Βασικό γνώρισμα της ανθρώπινης φύσης είναι η κοινωνικότητα. Ο άνθρωπος εκδηλώνει την κοινωνικότητα του με την υπέρβαση του εγωκεντρισμού του. Η απομόνωση του ανθρώπου δεν βοηθά στην ανάπτυξη της κοινωνικότητας και της θρησκευτικότητας. Ο μεταπτωτικός άνθρωπος εγκλωβίζεται στην ιδιοτέλεια και στην φιλαυτία με αποτέλεσμα να μην υπερβεί την ατομικότητα του και να προσεγγίσει τον πλησίον του. Ο κάθε άνθρωπος είναι πλησίον και τον προσεγγίζουμε « ποιούντες το έλεος μετ’αυτού» ( Λ.κ. 10,37».
Η ενανθρώπηση του Θεού Λόγου δίνει θεολογικές και διαπροσωπικές διαστάσεις στις σχέσεις του ανθρώπου. Στο πρόσωπο του πλησίον εμφανίζεται ο ίδιος ο Χριστός. Και η στάση μας απέναντι στον συνάνθρωπο είναι στάση απέναντι στον Χριστό και είναι αποκαλυπτική γιατί φανερώνει το πνευματικό επίπεδο και την εσωτερική καλλιέργεια του ανθρώπου. Η πίστη μας στον Σωτήρα Θεό πραγματοποιείται στο μυστήριο της Εκκλησίας. Η πίστη δεν είναι μόνο θεωρητική αποδοχή ορισμένων αληθειών, αλλά εμπιστοσύνη και προσωπική ζωή με τον Θεό και τους αδελφούς μας. Πραγματική συμβίωση. Αυτή η μετοχή, η μέθεξη και συγχρόνως συμμετοχή, επιτρέπει σε όλους μας να ζούμε με την ίδια εμπειρία των πιστών των αποστολικών χρόνων και να γινόμαστε κήρυκες της ορθόδοξης χριστιανικής διδασκαλίας. Γι’αυτό η Εκκλησία δεν μπορεί αλλιώς να ζει, παρά μόνο σαν κοινωνία πίστης, αγάπης, ελπίδας και λατρείας.
Η κοινωνία αυτή δεν πραγματοποιείται μόνο όταν συγκεντρώνονται οι πιστοί για κοινή λατρεία, αλλά κυρίως και όταν ζει ο ένας χάρη του άλλου. Η Ενορία γίνεται σωστή μόνο όταν σώζει, όταν δηλ. δεν μένει απαθής. Σαν κοινωνία με δράση συνεχή δεν περιορίζεται σε τυπική ευσέβεια, αλλά εκδηλώνει έμπρακτα το ενδιαφέρον της για τον κόσμο. Ο κόσμος θέλει να βλέπει απλά και χειροπιαστά δείγματα της αποστολής της στον κόσμο.
Η αληθινή καλοσύνη πρέπει να είναι αυθόρμητη, πρόθυμη, ανιδιοτελής και αθόρυβη. Ο άνθρωπος που καλλιεργεί στην ψυχή του την πρόθυμη καλοσύνη του, δεν περιμένει να έρθει ο άλλος να τον παρακαλέσει. Ο ίδιος αναζητάει τον κρυφό πόνο, ανακαλύπτει τη σιωπηλή δυστυχία και συμπαρίσταται με ποικίλους τρόπους και χωρίς ιδιοτέλεια, γιατί δεν έχει κέντρο της υπάρξεως του τον εαυτό του. Νοιώθει τον πλησίον του, τον γείτονα του, τον συνάδελφο του, σαν να ήταν αδελφός του, η μητέρα του, το παιδί του.
Ο Αββάς Απολλώ λέγει: «δει ερχομένους τους αδελφούς προσκυνείν. Ου γαρ αυτούς, αλλά τον Θεόν προσκυνούμεν. Είδες γαρ φησί τον αδελφόν σου, είδες Κύριον τον Θεόν σου».
Και ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης αναφέρει: «εάν άνθρωπος βλέπει εις τον αδελφόν αυτού την παρουσία του Αγίου Πνεύματος, σημαίνει, ότι και ο ίδιος έχει μεγάλη χάριν, Εάν όμως μισεί τον αδελφόν αυτού, σημαίνει, ότι κατέχεται υπό του πονηρού πνεύματος».
Τέλος η συμπεριφορά του πλησίον δεν είναι ανεξάρτητη από τη συμπεριφορά του « εγώ», τη δική μας, γι’αυτό και μας καθιστά υπευθύνους. Η σωστή διαγωγή έχει θετικές επιδράσεις στον συνάνθρωπο που θα πρέπει να διακρίνει έμπρακτα τη ζωή κάθε χριστιανού κατά το πρότυπο του Σωτήρα Χριστού και της Αγίας Τριάδας.
π.Γ.Στ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου