Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009

Έκτρωση: Μύθοι και Πραγματικότητα (γ')

ΕΚΤΡΩΣΗ ΚΑΙ ΝΟΜΟΣ


π. Σάββας Μιχαηλίδης


Η μαχητικότητα των οπαδών της έκτρωσης, η συμπαρά­σταση του «προοδευτικού» τύπου και της διανόησης σε συνδυασμό με το ανοργάνωτο και απροετοίμαστο συνήθως των αντιπάλων της έκτρωσης, συνετέλεσαν στη δημιουργία μιας ισχυρής πίεσης στις πολιτειακές αρχές των διαφόρων χωρών για αναθεώρηση του νόμου.
Μερικοί από τους σημαντικούς ανθρώπους ή οργανώσεις που αγωνίστηκαν για τη νομιμοποίηση των εκτρώσεων στη Δυτική Ευρώπη και Αμερική, είχαν αναμφίβολα ιδεολογικά κίνητρα και πίστευαν τα «επιχειρήματά» τους. Υπήρξαν όμως και εκείνοι που εν γνώσει τους διεξήγαγαν ένα βρώμικο πόλεμο για τη νο­μιμοποίηση.
Είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική η μαρτυρία του αμερικάνου γιατρού B. Nathanson συνιδρυτού του ΝΑRΑL, (Νational Αssociation for Repeal of Abortion Laws), μιας μαχητικής υπέρ των εκτρώ­σεων οργανώσεως και διευθυντή για ενάμισι χρόνο της μεγαλύτερης κλινικής για εκτρώσεις στον κόσμο, στη Νέα Υόρκη. Ο Nathanson που συνειδητοποίησε τελικά ότι είχε στην πραγματικό­τητα, επιβλέψει πάνω από 60.000 θανάτους, λέγει τα εξής για τον τρόπο δράσης του ΝΑRΑL: «Τον οργανώσαμε (ΣΣ το Σύν­δεσμο) σαν μια γερή, καλοθεμελιωμένη και δυναμική μικρή ομά­δα. Ήταν η κατάλληλη στιγμή. Ο φεμινισμός ήταν δραστήρι­ος, ο πόλεμος του Βιετνάμ εμαίνετο, η εξουσία εφθείρετο παντού... Υπήρχε μόνο σιωπή από την αντίπαλη πλευρά. Διαδώσαμε μια σειρά απάτης, ατιμίας και παραποιήσεως των στατιστικών και αριθμών. Υποδαυλίσαμε, θωπεύσαμε και επιτεθήκαμε στον τύπο. Εκλιπαρήσαμε χρήματα από διάφορες πηγές και πετύχαμε σε ένα μόνο χρόνο, να καταργήσουμε τους νόμους για την έκτρωση της πολιτείας της Νέας Υόρκης και με μια σαρωτική επίθεση να εγκαθιδρύσουμε την πόλη της Νέας Υόρκης σαν την πρωτεύου­σα του κόσμου στις εκτρώσεις».
Εδώ και δυο δεκαετίες αρκετές χώρες άρχισαν να επιτρέ­πουν την έκτρωση —ελεύθερα ή κάτω από ορισμένες συνθήκες— μέχρι ορισμένης εμβρυακής ηλικίας διαφορετικής από χώρα σε χώρα. Η Γαλλία καθόρισε το όριο στις δέκα εβδομάδες, η Δανία στις δώδεκα, η Σουηδία στις είκοσι, η πολιτεία Μαίριλαντ των ΗΠΑ στις εικοσιέξι, Αγγλία στις εικοσιοκτώ, ενώ η Ελλάδα στις δώδεκα και είκοσι εβδομάδες για τους λόγους του κινδύνου της ψυχικής υγείας της μητέρας και των ελαττωματικών εμβρύ­ων αντίστοιχα (τροποποίηση του 1978). Η διαφωνία στα όρια της νομικά επιτρεπόμενης έκτρωσης είναι απόδειξη του αδύνατου και παράλογου του προσδιορισμού της ανθρώπινης ζωής με βάση την ηλικία.
Ο συμβιβασμός του νόμου είναι περισσότερο οδυνηρός, όταν ανατρέξει κανείς στη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Παιδιού του ΟΗΕ το 1959 και στη Διακήρυξη της Γενεύης του Παγκό­σμιου Ιατρικού Συνδέσμου το 1948: «Το παιδί —λέγει η πρώ­τη— εξ' αιτίας της φυσικής και διανοητικής του ανωριμότητας χρειάζεται ειδική προστασία και φροντίδα, περιλαμβανομένης κα­τάλληλης νομικής προστασίας τόσο πριν, όσο και μετά τη γέν­νηση». Και η δεύτερη διακήρυξη: «Θα τηρώ απόλυτο σεβασμό προς την ανθρώπινη ζωή από τη στιγμή της σύλληψης». Είναι αλήθεια ότι ο περιοριστικός νόμος δεν εφαρμοζόταν στην πράξη για λόγους ευνόητους, η ύπαρξή του όμως εκπληρούσε μια σημαν­τική αποστολή: Διατηρούσε στη συνείδηση του κόσμου τη συναί­σθηση ότι η έκτρωση είναι θανάτωση ανθρώπου.
Η πιο ενδιαφέρουσα νομική απόφαση για την έκτρωση εί­ναι ίσως αυτή του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Δυτικής Γερμανίας, το Φεβρουάριο του 1975. Σε αντίθεση με το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ (1973), το Γερμανικό Δι­καστήριο δεν απέφυγε στην απόφασή του τα μεγάλα ηθικά και νομικά προβλήματα της έκτρωσης. Αφορμή για την απόφαση αυτή ήταν το πρόβλημα της συνταγματικότητας του νομοσχε­δίου για την έκτρωση που ενέκρινε η Βουλή τον Ιούνιο του 1974. Ο νέος νόμος επέτρεπε την ελεύθερη έκτρωση μέχρι τους τρεις πρώτους μήνες της εγκυμοσύνης με υποχρεωτική καθοδήγηση (Fristenlosung). Το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο με πλειοψηφία πέντε προς τρεις απέρριψε σαν αντισυνταγματικό το νόμο, γιατί παρέβαινε το άρθρο 2 παράγραφος 2 του Συντάγμα­τος: «Καθένας έχει το δικαίωμα της ζωής και φυσικής ακεραιό­τητας. Η ελευθερία του προσώπου είναι απαραβίαστη. Αυτά τα δικαιώματα μπορούν να αναιρεθούν μόνο επί νομικής βάσεως». Παραθέτω μερικά βασικά σημεία της σημαντικής αυτής από­φασης.
«—Το άρθρο 2 παράγραφος 2 πρόταση 1 του Συντάγματος προστατεύει τη ζωή που αναπτύσσεται στη μήτρα, σαν ανεξάρ­τητο νομικό δικαίωμα. Η περίληψη του δικαιώματος της ζωής στο Σύνταγμα μπορεί βασικά να εξηγηθεί σαν μια αντίδραση στην «καταστροφή της ανάξιας ζωής» στην «τελική λύση» και στις «εκκαθαρίσεις» που διεξήγαγε το Εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς σαν κρατικά μέτρα... Το δικαίωμα της ζωής είναι εγγυημένο στον χαθένα που «ζει» δεν μπορεί να γίνει καμμιά διάκριση μεταξύ των διαφόρων σταδίων της αναπτυσσόμενης ζωής, πριν από τη γέννηση ή μεταξύ της αγέννητης και γεννημένης ζωής.

—Εάν το έμβρυο θεωρείτο σαν ένα τμήμα του μητρικού οργανισμού μόνο, τότε η έκτρωση, θα παρέμενε ένα ιδιωτικό θέμα. Αλλά εφ' όσον το έμβρυο είναι ανεξάρτητο ανθρώπινο ον, προστα­τευόμενο από το Σύνταγμα, η έκτρωση έχει κοινωνική διάσταση που κάμνει προσιτή και αναγκαία την κρατική ρύθμιση.

—Το κράτος πρέπει γενικά να αναλάβει το καθήκον της συμ­πλήρωσης της εγκυμοσύνης και να θεωρεί τον τερματισμό της παράνομο. Η τάξη του νόμου πρέπει να εκφράσει καθαρά αποδο­κιμασία της έκτρωσης και να αποφύγει να δώσει τη λανθασμένη εντύπωση ότι η έκτρωση είναι κοινωνικά ανάλογη με την επίσκε­ψη στο γιατρό για θεραπεία αρρώστειας ή μια διαζευτική λύση στην αντισύλληψη. Το κράτος δεν πρέπει να παραβλέψει την ευ­θύνη του, απέχοντας από την αξιολόγηση και αφήνοντας το θέμα στην ατομική και προσωπικά υπεύθυνη απόφαση.

—Ο αριθμός των αγνώστων περιπτώσεων διαφέρει μεταξύ των αδικημάτων και είναι αναμφίβολα πολύ ψηλός για την έκτρωση. Όμως δεν πρέπει να ξεχνάται η γενική ανασταλτική λειτουργία του ποινικού κώδικα. Η απλή ύπαρξη μιας ποινής επηρεάζει τη λαϊκή αντίληψη και συμπεριφορά, ένα αποτέλεσμα που αντιστρέφεται με τη γενική κατάργηση της ευθύνης, που συγχύζει τη λαϊκή διάκριση μεταξύ του «σωστού» και του «λά­θους».

—Η συνέχιση της κύησης παρουσιάζεται ιδιαίτερα παρά­λογη, όταν η έκτρωση είναι αναγκαία για να αποφευχθεί κίνδυνος για τη ζωή της μητέρας ή σοβαρή βλάβη της υγείας της που απειλεί το δικό της «δικαίωμα για ζωή και φυσική ακεραιότητα». Ο νομοθέτης μπορεί επίσης να αφήσει ατιμώρητη την έκτρωση για να εμποδίσει υπερβολικά βάρη στην έγκυο γυναίκα, όπως στην περίπτωση δικαστικών, ευγονικών ή σοβαρών κοινωνικών ενδείξεων».

Η μόνη αρνητική κριτική μου για τις θέσεις του γερμανικού Δικαστηρίου αφορά την εισήγησή του προς το νομοθετικό σώμα για αποποινικοποίηση των εκτρώσεων στις προβληματικές εγκυμοσύνες που δεν συνεπάγονται κίνδυνο για τη ζωή της μητέρας —εγκυμοσύνη κατόπι βιασμού ή αιμομιξίας, ελαττωματικά έμ­βρυα, εγκυμοσύνη που δημιουργεί μεγάλα κοινωνικά προβλήμα­τα.— Η έκτρωση σ' αυτές τις περιπτώσεις, όπως εκθέσαμε προ­ηγουμένως θεωρείται συνήθως η μόνη λύση, λύση όμως που δεν δικαιολογείται ηθικά, αφού σημαίνει τη θανάτωση ενός αθώου πλάσματος έστω ελαττωματικού, έστω καρπού ενός εγκλήματος, έστω αίτιου δύσκολων καταστάσεων για τη μητέρα. Όπως πα­ρατήρησε η μειοψηφία του ιδίου Δικαστηρίου στη χωριστή από­φασή της, εάν το σχετικό άρθρο του Συντάγματος εγγυάται το δικαίωμα της ζωής στο έμβρυο —ερμηνεία με την οποία δεν συμ­φωνούσε— τότε, ούτε η έκτρωση για δικαστικούς, ευγονικούς ή κοινωνικούς λόγους μπορεί να δικαιωθεί. Ανεξάρτητα πάντως από τη θέση που έχει ένας για την έκτρωση στην εξαιρετικά προ­βληματική εγκυμοσύνη, η αποποινικοποίησή της είναι αχρείαστη μια που σε καμμιά χώρα με αυστηρή νομοθεσία δεν υπήρξε ποτέ, από ό,τι τουλάχιστο γνωρίζω, καταδίκη γιατρού που ενήργησε μια τέτοια έκτρωση.
Η εισήγηση του Δικαστηρίου για αποποινικοποίηση των δύσκολων περιπτώσεων έδωσε την ευκαιρία στη Βουλή το 1976 να τροποποιήσει με τέτοιο τρόπο την παράγραφο 218 του ποινικού κώδικα, ώστε στην πράξη να υπάρχει στη Γερμανία σχεδόν ελεύ­θερη έκτρωση. Αυτό οφείλεται κυρίως στην διεύρυνση που έκαμε η Βουλή της ιατρικής ένδειξης, ώστε να περιλαμβάνει εκτός από τον κίνδυνο της σωματικής υγείας της εγκύου και τον κίνδυνο της ψυχικής της υγείας. Για την ψυχική υγεία σαν ένδειξη έκτρωσης θα ασχοληθούμε στη συνέχεια.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να στρέψω την προσοχή του ανα­γνώστη σε ορισμένες ομοιότητες του γερμανικού νόμου του 1976 και του ελληνικού του 1978. Επιτρέπουν και οι δύο την ευγονική έκτρωση, μέχρι τις είκοσι δύο εβδομάδες ο γερμανικός και μέχρι τις είκοσι ο ελληνικός. Δέχονται την ιατρική ένδειξη με τη διευ­ρυμένη σημασία του κινδύνου της ψυχικής υγείας της μητέρας που περιορίζεται όμως στον ελληνικό νόμο, μέχρι τις δώδεκα εβδο­μάδες. Επιπλέον ο γερμανικός επιτρέπει την έκτρωση μέχρι τις δώδεκα εβδομάδες, εφ' όσον η κύηση είναι συνέπεια εγκληματικών πράξεων ή δημιουργεί στη γυναίκα βαριές καταστάσεις.
Η πιο ιδιάζουσα ένδειξη έκτρωσης που γνωρίζω είναι αυτή που περιλήφθηκε στον αγγλικό νόμο το 1967 (Abortion Act 1967) και πέρασε στην συνέχεια και στην κυπριακή νομοθεσία το 1974 (άρθρο 169Α του Ποινικού Κώδικα). Επιτρέπεται η έκτρωση: εφ' όσον δύο γιατροί βεβαιώσουν ότι η συνέχιση της κύησης συν­επάγεται κίνδυνο της ζωής ή βλάβης της σωματικής ή ψυχικής υγείας των υπαρχόντων ήδη παιδιών (αγγλικός), εφ' όσον δυο γιατροί βεβαιώσουν ότι η συνέχιση της κύησης θα προκαλούσε πνευματική ή ψυχική βλάβη οιουδήποτε μέλους της οικογένειας της μητέρας, μεγαλύτερη εκείνης παρά εάν δεν γινόταν η έκτρωση (κυπριακός). Δηλαδή επιπλέον της ιατρικής ένδειξης από πλευράς μητέρας —κίνδυνος της σωματικής ή ψυχικής της υγεί­ας—, η αγγλική και κυπριακή νομοθεσία περιλαμβάνει και ιατρι­κή ένδειξη που αφορά άλλα μέλη της οικογένειας. Είναι ευνόητα τα περιθώρια που αφήνει αυτή η διατύπωση και το προφητικό χάρισμα που απαιτεί από τους γιατρούς.


alopsis


1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΕΙΝΑΙ ΥΠΕΡΟΧΗ...
ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΜΠΡΑΒΟ...
ΠΡΟΣΔΙΔΕΙ ΤΗΝ ΕΥΘΡΑΥΣΤΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΝΕΟΓΝΩΝ, ΤΗΝ ΗΡΕΜΙΑ ΠΟΥ ΑΠΟΠΝΕΟΥΝ...

Αναζητητής