Δευτέρα 1 Μαρτίου 2010

Ἐρωταποκρίσεις Βαρσανουφίου καὶ Ἰωάννου» (β') , Ζητῶν

«Συμβαίνει δὲ πάλιν, ὅτι κατὰ μὲν πάθος οὐ δοκῶ ἄρξασθαι τόδε ποιεῖν ἢ λέγειν· ἐν δὲ τῷ μεταξὺ ὡς δίδωμι ἢ λέγω, συνήδεται ὁ λογισμός μου. Τί οὖν ποιήσω ὁ ταλαίπωρος;» «Ἄλλη φορά,…» συνεχίζει, «… συμβαίνει νὰ μὴ νομίζω ὅτι ἄρχισα νὰ κάνω ἢ νὰ λέω κάτι ἐμπαθῶς· στὸ μεταξύ, ὅμως, καθὼς τὸ δίνω ἢ τὸ λέω, ἔρχεται ἡ ἡδονὴ στὸ λογισμό μου.»

Πολλὲς φορὲς αὐτὸ τὸ ἐμπαθὲς σκίρτημα τῆς καρδιᾶς κρύβεται ἢ κοιμᾶται «ἄχρι καιροῦ». Ὁ ἄνθρωπος πάει νὰ ἐνεργήσει κάτι «ἀπαθῶς», κατὰ τὰ φαινόμενα, ἀλλὰ στὴν πορεία βλέπει ὅτι ἀπατήθηκε. «Τί οὖν ποιήσω ὁ ταλαίπωρος;» Φυσικὰ τὸ πρόβλημα εἶναι ἡ ἐμπαθὴς καρδιά. Κι αὐτὸ φαίνεται παρακάτω ὅτι τὸ ἀντιλαμβάνεται ὁ μοναχός, ὁ ὁποῖος ζητᾶ λύση γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ πρόβλημα ποὺ παρουσιάζεται καὶ μὲ ἄλλη μορφή:

«Καὶ ἄλλῳ δὲ τρόπῳ θλίβει με ἡ ἐνέργεια αὕτη, μάλλον δὲ ἡ καρδία μου ἡ φιλόδοξος· συμβαίνει γὰρ ὅτε λαλοῦσί μοί τινες περὶ πράγματος, καὶ πρὶν αὐτὸ πληρώσωσιν, συντίθεται αὐτοῖς καὶ συνήδεται ὡς νοήμων ὁ λογισμός μου.» «Μοῦ μιλοῦν κάποιοι γιὰ κάποιο πρᾶγμα καὶ πρὶν καλὰ καλὰ τελειώσουν θεωρῶ μέσα μου ὅτι κατάλαβα καὶ ταυτόχρονα αὐτοθαυμάζομαι πῶς τόσο γρήγορα ἀντιλαμβάνομαι τοὺς ἄλλους».

Αὐτὸ εἶναι ἕνα πρόβλημα ποὺ κατατρύχει ἐμᾶς τοὺς Ἕλληνες περισσότερο οἱ ὁποῖοι ποτέ, ὅταν συζητοῦμε, δὲν ἀφήνουμε τὸν ἄλλο νὰ τελειώσει, ἀλλὰ θεωρῶντας ὅτι καταλάβαμε ἀρχίζουμε νὰ δίνουμε τὶς «σοφὲς», κατὰ μᾶς, λύσεις .

«Δέομαί σου, πάτερ, εὖξαι δοθῆναί μοι δύναμιν τοῦ σιωπᾶν. Θαυμάζω γάρ, πῶς οἶδεν ἡ καρδία μου ὅτι οὐδέν εἰσι ταῦτα, ἀλλὰ καὶ κενοποιοῦσι τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ παντὸς ἀγαθοῦ, καὶ συνήδεται αὐτοῖς.»

Μιὰ πρώτη λύση εἶναι ἡ σιωπή, ποὺ θὰ σταματήσει νὰ τροφοδοτεῖ τὸ πάθος. Ἀλλὰ γι’ αὐτὸ χρειάζεται δύναμη καὶ βοήθεια ἀπὸ τὶς προσευχὲς τῶν γερόντων. «Ἀπορῶ…» τοῦ λέει «πῶς ἐνῷ ξέρει ἡ καρδιά μου ὅτι αὐτὰ ὄχι μόνο δὲν ἔχουν καμμιὰ ἀξία, ἀλλὰ καὶ ἀδειάζουν τὸν ἄνθρωπο, ἐν τούτοις εὐχαριστιέται μ’ αὐτά.»

Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὴ συγκεκριμένη ἐρωταπόκριση οἱ ἀπαντήσεις τοῦ μεγάλου Γέροντα στὰ ἐρωτήματα αὐτά εἶναι μικρότερες σὲ ἔκταση ἀπὸ τὴν ἀπάντηση. Ὁ Ἅγιος Γέροντας προφανῶς ἔχει περάσει ὁ ἴδιος αὐτὰ τὰ στάδια τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ μπορεῖ μὲ τὴν πείρα ποὺ διαθέτει νὰ δώσει μὲ καίριο τρόπο ἀπαντήσεις καὶ ταυτόχρονα μὲ τὸ λακωνικὸ τοῦ ὕφους του νὰ δώσει ἔμπρακτο παράδειγμα στὸν ἐρωτῶντα πῶς νὰ πολιτεύεται στὴν τελευταία εἰδικὰ παράκληση ποὺ τοῦ ἔθεσε περὶ σιωπῆς.

Ἀπόκρισις Βαρσανουφίου.

«Χωρὶς κόπο καρδιᾶς δὲ φτάνει κανεὶς νὰ διακρίνει τοὺς λογισμούς. Ἐγώ, λοιπόν, δέομαι στὸ Θεὸ νὰ σοῦ τὸ δώσει αὐτό· θὰ πονέσει (καὶ θὰ κοπιάσει) καὶ ἡ καρδιά σου λίγο καὶ θὰ δώσει κι ὁ Θεός. Γιὰ ὅλα αὐτὰ (ποὺ μὲ ῥωτᾶς) ἰσχύει τὸ ἴδιο. Ὅταν σοῦ χαρίσει ὁ Θεὸς τὸ χάρισμα αὐτό, πάντοτε θὰ διακρίνεις διὰ τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματός του, μὲ τὶς προσευχὲς τῶν ἁγίων καὶ μὲ τὸν κόπο τῆς καρδιᾶς σου τοὺς λογισμοὺς τὸν ἕνα ἀπὸ τὸν ἄλλον. Ὅταν βλέπεις κάποιο πρᾶγμα νὰ σοῦ φέρνει νόημα…» (ἐδῶ προφανῶς μιλάει γιὰ τὴν περίπτωση ποὺ τοῦ μιλοῦν οἱ ἄλλοι καὶ πρὶν τελειώσουν θεωρεῖ ὅτι τοὺς κατάλαβε) «… σῶπα, καθὼς καὶ ἀπὸ τὸν κατὰ Θεὸν γνήσιο υἱόν μου ἄκουσες, τὸν ὁποῖο ὀφείλεις νὰ ἀκοῦς γιὰ κάθε σου λογισμό· γιατὶ δὲν σοῦ μιλεῖ ἀφ’ ἑαυτοῦ του, ἀλλὰ ἂν κάτι τοῦ χαρίζει ὁ Θεὸς γιὰ τὴν ὠφέλεια τοῦ καθενός.

Ὁ Θεὸς μακάρι νὰ σὲ σκεπάσει καὶ νὰ σοῦ δώσει δύναμη νὰ σιωπᾶς γιὰ ὅλα, καὶ νὰ σοῦ δώσει χάρη νὰ γνωρίζεις πότε εἶναι ἀνάγκη νὰ μιλᾶς χωρὶς ἐμπάθεια· γιατὶ δὲ γνωρίζει τελείως ἡ καρδιά σου ὅτι αὐτὰ μολύνουν τὸν ἄνθρωπο· γιατὶ τότε δὲ θὰ σὲ ἄφηνε νὰ γλυκαίνεσαι μὲ αὐτά.»

Αὐτὸ ποὺ ζητᾶ νὰ μάθει ὁ μοναχὸς εἶναι ζήτημα δικό του καὶ εἶναι καὶ ζήτημα τοῦ Θεοῦ. Γιὰ ὅλα τὰ πνευματικὰ προβλήματα ἡ λύση δὲν εἶναι ποτὲ ἀνθρώπινη ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ. Κι ὁ Θεὸς δὲν «ἐξαναγκάζεται» μὲ κάποιο τρόπο νὰ δώσει τὴ χάρη του, ἀλλὰ τὴ δίνει ὡς δῶρο σὲ κεῖνον ποὺ τὴ ζητᾶ φθάνει νὰ ὑπάρχουν οἱ προϋποθέσεις ποὺ χρειάζονται. Κι αὐτὲς εἶναι ἡ ταπείνωση.

Ἡ ταπείνωση ὅμως δὲν ἔρχεται χωρὶς κόπο καὶ πόνο στὸν ἄνθρωπο. Ἂν λείψει ὁ κόπος, καὶ νὰ δοθεῖ, γρήγορα θὰ ἀπωλεσθεῖ. Ὁ πόνος πάλι ὑπάρχει γιατί πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀποφασίσει κάτι τὸ δύσκολο: Νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ κάποιο πάθος. Τὸ πάθος πάντοτε εἶναι ἐνήδονο. Καὶ ἡ ἡδονὴ αὐτὴ φαντάζει στὰ μάτια τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἔχει τὸ πάθος, ὅτι εἶναι συστατικὸ τῆς ὕπαρξής του, πηγὴ τῆς χαρᾶς του. Ὥστε ὅταν ξεριζώνεται ἕνα πάθος ὁ ἄνθρωπος νιώθει ὅτι ξεριζώνεται τὸ εἶναι του. Μπορεῖ λοιπὸν νὰ τὸ ξεριζώσει μόνος του; Ἀνθρωπίνως τοῦτο εἶναι ἀδύνατο. Ἔτσι ἀναγκάζεται νὰ ταπεινωθεῖ καὶ νὰ ζητήσει τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι καὶ ὁ μόνος ποὺ μπορεῖ νὰ τὸν ἀπαλλάξει. Μαζὶ δέ, μ’ αὐτὴ τὴ χάρη τοῦ δίνεται καὶ ἡ δύναμη νὰ ἀντέξει τὸν πόνο ποὺ θὰ ἀκολουθήσει.

Ἔτσι ὅλα ὅσα ῥώτησε ὁ μοναχὸς εἶχαν μία λύση: Τὸν κόπο γιὰ νὰ ἔρθει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ τὸν φωτίζει νὰ διακρίνει τοὺς λογισμοὺς «πόθεν εἰσί».

Τὸ μυστικὸ εἶναι ἕνα: Ἡ ταπείνωση. Ἡ ἔμπρακτη ἐφαρμογή της στὴ γνησιότερή της μορφὴ εἶναι ἡ ὑπακοή. Γι’ αὐτὸ καὶ στὴ συνέχεια ὁ Γέροντας τοῦ συνιστᾶ νὰ κάνει ἀπόλυτη ὑπακοὴ στὸ γέροντά του (ὁ ὁποῖος εἶναι κατὰ πᾶσα πιθανότητα ὁ Ἰωάννης ὁ προφήτης) καὶ εἰδικὰ στὸ θέμα τῶν λογισμῶν. Γιὰ νὰ διευκολύνει μάλιστα καὶ τὴν ἀπόφασή του αὐτή, τοῦ ἀναφέρει (ὄχι ψευδῶς βέβαια) ὅτι αὐτὰ ποὺ τοῦ λέει εἶναι ἐμπνευσμένα ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ δὲ μιλάει ἀπὸ τὸν ἑαυτό του.

Ἡ παράκληση τοῦ μοναχοῦ εἰσακούεται ἤδη ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμή. Μὲ τὴν εὐχὴ ποὺ τοῦ ζήτησε τελειώνει τὴν ἀπόκρισή του ὁ ἀββᾶς. Τὸ ζήτημα εἶναι νὰ ὑπάρχει ἐσωτερικὴ σιωπὴ εἴτε μιλᾶ εἴτε σωπαίνει ὁ ἄνθρωπος. Γιατὶ εἶναι δυνατὸ κάποιος νὰ φλυαρεῖ ἐνῷ δὲ λέει τίποτα μὲ τὸ στόμα του, ἐνῷ κάποιος ἄλλος νὰ σιωπᾶ παρ’ ὅτι σὰ διακόνημα ἔχει νὰ μιλεῖ ὅλη τὴ μέρα. Αὐτὸ εἶναι καὶ τό, παράδοξο φαινομενικά, νόημα τῶν ὅσων τοῦ λέει στὴν εὐχή: «νὰ σοῦ δώσει δύναμη νὰ σιωπᾶς γιὰ ὅλα, καὶ νὰ σοῦ δώσει χάρη νὰ γνωρίζεις πότε εἶναι ἀνάγκη νὰ μιλᾶς χωρὶς ἐμπάθεια·». Ἡ ἐπίλυση τοῦ προβλήματος εἶναι αὐτὸ τὸ «χωρὶς ἐμπάθεια» ποὺ προσθέτει στὸ τέλος.

Ὑπάρχει διαφορὰ στὸ νὰ ἔχει κανεὶς ἀντιληφθεῖ κάτι καὶ νὰ τὸ ἔχει βιώσει πραγματικά. Ἂν ἡ καρδία μας βιώσει τὴ «μόλυνση» καὶ τὴν ἀσχήμια τῶν ἐνήδονων κινήσεών της δὲ γλυκαίνεται ἀπὸ αὐτὲς.

Ἐδῶ σταματάει τὴν ἀπόκρισή του ὁ ἀββάς. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι χρειάζονται περισσότερες ἐξηγήσεις. Εἰδικὰ ἐκεῖνο τὸ «ἄνευ κόπου καρδίας» μὲ τὸ ὁποῖο ξεκίνησε καὶ ποὺ ἀπαιτεῖ ἀπὸ τὸν ἐρωτῶντα νὰ κάνει κάτι, χρειάζεται διασάφηση. Δὲν εἶναι μόνο ἡ σιωπὴ ποὺ ἐπιβάλλει στὸν ἀββὰ νὰ συμπεριφερθεῖ ἔτσι. Εἶναι καὶ λόγοι παιδαγωγικοί. Δὲν θὰ τὰ πεῖ ὅλα ἀπὸ τὴν ἀρχή. Ὁ ἐρωτῶν παίρνει ἀπάντηση ὄχι γιὰ νὰ λύσει τὶς ἀπορίες του ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀρχίσει νὰ δουλεύει μὲ τὸν ἑαυτό του. Στὴν πορεία ὅταν θὰ συναντήσει συγκεκριμένες δυσκολίες ἂν χρειάζεται βοήθεια στὴν ἐπίλυσή τους θὰ ταπεινωθεῖ νὰ ἐρωτήσει ξανά.

Αὐτὸ συνέβη καὶ στὴ συγκεκριμένη περίπτωση, (ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν ἐρωταπόκριση 266), ὅπου ὁ ἴδιος ῥωτᾶ πῶς ἀκριβῶς πρέπει νὰ κοπιάσει γιὰ νὰ ἔρθει στὴν καρδιά του ἡ διάκριση.


τέλος
Ζητῶν



1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Πολύ ευχαριστούμε.
Πολύ διδακτικές.