Τιμὴ ἁγίου μίμησις ἁγίου καὶ τιμὴ μάρτυρος μίμησις μάρτυρος. Τί ἀκριβῶς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία τοὺς πιστούς της νὰ μιμηθοῦν ἀπὸ τοὺς μάρτυρες;
Πολλοὶ πιστεύουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νὰ μιμηθοῦμε τὶς ἐξωτερικὲς πράξεις τῶν ἁγίων. Ἀν κύρητταν νὰ κυρήξουμε, ἀν ἔκαναν ἱεραποστολὴ νὰ κάνουμε τὸ ἴδιο κι ἐμεῖς, ἀν δραστηριοποιοῦνταν κοινωνικὰ ὑπὲρ τῶν δικαίων τῆς Ἐκκλησίας νὰ τοὺς μιμηθοῦμε. Τέλος ἀν μαρτύρησαν νὰ ἐπιδιώξουμε (γιατὶ ὄχι) νὰ μαρτυρήσουμε κι ἐμεῖς. Ὅμως εὔκολα διαπιστώνει κανεὶς ἂν κοιτάξει τὸ ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ὑπῆρχαν ἅγιοι ποὺ ἁγίασαν χωρὶς νὰ κάνουν ὅλες αὐτὲς τὶς ἐξωτερικὲς ἐνέργειες, μολονότι εἶχαν τὸ φρόνημα ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς ὁδηγήσει νὰ τὶς κάνουν.
Οἱ Ὅσιοι γιὰ παράδειγμα τῶν ὁποίων ἡ βιωτή εἶναι ὑπόδειγμα θεάρεστης βιωτής, («φῶς κοσμικοῖς μοναχοί») ἔζησαν ζωὴ σιωπηλή, προσέχοντας τὸν ἔσω ἑαυτό τους χωρὶς κυρήγματα ἢ ἱεραποστολὲς ἢ καὶ αὐτὸ τὸ μαρτύριο. Ὡστόσο εἶχαν τέτοιο μαρτυρικὸ φρόνημα ποὺ ὅταν τὸ κάλεσε ἡ ἀνάγκη τὰ ἔκαναν ὅλα αὐτὰ χωρὶς ἰδιαίτερη προσπάθεια.
Ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους ἡ Ἐκκλησία «κωδικοποίησε» τρόπον τινὰ τὸ τί χρειάζεται νὰ ἔχει ὁ πιστὸς γιὰ νὰ φθάσει στὴν ἁγιότητα. Ὅλη ἡ προσπάθεια τοῦ πιστοῦ ἔγκειται στὸν «ἔσω τῆς καρδίας ἄνθρωπο». Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ εἶναι διαρκῶς ἐνωμένος μὲ τὸ Θεὸ διὰ τῆς προσευχὴς καὶ γιὰ νὰ τὸ ἐπιτύχει αὐτὸ χρειάζεται νὰ ἐγκαταλείψει τὰ πάντα σ΄ Αὐτόν. Νὰ ἐγκαταλείψει καὶ τὰ ὑπάρχοντά του καὶ τοὺς συγγενεῖς του καὶ τὸ σῶμα του καὶ αὐτήν τὴν «προσωπικότητά» του (οὐσιαστικὰ τὸ θέλημά του) στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ κι αὐτὴ ἡ λέξη «ἐγκαταλείψει» δημιουργεῖ προβλήματα. Δὲ σημαίνει ἀναγκαστικὰ τὴν «τοπικὴ» ἐγκατάλειψη (νὰ φύγει ὁ ἄνθρωπος σὲ ἄλλο τόπο) ἀλλὰ τὴν τροπική. Νὰ εἶναι ἠ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ἀδέσμευτη ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ἀκόμα κι ἀπ’ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Ἔτσι συναντοῦμε ἁγίους ποὺ γιὰ νὰ τὸ πετύχουν αὐτὸ χρειάστηκε νὰ ἀπομακρυνθοῦν τροπικὰ πρῶτα, ἀλλὰ δὲ λείπουν καὶ οἱ ἅγιοι ποὺ ἐπέτυχαν τὴν πλήρη προσκόληση τῆς καρδιᾶς τους στὸ Θεὸ παρ΄ ὅλα τὰ πλούτη ποὺ ἔτυχε νὰ τοὺς περιβάλλουν.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι κάτω ἀπ’ αὐτὴν τὴν ὁπτικὴ ὅλοι οἱ ἅγιοι, παρὰ τὶς τεράστιες διαφορὲς τῶν χαρακτήρων τους καὶ τῶν συνθηκῶν ζωῆς ποὺ ἔζησαν, εἶναι ἴδιοι. Οἱ ὅσιοι γιὰ παράδειγμα ἀπέδειξαν πολλὲς φορὲς ὅτι εἶχαν μαρτυρικὸ φρόνημα καὶ κάποιοι απ΄ αὐτοὺς ἔγιναν καὶ μάρτυρες, δηλαδὴ ὁσιομάρτυρες. Στὴ ζωὴ τῶν μαρτύρων ἐξ ἄλλου βρίσκει κανείς πλεῖστα ὅσα παραδείγματα ἀσκητικῆς βιωτῆς τους. Ἡ Ἁγία Παρασκευή γιὰ παράδειγμα, τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία τὴν ἔχει χαρακτηρίσει «ὁσιοπαρθενομάρτυρα» ἦταν παρθένος καὶ ταυτόχρονα περνοῦσε τὴ ζωή της προσευχομένη καὶ νηστεύουσα (σὰν παρθένος ποὺ ἦταν –οἱ παρθένοι ἦταν ἰδιαίτερη τάξη ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας ἤδη ἀπὸ τοὺς χρόνους τῶν κατακομβῶν μὲ ἰδιαίτερα ἐνδύματα-) ἐνῶ ταυτόχρονα δροῦσε καὶ ἱεραποστολικά, γιατὶ ἡ φλόγα ποὺ εἶχε ἀνάψει ὁ Χριστὸς στὴν καρδία της ἐκεῖ τὴν ὁδηγοῦσε. Ἀλλὰ καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς γνωστοὺς ἁγίους μάρτυρες προετοιμάζονταν γιὰ τὸ μαρτύριο μὲ νηστείες καὶ προσευχές, ἐνῶ γιὰ νὰ πᾶνε νὰ μαρτυρήσουν ἔπαιρναν τὴν εὐλογία τοῦ προεστοῦ, εἴτε τοῦ πνευματικοῦ τους εἴτε τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου, μὲ τὴν ἴδια λογικὴ ποὺ καὶ ὁ ὑποτακτικὸς παίρνει τὴν εὐλογία τοῦ γέροντά του πρὶν πράξει τὸ ὁ,τιδήποτε. Ὁ Ἅγιος Νέστορας, ποὺ ἀναφέραμε, δὲν εἶπε, κινούμενος ἀπὸ τὴ φλόγα τῆς καρδιᾶς του, «θὰ πάω νὰ ὁμολογήσω κι ὅ,τι γίνει ἀς γίνει, ἄλλωστε καλό καὶ θεάρεστο ἔργο πάω νὰ κάνω». Ἀλλὰ μὴ ἔχοντας ἐμπιστοσύνη στὴ δική του γνώμη (=στὸ δικό του θέλημα) πῆγε νὰ πάρει τὴν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα, τοῦ κατηχητή του ποὺ ἦταν ὁ γέροντάς του ἐκείνη τὴ στιγμή.
Ἐκ τοῦ ἀντιθέτου βρίσκουμε ἐπίσης παραδείγματα πρὸς αὐτήν τὴν κατεύθυνση. Πολλοί χριστιανοί ὑπῆρχαν ποὺ ζήλευαν (κακό ζῆλο) τὴ δόξα τῶν μαρτύρων ἡ ὁποία ἦταν θαυμαστὴ ἀκόμα καὶ στοὺς διῶκτες τους καὶ «ἀποφάσιζαν» νὰ τοὺς μιμηθοῦν (ἐξωτερικὰ) χωρὶς νὰ ἔχουν ὅμως τὶς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις. Ἔτσι ἀγνοῶντας ὅτι αὐτὸ εἶναι δῶρο ποὺ δωρίζεται ἀπὸ τὸ Θεὸ ὅταν πρέπει καὶ εἶναι κατάλληλος καιρός, ἅπλωναν προπετῶς τὸ χέρι νὰ τὸ λάβουν. Γι’ αὐτὸ χωρὶς τὴν εὐλογία κανενὸς εἰσπηδοῦσαν στὸ στάδιο, δείλιαζαν καὶ ἀρνοῦνταν τὴν πίστη τους, σὲ σημεῖο ποὺ ἡ Ἐκκλησία νὰ ἀπαγορεύσει μὲ τοὺς κανόνες της αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὶς εἰσπηδήσεις. Ἀπ’ τὴν ἄλλη πλευρὰ οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ἐξομώσαντες ἅγιοι τῆς τουρκοκρατίας ἀφοῦ ἔφυγαν σὲ μοναστήρι (κυρίως τὸ Ἅγιο Ὄρος) καὶ βρῆκαν ἁγίους, ἐμπείρους πνευματικούς, τοὺς λεγομένους ἀλείπτες μαρτύρων, ἔγιναν μοναχοί ἀσκήθηκαν γιὰ πάρα πολλὰ χρόνια καὶ στὴ συνέχεια μὲ τὴν εὐλογία τῶν γερόντων ἔφευγαν γιὰ τὸ μαρτύριο τὸ ὁποῖο τὸ ἔφερναν εἰς πέρας.
Οἱ μάρτυρες, ὅπως κάθε ἅγιος, ὅπως καὶ οἱ ἀσκητές εἶχαν ἀγάπη καὶ προσεύχονταν γιὰ ὅλο τὸν κόσμο, ἀκόμα καὶ γιὰ τοὺς διῶκτες τους. Δὲ συμβιβαζόταν μὲ τίποτα τὸ μαρτύριο (ἔστω κι αν τελείωνε) μὲ τὸ παραμικρό μίσος πρὸς ὁποιονδήποτε. Εἶναι γνωστὸ τὸ παράδειγμα τῶν χριστιανῶν Νικηφόρου καὶ Σαπρικίου. Ὁ Σαπρίκιος εἶχε δεθεῖ μὲ δεσμὰ γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ ἀλλὰ εἶχε ἔχθρα πρὸς τὸ Νικηφόρο. Στὶς παραμονὲς τοῦ μαρτυρίου του ὁ Νικηφόρος προσπάθησε νὰ συμφιλιωθεῖ μαζί του γιὰ νὰ μὴ χωριστοῦν ἀπὸ τὸ Χριστό. Ὁ Σαπρίκιος ἀρνήθηκε ἐπιμόνως. Ἔφθασε κάτω ἀπὸ τὴ σπάθη τοῦ δημίου. Ἐκεῖ τὸν ἐγκατέλειψε ἡ χάρις. Ἀρνήθηκε τὴν τελευταία στιγμή τὴν πίστη του καὶ ἔχασε τὸ στεφάνι. Τὴ θέση του τὴν πῆρε ὁ Νικηφόρος.
Ἀναφέρεται ὅτι κάποτε μιὰ ὁμάδα μαρτύρων ὁδηγοῦνταν στὸ μαρτύριο. Στὸ δρόμο ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς εἶδε ἀναρτημένο κάπου τὸ διάταγμα τοῦ αὐτοκράτορος γιὰ τὸ διωγμὸ καὶ παρὰ τὶς συστάσεις τῶν ἄλλων πῆγε καὶ τὸ ἔσκισε. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ μετέτρεψε τὴ μαρτυρία Χριστοῦ σὲ κοινωνικὸ ἀγῶνα. Ἡ Ἐκκλησία τελικὰ ὅλους πλὴν αὐτοῦ τοὺς ἀναγνώρισε μάρτυρες. «Καὶ ἐὰν παραδῶ τὸ σῶμα μου ἵνα καυθήσομαι, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω οὐδὲν ὠφελοῦμαι.»…
Ὑπάρχουν πολλὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐμεῖς ποὺ δὲν τὰ ἔχουμε λάβει τὰ θεωροῦμε «εὐχάριστα» καὶ «τιμητικά» (κατὰ κόσμον). Καὶ εἶναι τέτοια, αλλὰ κατὰ Θεόν. Γιατὶ εἶναι δῶρα διακονίας. Καὶ τὸ «διορατικὸ» καὶ τὸ «προορατικὸ» καὶ τὸ «ἰαματικὸ» καὶ τὸ «θαυματουργικὸ» καὶ αὐτὸ τοῦ μάρτυρος δόθηκαν γιὰ νὰ μαρτυρήσουν τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας ἀλλὰ ταυτόχρονα «ἐπιβαρύνουν» τὴν καρδία τοῦ ἀνθρώπου ποὺ τὰ δέχεται, μὲ ἕνα πρόσθετο χρέος: Τὸ χρέος περισσότερης καὶ πιὸ καθολικῆς ἀγάπης.
2 σχόλια:
Ζητών?
Τί ζητάς?
Ότι και εσύ!!!
Δημοσίευση σχολίου