Ο Χρυσούς Κανών
Το αρχαίο ρητό «ὅ συ μισεῖς ἑτέρῷ μή ποιήσεις» εάν συγκριθεί με το ευαγγελικό « καθώς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καί ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὅμοίως» πείθει αμέσως για την ανωτερότητα του δευτέρου.
Το να μη βλάπτω τον άλλον κι αυτός εμένα, όπως τα ήμερα ζώα, που συμβιώνουν με απάθεια, δεν αρκεί. Ο άνθρωπος, ζώο κοινωνικό, έχει ανάγκη να «κοινωνεί» διαρκώς με τον συνάνθρωπο και τον κόσμο. Τα αισθήματα αυτά, που υπαινίσσεται ο χρυσός κανόνας, ανακρίνει και καθορίζει το σημερινό ευαγγέλιο με το βάθος της Θείας αγάπης.
Το παρακάτω σχόλιο σχετικά με τις εξαγγελλόμενες αλήθειες θα μπορούσε ίσως να συμβάλλει στην πληρέστερη κατανόησή τους από τον σύγχρονο άνθρωπο.
Πρώτα απ’ όλα, η φράση «καί εἰ ἀγαπᾶτε τούς ἀγαπώντας ὑμᾶς ποία ὑμῶν χάρις ἐστί» δεν υποτιμά την αγάπη μεταξύ των συγγενών και των φίλων. Συγκρίνει όμως την ανταποδοτική αγάπη, όπου το στοιχείο της ιδιοτέλειας εγγίζει ακόμα και τον έρωτα με την αγάπη προς τους εχθρούς και όσους με αυτό ή τον άλλο τρόπο μας υπονομεύουν.
Η εκκλησία εύχεται ιδιαίτερα «ὑπέρ ταῶν μισούντων καί διωκώντων ἡμᾶς» και πιστεύει πως η αγάπη προς αυτούς, όταν είναι έμπρακτη, μπορεί να συγκριθεί με την αγάπη και την συγγνώμη που πρόσφερε ο Χριστός «ἐπί τοῦ Σταυροῦ» αρχίζοντας από τους εχθρούς Του.
Και για να έλθουμε στον «χρυσό κανόνα». Ποιος δεν θα ένοιωθε ευτυχέστερος των ανθρώπων έχοντας συγκεντρώσει στο πρόσωπό του την αγάπη και την εμπιστοσύνη των άλλων; Ποιος θα έμενε ασυγκίνητος βλέποντας εκείνους που αδίκησε να τον συγχωρούν προσφέροντας ανυπόκριτη αγάπη αντί του μίσους και της εκδίκησης;
Κάτι τέτοιο όμως, που θα σήμαινε πλήρη κατάφαση στο θέλημα του Θεού, φαίνεται τόσο δύσκολο να πραγματοποιηθεί στις ανθρώπινες κοινωνίες. Κι ενώ το αντίθετο απειλεί να τις μεταβάλει σε ζούγκλα, η αντίδρασή μας στον αποχρωματισμό της αγάπης που εκπηγάζει από τον Θεό και ταυτίζεται με τη χριστοποίηση της ανθρώπινης φύσης, μοιάζει άτονη.
Η πολιτεία για λόγους δικούς της φαίνεται να συμμερίζεται την υποβάθμιση ακόμη και του ρόλου της Εκκλησίας. Προβάλλοντας το κοσμοείδωλο του οικονομικού ανθρώπου και του υλιστικού ωφελισμού επιχειρεί στο όνομα ενός αλλοτριωτικού συγχρονισμού να περικόψει κοινές ρίζες, της εκκλησιαστικής και εθνικής παράδοσης.
Τέλος η αλληλεγγύη ως βάση των κοινωνικών σχέσεων, σύμφωνα με τον «χρυσό κανόνα» υποκαθίσταται από ένα λεγόμενο «κοινωνικό κράτος» που υπόσχεται λύση των κοινωνικών προβλημάτων, εννοώντας τις ανάγκες της σάρκας και αγνοώντας τις ανάγκες της ψυχής.
Όμως, όσο κι αν οι δομές της σύγχρονης κοινωνίας αναπτύσσονται στον αντίποδα της εντολής «καθώς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καί ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὅμοίως», όσο κι αν ο άνθρωπος παραδίδεται όλο και περισσότερο στο κοσμοείδωλο που εισήγαγε η ηλεκτρονική τεχνολογία, ο Χριστός μολονότι αγνοημένος, ήλθε και παραμένει στην εκκλησία «πλήρης χάριτος καί ἀληθείας».
Ήλθε και παραμένει για να επαναφέρει τον πλανώμενο άνθρωπο. Να ανακαινίσει την ερειπωμένη εικόνα του και να την εξομοιώσει με τη Θεία Φύση Του. Εμείς ως μέλη της εκκλησίας οφείλουμε να παραμείνουμε ελεύθεροι από τα δεσμά του κόσμου και «μή πάλιν ζυγῷ δουλείας» (Γαλ. 5,11)
Σ’ αυτήν την απόφαση μας θα εναντιωθούν πολλοί και πολλά. Κανείς όμως δεν έχει την δύναμη να την ακυρώσει χωρίς τη δική μας θέληση. Αρκεί να υπομείνουμε για την αγάπη Του ως το τέλος, καθώς μας βεβαιώνει ότι: « ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος σωθήσεται» (Ματθ. 10,22).
π.Γ.Στ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου