Νότια από την πόλη της Πάτρας, αφήνοντας αριστερά μας τον Γλαύκο και τον κατάφυτο λόφο της γνωστής και παλαιότατης οινοποιίας «Αχαΐα Κλάους», προχωράμε προς τις υπώρειες του Παναχαϊκού. Μετά το Πετρωτό και το Σαραβάλι ανηφορίζουμε μέσα από ένα πευκοδάσος, έχοντας στα πόδια μας πανοραμική άποψη της Πάτρας και όλου του Πατραϊκού, από το Ρίο μέχρι το ακρωτήριο του Πάπα (Άραξος) και στο κέντρο του πίνακα τα βουνά της Αιτωλοακαρνανίας, που κλείνουν τον ορίζοντα στα βόρεια. Συνεχίξοντας την ανάβαση και πλησιάζοντας τον κύριο γυμνό όγκο του Παναχαϊκού το τοπίο γίνεται ορεινό, με σχίνα, σπάρτα και πουρνάρια. Σύμφωνα με τις οδικές πινακίδες αφήνουμε τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο, που συνεχίζει για Κρυσταλλοπηγή, και ακολουθούμε για
Το μοναστήρι σε υψόμετρο
Η ίδρυση της μονής, σύμφωνα με τον κατά αιώνες μεταγενέστερο κώδικά της (πιιθανόν των αρχών του 18ου), ανάγεται στο 1315, όταν ιερομόναχος ονομαζόμενος Ιωακείμ με δύο μαθητές του έκτισαν δύο κελιά δίπλα σε υπάρχοντα μικρό ναό και εγκαταστάθηκαν. Ο Λίνος Πολίτης, που μελέτησε το αρχειακό υλικό της μονής, αποδέχεται τη χρονολογία θεωρώντας μοναδικό κατάλοιπο της πρώτης οικοδομικής της φάσης τμήμα μεγαλογράμματης επιγραφής, που σώζεται εντοιχισμένο μαζί με μια μεταγενέστερη επιγραφή στον τοίχο της βόρειας σκάλας που οδηγεί στον όροφο των κελιών. Το σωζόμενο απόσπασμα αναφέρει ΜΕΝΗΝ, ΝΑΟΝ ΜΕΓΙΣΤ και από τον τύπο των γραμμάτων μπορεί να χρονολογηθεί στον 14ο αιώνα.
Η πρώτη ασφαλής ιστορική μαρτυρία είναι σιγίλιο του πατριάρχη Ιερεμία Β' του 1581, με το οποίο η μονή ανακηρύσσεται σταυροπηγιακή.
Δεύτερο σιγίλιο του πατριάρχη Κύριλλου Α' του 1626 αναφέρεται στη συνένωση του μοναστηριού με άλλο, του Αγίου Κωνσταντίνου στο Σαραβάλι. Το Χρονικό της μονής αναφέρει στα 1581 «ιερομόναχο Παχώμιο κα πατριαρχικό αρχιμανδρίτη» και στη συνέχεια τον Γεώργιο Δεμένικα, ο οποίος έκτισε την εκκλησία εκ θεμελίων το 1689 και «το μοναστήριον ολόγυρα, το οποίον πρωτύτερα δεν είχε παρά πέντε κελλία όλα και εκκλησία δεν έφαίνετο, τελείως κρυμνισμένα και χαλασμένα από τους άθεους Άγαρηνούς». Η επιγραφή που αναφέρθηκε παραπάνω, με ανακατωμένη μεγαλογράμματη και μικρογράμματη γραφή σε ελεγειακά δίστιχα, φέρει την ημερομηνία 31 Αυγούστου 1693 και μέσα σε κύκλους κρυπτογράμματα, που σημαίνουν «Αδάμ πεπτωκώς μετέστη σταυρόν», αριστερά, και «τόπος κρανίου παράδεισος γέγονε», δεξιά.
Το 1698 κατά τη Β' Βενετοκρατία γίνεται απογραφή της περιουσίας της μονής και της αφαιρούνται οι αλυκές της Καμενίτσας που είχε στην κατοχή της, στα 1707 συνεισφέρει 50 ρεάλια για την επισκευή του κάστρου του Ρίου, όσα και η Μονή Γηροκομείου. Το 1770 δέχθηκε επίθεση Τουρκαλβανών, οι οποίοι τη λεηλάτησαν και την κατέστρεψαν. Πάλι επισκευάσθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα. Σύμφωνα με το Χρονικό της μονής «1821 Μαρτίου 3 ήλθε ή έπανάστασις του Μουρέως... 26 Ιουνίου έκάηκε το μοναστήρι από τον Ίουσούφ πασά και δεν έμεινε λίθους επί λίθους». Στη μονή δημιουργείται ελληνικό στρατόπεδο από το οποίο πέρασαν οι Παπαδιαμαντόπουλος και Μαυροκορδάτος. Τον Σεπτέμβριο μπροστά στην πύλη σκοτώθηκε ο Πατρινός οπλαρχηγός Παναγιώτης Καραντζάς.
Η είσοδος στο μοναστήρι γίνεται μέσα από θολόκτιστο διαβατικό. Ο περιποιημένος περίβολος έχει και στις τέσσερις πλευρές τοξωτά ανοίγματα στο ισόγειο των πτερύγων των κελιών. Η βόρεια πτέρυγα διαμορφώνεται τριώροφη, στη νότια εξωτερικά σώζονται πολεμίστρες. Το καθολικό είναι σταυροειδής εγγεγραμμένος ναός, με οκτάπλευρο εξωτερικά τρούλο και εξωνάρθηκα, που έχει στις τρεις πλευρές τοξωτά ανοίγματα και στεγάζεται με τυφλούς θόλους. Στο βόρειο τμήμα του εξωνάρθηκα, στον εξωτερικό τοίχο του κυρίως ναού, είναι εντοιχισμένο μαρμάρινο υπέρθυρο ή τμήμα επιστυλίου τέμπλου με ανάγλυφο διάκοσμο. Συνεχής βλαστός σχηματίζει κύκλους που περιβάλλουν ανθέμια. Το διακοσμητικό θέμα και η τεχνική απόδοσης του επιτρέπουν τη χρονολόγηση στον 14ο μ.Χ. αιώνα. Ο εσωτερικός τοιχογραφικός διάκοσμος του λαού και το απλό ξυλόγλυπτο τέμπλο ανήκουν στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Στο τέμπλο ενδιαφέρουσες εικόνες είναι τα Εισόδια της Θεοτόκου με χρονολογία 1839, εικόνα της Παναγίας με αργυρή επένδυση και χρονολογία 1817, και η εικόνα των Τριών Ιεραρχών, καλό έργο του 18ου αιώνα.
Στην Μονή, εκτός από τα σιγίλια, χειρόγραφο και άλλα έγγραφα, φυλάσσεται ένα οστέινο κιβωτίδιο, που περιήλθε στην κατοχή της από αγορά του ηγουμένου της Μονής Μπαμπιώτα που υπήρξε μετόχι της. Η αγορά πραγματοποιήθηκε το 1794 με αντίτιμο 150 γρόσια και πιθανότατα έγινε γιατί θεωρήθηκε ότι ήταν λειψανοθήκη. Το κιβωτίδιο, το μοναδικό σωζόμενο σήμερα στον ελλαδικό χώρο, ενώ σημαντικός αριθμός εκτίθεται σε μουσεία του εξωτερικού, είχε κοσμική χρήση, για τη φύλαξη κοσμημάτων ή νομισμάτων. Είναι ξύλινη θήκη διαστάσεων 6,6 χ 23,5 χ
Μ.Γ.-Β.
Από το βιβλίο "Βυζαντινά και Μεταβυζαντινά Μοναστήρια της Αχαΐας" Πάτρα 2006, Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης
2 σχόλια:
Την ιστορία της Ιεράς Μονής Ομπλού έχει συγγράψει και ο Θεολόγος Λύσανδρος Φάσσος ο μετέπειτα εγκαταβιώσας στην Μονή ως Χριστόδουλος Φάσσος.
Αν την έχετε, ευχαρίστως θα την θέλαμε και εμείς.
Δημοσίευση σχολίου