Τί γίνεται με την εγκυμοσύνη κατόπιν βιασμού ή με τα ελαττωματικά μωρά; Η έκτρωση δεν είναι ο καλύτερος τρόπος αντιμετωπίσεως αυτών των περιπτώσεων;
Οι δύο αυτές περιπτώσεις είναι οπωσδήποτε ένα πολύ μικρό ποσοστό των λόγων εκτρώσεως και δεν είναι δυνατό να χρησιμοποιούνται σαν επικάλυψη της νομιμοποίησης.
Πολλοί άνθρωποι αισθάνονται ότι η έκτρωση είναι η μόνη διέξοδος στις προβληματικές αυτές περιπτώσεις. Το συναίσθημα δεν είναι πάντοτε καλός σύμβουλος· ας εξετάσουμε ψύχραιμα τα γεγονότα.
Η εγκυμοσύνη κατόπιν βιασμού θεωρείται γενικά σπάνια.
α) Γίνεται η έκτρωση με τραγικά και μόνιμα αποτελέσματα τόσο για τη γυναίκα, όσο ασφαλώς και για το μωρό. Η μητέρα απαλλάσσεται βραχυπρόθεσμα από το να φέρει τη ζωντανή υπενθύμηση του εγκλήματος, αλλά εγκαταλείπεται σε μια μόνιμη τραυματική ανάμνηση του φόνου του παιδιού της. Πώς μπορεί να δικαιολογηθεί ηθικά η καταδίκη σε θάνατο ενός αθώου και ανυπεράσπιστου πλάσματος για το έγκλημα που έκαμε ο πατέρας του;
β) Η δεύτερη λύση είναι η γυναίκα να έχει κάθε συμπαράσταση από το περιβάλλον της για να γεννήσει το παιδί της, που μπορεί να δοθεί τελικά για υιοθεσία, εάν έτσι αποφασίσει η μητέρα του. Με την άρνησή της να κλείσει τον κύκλο της βιαιότητας που άρχισε ένας εγκληματίας η γυναίκα θα υπομείνει εννιά μήνες εγκυμοσύνης, σε αντάλλαγμα με την ειρήνη της συνειδήσεώς της και τη συναίσθηση της θαρραλέας αποδοχής της ζωής που άθελά της και κάτω από τραγικές συνθήκες αναπτύχθηκε μέσα της.
Αξίζει να αναφέρω ότι το έναυσμα της φιλελευθεροποίησης του νόμου εδώ στην Κύπρο, έδωσαν ακριβώς οι τραγικές περιπτώσεις της εγκυμοσύνης γυναικών που βιάστηκαν από τα τουρκικά στρατεύματα κατά την εισβολή του 1974. Μέσα στο χάος που επακολούθησε την εισβολή δυστυχώς ούτε η επίσημη Εκκλησία, ούτε οι θρησκευτικές ή άλλες οργανώσεις βοήθησαν τα θύματα πνευματικά και πρακτικά προς τη λύση της υιοθεσίας, έστω και εκτός Κύπρου. Έτσι προστέθηκε στο τραύμα του βιασμού ένα νέο ηθικό αλλά ίσως και σωματικό τραύμα, γιατί είναι γνωστό ότι η έκτρωση στη νεαρή γυναίκα είναι περισσότερο επικίνδυνη από ό,τι στην ώριμη. Σε παρόμοια περίπτωση μαζικών βιασμών κατά την κατάληψη, του Βερολίνου από το ρωσσικό στρατό το 1945, η τοπική Εκκλησία πήρε τα θύματα υπό την προστασία της και τα φρόντισε, ώστε να γεννήσουν το παιδί τους.
Η ευγονική έκτρωση δηλ. η έκτρωση ελαττωματικών σωματικά ή διανοητικά μωρών γίνεται όλο και πιο αποδεκτή από την κοινωνία μας. Με τις μεθόδους της υπερηχογραφίας, εμβρυοσκόπησης, αμνιοκέντησης και πολύ πρόσφατα της χοριοκέντησης μπορούν να προσδιοριστούν με σχετική ακρίβεια οι γενετικές ανωμαλίες και άλλες αρρώστειες του εμβρύου, όπως μεσογειακή αναιμία, πνευματική καθυστέρηση, ερυθρά κλπ. Σήμερα υπάρχουν περί τις διακόσιες σαράντα εκ γενετής ανωμαλίες του εμβρύου —ανατομικές, βιοχημικές ή γενετικές—. Ο κατάλογος μπορεί να αυξηθεί σε εκατοντάδες ή και χιλιάδες ανάλογα με την πρόοδο της τεχνολογίας και τη διεύρυνση των κριτηρίων. Η προγεννητική διάγνωση έχει δυο προοπτικές: την έκτρωση ή την συνεχώς αναπτυσσόμενη προγεννητική και μεταγεννητική θεραπεία ή τουλάχιστον φροντίδα. Δυστυχώς σήμερα η προγεννητική εξέταση τείνει να συνδέεται με την έκτρωση και όχι με τη δυνατότητα θεραπείας. Ο Α. Liley όταν ανακάλυψε την αμνιοκέντηση σαν μέθοδο προσδιορισμού των μωρών με πρόβλημα ρέζους, είχε σκοπό την περίθαλψή τους μέσω ενδομήτριας μετάγγισης, πράγμα που επέτυχε. Αλλά και ο J. Lejeune που ανακάλυψε τη χρωμοσωματική αιτία της πνευματικής καθυστέρησης, εξέφρασε δημόσια την αποστροφή του για τη χρησιμοποίηση της ανακάλυψής του για την ευγονική έκτρωση. Τα παιδιά, λέγει ο Lejeune, που πάσχουν από αυτή την αρρώστεια ποτέ δεν θα είναι ανάμεσα στην «ελίτ» του κόσμου, αλλά θα έχουν μια ζωή αβλαβή για τους άλλους και ακόμη ευχάριστη για τους εαυτούς τους και γι' αυτούς που τους αγαπούν. Πάνω σε ποιά βάση θα τους αποκλείσουμε από το ανθρώπινο γένος;
Η φιλοσοφία της ευγονικής έκτρωσης είναι η ίδια με εκείνη της ευθανασίας· η βασική αρχή που προϋποθέτουν και οι δυο επεμβάσεις είναι ότι υπάρχει ανθρώπινη ζωή που δεν είναι αρκετά τέλεια ή αρκετά ευτυχισμένη για να αξίζει να συνεχιστεί. Εδώ όμως είναι το λάθος. Ο διευθυντής του ειδικού νοσοκομείου για τα ελαττωματικά παιδιά του Ουϊσκόνσι, R. Scheerenberger το προσδιορίζει εύστοχα: «Ποιός υποστηρίζει ότι ένας μπορεί να ζει μόνο εφ' όσον ανταποκρίνεται στην ιδέα που έχει κάποιος άλλος για την ποιότητα τυς ζωής;». Σε κάθε εποχή, από τον Καιάδα μέχρι το Αουσβιτς υπήρχαν άνθρωποι που κατόρθωσαν να πείσουν τους εαυτούς τους ότι είναι σωστό και νόμιμο να εξολοθρεύουν εκείνους που δεν ανταποκρίνονται στα δικά τους κριτήρια για την αξία της ανθρώπινης ζωής.
Η ευθανασία —προγεννητική ή μεταγεννητική— αντιμετωπίζει την ανθρώπινη ζωή υλιστικά παραβλέποντας την ψυχοσωματική σύσταση του ανθρώπου και τον προορισμό που του όρισε ο Δημιουργός ένα προορισμό που ξεπερνά τα όρια αυτής της θνητής ζωής. Αλλά και η διαδεδομένη αντίληψη ότι οι ελαττωματικοί άνθρωποι είναι κατ’ ανάγκη δυστυχισμένοι δεν είναι σωστή. «Παρ' όλο που είναι ίσως συνηθισμένο και της μόδας να πιστεύει κανείς ότι ο ελαττωματικός απολαμβάνει τη ζωή λιγότερο από τον κανονικό, αυτό φαίνεται να στερείται εμπειρικής και θεωρητικής υποστηρίξεως».
Δεν είμαι εναντίον της πρόληψης της ελαττωματικής ανθρώπινης ζωής, όπου είναι δυνατό —εμβόλιο ερυθράς, εξέταση για το στίγμα της μεσογειακής αναιμίας κλπ.—. Αλλο όμως πρόληψη και άλλο έκτρωση. Η σύγχυση αυτή μαίνεται στο συνηθισμένο ερώτημα σ' αυτές τις περιπτώσεις: «Να φέρω στον κόσμο ένα τέτοιο παιδί;» Μα ήδη το έφερες στον κόσμο από τη στιγμή της σύλληψης· ο τόπος της διαμονής του μέσα ή έξω από τη μήτρα δεν αλλάζει την κατάσταση.
Το ελαττωματικό παιδί είναι ένα βαρύ φορτίο για τη μητέρα και την οικογένεια, το ερώτημα όμως είναι: Η κοινωνία, το κράτος το καλύτερο που έχουν να προσφέρουν στη μητέρα είναι ο θάνατος του παιδιού της; Ασφαλώς όχι, μπορούν να προσφέρουν κάτι καλύτερο, εάν θέλουν να ξοδέψουν χρήματα.
Η αντίθεση στην έκτρωση προέρχεται από την εκκλησία που ζήτα να επιβάλει το θρησκευτικό δόγμα μέσω του νόμου
Είναι ένα πολύ συνηθισμένο φαινόμενο να παρουσιάζεται η θρησκεία σκόπιμα ή μη σαν η μόνη πηγή αντίδρασης κατά των εκτρώσεων. Σε σχετική έρευνα του περιοδικού «Γονείς» όλοι οι επιστήμονες και εκπρόσωποι οργανώσεων μιλούν υπέρ της νομιμοποίησης με μοναδική εξαίρεση: τους δύο κληρικούς που εκπροσωπούν τη θέση της εκκλησίας: «Να καταργηθεί ο παραπάνω νόμος (ΣΣ ο νόμος του 1978) ζητούν οι νομομαθείς, οι γιατροί και τα γυνακεία σωματεία και να νομιμοποιηθούν οι αμβλώσεις. Όχι αντιπροτείνει η Εκκλησία».
Είναι αλήθεια ότι η διδασκαλία της Εκκλησίας πάντοτε καταδίκαζε την έκτρωση πάνω στη βάση της ιερότητας της κάθε ανθρώπινης ζωής. Ο σεβασμός της ανθρώπινης ζωής είναι στο Χριστιανισμό μια αξία με ειδική θεολογική αιτιολογία: Ο άνθρωπος είναι πλασμένος κατ' εικόνα Θεού με ένα αιώνιο προορισμό του οποίου η ποιότητα εξαρτάται από αυτή τη γήϊνη ζωή. Αν και καμμιά άλλη θρησκεία ή φιλοσοφία δεν συνέβαλε τόσο στη γενική αναγνώριση και κατοχύρωση του δικαιώματος της ζωής στον άνθρωπο, κάνεις δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι ο σεβασμός της ανθρώπινης ζωής περιορίζεται αποκλειστικά στον Ιουδαϊκό - Χριστιανικό κόσμο. Πρόκειται για μια πανανθρώπινη, διαχρονική αξία, ικανή να συλληφθεί και αναγνωρισθεί από το ανθρώπινο λογικό. Ειδικά ο σεβασμός της ανθρώπινης εμβρυακής ζωής έχει μια σημαντική προχριστιανική και εξωχριστιανική παράδοση, όπως μαρτυρούν ο όρκος του Ιπποκράτη, ο όρκος του Αραβα γιατρού, η Διακήρυξη της Γενεύης του Παγκόσμιου Ιατρικού Συνδέσμου (1948) και η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Παιδιού της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ (1959). (Για τις δυο τελευταίες Διακηρύξεις θα αναφερθούμε στο επόμενο κεφάλαιο).
Οπωσδήποτε ο πολιτικός νόμος δεν είναι υποχρεωμένος σε μια πλουραλιστική κοινωνία να προσφέρει νομική κάλυψη σε όλες τις πτυχές της θρησκευτικής διδασκαλίας. Μερικές όμως θρησκευτικές εντολές, όπως το «ου φονεύσεις», «ου κλέψεις» κλπ., αφορούν βασικές πανανθρώπινες αξίες ή όπως σήμερα ονομάζονται ανθρώπινα δικαιώματα· η πολιτεία επομένως δεν μπορεί να μη τα εγγυηθεί με τη δικαιολογία ότι είναι συγχρόνως και θρησκευτικά ηθικά δόγματα.
Δεν πρέπει να παραθεωρείται ότι στη διαμόρφωση των νόμων εναντίον της έκτρωσης συνέβαλε και η επιστήμη που διευκρίνησε σταδιακά το καίριο πρόβλημα της αρχής της ανθρώπινης ζωής. Η εμπειρική γνώση των παλαιότερων γενεών για το έμβρυο έφθανε μέχρι τους πρώτους μήνες της εγκυμοσύνης από την παρατήρηση πολύ πρόωρων αποβολών. Η αρχή όμως της ανθρώπινης ζωής ήταν ζήτημα υποθέσεων. Το 1677 με την τελειοποίηση του μικροσκοπίου ανακαλύφθηκε το σπερματοζωάριο, ενώ το ωάριο θηλαστικού —σκύλλου— μόλις το 1827. Η ένωση του σπερματοζωαρίου και του ωαρίου άρχισε να γίνεται αποδεκτή σαν η αρχή της ανθρώπινης ζωής μόνο κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα. Τα επιστημονικά αυτά δεδομένα είχαν επίδραση πάνω στους υπάρχοντας νόμους για τις εκτρώσεις που προσαρμόστηκαν ανάλογα. Για παράδειγμα ο αγγλικός ποινικός κώδικας του 19ου αιώνα παρ' όλο που καταδίκαζε κάθε έκτρωση, επέβαλε ελαφρές ποινές στην έκτρωση πριν από το «κλώτσημα», γιατί θεωρούσε ότι το έμβρυο πριν από αυτό το χρονικό όριο δεν ήταν ζωντανό. Αυτή η αλλαγή των νόμων στον περασμένο αιώνα δεν ήταν συνέπεια της θρησκευτικής διδασκαλίας αλλά των ανακαλύψεων της επιστήμης. Η αποποινικοποίηση της έκτρωσης που επιχειρήθηκε σε πολλές χώρες τις τελευταίες κυρίως δεκαετίες είναι προσπάθεια επιβολής εγωιστικών αντιλήψεων και προκαταλήψεων πάνω στα δεδομένα της επιστήμης και της κοινής λογικής.
Ο αγώνας της νομιμοποίησης απαιτούσε ένα «αποδιοπομπαίο τράγο» και πολλοί οπαδοί της έκτρωσης νόμισαν ότι το βρήκαν στη θρησκεία. Κάθε υποστηρικτής της έκτρωσης είναι προοδευτικός, ρεαλιστής, αγωνιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών, ενώ κάθε αντίπαλος είναι οπισθοδρομικός, φανατικός, θρησκόληπτος. Το ότι άνθρωποι με χριστιανικές αρχές αντιτίθενται στην έκτρωση αυτό θεωρείται επαρκής απόδειξη του αποκλειστικού εκκλησιαστικού χαρακτήρα του αντιεκτρωτικού κινήματος. Στην πραγματικότητα στο στρατόπεδο των αντιπάλων της έκτρωσης υπάρχουν άνθρωποι των οποίων τα κίνητρα δεν είναι θρησκευτικά ή τουλάχιστον όχι μόνο θρησκευτικά: Γιατροί σαν το Nathanson, που παραμένοντας άθεος, βεβαιώνει ότι άλλαξε τη στάση του για την έκτρωση χάρι στην επιστήμη και όχι τη θρησκεία· φεμινίστριες που θεωρούν την έκτρωση σαν εκμετάλλευση της γυναίκας και μέσο απαλλαγής του άνδρα από τις ευθύνες του· ειρηνιστές που βρίσκουν ασυμβίβαστη την αντίθεσή τους στον πόλεμο και τη θανατική ποινή με την αποδοχή της έκτρωσης.
Η μυθολογία της έκτρωσης δεν είναι ικανή να πείσει· είναι μια επιχειρηματολογία βολική και όχι λογική. Ένα ζευγάρι βλέπει το αγέννητο παιδί του σαν απειλή στην επαγγελματική του σταδιοδρομία, στην οικονομική του κατάσταση, στον τρόπο ζωής και ψυχαγωγίας του, ή απλώς δεν θέλει να υπερβεί το όριο των παιδιών που προγραμμάτισε. Η λύση της έκτρωσης φαίνεται η εύκολη διέξοδος και η εκτρωτική μυθολογία προσφέρει έτοιμη τη δικαίωσή της, προβάλλοντας τα «δικαιώματα» της γυναίκας και απανθρωποιώντας το έμβρυο. «Δεν ήθελα καθόλου το μωρό» ομολογεί μια νεαρή αμερικανίδα, «αλλά δεν το σκεφτόμουν σαν μωρό. Απλώς δεν ήθελα να το σκεφτώ με αυτό τον τρόπο».
Οι δύο αυτές περιπτώσεις είναι οπωσδήποτε ένα πολύ μικρό ποσοστό των λόγων εκτρώσεως και δεν είναι δυνατό να χρησιμοποιούνται σαν επικάλυψη της νομιμοποίησης.
Πολλοί άνθρωποι αισθάνονται ότι η έκτρωση είναι η μόνη διέξοδος στις προβληματικές αυτές περιπτώσεις. Το συναίσθημα δεν είναι πάντοτε καλός σύμβουλος· ας εξετάσουμε ψύχραιμα τα γεγονότα.
Η εγκυμοσύνη κατόπιν βιασμού θεωρείται γενικά σπάνια.
α) Γίνεται η έκτρωση με τραγικά και μόνιμα αποτελέσματα τόσο για τη γυναίκα, όσο ασφαλώς και για το μωρό. Η μητέρα απαλλάσσεται βραχυπρόθεσμα από το να φέρει τη ζωντανή υπενθύμηση του εγκλήματος, αλλά εγκαταλείπεται σε μια μόνιμη τραυματική ανάμνηση του φόνου του παιδιού της. Πώς μπορεί να δικαιολογηθεί ηθικά η καταδίκη σε θάνατο ενός αθώου και ανυπεράσπιστου πλάσματος για το έγκλημα που έκαμε ο πατέρας του;
β) Η δεύτερη λύση είναι η γυναίκα να έχει κάθε συμπαράσταση από το περιβάλλον της για να γεννήσει το παιδί της, που μπορεί να δοθεί τελικά για υιοθεσία, εάν έτσι αποφασίσει η μητέρα του. Με την άρνησή της να κλείσει τον κύκλο της βιαιότητας που άρχισε ένας εγκληματίας η γυναίκα θα υπομείνει εννιά μήνες εγκυμοσύνης, σε αντάλλαγμα με την ειρήνη της συνειδήσεώς της και τη συναίσθηση της θαρραλέας αποδοχής της ζωής που άθελά της και κάτω από τραγικές συνθήκες αναπτύχθηκε μέσα της.
Αξίζει να αναφέρω ότι το έναυσμα της φιλελευθεροποίησης του νόμου εδώ στην Κύπρο, έδωσαν ακριβώς οι τραγικές περιπτώσεις της εγκυμοσύνης γυναικών που βιάστηκαν από τα τουρκικά στρατεύματα κατά την εισβολή του 1974. Μέσα στο χάος που επακολούθησε την εισβολή δυστυχώς ούτε η επίσημη Εκκλησία, ούτε οι θρησκευτικές ή άλλες οργανώσεις βοήθησαν τα θύματα πνευματικά και πρακτικά προς τη λύση της υιοθεσίας, έστω και εκτός Κύπρου. Έτσι προστέθηκε στο τραύμα του βιασμού ένα νέο ηθικό αλλά ίσως και σωματικό τραύμα, γιατί είναι γνωστό ότι η έκτρωση στη νεαρή γυναίκα είναι περισσότερο επικίνδυνη από ό,τι στην ώριμη. Σε παρόμοια περίπτωση μαζικών βιασμών κατά την κατάληψη, του Βερολίνου από το ρωσσικό στρατό το 1945, η τοπική Εκκλησία πήρε τα θύματα υπό την προστασία της και τα φρόντισε, ώστε να γεννήσουν το παιδί τους.
Η ευγονική έκτρωση δηλ. η έκτρωση ελαττωματικών σωματικά ή διανοητικά μωρών γίνεται όλο και πιο αποδεκτή από την κοινωνία μας. Με τις μεθόδους της υπερηχογραφίας, εμβρυοσκόπησης, αμνιοκέντησης και πολύ πρόσφατα της χοριοκέντησης μπορούν να προσδιοριστούν με σχετική ακρίβεια οι γενετικές ανωμαλίες και άλλες αρρώστειες του εμβρύου, όπως μεσογειακή αναιμία, πνευματική καθυστέρηση, ερυθρά κλπ. Σήμερα υπάρχουν περί τις διακόσιες σαράντα εκ γενετής ανωμαλίες του εμβρύου —ανατομικές, βιοχημικές ή γενετικές—. Ο κατάλογος μπορεί να αυξηθεί σε εκατοντάδες ή και χιλιάδες ανάλογα με την πρόοδο της τεχνολογίας και τη διεύρυνση των κριτηρίων. Η προγεννητική διάγνωση έχει δυο προοπτικές: την έκτρωση ή την συνεχώς αναπτυσσόμενη προγεννητική και μεταγεννητική θεραπεία ή τουλάχιστον φροντίδα. Δυστυχώς σήμερα η προγεννητική εξέταση τείνει να συνδέεται με την έκτρωση και όχι με τη δυνατότητα θεραπείας. Ο Α. Liley όταν ανακάλυψε την αμνιοκέντηση σαν μέθοδο προσδιορισμού των μωρών με πρόβλημα ρέζους, είχε σκοπό την περίθαλψή τους μέσω ενδομήτριας μετάγγισης, πράγμα που επέτυχε. Αλλά και ο J. Lejeune που ανακάλυψε τη χρωμοσωματική αιτία της πνευματικής καθυστέρησης, εξέφρασε δημόσια την αποστροφή του για τη χρησιμοποίηση της ανακάλυψής του για την ευγονική έκτρωση. Τα παιδιά, λέγει ο Lejeune, που πάσχουν από αυτή την αρρώστεια ποτέ δεν θα είναι ανάμεσα στην «ελίτ» του κόσμου, αλλά θα έχουν μια ζωή αβλαβή για τους άλλους και ακόμη ευχάριστη για τους εαυτούς τους και γι' αυτούς που τους αγαπούν. Πάνω σε ποιά βάση θα τους αποκλείσουμε από το ανθρώπινο γένος;
Η φιλοσοφία της ευγονικής έκτρωσης είναι η ίδια με εκείνη της ευθανασίας· η βασική αρχή που προϋποθέτουν και οι δυο επεμβάσεις είναι ότι υπάρχει ανθρώπινη ζωή που δεν είναι αρκετά τέλεια ή αρκετά ευτυχισμένη για να αξίζει να συνεχιστεί. Εδώ όμως είναι το λάθος. Ο διευθυντής του ειδικού νοσοκομείου για τα ελαττωματικά παιδιά του Ουϊσκόνσι, R. Scheerenberger το προσδιορίζει εύστοχα: «Ποιός υποστηρίζει ότι ένας μπορεί να ζει μόνο εφ' όσον ανταποκρίνεται στην ιδέα που έχει κάποιος άλλος για την ποιότητα τυς ζωής;». Σε κάθε εποχή, από τον Καιάδα μέχρι το Αουσβιτς υπήρχαν άνθρωποι που κατόρθωσαν να πείσουν τους εαυτούς τους ότι είναι σωστό και νόμιμο να εξολοθρεύουν εκείνους που δεν ανταποκρίνονται στα δικά τους κριτήρια για την αξία της ανθρώπινης ζωής.
Η ευθανασία —προγεννητική ή μεταγεννητική— αντιμετωπίζει την ανθρώπινη ζωή υλιστικά παραβλέποντας την ψυχοσωματική σύσταση του ανθρώπου και τον προορισμό που του όρισε ο Δημιουργός ένα προορισμό που ξεπερνά τα όρια αυτής της θνητής ζωής. Αλλά και η διαδεδομένη αντίληψη ότι οι ελαττωματικοί άνθρωποι είναι κατ’ ανάγκη δυστυχισμένοι δεν είναι σωστή. «Παρ' όλο που είναι ίσως συνηθισμένο και της μόδας να πιστεύει κανείς ότι ο ελαττωματικός απολαμβάνει τη ζωή λιγότερο από τον κανονικό, αυτό φαίνεται να στερείται εμπειρικής και θεωρητικής υποστηρίξεως».
Δεν είμαι εναντίον της πρόληψης της ελαττωματικής ανθρώπινης ζωής, όπου είναι δυνατό —εμβόλιο ερυθράς, εξέταση για το στίγμα της μεσογειακής αναιμίας κλπ.—. Αλλο όμως πρόληψη και άλλο έκτρωση. Η σύγχυση αυτή μαίνεται στο συνηθισμένο ερώτημα σ' αυτές τις περιπτώσεις: «Να φέρω στον κόσμο ένα τέτοιο παιδί;» Μα ήδη το έφερες στον κόσμο από τη στιγμή της σύλληψης· ο τόπος της διαμονής του μέσα ή έξω από τη μήτρα δεν αλλάζει την κατάσταση.
Το ελαττωματικό παιδί είναι ένα βαρύ φορτίο για τη μητέρα και την οικογένεια, το ερώτημα όμως είναι: Η κοινωνία, το κράτος το καλύτερο που έχουν να προσφέρουν στη μητέρα είναι ο θάνατος του παιδιού της; Ασφαλώς όχι, μπορούν να προσφέρουν κάτι καλύτερο, εάν θέλουν να ξοδέψουν χρήματα.
Η αντίθεση στην έκτρωση προέρχεται από την εκκλησία που ζήτα να επιβάλει το θρησκευτικό δόγμα μέσω του νόμου
Είναι ένα πολύ συνηθισμένο φαινόμενο να παρουσιάζεται η θρησκεία σκόπιμα ή μη σαν η μόνη πηγή αντίδρασης κατά των εκτρώσεων. Σε σχετική έρευνα του περιοδικού «Γονείς» όλοι οι επιστήμονες και εκπρόσωποι οργανώσεων μιλούν υπέρ της νομιμοποίησης με μοναδική εξαίρεση: τους δύο κληρικούς που εκπροσωπούν τη θέση της εκκλησίας: «Να καταργηθεί ο παραπάνω νόμος (ΣΣ ο νόμος του 1978) ζητούν οι νομομαθείς, οι γιατροί και τα γυνακεία σωματεία και να νομιμοποιηθούν οι αμβλώσεις. Όχι αντιπροτείνει η Εκκλησία».
Είναι αλήθεια ότι η διδασκαλία της Εκκλησίας πάντοτε καταδίκαζε την έκτρωση πάνω στη βάση της ιερότητας της κάθε ανθρώπινης ζωής. Ο σεβασμός της ανθρώπινης ζωής είναι στο Χριστιανισμό μια αξία με ειδική θεολογική αιτιολογία: Ο άνθρωπος είναι πλασμένος κατ' εικόνα Θεού με ένα αιώνιο προορισμό του οποίου η ποιότητα εξαρτάται από αυτή τη γήϊνη ζωή. Αν και καμμιά άλλη θρησκεία ή φιλοσοφία δεν συνέβαλε τόσο στη γενική αναγνώριση και κατοχύρωση του δικαιώματος της ζωής στον άνθρωπο, κάνεις δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι ο σεβασμός της ανθρώπινης ζωής περιορίζεται αποκλειστικά στον Ιουδαϊκό - Χριστιανικό κόσμο. Πρόκειται για μια πανανθρώπινη, διαχρονική αξία, ικανή να συλληφθεί και αναγνωρισθεί από το ανθρώπινο λογικό. Ειδικά ο σεβασμός της ανθρώπινης εμβρυακής ζωής έχει μια σημαντική προχριστιανική και εξωχριστιανική παράδοση, όπως μαρτυρούν ο όρκος του Ιπποκράτη, ο όρκος του Αραβα γιατρού, η Διακήρυξη της Γενεύης του Παγκόσμιου Ιατρικού Συνδέσμου (1948) και η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Παιδιού της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ (1959). (Για τις δυο τελευταίες Διακηρύξεις θα αναφερθούμε στο επόμενο κεφάλαιο).
Οπωσδήποτε ο πολιτικός νόμος δεν είναι υποχρεωμένος σε μια πλουραλιστική κοινωνία να προσφέρει νομική κάλυψη σε όλες τις πτυχές της θρησκευτικής διδασκαλίας. Μερικές όμως θρησκευτικές εντολές, όπως το «ου φονεύσεις», «ου κλέψεις» κλπ., αφορούν βασικές πανανθρώπινες αξίες ή όπως σήμερα ονομάζονται ανθρώπινα δικαιώματα· η πολιτεία επομένως δεν μπορεί να μη τα εγγυηθεί με τη δικαιολογία ότι είναι συγχρόνως και θρησκευτικά ηθικά δόγματα.
Δεν πρέπει να παραθεωρείται ότι στη διαμόρφωση των νόμων εναντίον της έκτρωσης συνέβαλε και η επιστήμη που διευκρίνησε σταδιακά το καίριο πρόβλημα της αρχής της ανθρώπινης ζωής. Η εμπειρική γνώση των παλαιότερων γενεών για το έμβρυο έφθανε μέχρι τους πρώτους μήνες της εγκυμοσύνης από την παρατήρηση πολύ πρόωρων αποβολών. Η αρχή όμως της ανθρώπινης ζωής ήταν ζήτημα υποθέσεων. Το 1677 με την τελειοποίηση του μικροσκοπίου ανακαλύφθηκε το σπερματοζωάριο, ενώ το ωάριο θηλαστικού —σκύλλου— μόλις το 1827. Η ένωση του σπερματοζωαρίου και του ωαρίου άρχισε να γίνεται αποδεκτή σαν η αρχή της ανθρώπινης ζωής μόνο κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα. Τα επιστημονικά αυτά δεδομένα είχαν επίδραση πάνω στους υπάρχοντας νόμους για τις εκτρώσεις που προσαρμόστηκαν ανάλογα. Για παράδειγμα ο αγγλικός ποινικός κώδικας του 19ου αιώνα παρ' όλο που καταδίκαζε κάθε έκτρωση, επέβαλε ελαφρές ποινές στην έκτρωση πριν από το «κλώτσημα», γιατί θεωρούσε ότι το έμβρυο πριν από αυτό το χρονικό όριο δεν ήταν ζωντανό. Αυτή η αλλαγή των νόμων στον περασμένο αιώνα δεν ήταν συνέπεια της θρησκευτικής διδασκαλίας αλλά των ανακαλύψεων της επιστήμης. Η αποποινικοποίηση της έκτρωσης που επιχειρήθηκε σε πολλές χώρες τις τελευταίες κυρίως δεκαετίες είναι προσπάθεια επιβολής εγωιστικών αντιλήψεων και προκαταλήψεων πάνω στα δεδομένα της επιστήμης και της κοινής λογικής.
Ο αγώνας της νομιμοποίησης απαιτούσε ένα «αποδιοπομπαίο τράγο» και πολλοί οπαδοί της έκτρωσης νόμισαν ότι το βρήκαν στη θρησκεία. Κάθε υποστηρικτής της έκτρωσης είναι προοδευτικός, ρεαλιστής, αγωνιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών, ενώ κάθε αντίπαλος είναι οπισθοδρομικός, φανατικός, θρησκόληπτος. Το ότι άνθρωποι με χριστιανικές αρχές αντιτίθενται στην έκτρωση αυτό θεωρείται επαρκής απόδειξη του αποκλειστικού εκκλησιαστικού χαρακτήρα του αντιεκτρωτικού κινήματος. Στην πραγματικότητα στο στρατόπεδο των αντιπάλων της έκτρωσης υπάρχουν άνθρωποι των οποίων τα κίνητρα δεν είναι θρησκευτικά ή τουλάχιστον όχι μόνο θρησκευτικά: Γιατροί σαν το Nathanson, που παραμένοντας άθεος, βεβαιώνει ότι άλλαξε τη στάση του για την έκτρωση χάρι στην επιστήμη και όχι τη θρησκεία· φεμινίστριες που θεωρούν την έκτρωση σαν εκμετάλλευση της γυναίκας και μέσο απαλλαγής του άνδρα από τις ευθύνες του· ειρηνιστές που βρίσκουν ασυμβίβαστη την αντίθεσή τους στον πόλεμο και τη θανατική ποινή με την αποδοχή της έκτρωσης.
Η μυθολογία της έκτρωσης δεν είναι ικανή να πείσει· είναι μια επιχειρηματολογία βολική και όχι λογική. Ένα ζευγάρι βλέπει το αγέννητο παιδί του σαν απειλή στην επαγγελματική του σταδιοδρομία, στην οικονομική του κατάσταση, στον τρόπο ζωής και ψυχαγωγίας του, ή απλώς δεν θέλει να υπερβεί το όριο των παιδιών που προγραμμάτισε. Η λύση της έκτρωσης φαίνεται η εύκολη διέξοδος και η εκτρωτική μυθολογία προσφέρει έτοιμη τη δικαίωσή της, προβάλλοντας τα «δικαιώματα» της γυναίκας και απανθρωποιώντας το έμβρυο. «Δεν ήθελα καθόλου το μωρό» ομολογεί μια νεαρή αμερικανίδα, «αλλά δεν το σκεφτόμουν σαν μωρό. Απλώς δεν ήθελα να το σκεφτώ με αυτό τον τρόπο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου