Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2011

Ἡ ἐπίσκεψις τοῦ Ἁγίου Δεσπότη


Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης   

«Μ ο ποιμένες βόσκουσιν αυτούς;
ο
χ τ πρόβατα βόσκουσιν ο ποιμένες;»
(εζεκιήλ)
φο τ βαποράκι στάθη ς μισν ραν ες τν μικρν ρμον, κατέναντι τς γορς, τις φαίνετο σχεδν γεμάτη π κόσμον, στρεψε τν πρραν πρς νατολς κα πέπλευσε. Συγχρόνως ο καμπάνες τν δυ κκλησιν, ατινες διέπρεπον μ τος ψηλος πύργους κα τος θόλους των, μία ες τ ψος τς παραθαλασσίας δο κα τς πλατείας, λλη ες τ κέντρον τς πάνω συνοικίας, κινήθησαν γοργς, κχέουσαι μεγάλην κα παρατεταμένην κωδωνοκρουσίαν.
Διατ ατά; Ο παπάδες ξευραν, τι Δεσπότης νεοχειροτόνητος τς παρχίας το μέσα στ βαπόρι, λλ᾿ πρτος μεταξ ατν, πισκοπικς πίτροπος, εχε πληροφορηθ τι Σεβασμιότης του δν προτίθετο πρς τ παρν ν ξέλθ ες τν πολίχνην, λλ θ μετέβαινε πρτον, χάριν τς δίας εκολίας του, ες τν λλην νσον, τν νατολικήν, τν πωτέραν ες τν δρόμον του, κα ετα θ πέστρεφε ν πισκεφθ κα τ δ ποίμνιόν του. Οχ ττον πραν μίαν βάρκαν κα νλθον λοι μο, ο πτ παπάδες, ες τ βαπόρι, δι ν χαιρετίσουν πλς τν πίσκοπον ες τν διέλευσίν του.
Μόλις μαύρη τν ρασοφόρων πλεις νλθεν ες τ πρυμναον «κάσαρο» το τμοπλοίου, που στατο γναντεύων τν μικρν πόλιν περιοδεύων εράρχης, κα διάκος, ποτεινόμενος πρς τν πρτον βαίνοντα κ τν ερέων, τν ποον κατάλαβεν ς πίτροπον το Δεσπότη, ν κα πρώτην φορν τν βλεπε, το λέγει μ τόνον δεσποτικόν.
- Γιατί δν σημάνατε τς καμπάνες;
παπα-Γιαννάκης, 83 τν νθρωπος, ν κα κωφς το, κατάλαβεν τί λεγεν διάκος. πειδ Δεσπότης δν πρόκειτο ν ξέλθ, δν εχαν προβλέψει, τ νόμισον περιττόν, ν κρούσουν τς καμπάνες. Τώρα, μως, ες τ κέλευσμα το διάκου, στράφη πρς τν λέμβον, φώναξεν να νέον κρατοντα τς κώπας, κα το λέγει.
- Σταμάτη! Τρέχα γρήγορα, ξω! Τς καμπάνες! Βαρτε τς καμπάνες!
Σταμάτης, φηβος ς 16 τν, κυρίως βαρκάρης δν το, λλ᾿ ρφανς μάγκας, τρέχων παιδιόθεν κατόπιν ες τ ράσα τν παπάδων. πως πάρχουν κκλησιαστικ δαιμόνια, οτω πάρχουν κα γυιόπαιδα κκλησιαστικά. Πάραυτα σιόφισεν, κωπηλάτησε, κα μετ ν λεπτν φθασεν ες τν προκυμαίαν. Θ μποροσε ν φωνάξη π τν βάρκαν πρς τος ξω, δι ν τρέξουν ν σημάνουν τς καμπάνες, λλ δν τ καμε. πήδησε ξω, κι᾿ τρεξε δι ν᾿ πολαύση ατς πρτος τν περτάτην δονν τς κωδωνοκρουσίας.
Καθς τρεχεν, κραξε τν λλον δελφόν του, τν Φώτην, κα τν στειλεν ες τν πάνω νορίαν πρς τν ατν σκοπόν. Ετα νλθεν ψηλ ες τ καμπαναριό, κόλλησεν ς τελώνιον ες τν μεγάλην καμπάναν, ρπασε τ γλωσσίδι της, μ τν λλην χερα τν λαβν το πικράνου τς λλης, κι᾿ ρριψε τ σχοινίον τς τρίτης ες ν λλο παιδίον παρ τν βάσιν το κωδωνοστασίου, τ ποον εχε κλειδώσει πεισμόνως ξω π τ πορτέλλο το καμπαναριο.
Μετ μίαν στιγμν μανιώδης κωδωνοκρουσία ρχισε, κα λλοι ναέριοι χοι πήντησαν π τν λλην κκλησίαν. Κα π τος χους ατος τ τμόποοιον πέπλεε, κα ο παπάδες πέστρεψαν ες τν ξηράν.
Μετ δυ βδομάδας, ταν πέστρεψεν π τν γείτονα νσον Σεβασμιώτατος, ν μεγάλ κλαγγ κωδώνων, ς πρώτην φορν ρχόμενος, πγε κατ᾿ εθεαν ες τν ναόν. κε, ες τ τέλος τς δοξολογίας - κα ατ πρξε μετ τν περ κωδωνοκρουσίας διαταγήν, τν δι το διάκου δοθεσαν, πρώτη χαρακτηριστικ πρξις τς ποιμαντικς του - πετίμησεν να τν ερέων, διότι ς παρχιώτης κα συνήθιστος π ρχιερατικς εροπραξίας, επε τ σύνηθες «Δι᾿ εχν τν γίων Πατέρων μν», κα δν επε: «Δι᾿ εχν το γίου Δεσπότου μν». δυστυχς ερες πς ν τ ξεύρη, φο πουθεν δν τ εχεν ερει γραμμένον.
Τν Κυριακν ταν λειτούργησεν πίσκοπος, ες τ τέλος τς λειτουργίας δωκε νέον δεγμα τς ποιμαντικς του. Ες τ «Πάντοτε, νν κα εί», τν γεροντότερον, τν πλέον πεπειραμένον, λλ κα γγράμματον ερέα, τν πιασεν ποτόμως π τν βραχίονα, βαστάζοντα τ γιον Ποτήριον, κα τν βίασε ν σταθ π ν λεπτν ες τ βημόθυρα, δι ν επ τ «Πάντοτε» - ς ν πρόκειτο, κατόπιν το «Μετ φόβου Θεο», ν γίν κα Δευτέρα Μετάληψις. Κα μως τ Εχολόγιον γράφει μόνον, τι «βλέπει ερες πρς τν λαόν», κα χι σταται ες τν γίαν Πύλην. ,τι δ περιττν γίνεται, μαρτυρε μόνον τάσιν πρς τ πομπδες κα θεατρικν - πως συνηθίζουν μάλιστα ο Ρσοι.
Μέγα ετύχημα πρξε γι τν λλον γέροντα, τν πίτροπόν του, ες τν οκίαν το ποίου κατέλυσεν εράρχης, τ τι το πολ κωφός. Δεσπότης δύνατο ν τν πιτιμ κα ν τν νειδίζ μάλιστα, χωρς ατς ν᾿ ντιλαμβάνεται, μηδ ν πικραίνεται τίποτε. ταν δν το παρν διάκος, δι ν το ξηγήση, ατς δν δύνατο ν ννο τίποτε π τος θυμος κα τς ξάψεις το Σεβασμιωτάτου.
Τέλος κατώρθωσε ν δώση λογαριασμν γέρων πίτροπος ες μετρητά, δι᾿ λας τς δείας γάμου κα τ λοιπ «δικαιώματα» τς πισκοπς. λλ δι τ γαλόπουλα, τος στακος κα τ᾿ αγοτάραχα, κανες δν το ζήτησε λογαριασμν πόσα εχε ξοδεύσει. Εναι ληθς τι Δεσπότης το γκρατέστατος. πασχε π στομαχικ κα καρδιακ συμπτώματα - σως π ψαμμίασιν κα διαβήτην. λλ᾿ διάκος εχε τ νειάτα του, τν ξανθν γενειάδα κα τν κόμην του. Θ το περβολ βεβαίως ν λέγαμεν, τι μοίαζε μ τν ρχιποιητν κενον τς Παπικς αλς, το Λέοντος το Ι, στις εχε παραπονεθ ποτε, τι καμνε στίχους δι χίλιους ποιητάς, κα ες τν ποον περιώνυμος Ποντίφηξ δωκε τν πάντησιν: Et pro mille allis archipoeta bibit.
πως κα ν χ, εναι βέβαιον, τι γάπα πολ τ ντόπιον μοσχτον ες δαμιτζάνες προσφερόμενον.
Τέλος ὁ Σεβασμιώτατος, ἀφοῦ ἔδωκε τὸ τελευταῖον καὶ κυριώτερον μάθημα ποιμαντικῆς εἰς τοὺς ἱερεῖς του - τοὺς ἐνουθέτησε νὰ εἶναι καθάριοι, νὰ μὴ καπνίζουν ναργιλὲ δημοσίᾳ καὶ νὰ μὴν κρατοῦν ποτὲ ράβδον - ἐν ἤχῳ κωδώνων καὶ πάλιν, προεπέμφθη, ἐπεβιβάσθη στὸ βαποράκι, κι᾿ ἐπῆγε νὰ ποιμάνῃ καὶ ἄλλα προβάτα..

Δεν υπάρχουν σχόλια: