Οἱ λέξεις στὴ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἔχουν τὴν ἴδια ἔννοια μὲ τὴν κοινὴ καθημερινή τους χρήση. Ἡ Ἐκκλησία παίρνει τὶς ἁπλὲς καθημερινὲς λέξεις μὲ τὴ συνήθη τους ἔννοια, καὶ τοὺς δίνει μὲ τὴ διδασκαλία της καὶ μὲ τὴ χρήση της καὶ μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ἄλλη πνευματικότερη ἔννοια, ἔννοια ποὺ τὴ βοηθάει νὰ διατυπώσει τὴ διδασκαλία της ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ ἔννοια ποὺ βοηθάει τοὺς πιστούς της νὰ ἀνέβουν σὲ πνευματικότερα ἐπίπεδα. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ δὲν φαίνεται μόνο σὲ ἁπλὲς λέξεις ἀλλὰ καὶ σ’ αὐτὴν τούτη τὴ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Ὅσον ἀφορᾶ τὰ δόγματα, ἡ Ἐκκλησία δὲν ἐπιθυμοῦσε τὴ φιλοσοφικοποίηση τῆς διδασκαλίας της. Κι αὐτὸ γιατὶ τὰ θέματα μὲ τὰ ὁποῖα πραγματεύεται δὲν εἶναι «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου». Ὅμως στὴν προσπάθειά της νὰ προστατεύσει τὸ ποίμνιό της ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις ποὺ δεχόταν ἀπὸ τοὺς ἐθνικοὺς φιλοσόφους καὶ τὴ διδασκαλία τους, ἀναγκάστηκε νὰ χρησιμοποιήσει φιλοσοφικὲς ἔννοιες γιὰ νὰ ἀπαντήσει σὲ ὅσα τῆς καταλόγιζαν ὡς παράλογα στὴ δική της διδασκαλία. Εἶναι ὅμως χαρακτηριστικό, ὅτι τὶς ἔννοιες ποὺ δανείστηκε ἀπὸ τὴ φιλοσοφία δὲν τὶς χρησιμοποίησε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ τὶς χρησιμοποιοῦσαν οἱ φιλόσοφοι. Γιὰ παράδειγμα οἱ ἔννοιες «πρόσωπο» καὶ «ὑπόσταση» ποὺ στοὺς ἐθνικοὺς διαφοροποιοῦνταν γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἦταν ταυτόσημες. Ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτό, ἐξάλλου, ξεκίνησαν καὶ οἱ ποικιλώνυμες αἱρέσεις ποὺ ταλάνισαν τὴν Ἐκκλησία. Οἱ διάφοροι αἱρεσιάρχες φιλοσοφικοποιοῦσαν μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐκλογίκευαν αὐτὰ ποὺ εἶναι «ὑπὲρ λόγον καὶ ἔννοιαν» παρουσιάζοντας ἔτσι τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας σὰν ἕνα καινοφανὲς φιλοσοφικὸ σύστημα ποὺ ὑπήκουε ἀσφαλῶς στοὺς ἀνθρώπινους κανόνες λογικῆς ἀπογυμνωμένη ἀπὸ τὴ βιωματικὴ ἐμπειρία τῶν ἁγίων.
Αὐτὴ ἡ «πνευματικοποίηση» τῶν συνήθων λέξεων καὶ ἐννοιῶν κατ’ οὐδένα τρόπο δὲν πραγματοποιοῦνταν βέβαια ἀπὸ τὸν ἁπλὸ λαὸ καὶ τὶς πλατιὲς λαϊκὲς μάζες τῶν πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας. Στὸ χῶρο αὐτὸ τὰ πάντα γίνονται καὶ κινοῦνται μὲ «εὐλογία» καὶ «ὑπακοὴ» καὶ μὲ τὴ μίμηση τῶν πνευματικῶν ταγῶν της· τῶν ἁγίων. Σὲ αὐτὴν τὴν «πνευματικὴ ἐμπροσθοφυλακὴ» θὰ πρέπει νὰ «χρεώσουμε» τὴ μεταποίηση τῶν διαφόρων ἐννοιῶν σὲ εἰδικὲς ἔννοιες. Εἰδικὰ στὸν ἀσκητικὸ χῶρο αὐτὴ ἡ «μεταποίηση» ἦταν συνήθης καὶ ἀπὸ κεῖ μεταφέρθηκε σὲ ὅλο τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Λέξεις ὅπως «προσπάθεια» «παρρησία» «θέλημα» ποὺ στὴ συνήθη τους ἔννοια ἔχουν θετικὴ ἔννοια στὴ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν ἀσκητῶν γενικότερα ἔχουν ἐντελῶς ἀρνητικὴ σημασία καὶ ἐγκωμιάζονται τὰ ἀντίθετά τους. Ἀλλὰ καὶ ἄλλες οὐδέτερες λέξεις ὅπως «καρδιά», «νοῦς», «σπλάχνα» κ.λ.π. ἢ καὶ λέξεις ὅπως «ἀκηδία» καὶ ἄλλες ἀποκτοῦν εἰδικὴ πνευματικὴ ἔννοια καὶ σημαίνουν κάποια ἐσωτερικὴ κατάσταση ἡ ψυχικὴ λειτουργία τοῦ ἀνθρώπου καὶ χάνουν οὐσιαστικὰ τὴν ἔννοια ποὺ εἶχαν πρωτύτερα.
Μιὰ τέτοια λέξη ποὺ φέρνει σὲ ἀπορία ὡς πρὸς τὴ χρήση της κάποιον ἀρχάριο ἢ νεοεισελθόντα στὶς τάξεις τῆς Ἐκκλησίας εἶναι καὶ ἡ λέξη «ἀψήφιστο» ποὺ ἀναλύεται στὴν ἐρωταπόκριση 272 στὸ Μεγάλο Γέροντα
συνεχίζεται
Ζητῶν
1 σχόλιο:
"Ζητών"
Νομίζω πως ο Θεός σε έχει προικίσει με έν ασπουδαίο τάλαντο και πρέπει να το καλλιεργήσεις. Θα είναι κρίμα αν το αφήσεις.
Σε ευχαριτούμε πολύ πάντως για τον κόπο σου.
Κ.
Δημοσίευση σχολίου