτια της αρχίζουνε να τρέχουνε ανεξέλεγκτα. Και τραυλίζοντας ψιθυρίζει, για πρώτη φορά, μετά από πολλά χρόνια, απ’ την εφηβεία της, αυθόρμητα, ασυναίσθητα, τις ξεχασμένες λέξεις:
«Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει...».
Το διήγημα γράφτηκε από τον Γιώργο Σκαμπαρδώνη και εικονογραφήθηκε από τον Μιχάλη Μαδένη για τη χριστουγεννιάτικη έκδοση της «Κ».
14 σχόλια:
ΠΟΛΥ ΚΑΛΗ Η ΙΣΤΟΡΙΑ..
ΕΙΝΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ?
Να χαίρεστε τα διηγήματα με τα οποία μας ταΐζετε...
Αυτό και αν ήταν αντίδραση από τον πάντα αντιδραστικό "atheologito"...!!!
Θα προτιμούσα πρώτα να μας πει ο αθεολόγητος ποια είναι η διαφωνία του σε αυτό το διήγημα και μετά θα τον έλεγα αντιδραστικό.
Που διαφωνείς αθεολόγητε ;
Αθεολόγητε, θα ήθελα και εγώ πολύ να μάθω το λόγο του ειρωνικού σχόλιού σου.Μήπως σε πείραξε το ότι μερικά πράγματα δεν αναφέρονταν με το κανονικό τους όνομα πχ "κουταλάκι" αντί για "άγια λαβίδα";
χ.π
προφανώς ο αθεολόγητος γράφει καλύτερα διηγήματα.
δε μας στέλνεις ένα να διαβάσουμε ;
Πέραν του ότι είμαι αθεολολόγητος δεν είμαι επίσης και φιλόλογος ώστε να κρίνω το διήγημα φιλολογικά. Ώστε αν είναι "καλύτερο" ή χειρότερο το διήγημα αυτό από τα υποτιθέμενα δικά μου (δεν έχω γράψει κανένα έως τώρα) είναι ερώτηση χωρίς νόημα και με αφήνει εντελώς αδιάφορο τη στιγμή που το όλο πνεύμα του συγγραφέως είναι σε πολλές περιπτώσεις εκκλησιαστικά προκλητικό.
Ο συγγραφέας δηλαδή αφήνει ασχολίαστο και σχεδόν θεωρεί φυσιολογικό το γεγονός ότι η μητέρα έκανε πρώτα όλες της τις δουλειές και στη συνέχεια (σαν κερασάκι στην τούρτα = για το καλό του χρόνου) πήγε το παιδί της στην Εκκλησία να το κοινωνήσει.
Αυτό Εκκλησιαστικά είναι απαράδεκτο όχι γιατί το παιδί θα καταλάβαινε κάτι αν πήγαινε από την "αρχή" στην Εκκλησία, αλλά γιατί δεν βοηθήθηκε καθόλου να βιώσει η μικρή παιδική ψυχούλα του το μυστήριο με το δικό της τρόπο μέσα στο κλίμα της κατάνυξης που θα του προσέφερε ο ναός και το οποίο αντικαταστάθηκε από το κλίμα της αγοράς της κατανάλωσης του θορύβου και του παιχνιδιού που έκανε ο μικρός μέσα στο σούπερ μάρκετ. Κάτι το οποίο μπορεί να μην είναι από μόνο του καταδικαστέο όταν όμως προηγείται της προσευχής έχει ολέθρια πνευματικά αποτελέσματα για τον προσευχόμενο και για την προσευχή.
Η υποφώσκουσα αυτή διάθεση του συγγραφέα να προτάξει τα καταναλωτικά Χριστούγεννα από τα πνευματικά φαίνεται κι από το γεγονός ότι η ηρωίδα του με πάσα σχολαστικότητα και άνεση φρόντισε να κάνει τα ψώνια της και στη συνέχεια με "αρκετή" βιασύνη πήγε στην Εκκλησία για να "προλάβει" όπως χαρακτηριστικά αναφέρει το κείμενο.
Ίσως κάποιος να παρατηρήσει ότι αυτά τα έκανε η ηρωίδα και όχι ο συγγραφέας. Αλλά η ηρωίδα είναι ο μοναδικός σχεδόν ήρωας του κειμένου όλο το κείμενο περιστρέφεται γύρω της και είναι απολύτως βέβαιο ότι ο συγγραφέας τη "βλέπει" ως εκφραστή του.
Στη συνέχεια όταν πηγαίνουν στο ναό αρχίζουν ένα σωρό περίεργες "συμπτώσεις" που πέραν του ότι είναι εντελώς αφύσικες και πάρα πολλές για να συμβούν δείχνουν τη φανερή προσπάθεια του συγγραφέα να χτυπήσει τον (κατ΄ αυτόν) πουριτανισμό των εντός της Εκκλησίας (λες και η ηρωίδα του είναι εκτός) θαμώνων και να τους κατακεραυνώσει.
Έτσι ενώ το παιδί μετά το δάγκωμα μονάχα έκλαιγε και μάλιστα εύκολα ησύχαζε, ενώ δεν είχε βγάλει καμμία κραυγή την ώρα του τσιμπήματος (άλλο αφύσικο κι αυτό) οι πόνοι του ξαφνικά δυνάμωσαν από την ώρα που μπήκε στην Εκκλησία. Ούτε πρίν ούτε λίγο αργότερα. Λες και η Εκκλησία το δαιμόνισε. Κάτι που άλλωστε το βάζει και στο στόμα μερικών "πουριτανών" κατά τη γνώμη του που το έβλεπαν.
Επίσης έκπληξη προκαλεί το γεγονός, (όσοι έχουν παιδιά ή ασχολούνται με αυτά καταλαβαίνουν τι θα πώ) ότι ο μικρός καίτοι δυόμιση χρονών ούτε τη λέξη πονάει είπε στη μάνα του αλλά ούτε και το χεράκι του έβαλε στο μέρος που είχε τσιμπηθεί ώστε να δώσει στη μάνα του να καταλάβει τι συνέβεβαινε αλλά μέχρι που λιποθύμησε επέμενε να σφαδάζει και να χτυπιέται έτσι γενικά ώστε να δίνει την εντύπωση παιδιού άτακτου και υπερκινητικού παρά υποφέροντος. Φαίνεται ότι το παιδί "έτυχε" να έχει καθυστερημένη ανάπτυξη στην ομιλία ίσως και καθυστερημένη νοημοσύνη... αλλά αυτό δε μαρτυρείται στο κείμενο. Η άλλη σύμπτωση είναι ότι οι αταξίες του έβαιναν με αυξανόμενο ρυθμό επειδή προφανώς αυξανόταν και ο πόνος του παιδιού αλλά κορυφώθηκαν ΑΚΡΙΒΩΣ τη στιγμή που ήταν η σειρά του να κοινωνήσει. Τη στιγμή ακριβώς που "κατάφερε" να ανατρέψει το Άγιο Ποτήριο και να χύσει όλη τη Θεία Κοινωνία. Μετά και ησύχασε και η μάνα του μπορούσε να το "κάνει ζάφτι" και αμέσως μετά λιποθύμησε.
Εδώ βέβαια υπάρχουν και άλλες "συμπτώσεις": Πώς ο κατά πάντα προσεκτικός και ακριβής ιερέας δεν πρόσεξε και άφησε το παιδί να του κλωτσήσει το Άγιο Ποτήριο αλλά και πώς δεν το κρατούσε τόσο καλά ώστε να του φύγει από τα χέρια και να χυθεί όλη η Θεία Κοινωνία στο πάτωμα. Αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες.
Όλα αυτά θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι είναι απλές περιγραφές γεγονότων που δεν άπτονται των απόψεων του συγγραφέα. Όμως οι περιγραφές του συγγραφέα για τον παπά και τις ενέργειές του είναι περιγραφές του συγγραφέα και απηχούν τον τρόπο που αυτός βλέπει τα πράγματα.
Έτσι "Σύρθηκε στο δάπεδο κι άρχισε να γλείφει τη μετάληψη μαζί με τα σκουπίδια και τα χώματα, τη σκόνη και τα υπολείμματα των παπουτσιών του κόσμου." Επιμένει πολύ σ΄ αυτό, θα μπορούσε να αναφέρει απλώς σκουπίδια και χώματα αλλά για να δημιουργήσει περισσότερη αποστροφή συμπληρώνει τη σκόνη και τα υπολείματα των παπουτσιών του κόσμου. Αυτό δεν είναι κακό. Θα μπορούσε να επιμένει εδώ για να δείξει και να εξυμνήσει το μέγεθος της ταπείνωσης του ιερέα και την αφοσίωσή του στο Χριστό. Αλλά η συνέχεια δεν επιβεβαιώνει μια τέτοια εκτίμηση. "Σχολαστικά, επίμονα, σαν ατάιστο σκυλί. Πόντο πόντο, γουλιά γουλιά, ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ ΝΑ ΣΚΟΥΠΙΣΕΙΣ ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ." Αυτή είναι λοιπόν η οπτική του συγγραφέα. Όχι γιατί είναι Σώμα και Αίμα Χριστού που είναι ό,τι ιερότερο έχουμε οι χριστιανοί. Όχι γιατί είναι ο ίδιος ο Χριστός αλλά γιατί μια απρόσωπη και χωρίς αιτιολογία διαταγή επιβάλει στους πιστούς χριστιανούς να συμμορφώνονται σαν "ατάιστα σκυλιά" σ΄αυτήν... Οπότε και ο ιερέας (με εσωτερικό γογγυσμό χωρίς άλλο σαν άνθρωπος "συμμορφώθηκε" και με μεγάλο κόπο τα κατάφερε. Αυτό το "Αίμα του Χριστού" (τα εισαγωγικά του συγγραφέα) "Το ήπιε όλο ο ιερέας." και έπειτα από αυτό εξουθενωμένος (αλήθεια πόσο σκληρά πράγματα ζητάει ο Χριστός και η Εκκλησία του απ΄ τους ανθρώπους) έπεσε στο πάτωμα να ξεκουραστεί.
Πέραν αυτών των απόψεων του συγγραφέα να μου επιτραπεί να παρατηρήσω ότι δεν τον τιμά σα συγγραφέα η σχεδόν παντελής έλλειψη της γνώσης του χώρου που περιγράφει. Όσο και αν του προκαλεί αηδία (ενδεχομένως) ο χώρος της Εκκλησίας, αφού "μπαίνει" μέσα θα πρέπει να τον περιγράφει σωστά, με τη γλώσσα του. Έτσι το "κουταλάκι" λέγεται Εκκλησιαστικά Αγία Λαβίδα. Στη θεία μετάληψη προτιμά τον πιο λαϊκό και λιγότερο εκκλησιαστικό όρο μεταλαβιά (πράγμα που προδίδει και τη στάση του). Τέλος (και κυρίως) οι Κανόνες της Εκκλησίας (αν υπάρχει κανείς κανόνας που να υποδεικνύει τον τρόπο συλλογής της Θ. Κοινωνίας δεν ξέρω) δεν συγχέονται με τίποτα με τα Δόγματα της Εκκλησίας που είναι κάτι άλλο και αναφέρονται αλλού. Ώστε κανένα δόγμα της Εκκλησίας δεν υπαγορεύει τον τρόπο συμπεριφοράς του ιερέα.
Για να κάνω και μία παρατήρηση φιλολογικού τύπου είναι λίγο δηλωτική της διαθέσεως του συγγραφέα το γεγονός ότι η φωτιά που έκαψε τη Θ. Κοινωνία "φώτισε" με τη λάμψη της τον τρούλο και τον Παντοκράτορα αντί να φωτιστεί απ΄ αυτόν. Φυσικά κάποιος θα ισχυριστεί ότι είναι απλή περιγραφεί του γεγονότος. Όμως στη λογοτεχνία τα πράγματα σχεδόν πάντοτε λειτουργούν και συμβολικά... Ένας φιλόλογος όμως μπορεί να μιλήσει καλύτερα γι΄αυτά...
Αν ο παπάς μετά το συμβάν έβαλε "κρασί και ψίχα" στο δισκοπότηρο για να συνεχίσει τη θεία μετάληψη, τότε είναι ο ασεβέστερος των ιερέων και ο υποκριτικότερος των πιστών. Γιατί το σώμα και αίμα του Χριστού δεν αντικαθίσταται στην Εκκλησιαστική πράξη από λίγο πρόσφορο και λίγο νάμα που απλώς έχουν την ίδια γεύση αλλά πρέπει να γίνει η μεταβολή τους σε σώμα και αίμα Χριστού για να γίνουν Θεία Μετάληψη. Άρα ή ο παπάς από εκεί και πέρα κορόιδευε τους πιστούς ή είχε στο Άγιο δισκάριο κι άλλο Αμνό που τον τοποθέτησε στο Άγιο Ποτήριο (δεν ξέρω αν είναι δυνατόν αυτό ας με πληροφορήσει κάποιος ιερέας) με το Αίμα όμως τί γίνεται αφού είχε χυθεί όλο; Σε κάθε περίπτωση η ασέβεια του συγγραφέα είναι ολοφάνερη.
Τότε είναι που το παιδί της Ζέφης λιποθύμησε. Και η Ζέφη το αρπάζει κλαίγοντας και το πάει στους γιατρούς όπου σώζεται.
Πέραν του καθαρού ιατρικού μέρους (ας μας πληροφορήσει ένας γιατρός κατά πόσον ένα παιδί 2,5 ετών μπορεί να ζήσει χωρίς καμμιά ιατρική βοήθεια επί τόση ώρα μετά από τσίμπημα φιδιού και μάλιστα χωρίς να είναι έκδηλα τα σημάδια της επίδρασης του δηλητηρίου πάνω του αφού χρειάστηκε να το γδύσουν το παιδί για να διαπιστώσουν τί συνέβαινε)υπάρχει και το συμβολικό - φιλολογικό μέρος: Η πονεμένη μάνα ήρθε στην Εκκλησία και εκεί όχι μόνο δεν βρήκε ανακούφιση αλλά "μάλλον εις το χείρον ελθούσα" πήγε στους γιατρούς κι εκεί βρήκε τη σωτηρία.
Μέχρι εδώ πάντως δεν έχω τίποτα να προσάψω στην ηρωίδα. Η γυναίκα στην άγνοιά της έκανε ό,τι έκανε και είναι απόλυτα δικαιολογημένη. Αλλά η συνέχεια είναι αποκαρδιωτική ως προς την αγάπη της ως μάνα. Αφού έκανε τα δέοντα στο παιδί της, φρόντισε με τήν ίδια κι ίσως και μεγαλύτερη φροντίδα τον εχθρό του παιδιού της το φίδι εξισώνοντας έτσι την ανθρώπινη με τη ζωώδη αγάπη ("κι αυτό μάνα το γέννησε"). Είναι δε χαρακτηριστικό ότι ο συγγραφέας που βλέπει με "ιλαρόν όμμα" τις ενέργειες αυτές της ηρωίδας του αφιερώνει πολύ περισσότερες λέξεις στην περιγραφή της αγάπης της για το ζώο απ΄ ότι στην περιγραφή της αγάπης της προς το παιδί της. Φαίνεται είναι εκστασιασμένος από την ...ανεξικακία της μάνας προς τον εχθρό του παιδιού της που είναι το φίδι.
Σε συμβολικό επίπεδο βλέπουμε ότι το μύνημα αγάπης του Χριστού επεκτείνεται προς όλους ακόμα και προς το Διάβολο (το νοητό όφη) ο οποίος τελικά σώζεται και δεν τιμωρείται...
Τώρα πώς μέσα σ΄ αυτήν την πανδαισία αγάπης (εκτός Εκκλησίας και ανώτερη των ανθρώπων της Εκκλησίας που χαρακτήριζαν το παιδί της δαιμονισμένο) ο πρώην σύζυγος δεν έχει θέση είναι ένα ερώτημα που ο συγγραφέας δεν απαντά και μάλλον υπαινίσεται την μη πραγματοποίησή του αφού αναβολή σημαίνει ματαίωση... Φαίνεται πως τα φίδια δικαιούνται αγάπης έστω κι άν θανατώνουν το παιδί ενώ ο σύζυγος ούτε ενημέρωσης...
Τελικά η Ζέφη (πριν καταλλαγεί τω συζύγω της) επιστρέφει στο ναό για να αναπέμψει δοξολογία ή παράκληση στο θεό μια δοξολογία ή παράκληση που δεν δικαιολογείται από πουθενά από πού ξεπήδησε: Η ίδια νοιώθει "εντελώς μόνη, αδύναμη, άδεια. Στο έλεος." Τίνος το έλεος; Η έκφραση είναι του Θεού. Αλλά με την κοσμική έννοια (χωρίς βοήθεια από πουθενά) γι΄ αυτό και νοιώθει μόνη. "Βουρκώνει – μετά τα μάτια της αρχίζουνε να τρέχουνε ανεξέλεγκτα." Αυτά δεν είναι με τίποτα δάκρυα μετανοίας. Αν ήταν τέτοια θα είχε συγχωρήσει τον κυριότερο εχθρό της (όχι το φίδι) αλλά τον άντρα της. Άρα εκκλησιαστικά τα δάκρυα αυτά μικρή αξία έχουν για το Θεό. Μπορεί να είναι συναισθηματικά δάκρυα ή ακόμη και δάκρυα οργής γι΄ αυτά που συνέβησαν. Δεν είναι δάκρυα μετανοίας όμως. Έτσι η αλάλητη προσευχή της αλλά και η έν-λογη, το "Η παρθένος σήμερον" που ξεπήδησε από μέσα της μόνο σαν αρχή διάθεσης μετανοίας μπορούν να θεωρηθούν και τίποτα άλλο. Δηλαδή σαν εκζήτηση του ελέους του Θεού να στείλει τη χάρη του να μπορέσει να κάνει το κυριότερο να συγχωρήσει όλους τους εχθρούς της.
Αυτά "βλέπω" εγώ στο παρόν διήγημα και γι΄ αυτό δεν με αναπαύουν. Αν σας αναπαύουν εσάς με γειά σας με χαρά σας.
Έλεος!!!!!!!!
Με λένε Γ.Σκαμπαρδώνη και όλα αυτά που κατάφερε να σκεφτεί και για όλα αυτά που κατόρθωσε να με κατηγορήσει ο "αθεολόγητος" δεν τα είχα φανταστεί ποτέ μου!!!!!
Σας ζητώ ταπεινά συγγνώμη.
Από αυτή τη στιγμή και μετά δεν θα ξαναγράψω στη ζωή μου ως ένδειξη μεταμέλειας και μετάνοιας.
Ήμαρτον!!!
Προσωπικά το όλο διήγημα με άφησε αδιάφορο....Σαν να διάβαζα ένα γεγονός που συνέβει, δεν με άγγιξε και δεν μου προκάλεσε ιερά και άγια συναισθήματα που προκαλεί ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα.Ο αθεολόγητος δικαιολόγησε με δικά του επιχειρήματα το επικριτικό του σχόλιο και μου είναι σεβαστά.Απλώς αθεολόγητε θεωρώ ότι δεν είναι πρέπον να εκφράζεσαι τόσο ειρωνικά.Έστω και αν το συγκεκριμένο διήγημα δεν αποτελεί την πλέον επιτυχή ανάρτηση αυτού ιστολογίου, καλό θα ήταν να έγραφες τις αντιρρήσεις σου εξ αρχής και όχι να εκφράζεσαι τόσο απότομα...Εξάλλου παρακολουθώ τα σχόλιά σου και βλέπω ότι επισκέπτεσαι συχνά αυτό το ιστολόγιο, που σημαίνει ότι σ΄αρέσει...Και ότι μας αρέσει το βοηθάμε με όμορφο και διακριτικό τρόπο.Συγνώμη αν κούρασα...
χ.π
Ευχαριστώ τον χ.π για τις επισημάνσεις του για μένα και τις οποίες θα λάβω υπ΄ όψη μου. Θα ήθελα να ξέρει όμως πως προσωπικά όταν γράφω κάποιο σχόλιο, δεν μπορώ να ξεφύγω και εντελώς από τις ψυχικές διαθέσεις μου που έχω εκείνη τη στιγμή. Για το συγκεκριμένο σχόλιο έτυχε να είμαι ήδη εκνευρισμένος από προσωπικά μου γεγονότα, και το διήγημα αυτό με εκνεύρισε έτι περισσότερο οπότε αντέδρασα όπως αντέδρασα. Ήθελα να εκφράσω την αντίθεσή μου με το συγκέκριμένο διήγημα με έντονο τρόπο αλλά όπως φαίνεται το παράκανα.
Δεν είχα καμμία πρόθεση να εξηγήσω και μάλιστα αναλυτικά για ποιό λόγο δε μου άρεσε. Είδα όμως ότι προκάλεσα πολλά σχόλια με το σχόλιό μου και αναγκάστηκα να το κάνω.
Πάντως ο λόγος που το έκανα δεν ήταν σε καμμιά περίπτωση να χτυπήσω πρόσωπα, ούτε του συγγραφέα ούτε καν της ηρωίδας του. Ο λόγος δεν ήταν καν να ασκήσω κριτική στο κείμενο. Δεν είμαι φιλόλογος όπως επανέλαβα πλειστάκις. Δεν μου είναι απολύτως σαφές ποιά είναι αυτή η "Κ" στην οποία δημοσιεύτηκε το παρόν διήγημα, υποψιάζομαι πως είναι η Καθημερινή. Αν είναι έτσι και είχα τη δυνατότητα δεν θα την ασκούσα γράφοντας κριτική εκεί. Ο λόγος που έγραψα αυτή και τέτοιου είδους κριτική στο συγκεκριμένο διήγημα είναι ότι δημοσιεύτηκε σε ένα χώρο με τον οποίο δεν συνάδει καθόλου. Ήταν ένα διήγημα κοσμικής νοοτροπίας και κοσμικού χαρακτήρα καθόλου (κατά τη γνώμη μου όλα αυτά) εκκλησιαστικό, το οποίο δε βοηθά (πάλι κατά τη γνώμη μου) την κατηγορία αναγνωστών στην οποία απευθύνεται. Το αν όλα αυτά τα είχε ή δεν είχε σκεφτεί ο συγγραφέας ακόμα κι αν τον ενδιέφερε να τα σκεφτεί με αφήνουν αδιάφορο. Προσωπικά τα έγραψα όλα αυτά εκφράζοντας το τι μυνήματα έλαβα εγώ από το κείμενο και όχι προσπαθώντας να διερμηνεύσω για λογαριασμό του συγγραφέα το τι ήθελε ο ίδιος να πει. Άλλωστε (κι αυτό θα το έχει ασφαλώς υπ΄ όψη του ο συγγραφέας) στα λογοτεχνικά κείμενα και τα πεζά και τα ποιητικά υπάρχει πολυσημία ερμηνείας και δεν θα πρέπει να ξενίζεται κανείς.
Ώστε δεν τίθεται θέμα (πολύ περισσότερο) αν "πρέπει" ή δεν πρέπει να γράψει ξανά διήγημα ο συγγραφέας. Εκείνο που απλά είπα είναι ότι δεν το βλέπω και τόσο εκκλησιαστικό.
Ο.Κ. φίλε, μην τρελαίνεσαι...
Δεν έκανες και τίποτα φοβερό.
Δεν θα σε κλείσουμε και φυλακή!!!
Δημοσίευση σχολίου