Χρήστος Ιακώβου Διευθυντής Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥ.ΚΕ.Μ.)
Με αφορμή την επανάληψη της Βρετανικής πρόθεσης να επιστρέψει μεγάλος μέρος του εδάφους των Βάσεων, σε περίπτωση που υπάρξει συμφωνία λύσης, έχει επανέλθει στην επιφάνεια το μεγάλο κεφάλαιο της Βρετανικής τακτικής και στρατηγικής στις συνομιλίες καθώς επίσης και το πώς η Βρετανική εξωτερική πολιτική έχει συνδέσει το θέμα των Βάσεων με το περιεχόμενο της λύσης του Κυπριακού.
Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας
Από πλευράς διπλωματικής τακτικής, η πρόθεση της Βρετανίας υπομιμνήσκει την εμπειρία του 2004 για το πώς δηλαδή προτάσεις που παρουσιάζονται γενναιόδωρες μπορεί να είναι τακτικοί ελιγμοί που μπορεί θα οδηγήσουν σε στρατηγικό αδιέξοδο. Επίσης, υπομιμνήσκει την ανάγκη για την Ελληνική πλευρά να διευρύνει τον στρατηγικό της σχεδιασμό σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο της λύσης και να περιλάβει το θέμα των Βάσεων προκειμένου να αποφευχθούν οι παγίδες του Σχεδίου Ανάν 5. Το συγκεκριμένο σχέδιο απέδειξε ότι, παράλληλα με την Τουρκική πλευρά, η Ελληνική πλευρά διαπραγματευόταν έμμεσα με τους Βρετανούς το θέμα του καθεστώτος του Βάσεων .
Το 2004, η Βρετανία είχε κάνει την ίδια πρόταση για επιστροφή εδάφους των Βάσεων. Αυτό το έκανε για δύο λόγους: πρώτον, με δεδομένο ότι οι Βάσεις δεν αποτελούν έδαφος της ΕΕ, προσέφερε την επιστροφή εδαφών με πληθυσμό προκειμένου να αποφύγει μελλοντικά το ενδεχόμενο ενός πιθανού δημοψηφίσματος για το καθεστώς των Βάσεων, όπως έγινε και με το Γιβραλτάρ, και δεύτερον, επεδίωξε επανακαθορισμό του καθεστώτος των Βάσεων, με εν δυνάμει προνομιακές ρυθμίσεις, μέσω της εποικοδομητικής ασάφειας. Το δεύτερο θυμίζει τον έντονο διάλογο που προκλήθηκε μετά την υποβολή του Σχεδίου Ανάν 5, σχετικά με τις πιθανότητες να αποκτήσουν οι Βρετανικές Βάσεις, μέσω της εποικοδομητικής ασάφειας, δικαιώματα που να συνδέονται με τις τρεις θαλάσσιες ζώνες της Κύπρου.
Σύμφωνα με τη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης του 1960, οι Βρετανικές Βάσεις στην Κύπρο δεν είναι κράτος. Από την άλλη, η Βρετανία επιμελώς δεν τις χαρακτηρίζει ως αποικία αφού δεν καταθέτει ετήσιες εκθέσεις στον ΟΗΕ (άρθρο 73 του
Καταστατικού Χάρτη) όπως κάνει με άλλες περιοχές (π.χ. Βερμούδες, Νησιά Πίτκαιρν κά) αλλά απολαμβάνουν ενός ιδιότυπου καθεστώτος που δεν συναντάται άλλο παρόμοιο στο διεθνές δίκαιο.
Στο Παράρτημα Α (παράγραφος 3) της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης, η Κυπριακή Δημοκρατία δεσμευόταν να μην διεκδικήσει ως μέρος των δικών της χωρικών υδάτων θαλάσσιες περιοχές που εφάπτονται των Βάσεων σε πλάτος τριών ναυτικών μιλίων, για λόγους ασφαλείας των Βάσεων. Οι θαλάσσιες αυτές περιοχές μπορεί να μην ευρίσκονται εντός των χωρικών υδάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν έχουν όμως το χαρακτήρα χωρικών υδάτων των Βάσεων. Με άλλα λόγια δεν υπήρξε μέχρι σήμερα ούτε διάταγμα των Βάσεων ούτε νόμος του Ηνωμένου Βασιλείου που να θεωρεί τις θαλάσσιες περιοχές αυτές ως χωρικά ύδατα των Βάσεων, σύμφωνα με τον ορισμό της Συνθήκης για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982 και κατ’ επέκταση δεν μπορούν να διεκδικήσουν ούτε υφαλοκρηπίδα, ούτε συνορεύουσα ζώνη και, ακόμη περισσότερο, ούτε Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη.
Με το Σχέδιο Ανάν 5, κατέστη αναγκαίο να επαναοριοθετηθεί η θαλάσσια περιοχή των τριών ναυτικών μιλίων αφού η Βρετανία παρουσιάστηκε διατεθειμένη να επιστρέψει 45 από τα 99 τετραγωνικά μίλια των Βάσεων στα δύο συνιστώντα κρατίδια, μέρος των οποίων εφάπτετο της θάλασσας.
Έκτοτε, επί του θέματος αυτού διεμορφώθησαν δύο διαφορετικές προσεγγίσεις σχετικά με τις προθέσεις των Βρετανών. Ήταν δηλαδή μία απλή τεχνική διαδικασία προκειμένου να προσαρμοστεί ο χάρτης στη βάση των νέων αναπροσαρμογών μετά την επιστροφή εδάφους ή ήταν μία συγκεκαλυμμένη προσπάθεια να διεκδικήσουν οι Βάσεις θαλάσσιες ζώνες μέσω της διαδικασίας επαναοριοθέτησης.
Η πρώτη άποψη θεωρούσε ότι η επαναριοθέτηση θα γινόταν μόνο στην περιοχή των Βάσεων Δεκέλειας αφού ένα τμήμα της ακτογραμμής θα περνούσε μετά την επιστροφή εδάφους υπό τον έλεγχο του ελληνοκυπριακού συνιστώντος κρατιδίου με αποτέλεσμα να γίνεται διακεκομμένα ο βρετανικός έλεγχος επί της ακτογραμμής. Έτσι, προκειμένου να διασφαλίσουν οι Βρετανοί ότι το ελληνοκυπριακό κρατίδιο δεν θα διεκδικούσε χωρικά ύδατα σε αυτό το τμήμα που θα περνούσε υπό τον έλεγχό του επεδίωξαν μία τεχνική ρύθμιση ούτως ώστε να παρέμενε σε ισχύ το σημερινό καθεστώς για να διασφαλίσουν την απρόσκοπτη διακίνηση των πολεμικών τους σκαφών σε αυτή τη ζώνη.
Η δεύτερη άποψη θεωρούσε ότι επειδή το Σχέδιο Ανάν 5 διαλαμβάνει ότι η επαναριοθέτηση θα γινόταν μόνο από ένα ειδικό που θα διόριζε η Βρετανική κυβέρνηση σε αντίθεση με το Σχέδιο Ανάν 4 όπου η επαναριοθέτηση θα γινόταν από κοινού με ειδικό που θα διοριζόταν από το νέο κράτος θα μπορούσαν μελλοντικά οι Βάσεις να ισχυριστούν ότι είναι παράκτιο κράτος και κατ’ επέκταση να διεκδικήσουν θαλάσσιες ζώνες και δικαιώματα. Την άποψη αυτή ενίσχυε το γεγονός ότι η ρύθμιση αυτή έγινε κατόπιν απαίτησης της Βρετανίας και όταν η ελληνική πλευρά υπέβαλε αίτημα διασαφήνισης γι’ αυτό το θέμα, ότι δηλαδή οι Βάσεις δεν θα μετετρέποντο σε παράκτιο κράτος σύμφωνα με το συνθήκη των θαλασσών, οι Βρετανοί το απέρριψαν σιωπηλώς.
Ανεξαρτήτως των προθέσεων της Βρετανίας, η προτίμησή της για ασάφεια επί του θέματος αυτού προκαλεί πολλά ερωτηματικά. Γι’ αυτό, ο προβληματισμός που προκάλεσε η επαναφορά της Βρετανικής «προσφοράς» καθιστά περισσότερο από αναγκαίο στην όποια λύση να γίνει ξεκάθαρο το θέμα των θαλασσίων ζωνών γιατί εκεί θα επικεντρωθεί η Βρετανική διπλωματία και η εποικοδομητική ασάφεια αποτελεί πλέον την προδιαγεγραμμένη συνταγή μελλοντικής κατοχύρωσης τόσο της ισχυροποποίησης του καθεστώτος των Βάσεων όσο και της δημιουργίας νέων κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου