Ὅπως συμβαίνει μὲ τὶς περισσότερες ἔννοιες καθημερινῆς χρήσης ποὺ χρησιμοποιεῖ καὶ ἡ Ἐκκλησία, καὶ ἡ ἔννοια τῆς λέξεως «ἐντολή», ἔχει διαφορετικὸ περιεχόμενο ἀπ’ ὅ,τι συνήθως. Στὴν καθημερινὴ ζωὴ ἡ λέξη αὐτὴ εἶναι συνδεδεμένη μὲ τὸν καταναγκασμό, τὴ διαταγή, τὴν ἀπαίτηση. Στὴν Ἐκκλησία ὅμως ποὺ τὰ πάντα κινοῦνται ἐν ἐλευθερίᾳ καὶ ὁ Κύριός της δὲν εἶναι δυνάστης τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ Θεὸς ἀγάπης ποὺ κάνει τὰ πάντα γιὰ νὰ θεώσει τὸν ἄνθρωπο ἡ ἔννοια αὐτὴ νοηματοδοτεῖται μόνο γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀνταποδίδουν στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τὴ δική τους ἀφοσίωση. Γιὰ τοὺς ὑπολοίπους δὲν ὑφίσταται, (παρὰ τὶς ἐντυπώσεις κάποιων ἀπ’ αὐτούς), κανενὸς εἴδους ἀπαίτηση ἢ διαταγή.
Ὁ Θεός, στὴν ἀγάπη του νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο δίνει, μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας του καὶ τῶν ἀνθρώπων του, «συμβουλὲς» γιὰ τὸ τί πρέπει νὰ κάνει αὐτὸς γιὰ νὰ σωθεῖ, γιὰ τὸ τί εἶναι ἁμαρτία, τί συνιστᾶ πνευματικὸ θάνατο, πῶς μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὶς πνευματικὲς του ἀῤῥώστιες καὶ νὰ βρεῖ τὴν πνευματική του ὑγεία κ.ο.κ. Αὐτὲς οἱ «συμβουλὲς» ἔχουν προαιρετικὸ χαρακτῆρα. Λέγοντας «προαιρετικό», δὲν ἐννοοῦμε ὡς πρὸς τὸ ἀποτέλεσμα ἀλλὰ ὡς πρὸς τὴν ἀπαίτηση ἐφαρμογῆς τους. Γι’ αὐτόν ὅμως ποὺ ἐπιθυμεῖ τὴ σωτηρία του οἱ «συμβουλὲς» αὐτὲς ἔχουν ὑποχρεωτικὸ χαρακτῆρα, τόσο ὑποχρεωτικό, ὅση, ἀφ΄ ἑνός, εἶναι ἡ γνώση (παγγνωσία καλύτερα) αὐτοῦ ποὺ τὶς δίνει, ὅση, ἀφ’ ἑτέρου, ἡ ἐπιθυμία νὰ σωθεῖ ἐκείνου ποὺ τὶς τηρεῖ. Κι ἐπειδὴ στὴν περίπτωση τοῦ Θεοῦ ἡ γνώση εἶναι ἡ μέγιστη δυνατή, γιὰ ἐκεῖνον ποὺ θέλει νὰ σωθεῖ οἱ «συμβουλὲς» γίνονται ἐντολές, γιατὶ δὲν ὑπάρχει καμμιὰ ἀμφιβολία ὡς πρὸς τὴν ἀναγκαιότητά τους.
Μὲ τὴν ἴδια λογικὴ ποὺ γι’αὐτὸν ποὺ ἀγωνίζεται στὸν ἀθλητισμό, τὰ παραγγέλματα τοῦ προπονητοῦ του ἀποτελοῦν ἀπαράβατους κανόνες, ἂν θέλει νὰ προκόψει, μὲ τὴν ἴδια λογικὴ ποὺ γι’ αὐτὸν ποὺ θέλει νὰ ξαναβρεῖ τὴν ὑγεία του οἱ συστάσεις τοῦ γιατροῦ του πρέπει νὰ τηρηθοῦν μὲ σχολαστικὴ ἀκρίβεια, μ’ αὐτὴ τὴ λογικὴ καὶ ἡ συμμόρφωση πρὸς τοὺς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νὰ γίνεται μὲ τὴν ἴδια καὶ ἀκόμη μεγαλύτερη ἀκρίβεια καὶ ἀφοσίωση ἂν θέλει κανεὶς νὰ δεῖ ὀρατὰ ἀποτελέσματα ὡς πρὸς τὴ σωτηρία του καὶ τὴν ἔνωσή του μὲ τὸ Θεό.
Ἔτσι τὸ κατὰ πόσο πιστὰ ἢ ὄχι τηρεῖ κάποιος τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ γίνεται αὐτόματα καὶ ἕνα κριτήριο μὲ τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ διαπιστώσει ὁ ἴδιος κατὰ πόσο ἐπιθυμεῖ τὴ σωτηρία του ἢ οὐδόλως νοιάζεται γι’αὐτό.
Νὰ σημειώσουμε ἐδῶ ὅμως ὅτι αὐτὸ εἶναι ἕνα κριτήριο ποὺ μπορεῖ νὰ τὸ χρησιμοποιήσει μόνο ὁ ἴδιος γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ ὄχι οἱ ἄλλοι γι’ αὐτόν. Γιατί πολλοί ἄνθρωποι μπορεῖ νὰ φαίνονται στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων ὡς ἀκριβεῖς τηρητὲς τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, στὰ μάτια ὅμως τοῦ Θεοῦ πόῤῥω ἀπέχουν ἀπ’ αὐτοῦ. Καὶ οἱ φαρισαῖοι, ἄλλωστε, αὐτὸ ἔκαναν.
Τί ἐννοοῦμε ὅμως λέγοντας «ἀκριβὴ τήρηση τῶν ἐντολῶν»; Γιὰ τὴν Ἐκκλησία ὁ ἄνθρωπος τηρεῖ μὲ τόσο μεγαλύτερη ἀκρίβεια τὶς ἐντολὲς ὅσο ἐφαρμόζει πληρέστερα τὸ πνευματικὸ νόημά τους. Κι αὐτὸ τὸ πνευματικὸ νόημα ἀποκαλύπτεται στὸν ἄνθρωπο σταδιακά, ὅσο αὐτὸς προοδεύει πνευματικά, πρᾶγμα ποὺ γίνεται πάλι, μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν. Παρατηροῦμε δηλαδὴ μιὰ ἀμφίδρομη σχέση μεταξὺ τῆς τήρησης τῶν ἐντολῶν καὶ τῆς πνευματικῆς προόδου στὸν ἄνθρωπο: Ἐφαρμόζοντας μὲ ἀγνὴ διάθεση, ἀλλὰ ὅπως τὶς κατανοεῖ, τὶς ἐντολές, προοδεύει πνευματικά, καὶ αὐτὸ ἔχει ὡς συνέπεια νὰ ἀλλάζει καὶ νὰ βαθαίνει ἡ ὀπτική του σχετικὰ μὲ αὐτές.
Συνήθως οἱ ἄνθρωποι νομίζουν ὅτι «καταλαβαίνουν» τὶς διάφορες ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ ἐπειδὴ τοὺς βρίσκουν κάποια πρακτικὴ χρησιμότητα. Αὐτό, ὅμως, δὲ συνιστᾶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἀναγκαστικὰ πνευματικὸ νόημα. Γιὰ νὰ «καταλάβει» κανεὶς τὶς ἐντολές, δηλαδὴ οὐσιαστικὰ τὶς βουλὲς τοῦ Θεοῦ θὰ πρέπει νὰ ἔχει καὶ ἀνάλογο πνευματικὸ ἀνάστημα, νὰ εἶναι δηλαδὴ ἅγιος. Μόνο ὁ ἅγιος «ἀντιλαμβάνεται» καὶ πάλι μερικῶς τὸ βαθύτερο νόημα ἐκείνων ποὺ ὁ Κύριος παραγγέλει. Οἱ ὑπόλοιποι στὴν πορεία ἁγιότητος ποὺ ἀκολουθοῦν κάνουν ὑπακοὴ στὴν Ἐκκλησία καὶ τὶς ἐντολὲς της μέχρι νὰ φθάσουν στὸ σημεῖο νὰ «κατανοοῦν», εἴτε ἐκ πείρας εἴτε γιατὶ ἀναπτύχθηκε τὸ πνευματικό τους αἰσθητήριο, αὐτὰ ποὺ κάνουν. Ἔτσι ἐξηγεῖται γιατί στὰ μοναστήρια, ποὺ εἶναι τὰ πανεπιστήμια ἁγιότητος τῆς Ἐκκλησίας, τὰ πάντα γιὰ ἕναν μοναχὸ ξεκινοῦν καὶ τελειώνουν στὴν ὑπακοή, ἀλλὰ καὶ γιατί ἡ ὑπακοὴ ἐν γένει εἶναι θεμελιώδης ἀρετὴ στὴ ζωὴ τοῦ κάθε χριστιανοῦ: Ὁ πιστὸς συμμορφώνεται ἐνσυνείδητα καὶ ὄχι δουλικὰ στὶς ἐντολές, γιατὶ θέλει νὰ «δεῖ» ἐμπράκτως τὰ ἀποτελέσματα τῆς τήρησης τῶν ἐντολῶν. Καὶ τότε μπορεῖ ἐξ ἰδίας πείρας νὰ ἐξηγήσει τὸ πῶς καὶ τὸ γιατί τῆς κάθε ἐντολῆς. Πλέον ἡ ὑπακοή του στὶς ἐντολὲς συνεχίζει νὰ γίνεται, ἀλλὰ περισσότερο ἐνσυνείδητα καὶ πιὸ οἰκειοθελῶς, ἀφοῦ ἔχει πεισθεῖ ἐμπράκτως γιὰ τὴ χρησιμότητά τους.
συνεχίζεται ...
Ζητῶν
1 σχόλιο:
Υπέροχο...δεν έχω τίποτε άλλο να πω.Αναμένω πολύ σύντομα τη συνέχεια!
χ.π
Δημοσίευση σχολίου