του ενορίτου μας Νικολάου Βοϊνέσκου
Ο γέρων Χατζηγεώργης για να υπομένει με χαρά τους κόπους
και τους πόνους της ασκήσεως για τη σωτηρία της ψυχής του, έφερνε πάντα στην
μνήμη του το εξής περιστατικό που του είχε διηγηθεί ο γέροντάς του
Παπα-Νεόφυτος.
«Κάποτε, ένας άρρωστος έχασε την υπομονή του και φώναζε
προς τον Κύριο ζητώντας να τον απαλλάξει από τους φρικτούς πόνους. Του
παρουσιάζεται τότε ένας Άγγελος και του λέει.
-Ο Πανάγαθος Θεός άκουσε την προσευχή σου και θα κάνει το
αίτημά σου, με τον όρο όμως πως αντί ένα χρόνο ζωής με βάσανα στη γη, με τα
οποία κάθε άνθρωπος, σαν τον χρυσό στην φωτιά, καθαρίζεται από την αμαρτία, θα
δεχθείς να περάσεις τρεις ώρες στην κόλαση. Επειδή η ψυχή σου χρειάζεται να
καθαρισθεί με την δοκιμασία της αρρώστιας, θα
έπρεπε να υποστείς την ασθένεια άλλον ένα χρόνο. Αυτό σου φαίνεται
δύσκολο, σκέψου όμως και τι θα πει κόλαση, όπου πηγαίνουν όλοι οι αμαρτωλοί!
Γι’ αυτό δοκίμασε, αν θέλεις, μόνο για τρείς ώρες και μετά, με τις προσεχές της
Αγίας Εκκλησίας, θα σωθείς .
Ο άρρωστος σκέφθηκε «ένας χρόνος βάσανα στη γη είναι πολύ
μακρύς! Καλύτερα να κάνω υπομονή τρεις ώρες παρά ένα χρόνο».
-Συμφωνώ για τρείς ώρες στην κόλαση, είπε στον Άγγελο.
Ο Άγγελος τότε, πήρε απαλά στα χέρια του την ψυχή του, την
άφησε στην κόλαση και απομακρύνθηκε λέγοντας.
-Μετά τρεις ώρες θα επιστρέψω.
Το παντοτινό σκοτάδι που κυριαρχούσε εκεί, το στρίμωγμα,
οι φωνές των κολασμένων που έφταναν στ’ αυτιά του και η άγρια όψη τους, όλα
αυτά προξενούσαν στον δυστυχισμένο φοβερό τρόμο και λύπη. Παντού έβλεπε και
άκουγε βάσανα. Πουθενά φωνή χαράς στην
απέραντη άβυσσο της κολάσεως. Μόνο τα φλογισμένα μάτια των δαιμόνων φαίνονταν
μες στο σκοτάδι, έτοιμα να τον σπαράξουν.
Άρχισε να τρέμει ο ταλαίπωρος και να φωνάζει αλλά στις
φωνές και τις κραυγές του απαντούσε μόνον η άβυσσος. Του φαινόταν πως ολόκληροι αιώνες βάσανα
είχαν περάσει, κι από στιγμή σε στιγμή περίμενε να έρθει προς αυτόν ο Άγγελος,
αλλά αυτό δεν γινόταν.
Τελικά, απελπισμένος πως δεν θα έβλεπε ποτέ τον
Παράδεισο, άρχισε να βογγά και να κλαίει, αλλά κανείς δεν νοιαζόταν γι’ αυτόν.
Οι αμαρτωλοί στην κόλαση σκέφτονταν μόνο τον εαυτό τους, και χαίρονταν οι
δαίμονες για τα βάσανά τους.
Αλλά να, που η γλυκιά λάμψη του Αγγέλου φάνηκε στην
άβυσσο. Με παραδεισένιο χαμόγελο στάθηκε ο Άγγελος πάνω από τον βασανισμένο και
τον ρώτησε.
-Πώς είσαι, ω άνθρωπε;
-Δεν πίστευα ότι και στους Αγγέλους μπορούσε να υπάρχει
ψεύδος! ψιθύρισε με σβησμένη φωνή ο βασανισμένος.
-Τι θα πει αυτό; ρώτησε ο Άγγελος .
-Πώς τι θα πει; συνέχισε ο ταλαίπωρος. Υποσχέθηκες να με
πάρεις από εδώ μετά από τρεις ώρες, και από τότε, χρόνια, ολόκληροι αιώνες μου
φαίνεται πως πέρασαν με αφόρητα βάσανα.
-Ευλογημένε, τι χρόνια, τι αιώνες; Είπε έκπληκτος ο
Άγγελος. Μόνο μια ώρα έχει περάσει από τότε που έφυγα, και πρέπει να μείνεις
εδώ ακόμη δύο ώρες.
-Πώς; Δύο ώρες; Ωχ! δεν μπορώ να βαστάξω, δεν έχω δύναμη!
Αν είναι δυνατόν, και αν είναι θέλημα
Κυρίου, σε ικετεύω, πάρε με από εδώ. Καλύτερα στη γη να υποφέρω χρόνια, μέχρι
την ημέρα της κρίσεως, μόνο βγάλε με απ’ την κόλαση! Λυπήσου με!
Φώναξε βογγώντας ο βασανισμένος, υψώνοντας τα χέρια προς τον Άγγελο.
-Καλά, απάντησε ο Άγγελος. Ο Καλός Θεός σαν Φιλόστοργος Πατέρας θα σε
ελεήσει.
Μ’ αυτά τα λόγια ανοίγει τα μάτια του και βλέπει πως,
όπως και πριν, βρισκόταν στο κρεβάτι της αρρώστιας».
Αυτό το αποκαλυπτικό περιστατικό που μπορεί να το βρει ο
αναγνώστης στο πολύ ωραίο βιβλίο του γέροντος Παϊσίου «Ο γέρων Χατζηγεώργης»
μας διδάσκει ότι δεν πρέπει να παραπονούμεθα, να αγανακτούμε και να γογγύζουμε
για τα βάσανα της παρούσης ζωής, αλλά να τα υπομένουμε αγόγγυστα, ευχαριστιακά
και δοξολογικά για να γλυτώσουμε από τα απερίγραπτα βάσανα της αιωνίου κολάσεως
και να κληρονομήσουμε με τη χάρη του φιλανθρώπου Κυρίου μας τα τρισμέγιστα αγαθά της αιωνίου ζωής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου