Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2009

Η μυρωδιά του λιβανιού

Χιόνης Σπύρος


ταν πολ κουραστικ ατ τ ταξίδι. Εχε, ξάλλου, πολ καιρ ν τ κάνει. Θυμόταν τν αυτό του στ Λύκειο, ταν πγε ν πισκεφτε γι τελευταία φορ τ γιαγιά του, τν κυρ-Θοδόσαινα στ Τρόπαια τς Γορτυνίας. Κα τώρα, τριτοετς φοιτητς τς Φιλοσοφικς, ν πο ξαναπαίρνει τν διο δρόμο. Τί τν κανε ν φύγει π τν θήνα, τ «Βαβυλώνα τ μεγάλη»; Οτε κα διος ξερε.

Πάντως
να εναι σίγουρο, πς πνιγόταν. Πνιγόταν π τος φίλους, τ μαθήματα, τος γονες, π’ λους. νιωθε πς κανες δν τν καταλάβαινε, κανες δν μποροσε ν γίνει κοινωνς στν ναζήτησή του γι πλέρια λήθεια κα γνησιότητα. Κι ατ κόμη χριστιανική του παρέα τν πνιγε. λοι τους ταν τακτοποιημένοι, λοι τους εχαν ταμπουρωθε πίσω π κάποιες συνταγές, κάποιες ρετσέτες σωτηρίας κα δν λεγαν ν κουνηθον π ‘κε. Μ ατός... Ατς ταν διαφορετικός.

Δ
ν βολευόταν σ σχήματα κα σ κουτάκια. θελε ν βιώσει τν Χριστιανισμ ληθινά, χι κίβδηλα. Ν μπε στ νόημα παρευθς κα χι ν καμαρώνεται τν εσεβ. ξάλλου, το φαινόταν τόσο πλοϊκ κα νόητο ν υοθετήσει μι τυποκρατικ κα εσεβιστικ χριστιανικ βιωτ τ στιγμ πο δια του πιστήμη, λλ κα μφυτη τάση του γι’ ναζήτηση, γι ψάξιμο κα ψηλάφηση το ληθινο τν θοσε πρς μι λλη ζωή.

Μά, πόσο δύσκολο
ταν, Θεέ μου! Πόσο βασανιζόταν! Κάποια στιγμ νιωσε πς εχε φτάσει στ προχώρητο. Τ κεφάλι του πήγαινε ν σπάσει...

Πάω στ
γιαγιά μου στ Τρόπαια, φώναξε μι μέρα στ σπίτι κα φήνοντας πίσω του φωνς γι μαθήματα κα ξετάσεις, μήτε διος ξέρει πότε, βρέθηκε στ λεωφορεο.

Κα
ν πο ζύγωνε στ σπίτι τς γιαγις του. Ντάλα λιος πάνω π τ κεφάλι του κι π παντο ν ‘ρχονται χίλιες εωδις π τν νοιξιάτικη, ρκαδικ φύση. Δν πρόλαβε μως μοιρος ν ρουφήξει λίγο βουνίσιο έρα, ταν κούστηκε γνώριμη τσιριχτ φων τς γειτόνισσας:
- Μαριγώωωω! Τρέξε καλέ,
ρθε λέκος!
Τ
ν πόμενη στιγμ εδε ν ξεπροβάλλει π τ πλινθόκτιστο σπιτάκι γιαγι του σκουπίζοντας τ παχουλά της χέρια στν ποδιά της κα λέγοντας:
- Καλ
ς τν πασά μου, καλς τν γιόκα μου, καλς ρθες, λέκο μου! Κι μέσως βρέθηκε στν γκαλιά της.

Τί
ταν ατό; Σ ν μπκε σ λιμάνι πάνεμο, σ ν το ‘φύγε λη ντάρα το μυαλο του. Ξαφνικ δείασε κα τν γκαλίασε κι ατός.
- Καλ
ς σ βρκα, γιαγιά.
- Κοπίασε, γιέ μου, ν
ξαποστάσεις.

Μόλις μπκε στ χαμηλοτάβανο σπιτάκι, τν συνεπρε μυρωδι τς σπανακόπιτας κα το λιβανιο. Σίγουρα γιαγι εχε φουρνίσει π τ πρω κόμη κα εχε λιβανίσει τ σπίτι τρες- τέσσερις φορές.
- Πάλι λιβάνι γιαγιά;
-
! λα κι λα, μα δν κάνω τ θεοτικά μου τρες φορς τν μέρα, δν μπορ ν κοιμηθ.
- Κα
σν τί λές;
- Μνήσθητί μου, Κύριε!
,τι λέει Σύνοψη.
- Κα
τ ννοες;
- Γιέ μου, α
τ εναι μυστήρια το Θεο, ποις ν τ ννοήσει; λλ μ γνοιάζεσαι, σ δν καταλαβαίνω γώ, νογ Θες κα βλέπει τν κόπο μου, νογ κι Διάολος κα καίγεται.
- Χμ, καλ
τ λές, επε συγκαταβατικά.
- Στάσου, ν
σο φέρω λίγη σπανακόπιτα, μόλις τν βγαλα π τ φορνο. Κι φυγε μέσως γι τν κουζίνα, τ βασίλειό της.

λέκος μεινε μόνος του στ καθιστικό. Ασθανόταν νετα κα ζεστ κε, μολονότι ξερε πώς, ἐὰν κανε τ ζω τς γιαγις του σ τοτο τ χωριό, σίγουρα θ τρελαινόταν. καημένη! Δν ξερε πολλ γράμματα, λλ τ Εαγγέλιο δν λεγε ν τ φήσει π τ χέρια της. Μέρα – νύχτα τ διάβαζε. ταν λέει «γιαγι Μαριγ» το ‘ρχεται πάντα δια εκόνα στ μυαλό: Μι γριούλα παχουλή, μ σφιχτοδεμένο κότσο ν κάθεται στν πολυθρόνα κα ν διαβάζει τ Εαγγέλιο ψιθυριστά. Δυστυχς, γιαγι δν ξερε τίποτα π Φιλοσοφία. Θυμται μι φορ πο τς νέφερε τν Heidegger. Τν κοίταξε μ τρόμο στ μάτια κα επε:
- Παναγιά μου, ο
Γερμανοί, Θες ν φυλάει τν λλάδα μας!

καημένη ταν δαής. Δν ναζητοσε καμι λήθεια. Δν σκοτιζόταν γι καμι ψυχολογικ σχολή.

λέκος ριξε μι ματι στν τοχο, μέτρητες εκόνες. γιαγι εχε μαζέψει λους τος γίους τς οκογένειας.

- Γιαγιά, τί τ
ς θς τόσες εκόνες;
- Μνήσθητί μου, Κύριε! Κα
πς θ παρακαλέσω τν γιαλέξανδρο, σν δν χω τν εκόνα του; σε τ λλο, κάθε φορ πο γιορτάζει γιος μ εκόνα, τ σπίτι χει πανηγύρι. σε μως ατά, πές μου τ δικά σου, παλικάρι μου.

Κα
τότε, γνωστο γιατί, λέκος νοιξε τν καρδι του πως δν τν εχε νοίξει ποτέ, οτε στν πνευματικό του, οτε κα στος γέροντες στ γιο ρος που βρισκόταν συχν – πυκνά. Τς επε γι τς γωνίες του, τ βασανιστική του πορεία γι νεύρεση τς λήθειας, τν προσπάθεια λευθερώσεως το αυτο του π τ δεσμ τς συμβατικότητας κα το θικισμο, στε ν ‘ρθε σ κοινωνία ληθιν μ τ πρόσωπο το πλησίον. Τς επε κόμη γι τν δυναμία του ν σταθε μπροστ στ Θε χωρς τ μάσκα το εσεβ πο τν στοιχειώνει π τ παιδικά του χρόνια. Τς επε, τς επε, τς επε ... κα τί δν τς επε. κολούθησε μία μεγάλη παύση. κυρ-Θοδόδαινα κανε τν σταυρ της ργργ κα επε:
- Μνήσθητί μου, Κύριε! Δ
ν κατάλαβα γρί. Μπερδεμένα μο τ λές, ματάκια μου. Κα θαρρ πς τ ‘χεις κα στ μυαλό σου μπερδεμένα. Εαγγέλιο διαβάζεις;
-
ρίστε;
-
κκλησία πς;
- Δ
ν καταλαβαίνω ...
- Τ
ν προσευχή σου τν κάμεις;
- Τί
ννοες, γιαγιά;
- Τ
ν πλησίον σου τν συντρέχεις;
- Θαρρ
πς δ μ κατάλαβες.
-
χ παιδάκι μου, σ ννοες ν καταλάβεις πς τ πράγματα το Θεο εναι πλά. Δ χρειάζονται πολλς θεωρίες μήτε ξημέρωτες συζητήσεις. Μονάχα τοτο χρειάζεται, ν ξαστερώσεις π τς φιλοσοφίες κα ν πιαστες π τ ροχο το Χριστο σν κείνη τ γυναίκα στ Εαγγέλιο, ν δες πς τή λένε ... τν ξέχασα, δν πειράζει. Τ λλα λα θ τ κανονίσει Χριστός. Εναι δικές του δουλειές. σε Τον. Ξέρει τί κάνει.

Δ
ν κάθισε πολ στ Τρόπαια, στ σπίτι τς γιαγις του. Μι – δυ μέρες. ταν ρκετές. Εδε πράγματα πο θ τν συνόδευαν γι πολ καιρό. Εδε τ γιαγιά του ν κάνει τελείωτες μετάνοιες. Τν εδε ν συντρέχει τ χήρα μ τ τρία βυζανιάρικα παιδιά. Τν εδε ν μαζεύει στ σπίτι τς κάθε λογς κουρασμένο στρατοκόπο κα ν ποθέτει στ χέρια τν φτωχν λάκερη τ σύνταξη το μακαρίτη. Τν εδε ν κοινων τν Κυριακ κα ν λάμπει σν τν λιο λη τ μέρα. Μυστήρια το Θεο!

Σ
ν φυγε μ τ λεωφορεο γι τν θήνα στριμωγμένος σ’ να κάθισμα κρατώντας κεφτεδάκια ( πεσκέσι τς γιαγις) σκεφτόταν σα ζησε τοτες τς λίγες μέρες. Μία μυρωδι λιβανιο το 'ρθε στ μύτη κα μία φων ν το πενθυμίζει: «Τ πράγματα το Θεο εναι πλά».

- Λ
ς ν 'ναι τσι; Μνήσθητί μου, Κύριε!

Αγία Ζώνη


Δεν υπάρχουν σχόλια: