Η Ελένη Μπεκιάρη ήταν μια πιστή, χαριτωμένη κοπέλα που ζούσε στη Σινώπη της Μικράς Ασίας. Τον 18ο αιώνα. Κάποια μέρα η μητέρα της έστειλε την Ελένη να αγοράσει νήματα. Στο δρόμο την είδε ο Ουκούζογλου πασάς, διοικητής της Σινώπης. Η ωραιότητά της διέγειρε τις σαρκικές του επιθυμίες. Τυφλωμένος πια δε σκεφτόταν, παρά πώς θα την πάρει στο χαρέμι του. Αφού είχε την εξουσία, διέταξε να του την πάνε. Και πράγματι. Τούρκοι την άρπαξαν και την πήγαν. Ο πασάς προσπάθησε να κάνει την επιθυμία του αλλά δεν τα κατάφερε, διότι μια αόρατη δύναμη τον εμπόδιζε. Ένα αόρατο τείχος προστάτευε την Ελένη. Ήταν το τείχος της προσευχής. Η Ελένη προσευχόταν συνεχώς. Έλεγε τον εξάψαλμο που είχε μάθει στο σχολείο από το δάσκαλο θείο της. Όμως ο πασάς δεν απελπίστηκε. Την κράτησε στο σπίτι του με την ελπίδα ότι θα τα κατάφερνε αργότερα. Αλλά η Ελένη εκμεταλλεύτηκε κάποια ευκαιρία, δραπέτευσε και γύρισε στους γονείς της.
Ο πασάς, όταν το ’μαθε, έγινε έξω φρενών. Κάλεσε αμέσως τη Δημογεροντία και απείλησε γενική σφαγή αν δεν του πάνε την Ελένη. Τότε η Δημογεροντία συνήλθε σε σύσκεψη και κάλεσε τον πατέρα της Ελένης. Ξεσπώντας σε λυγμούς, ο τραγικός πατέρας αναγκάστηκε να δεχθεί να παραδώσει την κόρη του στον πασά. Και αφού την ενίσχυσε με την ευχή του και το αήττητο όπλο της προσευχής, την παρέδωσε στον αγαρηνό, προσφέροντας θυσία το παιδί του, όχι στις ασελγείς πράξεις του τυράννου αλλά στο Χριστό. Ο πασάς προσπάθησε πάλι να χορτάσει την επιθυμία του, αλλά και πάλι απέτυχε. Ο φύλακας άγγελος της αγίας τον εμπόδισε, γιατί η Ελένη προσευχόταν ασταμάτητα. Επαναλάμβανε συνεχώς τον εξάψαλμο. Με αυτό το όπλο η δεκαπεντάχρονη ηρωίδα νίκησε σ’ αυτό το φοβερό αγώνα. Τότε ο πασάς οργισμένος διέταξε να την βασανίσουν και να την θανατώσουν. Αμέσως Τούρκοι στρατιώτες της έμπηξαν δύο καρφιά στο κεφάλι και την αποκεφάλισαν. Έτσι η ψυχή της Ελένης, αγνή και ελεύθερη ανέβηκε στη βασιλεία του Κυρίου, που τόσο αγαπούσε.
Το ιερό και πάνσεπτο λείψανό της το έβαλαν μέσα σε ένα σάκκο και το έριξαν στη θάλασσα. Αλλά δεν βυθίστηκε. Επέπλεε και ένα γλυκύτατο φως κατέβαινε από τον ουρανό και το φώτιζε. Το φως το είδαν και οι Τούρκοι και άρχισαν να φωνάζουν: «Η γκιαούρισσα καίγεται!». Πώς να καταλάβουν τι φως ήταν εκείνο, άνθρωποι ακόλαστοι; Μετά από λίγες μέρες το ανέλκυσε ένα ελληνικό πλοίο, που είχε αγκυροβολήσει εκεί κοντά, ο φύλακας του πλοίου είδε να έρχεται από τον πυθμένα της θάλασσας φως και νόμισε ότι θα είναι χρυσάφι. Και … δεν έπεσε έξω! Ήταν κάτι το πολυτιμότερο.
Η αγία κάρα της Παρθενομάρτυρος Ελένης της Σινωπίτιδος φυλάσσεται σήμερα στον Ιερό Ναό Αγίας Μαρίνας Άνω Τούμπας στη Θεσσαλονίκη. Ευωδιάζει και θαυματουργεί. Η μνήμη της εορτάζεται την 1η Νοεμβρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου