Τὸ θαυμαστὸ στὴν προσωπικότητα τῆς ἁγίας Αἰκατερίνας δὲν εἶναι ἡ ἐκπληκτική της διάνοια καὶ ἡ εὐρυμάθειά της ἀλλὰ τὸ γεγονὸς ὅτι πρὶν κὰν γνωρίσει τὸ Χριστὸ τῆς εἶχε δοθεῖ τὸ χάρισμα τῆς παρθενίας. Γιατὶ δὲν ἦταν καθόλου ἀνόητη ἡ δεκαοκτάχρονη κόρη τοῦ βασιλίσκου Κώνστα, ἡ ὁποία εἶχε κατακτήσει στὸ ἔπακρο ὅλες τὶς ἐπιστῆμες τῆς ἐποχῆς της, ὥστε νὰ μὴν καταλαβαίνει ὅτι ἡ ἀπαίτησή της, νὰ εἶναι τουλάχιστον ἰσάξιός της ὁ ἄνδρας ποὺ θὰ παντρευόταν, δὲν ἦταν δυνατὸν ἀνθρωπίνως νὰ πραγματοποιηθεῖ.
Καὶ ἦταν ἀδύνατον, γιατὶ ἦταν πανθομολογούμενο ὅτι εἶχε κατακτήσει τὰ ἄκρα τῆς ἀνθρώπινης σοφίας τῆς ἐποχῆς της, πρᾶγμα πού, ἄλλωστε, ἀποδείχθηκε καὶ ἀπὸ τὴν τελική της ἀντιπαράθεση μὲ τοὺς πενῆντα (ἑκατὸν πενῆντα κατὰ τὸ συναξάρι) σοφοὺς ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορα.
Βέβαια, κοσμικὰ σκεπτόμενοι, θὰ μπορούσαμε νὰ ἀποδώσουμε αὐτή της τὴν ἀπαίτηση σὲ ὑπέρμετρο ἐγωισμὸ ποὺ εἶχε δημιουργηθεῖ ἐξ αἰτίας ἀκριβῶς αὐτῆς τῆς γνώσεώς της, ποὺ ὑπερέβαινε τὴ συνήθη γνώση τῆς ἐποχῆς της. Ὅμως ἡ ἰδιότητά μας ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας μᾶς φωτίζει περισσότερο τὰ πράγματα.
«Τὸ Πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ» μᾶς λέει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ θέλοντας νὰ δηλώσει ὅτι ὁ Θεὸς ἐργάζεται σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ ὅταν βρεῖ κατάλληλο ἔδαφος στὲλνει τὴ χάρη Του εἴτε πιστὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἴτε ἄπιστος. Καὶ πράγματι αὐτὸ συνέβη καὶ μὲ τὴν ἄπιστη ἕως τότε Αἰκατερίνα ἀφοῦ τῆς δόθηκε ἡ δυνατότητα νὰ τῆς ἀποκαλυφθεῖ ὁ Θεός. Ἀλλὰ ποιοί εἶναι οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι ποὺ τυγχάνουν αὐτῆς τῆς μεταχείρισης; «Ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ, δίδωσι χάριν» μᾶς βεβαιώνει ἀλλοῦ ἡ Ἁγία Γραφή. Δηλαδὴ τὸ κριτήριο γιὰ νὰ στείλει ὁ Θεὸς τὴ χάρη Του σὲ κάποιον ἄνθρωπο, δὲν εἶναι ἂν αὐτὸς εἶναι τυπικὰ μέλος τῆς Ἐκκλησίας Του μὲ μιὰ ἐξωτερικὴ ἀποδοχὴ τοῦ Βαπτίσματος, ἀλλὰ ἂν εἶναι οὐσιαστικὰ μέλος της μὲ τὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς του. Καὶ καθαρότης τῆς καρδιᾶς σημαίνει καρδιὰ χωρὶς οἴηση, χωρὶς ἐγωισμό.
Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ (ἐκκλησιαστικὴ πλέον) ἀπόδειξη τοῦ ὅτι ἡ Ἁγία, καὶ πρὶν γνωρίσει τὸ Χριστό, ὄχι ἀπὸ οἴηση ἀλλὰ ἀπὸ ἕνα λανθάνοντα πόθο παρθενίας (ποὺ καλὰ καλὰ καὶ ἡ ἴδια ἴσως νὰ μὴν εἶχε συνειδητοποιήσει) ἀποστρεφόταν τὰ τοῦ γάμου καὶ ἐπιζητοῦσε κάτι ἀνώτερο: Ἡ ἀπαίτησή της αὐτὴ στάθηκε ἀφορμὴ νὰ τῆς ἀποκαλυφθεῖ ὁ Θεός, πρᾶγμα ποὺ δὲ θὰ συνέβαινε σὲ ἕναν ἐγωιστή.
Τὸ συναξάρι τοῦ μηναίου δὲ μᾶς δίνει πολλὲς πληροφορίες οὔτε γιὰ τὴν ἀφορμὴ οὔτε γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἡ Ἁγία γνώρισε τὸ Χριστό. Οἱ πληροφορίες εἶναι καταγεγραμμένες στὸ ἀρχαῖο Μαρτύριο τῆς Ἁγίας καὶ ἀπὸ κεῖ σὲ ἄλλα μαρτύρια καὶ ἱεροὺς συγγραφεῖς ὅπως ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Μεταφραστής μὲ ἀρκετὲς ἐπὶ μέρους διαφορὲς σὲ κάθε πηγή. Κάποιες ἐπίσης ἀπὸ αὐτὲς τὶς πληροφορίες ἐπιβεβαιώνονται κι ἀπὸ τὴν ὑμνολογία. Σύμφωνα λοιπὸν μ’ αὐτὲς τὶς πληροφορίες ἡ μητέρα τῆς ἁγίας οὗσα σὲ ἀπόγνωση ἀπὸ τὴν ἀπαίτηση τῆς κόρης της τὴν πῆγε σὲ κάποιον ἀσκητὴ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια γιὰ νὰ τὴν συμβουλεύσει, ὁ ὁποῖος ἦταν χριστιανός. Κι αὐτὸς τῆς πρότεινε τὸ Χριστὸ ὡς τὸν ἄνθρωπο (θεάνθρωπο) ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ πληροῖ τὶς ἀπαιτήσεις της. Ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς τῆς ἁγίας φαίνεται καὶ ἀπ’ αὐτό, ἐπίσης, τὸ γεγονὸς ὅτι ὄχι μόνο δὲν ἀπεστράφη τὸ γέροντα καὶ τὰ ὅσα τῆς πρότεινε (πρᾶγμα ποὺ θὰ ἔκανε ἂν ἦταν ἐπηρμένη ἀπὸ τὶς γνώσεις της -ὅπως ἔκαναν καὶ οἱ περισσότεροι σοφοὶ τοῦ κόσμου ἐκεῖνο τὸν καιρὸ οἱ ὁποῖοι θεωροῦσαν τὴ χριστιανικὴ πίστη λαϊκὴ δεισιδαιμονία ἀνάξια τῆς γνώσης ἑνὸς μορφωμένου-) ἀλλὰ καὶ ὅτι καὶ ὅραμα ἀξιώθηκε νὰ δεῖ καὶ τὸν ἴδιο τὸ Χριστὸ νὰ τῆς μιλάει ἐν τέλει, καὶ νὰ τῆς δίνει μὲ χειροπιαστὸ τρόπο τὸν ἀρραβῶνα Του.
Γιατὶ ἀφοῦ τὴν πρώτη φορὰ ποὺ τὴν εἶδε τὴν ἀποστράφηκε παιδαγωγικὰ γιὰ νὰ τὴν ἐλκύσει στὸ βάπτισμα, κι ἀφοῦ ἡ ταπεινὴ τῇ καρδίᾳ κόρη δέχθηκε ταπεινὰ αὐτὴ τὴν παιδαγωγία, στὴ δεύτερη, μετὰ τὸ βάπτισμα, ὁπτασία καὶ τῆς μίλησε καὶ μὲ τὴ μεσιτεία τῆς Μητέρας Του τῆς ἔδωσε τὸ δαχτυλίδι Του ὡς ἀρραβῶνα.
Ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴ δική της γλῶσσα σοφοὺς δὲν ὀνομάζει τοὺς μορφωμένους ἀνθρώπους ἀλλὰ τοὺς «σοφοὺς κατὰ Θεὸν» ἀνθρώπους ἔστω κι ἂν αὐτοὶ εἶναι ἀγράμματοι. Κι ἂν ὀνομάζει τὴν Ἁγία Αἰκατερίνη πάνσοφο εἶναι γιατὶ παρὰ τὶς κατὰ κόσμον γνώσεις της (ποὺ γιὰ τοὺς πολλοὺς ἀποτελοῦν τροχοπέδη γιὰ νὰ γνωρίσουν τὸ Χριστό) μπόρεσε καὶ ἔγινε σοφὴ κατὰ Χριστὸν ἐκλέγοντάς Τον ὡς Νυμφίο τῆς ψυχῆς της. Καὶ μάλιστα ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ ὅτι μὲ τὴ βιοτή της μπόρεσε νὰ ἀποδείξει ἐμπράκτως πόσο παιδαριώδης εἶναι ἡ σοφία τοῦ κόσμου μπρὸς στὴ σοφία τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἀπόδειξη ὅτι νίκησε τοὺς κομψοὺς τῶν ἀσεβῶν δὲν εἶναι ὅτι μετὰ τὴν μάλλον μακρὰ συνομιλία της μαζί τους αὐτοὶ βρέθηκαν νὰ μὴν ἔχουν κάτι ἄλλο νὰ ἀνταπαντήσουν ἀλλὰ στὸ ὅτι μὲ τὸ λόγο της κατόρθωσε νὰ τοὺς ἐλκύσει στὴν πίστη. Αὐτὸ πάλι τὸ τελευταῖο μὲ τὴ σειρά του σημαίνει ὅτι ὁ λόγος της ἦταν Χαριτωμένος, μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἔννοια τοῦ ὄρου, δηλαδὴ γεμάτος ἀπὸ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἱκανὸς νὰ ζωοποιήσει τὸν ἀκροατή, δηλαδὴ νὰ τὸν ἐλκύσει στὴν πίστη.
Ἡ νίκη αὐτὴ τῆς Ἁγίας δὲν ἦταν καρπὸς τῶν «πρὸ Χριστοῦ» γνώσεών της. Ἂν ἦταν ἔτσι τότε (ἀκόμα κι ἂν εἶχε περισσότερες γνώσεις) δὲν θὰ κατάφερνε τίποτα ἄλλο στὴν ἀντιπαράθεσή της ἀπὸ μιὰ ἁπλὴ ἀποστόμωση τῶν ἀντιπάλων της. Αὐτὴ ὅμως πέτυχε τὸ μέγιστο: Τὴ μεταστροφή τους. Κι αὐτὸ δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα ὁποιασδήποτε ἀνθρώπινης δύναμης ἢ τεχνικῆς. Εἶναι ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ποὺ διαχέεται μέσῳ κάποιου ἀνθρώπου ποὺ γίνεται ὄργανό Του. Καὶ τέτοιο ὄργανο ἔγινε ἡ Ἁγία ἤδη τὴν προηγούμενη μέρα τῆς συναντήσεώς της μὲ τοὺς σοφοὺς τῆς Ἀλεξάνδρειας, ὅταν εἶδε σὲ ἕνα ἀκόμη ὅραμά της τὸν ἀρχάγγελο Μιχαὴλ νὰ τὴν ἐνισχύει στὸν ἀγῶνα ποὺ ἐπρόκειτο νὰ δώσει καὶ νὰ τὴν διαβεβαιώνει ὅτι «ὁ Κύριος θὰ μιλοῦσε διὰ τοῦ στόματός της καὶ θὰ τὴν ἱκάνωνε νὰ νικήσει τὴ σοφία τοῦ κόσμου τούτου μὲ τὴν ἐξ ὕψους Σοφία» ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ συναξαριστής. Τὸ ἴδιο ἐπιβεβαιώνει καὶ ἡ ὑμνολογία: «Τὴν σοφίαν τὴν ὅντως ἐξ οὐρανοῦ, διὰ στόματος μάρτυς τοῦ Μιχαὴλ, λαβοῦσα πανέφημε… τοὺς ῥήτορας ἔπτηξας…».
Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικὸ ὅτι αὐτὸ τὸ πραγματοποίησε ὁ Κύριος διὰ τῆς Ἁγίας, μιλῶντας στὴν ἴδια τὴ γλῶσσα τῶν σοφῶν καὶ χρησιμοποιῶντας δικά τους ἐπιχειρήματα καὶ κείμενα καὶ ὄχι ἁπλῶς ἀντιπαρατάσσοντας στὴ δική τους σοφία μιὰ ἄλλη ἄγνωστη σ’ αὐτοὺς σοφία.
Ἀς σημειωθεῖ ἐδῶ ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ τρόπος πού, μάλλον πάντοτε, χρησιμοποιεῖ ὁ Θεὸς γιὰ νὰ προσεγγίσει ἕναν ἄνθρωπο: Μιλῶντας του στὴ γλώσσα ποὺ ἔμαθε καὶ καταλαβαίνει, τὸν ἀναβιβάζει, ἐφ’ ὅσον αὐτὸς τὸ δέχεται, σὲ ὑψηλότερη θεωρία καὶ βαθύτερη γνώση τῆς ἀλήθειας. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ λόγος ποὺ ὁ Θεὸς μιλάει στὸν ἄνθρωπο δὲν εἶναι νὰ τὸν ἀποστομώσει ἀλλὰ νὰ τὸν σώσει.
Τὸ ὅτι τὰ ἐπιχειρήματα τῆς Ἁγίας ἦταν ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς εἰδωλολατρίας δείχνει ἐπίσης καὶ ὅτι καὶ στὴ σοφία τοῦ κόσμου ὑπῆρχαν κάποια ψήγματα ἀλήθειας (ὁ σπερματικὸς λόγος) ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ ἐπιτρέψουν σὲ κάποιον νὰ προσεγγίσει τὸ Θεὸ φθάνει νὰ τὰ ἔβλεπε καὶ νὰ τὰ ἐρμήνευε κατάλληλα. Κι αὐτὸ γιατὶ ὁ Θεὸς δὲν ἀφήνει κανέναν σὲ ὅποιον χῶρο κι ἂν βρίσκεται χωρὶς τὴ δική Του μαρτυρία χωρὶς κάποιον δρόμο ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ τὸν φέρει κοντά Του.
Ὅμως κανεὶς δρόμος, ὅσο καλὰ στρωμμένος καὶ ἂν εἶναι, δὲν φέρνει κοντὰ στὸ Θεὸ κάποιον, χωρὶς τὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς. Αὐτὴ εἶναι ποὺ φωτίζει τὸν ἄνθρωπο νὰ «δεῖ» μὲ τέτοιο μάτι αὐτὰ ποὺ πρέπει ὥστε νὰ σωθεῖ. Καὶ φαίνεται ὅτι τέτοια καθαρότητα εἶχαν καὶ οἱ πενῆντα σοφοὶ ποὺ συνομίλησαν μὲ τὴν Ἁγία. Διαφορετικὰ καὶ αὐτοπροσώπως ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς νὰ τοὺς μιλοῦσε δὲν θὰ Τὸν πίστευαν.
Δὲ θὰ Τὸν πίστευαν ὅπως δὲν Τὸν πίστεψε ὁ αὐτοκράτορας Μαξιμίνος (ἢ Μαξέντιος κατ’ ἄλλους) ποὺ ἐπίσης μαζὶ μὲ τοὺς σοφοὺς ἄκουγε τὴν Ἁγία καὶ ἐπίσης εἶχε ἀποστομωθεῖ προτύτερα ἀπ’ αὐτήν. Δὲν ἔφταιγε τὸ χαμηλὸ μορφωτικό του ἐπίπεδο. Ἡ ἴδια ἡ σύζυγός του (μὲ κατώτερο ἐπίπεδο) πίστεψε καὶ μαρτύρησε ἀπὸ τὸν ἴδιο της τὸν ἄντρα. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ στρατηγὸς Πορφύριος μὲ τοὺς διακόσιους στρατιῶτες του γιὰ τοὺς δικοὺς του λόγους ὁ καθένας ἀλλὰ μὲ τὴν ἴδια καθαρότητα καρδιᾶς φωτίστηκαν καὶ πίστεψαν στὰ λόγια τῆς Ἁγίας, βαπτίστηκαν καὶ πῆραν ἀπὸ τὸ Χριστὸ τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Δὲ θὰ ἔμενε ἡ ἴδια ἡ Ἁγία ἀμέτοχη αὐτῆς τῆς χαρᾶς τοῦ μαρτυρίου. Γι’ αὐτὸ τὸ μαρτύριο, ποὺ θὰ ἦταν κι ὁ γάμος της μὲ τὸν οὐράνιο Νυμφίο της εἶχε ἔρθει αὐτόκλητη νὰ ἐλέγξει τὸν αὐτοκράτορα ποὺ ὑποχρέωνε τοὺς ὑπηκόους του νὰ θυσιάζουν στὰ εἴδωλα. Καὶ τὸ μαρτύριο τῆς δόθηκε. Ὄχι ὅμως ὅπως θὰ τὸ ἐπιθυμοῦσε ὁ αὐτοκράτορας ἀλλὰ τόσο καὶ τέτοιο ποὺ θὰ παραχωροῦσε ὁ Θεός. Αὐτὸ συμβαίνει ἄλλωστε καὶ μὲ κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἐγκαταλείπει τὴ ζωή του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Εἴτε τοῦ δίδεται ἔκτακτη δύναμη γιὰ νὰ ἀντέξει τὴ δοκιμασία, εἴτε ἐπεμβαίνει ὁ Θεὸς καὶ τὸν λυτρώνει ἀπ’ αὐτήν. Ὁ τροχὸς ποὺ ἔφτιαξε ὁ αὐτοκράτορας καὶ μὲ τὸν ὁποῖο εἰκονίζεται ἡ ἁγία στὴ συνήθη ἁγιογραφία της δὲν πέτυχε τὸ σκοπό του. Γιατὶ ἄγγελος ἦρθε καὶ λύτρωσε τὴν ἁγία ἀπ’ αὐτὸν καὶ τὸν ἔριξε πάνω στοὺς ἀσεβεῖς. Ἡ ἁγία θὰ πέθαινε ἀκέραια, ὅπως ἤθελε ὁ Χριστός, καὶ ὄχι διαμελισμένη ὅπως ἐπιθυμοῦσε ὁ αὐτοκράτορας.
Ἔτσι ἡ ἁγία ἔλαβε ἀπὸ τὸ Νυμφίο της τρία δῶρα, τρεῖς στεφάνους ποὺ τὴν κατέστησαν μεγαλομάρτυρα ὅπως μεγάλη ἦταν σὲ ὅλη τὴ σύντομη βιοτή της: Τὴν ἄνωθεν σοφία, τὴν κατὰ Χριστὸν παρθενία, καὶ τὸ μαρτύριο τοῦ αἵματος. Αὐτὰ ὑπογραμμίζει καὶ ὁ ποιητής τῶν στίχων στὸ συναξάρι: «Αἰκατερίνα, καὶ σοφὴ καὶ παρθένος. Ἐκ δὲ ξίφους, καὶ Μάρτυς. ὦ καλὰ τρία!»
Ζητῶν
1 σχόλιο:
Εξαιρετικής ομορφιάς αλλά και θεολογικά μεστό κείμενο. Με ωφέλησε και με ανέπαυσε πολύ.
Αγαπητέ ιστολόγε συγχαρητήρια για την ανάρτηση. Αγνωστέ μοι (αλήθεια πώς είναι η κλιτική της μετοχής;) συγγραφέα ευχαριστούμε.
Μόνο που νυν εγώ καθίσταμαι ζητών τις ο Ζητών εστί.
Καλημέρες
ΓΔΜ
Δημοσίευση σχολίου