Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2011

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ΛΟΥΚΑ ( Του Τυφλού) ( Λκ. 18,35-43)



ΤΟ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ

Ο τυφλός της σημερινής ευαγγελικής διήγησης οπωσδήποτε κίνησε σε όλους μας την συμπάθεια καθώς ακούσαμε την μονότονη ικετευτική  φωνή του : « Ιησού υιέ Δαβίδ ελέησον με». Όταν πληροφορήθηκε « ότι Ιησούς ο Ναζωραίος παρέρχεται» μια λάμψη ελπίδας φώτισε το πονεμένο πρόσωπο του. Στύλωσε τα απλανή μάτια του προς το μέρος όπου έρχονταν ο Χριστός και με όλη τη δύναμη της φωνής του άρχισε να τον παρακαλεί να του δώσει το φως του. Μερικοί, όμως όχι εχθροί του Χριστού, αλλά ενθουσιώδεις οπαδοί Του, στην προσπάθεια του τυφλού να προσεγγίσει τον Κύριο, αντί να τον βοηθήσουν « επετίμων αυτόν ίνα σιωπήσει».
        Και τυφλός θεραπεύτηκε. Μένει όμως ένα ερώτημα: πως αυτοί οι άνθρωποι που με τόσο ενθουσιασμό συνόδευαν τον Χριστό, έδειξαν τόση σκληρότητα σ’έναν απόκληρο της ζωής;
        Η περίπτωση δεν είναι μεμονωμένη. Συμβαίνει άνθρωποι της Εκκλησίας που θα έπρεπε να είναι υποδείγματα αγάπης και συμπόνιας, παρουσιάζονται σκληροί και ανάλγητοι μπροστά στον ανθρώπινο πόνο. Και τα περιστατικά που διασώζουν οι ι. ευαγγελιστές είναι αρκετά. Σ’ολες αυτές  τις περιπτώσεις οι περισσότεροι ευσεβείς άνθρωποι της εποχής εκείνης, αντί να χαρούν μαζί με τον θεραπευμένο και να δοξάσουν τον Θεό, θύμωναν και το χειρότερο προσπαθούν να υπονομεύσουν Εκείνον που έδειχνε την θαυματουργική αγάπη Του στα θύματα των ποικίλων ασθενειών.
        Αλλά όλα αυτά έγιναν από τους εχθρούς του Χριστού, από εκείνους που το μίσος τους είχε κλείσει τα μάτια χειρότερα από τα μάτια του δυστυχισμένου τυφλού της σημερινής διήγησης. Το θλιβερότερο είναι, ότι στο σημερινό περιστατικό πρόκειται για οπαδούς και θαυμαστές του Χριστού, ο Οποίος έρχονταν να δώσει νέα ζωή στην μεγάλη εντολή της αγάπης. Αυτό πράγματι προκαλεί μεγαλύτερη λύπη ακόμη και από την τύφλωση του τυφλού.
        Υπάρχει όμως και κάτι θλιβερότερο από αυτό : ότι από τότε που συνέβη αυτό έχουν περάσει πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια και τα περιστατικά αυτού του είδους όχι μόνο δεν έλειψαν, αλλά έγιναν περισσότερα.
        Το « πίστις δι’ αγάπης ενεργουμένη» έχει σχεδόν παραθεωρηθεί. Και ενώ ο Χριστός ήλθε να ενώσει με την πίστη με την αγάπη, εμείς οι λεγόμενοι « μαθητές» Του χωρίσαμε και πάλι την αγάπη από την πίστη και φθάσαμε στο σημείο να νομίζουμε, ότι είμαστε ευάρεστοι στο Θεό, αν υποτεθεί ότι έχουμε πίστη, χωρίς να έχουμε καθόλου αγάπη. Και λησμονήσαμε, ότι πίστη χωρίς  αγάπη έχει ακόμη και ο διάβολος « και τα δαιμόνια πιστεύουσιν» ( Ιακ. 2,19), αλλά τα δαιμόνια δεν έχουν κανένα ίχνος αγάπης. Μια τέτοια λοιπόν πίστη καταντήσαμε δυστυχώς να έχουμε, όταν την έχουμε βέβαια κι’ αυτή.
        Με τον τρόπο αυτό όμως όπως μαρτυρεί η ιστορία έφθασε να υπάρχουν άνθρωποι που έφεραν το όνομα του χριστιανοί και μισούνταν θανάσιμα μεταξύ τους. Ή νόμιζαν, ότι λόγω αυτής της πίστης μπορούσαν να συκοφαντήσουν ή και να εξοντώσουν τους αντιπάλους τους, για να διασώσουν όπως ισχυρίζονταν την πίστη. Έτσι φθάσαμε τον μεσαίωνα στο φαινόμενο της Ιερής Εξέτασης εν ονόματι και προστασία τάχα της χριστιανικής πίστης στη διάπραξη εγκλημάτων τα οποία θα παραμένουν αιώνιο στίγμα για τον ανθρώπινο πολιτισμό.
        Και είναι αλήθεια, ότι σήμερα δεν γίνονται τέτοιου είδους εγκλήματα στο όνομα της χριστιανικής πίστης. Η νοοτροπία όμως εξακολουθεί να παραμένει και επιτρέπει να νομίζουμε, ότι είμαστε εντάξει με την αγάπη προς τον Θεό, παρά το γεγονός, ότι δεν είμαστε διόλου εντάξει με την εντολή της αγάπης προς τον πλησίον.
        Έτσι φθάσαμε ακόμα και σήμερα στο σημείο να συναντούμε χριστιανούς που νομίζουν ότι είναι απόλυτα σωστά με την Εκκλησία, επειδή κάνουν το σταυρό τους, την προσευχή τους, ή γιατί εκκλησιάζονται, νηστεύουν και κοινωνούν τακτικά. Και μάλιστα θεωρούν τον εαυτό τους ένοχο, αν συμβεί ποτέ να παραλείψουν κάτι από όλα αυτά. Όμως αδιαφορούν τελείως και ούτε υποψιάζονται νε εξετάσουν μήπως κατά λάθος ως προς την εντολή της αγάπης προς τον πλησίον τους, που ο Χριστός την ήθελε μόνιμο και αχώριστο σύντροφο της πίστης, δηλ. την αγάπη μας προς τον Θεό.
        Όσοι από εμάς που έχουμε την τιμή να ονομαζόμαστε χριστιανοί δεν προσπαθήσαμε να συνδυάσουμε την πίστη με την αγάπη, πρέπει να φοβούμαστε ,ότι η πίστη μας θα παραμένει νεκρή. Γιατί όπως μας λέγει ο ευαγγελικός λόγος  « ώσπερ…το σώμα χωρίς πνεύματος νεκρόν έστιν, ούτω και η πίστης χωρίς των έργων νεκρά έστιν». ( Ιακ.2,26».
        Είθε ο Κύριος που συνδύασε την πίστη με την αγάπη να μας δώσει την δύναμη να ζωοποιήσουμε αυτό το δίδυμο των αρετών, ώστε να ζωντανέψουμε τη ζωή μας και τον κοινωνικό μας περίγυρο.

π.Γ.Στ.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

ΙΔΙΑΙΤΕΡΟ ΚΕΙΜΕΝΟ.
ΕΞΟΧΟ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΤΟ ΠΩ.

Ανώνυμος είπε...

Όντως Αξίζει.