Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2009

Από την εξέδρα των φιλάθλων, σέντερ –φορ στο γήπεδο του ουρανού (α')



Απόσπασμα από το δεύτερο τόμο του βιβλίου «Ο τρελο-Γιάννης, ο δια Χριστόν σαλός» που κυκλοφόρησε στο τέλος του Νοεμβρίου.



Ονομάζομαι Γιώργος.... Γεννήθηκα σε ένα χωριό της Μεσσηνίας αλλά από την εφηβική σχεδόν ηλικία ήρθα στην Αθήνα για να δουλέψω. Με το ζόρι τελείωσα την Γ’ τάξη Γυμνασίου. Δεν τα αγαπούσα και πολύ τα γράμματα. Ένας θείος μου είχε κατάστημα στην κεντρική Λαχαναγορά στο Ρέντη και με πήρε στη δούλεψή του. Έπιανα δουλειά τα χαράματα και σχολούσα πριν το μεσημέρι. Είχαμε είδη μαναβικής. Η καθημερινή ασχολία μου, εκτός της εργασίας, όμως, ήταν η ομάδα του Ολυμπιακού και οι γυναίκες.
Με την ποδοσφαιρική ομάδα του Ολυμπιακού είχα αναπτύξει μία ψυχική σύνδεση που επηρέαζε σχεδόν όλη τη ζωή μου. Η πορεία της ομάδας κατά κάποιο περίεργο τρόπο έπαιζε ουσιαστικό ρόλο στην καθημερινότητά μου. Χαιρόμουν και γλεντούσα με τις νίκες. Έπινα, χόρευα, φώναζα. Ένιωθα ευτυχής. Απογοητευόμουν και απελπιζόμουν με τις ήττες και τα έσπαγα. Τσακωνόμουν, απομονωνόμουν απ’ όλους. Και με το ζόρι πήγαινα ακόμη και στη δουλειά.
Δεν σας κρύβω πως αρκούσε ένα απλό πείραγμα για να νευριάσω και να τσακωθώ με πελάτες. Ήμουν ιδιόρρυθμος αλλά καμάρωνα γιατί ήμουν μέλος της «θύρας 7». Ήμουν στο γήπεδο και στη συγκεκριμένη θύρα στο παιχνίδι με την ΑΕΚ που έγινε η αιτία να σκοτωθούν τόσα παιδιά, δυό εκ των οποίων ήταν κολλητοί φίλοι μου. Θα μπορούσα και εγώ να ήμουν νεκρός αν δεν καθυστερούσα να κατέβω. Και η καθυστέρησή μου οφείλεται στη συζήτηση σχετική με το παιχνίδι που άνοιξα με έναν ηλικιωμένο «βαμμένο Ολυμπιακό», όπως λέμε στην ποδοσφαιρική διάλεκτο τον μπάρμπα –Μήτσο από την Καστέλα. Οι κολλητοί μου έφυγαν και τους είπα πως θα τους συναντήσω έξω για να πάμε μαζί να κοντράρουμε τους αντίπαλους οπαδούς. Αυτό με γλύτωσε στην κυριολεξία. Ο άδικος θάνατός τους με συγκλόνισε και με έκανε να αραιώσω λίγο από το γήπεδο. Αλλά όχι για πολύ. Ήμουν στην τάξη των φανατικών οπαδών και φρόντιζα και στον γιο μου να εντρυφήσω αυτό το στοιχείο. Είχα θεοποιήσει την ομάδα. Ήμουν χούλιγκανς, όπως λένε. Είχα σπάσει βιτρίνες καταστημάτων. Συχνά στήναμε καρτέρι σε οπαδούς αντιπάλων ομάδων και δη του Παναθηναϊκού για να τους ξυλοκοπήσουμε. Ήμουν τόσο φανατικός που θα μπορούσα ακόμη και να σκοτώσω για την ομάδα. Ήμουν εξαρτημένος πλήρως από αυτή, όπως ο τοξικομανής από τις ναρκωτικές ουσίες.
Η άλλη ασχολία μου ήταν οι γυναίκες. Όλα σχεδόν τα χρήματα τα σπαταλούσα ως έφηβος σε επισκέψεις σε οίκους ανοχής και σε μπαρ με γυναίκες. Ο κοινωνικός περίγυρος των φίλων μου με είχε κάνει να βλέπω κάθε γυναίκα ως κινούμενο δοχείο ηδονής. Τη θεωρούσα αδύναμη και υποβαθμισμένη και δεν σας κρύβω πως πολλές φορές βιαιοπραγούσα πάνω της. Επίκεντρο στις σχέσεις που δημιουργούσα ήταν η επίδειξη δύναμης και ανδρικού εγωισμού.

«Αντιπολίτευση» η Εκκλησία

Όπως καταλαβαίνετε μ’ όλα αυτά ήταν φυσικό να βλέπω την Εκκλησία ως «αντιπολίτευση» στην άσωτη ζωή μου. Η όποια σχέση μου με την Εκκλησία οφείλεται στη μάνα μου και στη γυναίκα μου. «Δεν φοβάσαι το Θεό, βρε παιδί μου;» έλεγε η καημένη η μάνα μου, όταν καταλάβαινε πως παραστρατούσα. «Μείνε εσύ ρε μάνα μία ζωή με τα παραμύθια των παπάδων. Δεν βλέπεις πως η ζωή πάει μπροστά. Κοίταξε μωρέ να γλεντήσεις και να περνάς καλά και άσε τα περί του Θεού. Τον είδες μωρέ ποτέ το Θεό;» της απαντούσα. Εκείνη κουνούσε το κεφάλι και δεν μιλούσε. Μόνο με σταύρωνε.
Το χαρακτήρα της μάνας μου είχε και η γυναίκα μου. Την γνώρισα στη Λαχαναγορά. Συνόδευε μερικές φορές τον πατέρα της, που είχε μανάβικο στο Χαλάνδρι. Ο θείος μου με είδε που τη γλυκοκοίταγα και μου είπε: «Αυτό είναι κορίτσι για οικογένεια και μη κάνεις όρεξη. Δεν είναι η Ουρανία για τα δόντια σου». Μία μέρα ένας πελάτης την πείραξε πολύ άσχημα, εκμεταλλευόμενος την απουσία του πατέρα της, που ψώνιζε σε άλλη ράμπα. Δεν ξέρω τι με έπιασε και τον άρπαξα από το λαιμό. Τον πέταξα κάτω και άρχισε καυγάς μεγάλος. Χτύπησα και εγώ στο κεφάλι καθώς έπεσα μαζί του και με πήραν τα αίματα. Ο θείος με πήγε στο νοσοκομείο για τις πρώτες βοήθειες και οι γιατροί έκριναν πως έπρεπε να μείνω μέσα γιατί φοβήθηκαν μήπως έπαθα μεγαλύτερη ζημιά.
Το απόγευμα την ίδιας ημέρας ήρθε η Ουρανία με τον πατέρα της στο νοσοκομείο για να με ευχαριστήσουν. Η Ουρανία του είχε πει τι ακριβώς είχε συμβεί. Με κάλεσαν στο σπίτι τους για φαγητό. Αυτό ήταν η αρχή. Μέσα σε τρεις μήνες παντρεύτηκα. Ο πεθερός μου εκτός από το μανάβικο είχε και ένα φορτηγό Δημοσίας Χρήσεως, το οποίο μου έδωσε προίκα, έτσι ώστε να σταματήσω να εργάζομαι νύχτα στη Λαχαναγορά. Χωρίς να το καταλάβω καλά-καλά έκανα οικογένεια. Η μάνα μου χαιρόταν γιατί η Ουρανία, πέραν της καλοσύνης που είχε, ήταν και κοντά στην Εκκλησία. Δεν έλειπε από την Παναγία τη Μαρμαριώτισσα και αυτό αρκετές φορές γινόταν στοιχείο τριβής μας. «Πότε θα ξυπνήσεις βρε Ουρανία από το λήθαργο;» της έλεγα. Εκείνη σαν τη μάνα μου σιωπούσε. Είχε υπομονή και άντεχε τις παραξενιές μου και τις τρέλες μου. Μάλιστα με στήριζε στις απογοητεύσεις μου. Αποκτήσαμε δυό παιδιά με την Ουρανία, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, τον Αντώνη και τη Θεοδώρα.
Βέβαια το όλο σκεπτικό περί των γυναικών με εμπόδιζε να της συμπεριφέρομαι ισότιμα. Πολλές φορές ξέφευγα και την απατούσα. Έφθασα στο σημείο να δημιουργήσω ερωτική σχέση με την ξαδέλφη της, η οποία ήταν παντρεμένη! Τα ισοπέδωνα όλα μπροστά στο πάθος και στη νοοτροπία να αντιμετωπίζω κάθε γυναίκα ως δοχείο ηδονής. Αυτή ακριβώς την περίοδο άρχισαν και τα οικονομικά προβλήματα στο σπίτι, μιας και η ξαδέλφη ζητούσε συνεχώς χρήματα προκειμένου να δικαιολογείται στον άνδρα της ότι δήθεν εργάζεται ως πλασιέ! Με μαθητική ακρίβεια καταστρέφονταν δυό οικογένειες. Δεν σας κρύβω πως πέραν των κινδύνων της αποκάλυψης ένιωθα διαρκώς να με σφίγγει μία θηλιά στο λαιμό. Ήμουν για πρώτη φορά στη ζωή μου σε αδιέξοδο.
Και δεν έφθαναν όλα αυτά ήρθε και η αρρώστια της κόρης μου, η οποία εντελώς ξαφνικά παρουσίασε φύσημα στην καρδιά. Οι γιατροί στο Ωνάσειο (νοσοκομείο) μας έλεγαν πως δεν θα αποφύγει το χειρουργείο. Η γυναίκα μου όμως, είχε την ελπίδα της στον Χριστό και την Παναγία και προσευχόταν να μην μπει η Θεοδωρίτσα μας σ’ αυτή την περιπέτεια. Τελικά έγινε καλά προς έκπληξη όλων ακόμη και των γιατρών! Η Ουρανία μιλούσε για θαύμα αλλά εγώ απέδιδα τη θεραπεία της στα φάρμακα που της έδωσαν... Τόσο μυαλό είχα τότε!
Έβλεπα την καλοσύνη της Ουρανίας και έφτυνα τον ίδιο μου τον εαυτό. Προσπαθούσα απεγνωσμένα να βρω ελαττώματα στη γυναίκα μου για να δικαιολογήσω τις παράνομες πράξεις μου. Την άφηνα χωρίς λεφτά, λέγοντας πως δεν πάει η δουλειά καλά. Ξεσπούσα στα παιδιά χωρίς να φταίνε σε τίποτε. Και εκείνη η κακομοίρα έλεγε. «Δεν πειράζει Γιώργο, ο Θεός δεν θα μας εγκαταλείψει. Θα δώσει ο Θεός! Εσύ να είσαι καλά».

(συνεχίζεται...)


1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Φαίνεται συγκλονιστικό.
Και σήμερα γίνονται θαύματα δίπλα μας.
Ας ανοίξουμε τα μάτια μας να τα δούμε.