Ἡ ἑορτὴ τῶν Εἰσοδίων, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι εἰσήχθη σὲ μεταγενέστερους αἰῶνες στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἀποτελεῖ ἕνα ἰσχυρὸ χτύπημα στὴν κοσμικὴ λογικὴ ὅσων ἐπιμένουν νὰ κρίνουν ὀρθολογικὰ τὰ «ὑπὲρ λόγον καὶ ἔννοιαν» βιώματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι στὸ θεολόγο «ἐπιστήμονα» καὶ τὸ θεολόγο «ἐρευνητή» ὑπάρχουν ἰσχυρὰ ἱστορικὰ δεδομένα ποὺ τὸν «ἀναγκάζουν» νὰ ἀμφιβάλλει γιὰ τὴν «ἀλήθεια», τὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια, αὐτῆς τῆς ἑορτῆς καὶ νὰ ἀμφισβητεῖ τὴν ὕπαρξή της. Ὅμως ἐδῶ ὑπάρχει, ἀκόμα καὶ στὸ ἐπιστημονικὸ πεδίο, μιὰ ἀντινομία.
Ὁ ἐπιστήμονας θεολόγος δὲν ἔχει σκοπὸ νὰ διακριβώσει τὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια τῶν ὅσων πρεσβεύει ἡ Ἐκκλησία. Τὶς στιγμὲς ποὺ τὸ κάνει αὐτὸ περιπίπτει στὸ ρόλο τοῦ ἱστορικοῦ ἐπιστήμονα περισσότερο, παρὰ τοῦ θεολόγου. Ὁ ἱστορικὸς βεβαίως ἔχει καθῆκον νὰ κρίνει (μὲ τὴν ἀνθρώπινη λογικὴ φυσικὰ) τὴν (πιθανὴ πάντα) ἱστορικὴ ὑπόσταση τῶν ὅσων κάποιος λέει. Ὁ θεολόγος ὅμως ἔρχεται νὰ μᾶς μιλήσει γιὰ μιὰ συγκεκριμένη κοινότητα ἀνθρώπων ποὺ ἐμφανίστηκε κάποτε στὸ ἱστορικὸ γίγνεσθαι, τὴν Ἐκκλησία, καὶ γιὰ τὰ ὅσα αὐτὴ πρεσβεύει ἄσχετα μὲ τὸ ἂν αὐτὴ ἡ πίστη Της συμπίπτει μὲ τὰ δικά του πιστεύω. Καὶ ἐδῶ εἶναι ἡ ἀντινομία: Ὁ θεολόγος ἔρχεται νὰ μᾶς μιλήσει γιὰ ἕνα χῶρο θαυμάτων, ἕνα χῶρο στὸν ὁποῖο οἱ φυσικοὶ νόμοι συχνὰ ὑπερβαίνονται. Τί σχέση μπορεῖ νὰ ἔχει ἡ λογικὴ αὐτοῦ τοῦ χώρου μὲ τὴ λογικὴ τοῦ κόσμου τοῦ ἱστορικοῦ στὸν ὁποῖο τὰ πάντα πρέπει νὰ εἶναι ἱστορικὰ τεκμηριωμένα καὶ «ἀποδεδειγμένα»;
Ὁ ἱστορικὸς γιὰ παράδειγμα ἐξ ὁρισμοῦ δὲν μπορεῖ νὰ δεχθεῖ τὴν ἀνάσταση ἑνὸς νεκροῦ γιατὶ αὐτὸ ἀντιβαίνει τὴν κοινὴ ἀνθρώπινη ἀντίληψη περὶ τοῦ θανάτου ὡς κάτι τὸ μὴ ἀναστρέψιμο. Ἔτσι ἀκόμα κι ὅταν ὑπάρχουν ἱστορικὲς μαρτυρίες περὶ τούτου, αὐτὲς εἴτε ἀμφισβητοῦνται εἴτε, ἀκόμα καὶ ὅταν ὁ συγγραφέας κρίνεται ὡς ἀξιόπιστος, ἀποδίδονται σὲ πλάνη ἢ ἐσφαλμένη ἀντίληψη τοῦ γράψαντος. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ τὰ καθαρὰ ἱστορικὰ πονήματα τοῦ πολιτισμοῦ μας ἐλάχιστη ἢ καὶ καμμία ἀναφορὰ ἔχουν στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅταν τὸ κάνουν αὐτὸ δὲν ἀναφέρονται καθόλου στὸ ζήτημα τῆς ἀναστάσεώς του σὰν νὰ μὴν ὑπάρχουν καθόλου ἱστορικὲς μαρτυρίες γι’ αὐτό.
Αὐτὸς ἐπίσης εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ τὰ εὐαγγελικὰ κείμενα δὲν μνημονεύονται οὔτε ὡς ἀναξιόπιστες πηγὲς στὶς ἱστορικὲς ἀναφορὲς ἐκείνης τῆς περιόδου μολονότι ἀναφέρουν ἱστορικὰ γεγονότα τὰ ὁποῖα ἂν κρίνονταν ἀληθινά θὰ ἔπρεπε νὰ μονοπωλοῦν τὸ ἐνδιαφέρον τῶν ἱστορικῶν ὅλων τῶν ἐποχῶν. Ἔτσι γιὰ τὸν ἱστορικὸ ὁ Χριστὸς εἶναι ἕνας ψιλὸς ἄνθρωπος ποὺ ἴδρυσε μιὰ θρησκεία ὅπως ὁ Βούδας, ὁ Μωάμεθ καὶ πέθανε ὅπως κι αὐτοί.
Ὅλα αὐτὰ βέβαια καθόλου δὲ σημαίνουν ὅτι ὁ θεολόγος ἐπιστήμονας θὰ πρέπει νὰ ἀποβάλλει κάθε τι τὸ ἐπιστημονικὸ ἀπὸ πάνω του, νὰ ἐγκαταλείψει τὶς ἐπιστημονικὲς μεθόδους του καὶ νὰ υἱοθετήσει μιὰ ἁπλοϊκὴ δεισιδαιμονικὴ πίστη. Ἀντίθετα ὁ θεολόγος σὰν ἐπιστήμονας θὰ χρησιμοποιήσει τὴν κοινὴ ἐπιστημονικὴ μεθοδολογία. Ἀλλὰ μὲ ποιό σκοπό.
Ὅπως αὐτὸς ποὺ μελετάει μιὰ φυλὴ ἔχει καθῆκον νὰ καταγράψει ὅλα τὰ στοιχεῖα τῆς φυλῆς χωρὶς αὐτή του ἡ δραστηριότητα νὰ ἀλλοιώσει τὸ χαρακτῆρα τῆς φυλῆς, ἔτσι κι ὁ θεολόγος ἐπιστήμονας σκοπὸ ἔχει χρησιμοποιῶντας αὐτὲς τὶς ἐπιστημονικὲς μεθόδους του νὰ φανερώσει ποιά ἡ ζωὴ καὶ τὰ πιστεύω τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴ γέννεσή της ἕως σήμερα.
Γιατὶ εἶναι σύνηθες φαινόμενο σήμερα πολλοὶ θεολόγοι, χρησιμοποιῶντας κάποια ἱστορικὰ δεδομένα, νὰ ἀμφισβητοῦν ἀκόμα καὶ θεμελιώδη πράγματα στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἐνῷ παράλληλα ἀγνοοῦν ὅτι αὐτὰ τὰ λαθεμένα κατ΄ αὐτοὺς πιστεύω ἀποτελοῦσαν τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας ἤδη ἀπὸ τὴν ἴδρυσή της ἔστω κι ἂν αὐτὸ δὲν εἶχε καταγραφεῖ ἢ ἐπισημοποιηθεῖ ἀπὸ τότε. Καὶ ἡ γιορτὴ τῶν Εἰσοδίων παρέχει πολλὰ τέτοια παραδείγματα.
Εἶναι ἀναντίρρητο ἱστορικὸ δεδομένο ὅτι στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ἔμπαινε μόνος ὁ Ἀρχιερεύς κι αὐτὸς μόνο μιὰ φορὰ τὸ χρόνο. Αὐτὸ τὸ δεδομένο ὅμως δὲν μᾶς ἐγγυᾶται ὅτι σὲ χρόνους παρακμῆς τοῦ ἰουδαϊκοῦ νόμου δὲν θὰ ἦταν δυνατὸ κάτω ἀπὸ ὁρισμένες προϋποθέσεις νὰ καταλυθεῖ κι αὐτὴ ἡ τάξη.
Τὰ ἀπόκρυφα εὐαγγέλια δίνουν πληροφορίες γιὰ τὸ τί ἀκριβῶς συνέβη καὶ εἰσήχθη ἡ Παναγία στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ γεγονός, ὅτι δηλαδὴ τὰ ἀπόκρυφα εἶναι αὐτὰ ποὺ δίνουν αὐτὲς τὶς πληροφορίες, ὁδηγεῖ πολλοὺς στὸ νὰ ἀπορρίψουν ὁλόκληρη τὴν ἱστορία τῆς εἰσόδου τῆς Θεοτόκου στὸ Ναό.
Τὸ ἐπιχείρημα εἶναι ὅτι τὰ ἀπόκρυφα τὰ γνώριζαν καὶ τὰ ἀπέρριψαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ εἶναι κι αὐτὸ ἀλήθεια. Ἀλλὰ οὔτε κι αὐτὸ μᾶς ἀναγκάζει νὰ ἀπορρίψουμε συλλήβδην ὁ,τιδήποτε εἶναι γραμμένο μέσα σ΄ αὐτά. Οἱ Πατέρες ὅταν ἀπέρριψαν τὰ ἀπόκρυφα τὸ ἔκαναν γιατὶ εἶχαν τοὺς λόγους τους. Τὰ βιβλία αὐτὰ ἀναμίγνυαν μύθους μὲ πραγματικότητες καὶ γι’ αὐτὸ ἦταν ἐπικίνδυνα κυρίως γιὰ τὴν πνευματικὴ οἰκοδομὴ τῶν πιστῶν καὶ πολὺ λιγότερο γιὰ τὴν ἱστορικὴ ἀκρίβεια τῶν γεγονότων ποὺ ἀφηγοῦνταν. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι μπορεῖ καὶ νὰ ἀφηγοῦνταν πραγματικὰ γεγονότα τῆς Ἐκκλησίας τὰ ὁποῖα δὲν συνέβη νὰ ἀναφέρουν ταυτόχρονα καὶ οἱ Εὐαγγελιστές τῶν ὁποίων τὰ ἔργα εἶχαν ἐγκρίνει οἱ Πατέρες. Ποιός ὅμως μπορεῖ νὰ ξεχωρίσει τί εἶναι ἀληθὲς καὶ τί ψευδὲς μέσα σ΄ αὐτά; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἁπλή. Ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία.
Τὸ τί πιστεύει ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔχει καταγραφεῖ μόνο στὰ Εὐαγγέλια. Δὲν εἶναι αὐτὰ ἡ μοναδικὴ πηγὴ γιὰ νὰ μάθουμε τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας. Οὔτε ὁ,τιδήποτε πιστεύει ἡ Ἐκκλησία τεκμαίρεται ἀναγκαστικὰ ἀπὸ αὐτά. Ἂν συνέβαινε αὐτὸ τότε καὶ οἱ προτεστάντες θὰ μποροῦσαν νὰ φθάσουν στὴν ἀλήθεια ἁπλῶς διαβάζοντας τὴν Ἁγία Γραφή. Γιὰ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση ὅμως ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν εἶναι παρὰ ἕνα κομμάτι τῆς καταγεγραμμένης Ἱερᾶς της Παραδόσεως καὶ ὄχι ἡ ὁλότητά της. Ἕνα ἄλλο ἐξ ἴσου σημαντικὸ κομμάτι της εἶναι ἡ ὑμνολογία της. Καὶ στὴν ὑμνολογία της βρίθουν οἱ ἀναφορὲς στὴν εἴσοδο τῆς Παναγίας στὰ ἐνδότερα τοῦ καταπετάσματος καὶ ἡ βιωτή της ἐκεῖ.
«Ἄγγελοι τὴν Εἴσοδον τῆς Πανάγνου, ὁρῶντες ἐξεπλήττοντο, πῶς ἡ Παρθένως εἰσῆλθεν, εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων» ἢ «…πῶς παραδόξως εἰσῆλθεν εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων» ἢ «…ὅτι ἐν δόξῃ εἰσῆλθεν εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων» ἢ ἀκόμα καὶ «…πῶς θεαρέστως εἰσῆλθεν εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων».
Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ βιωτή της δώδεκα χρόνια μέσα στὰ Ἅγια μιλάει ἡ ὑμνογραφία. «Καὶ σώματι καὶ πνεύματι ἔχαιρε, σχολάζουσα Μαρία ἡ ἄμωμος, ἐν τῷ ναῷ Κυρίου, ὥσπερ σκεῦος ἱερώτατον». Ἀλλὰ καὶ «Λαμβάνουσα τροφὴν τὴν οὐράνιον, προέκοπτε σοφία καὶ χάριτι, ἡ γενομένη Μήτηρ, κατὰ σάρκα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ». Ἐπίσης «Εἰσέφερον ναοῦ εἰς ἐνδότατον, οἱ σώφρονες πατέρες σου Ἄχραντε, ἀνατραφῆναι ξένως, εἰς κατοίκησιν Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ». Τέλος οἱ ἱεροελεγεῖοι στίχοι τῆς ἑορτῆς μᾶς πληροφοροῦν καὶ ποιός ἔτρεφε τὴν Παναγία στὸ Ναό: «Ἔνδον τρέφει σε Γαβριὴλ ναοῦ, Κόρη, Ἤξει δὲ μικρὸν καὶ τὸ Χαῖρέ σοι λέξων. Βῆ ἱερὸν Μαρίη τέμενος παρὰ εἰκάδι πρώτη».
Ἐδῶ βέβαια πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι τὴν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας δὲν θὰ πρέπει νὰ τὴν ἀναγιγνώσκουμε κατὰ γράμμα ὥστε νὰ ἐξάγουμε συμπεράσματα ποὺ θὰ ἰκανοποιοῦσαν ἐνδεχομένως ἕνα ἱστορικό, ἀλλὰ ὅμως ὅτι ἀντίθετα μὲ ἄλλες ποιήσεις ὅ,τι ἀναφέρεται εἶναι ἀπολύτως ἀληθές ἔστω καὶ στὴ γενικὴ πνευματική του ἔννοια. Γιὰ παράδειγμα ὁ Ζαχαρίας μπορεῖ νὰ μὴν εἶπε μὲ τὸ στόμα του στὴν Ἄννα «εἰσάγεις ἀληθινὴν Μητέρα Ζωῆς» ἀλλὰ μὲ τὴ στάση του «ἐν πνεύματι» αὐτὸ ἔκανε ὅπως ἀκριβῶς τὸ λέει καὶ τὸ τρίτο τροπάριο τῆς ὀγδόης ᾠδῆς.
Τὰ συναξάρια ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ἔχουν ἀποτελέσει ἀντικείμενο διχογνωμιῶν. Οἱ «ἐπιστήμονες» θεολόγοι, ἐννοῶντας αὐτοὺς ποὺ φέρουν περὶ πολλοῦ τὴν ἐπιστημονική τους ἰδιότητα, τὰ θεωροῦν ἀναξιόπιστα γεμάτα θρύλους καὶ φαντασίες. Καὶ εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ λαϊκὴ εὐσέβεια εἶναι δυνατὸν νὰ περιβάλλει μὲ ἀρκετὴ φαντασία κάποιο θαυμαστὸ γεγονὸς καὶ νὰ τοῦ προσδώσει κάποια μυθικὰ στοιχεῖα. Ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτὸ ὅμως, μέχρι τοῦ νὰ ἀπορρίπτεται ὁλόκληρο τὸ κείμενο ὡς ἀναξιόπιστο ἡ ἀπόσταση εἶναι μεγάλη.
Ἄλλωστε ἔχει μεγάλη σημασία μὲ τίνος τὸ βλέμμα «διαβάζεις» ἕνα κείμενο. Ἡ Ἐκκλησία γιὰ παράδειγμα ποτέ, οὔτε καὶ σ’ αὐτὰ τὰ Εὐαγγέλια δὲν ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τὴν ἐξονυχιστικὴ ἀκρίβεια τῶν ἀναφερομένων στοιχείων ἀλλὰ γιὰ τὸ ἂν τὰ λεγόμενα ἢ τὰ γραφόμενα ἀπέδιδαν ἀληθῆ ἢ ψευδῆ εἰκόνα τῆς πραγματικότητας καὶ ἂν τὴν ὑπηρετοῦσαν. Ὁ ἱστορικὸς ὅμως ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸ ἀκριβὲς «ἀντικειμενικὸ» γεγονὸς καὶ ὄχι τόσο γιὰ τὸ τί ὑπηρετεῖ. Ἔτσι οἱ ἱστορικὰ ἀληθεῖς καὶ ἀκριβεῖς μάρτυρες τῆς δίκης τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἀνέφεραν τὸ λόγο ποὺ πραγματικὰ εἶχε πεῖ ὁ Χριστὸς γιὰ τὴν κατάλυση τοῦ ναοῦ, χαρακτηρίζονται στὴν Ἁγία Γραφὴ ὡς ψευδομάρτυρες.
Τόσο τὸ συναξάρι τοῦ μηναίου ὅσο καὶ οἱ διάφοροι συναξαριστὲς μᾶς παρέχουν πολλὲς πληροφορίες γιὰ τὶς λεπτομέριες τοῦ γεγονότος τῶν Εἰσοδίων: «Ἣν καὶ λαβόντες οὖτοι, τάχα βουλήσει Θεοῦ ὑπηρετοῦντες,…εἰς τὸ ἐνδότατον τοῦ Ναοῦ ἐμβιβάζουσι, χρόνους ὁλοκλήρους δώδεκα ἐκεῖσε διατρίβειν αὐτὴν μόνην, ὅπου τοῦ ἐνιαυτοῦ ἅπαξ τοῖς Ἱερεῦσιν εἰσιέναι ἀφώριστο» μᾶς ἀναφέρει τὸ συναξάρι τοῦ μηναίου. Ἐντύπωση προκαλεῖ ὅτι ἐνῷ ὁ συναξαριστὴς καὶ γιὰ τὴν εἴσοδο στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων μιλάει, καὶ γιὰ τὴν παραμονὴ ἐπὶ δώδεκα ὁλόκληρα χρόνια ἐκεῖ, δὲν ἀποσιωπᾶ καὶ δὲν ἀποκρύπτει τὸ γεγονὸς ὅτι ἐκεῖ δὲν ἐπιτρεπόταν παρὰ μόνο στοὺς ἱερεῖς νὰ μπαίνουν καὶ μάλιστα μόνο μιὰ φορὰ τὸ χρόνο. Καὶ παρ΄ ὅλα αὐτὰ ἰσχυρίζεται ὅτι οἱ ἱερεῖς ἦταν αὐτοὶ ποὺ τὴν εἰσήγαγαν ἐκεῖ. Πῶς ἐξηγοῦνται ὅλα αὐτά; Περισσότερες πληροφορίες δίνει ὁ συναξαριστὴς τῆς Σιμωνόπετρας.
«Ὁ Ἰωακεὶμ κάλεσε τότε κόρες Ἑβραίων ἀπὸ καθαρὴ φυλὴ νὰ τὸ συνοδεύσουν στὸ Ναὸ προπορευόμενες μὲ ἀναμμένες λαμπάδες, ἔτσι ὥστε τὸ φῶς νὰ τραβήξει τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ παιδιοῦ καὶ νὰ μὴν μπεῖ στὸν πειρασμὸ νὰ στραφεῖ πίσω πρὸς τοὺς γονεῖς του». Ἔτσι λοιπὸν ἐξηγεῖται καὶ ἡ ὕπαρξη παρθένων στὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου κάτι τὸ ὁποῖο καὶ ἡ ὑμνολογία ἀναφέρει ὡς προφητευθὲν μάλιστα ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη: «Προφήτευσον ὁ λέγων ἐν Πνεύματι. Ἀχθήσονται παρθένοι ὀπίσω σου, ἀπενεχθήσονταί σοι, εἰς ναὸν τῇ βασιλίδι Μητρί». Ὅλα, ἀκόμη καὶ τὰ θαύματα καὶ τὰ πιὸ μεγαλειώδη καὶ προφητευθέντα γεγονότα στὴν Ἐκκλησία γίνονται μὲ μιὰ ἀμεσότητα καὶ μιὰ φυσικότητα ποὺ δὲν ξαφνιάζει ἀλλὰ καὶ δὲν στερεῖ τίποτα ἀπὸ τὴ μεγαλειότητά τους.
Ἡ Παναγία ὅμως, συνεχίζει ὁ συναξαριστὴς ὄχι μόνο δὲν θέλησε νὰ γυρίσει πίσω, οὔτε συναρπάστηκε ἀπὸ τὶς παρθένους ἀλλὰ τὶς προσπέρασε καὶ ἔπεσε τρέχοντας στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Ζαχαρία, τοῦ πατέρα τοῦ Προδρόμου (ὁ ὁποῖος ἦταν προφήτης καὶ) ὁ ὁποῖος τὴν εὐλόγησε καὶ τῆς εἶπε: «Ὁ Κύριος ἐδόξασε τὸ ὄνομά σου σὲ πᾶσα γενεά. Στὸ πρόσωπό σου θὰ ἀποκαλύψει κατὰ τὶς ἔσχατες ἡμέρες τὴ Λύτρωση ποὺ ἑτοίμασε γιὰ τὸν λαό Του». Καὶ ἂν δὲν εἶπε αὐτὰ ἀκριβῶς τὰ λόγια, γιὰ τὴν Ἐκκλησία μικρὴ σημασία ἔχει. Ἡ σημασία εἶναι ὅτι ὁ Προφήτης Ζαχαρίας σὲ αὐτὴν τὴν σημαντικὴ στιγμὴ τῆς ἀφιερώσεώς της στὸ Ναὸ προφήτευσε τὸ σημαντικὸ ρόλο ποὺ θὰ ἔπαιζε. Κατὰ τὸ συναξαριστὴ αὐτό, ὁ Ζαχαρίας ἦταν αὐτὸς ποὺ ἔλαβε τὴν πρωτοβουλία νὰ εἰσαγάγει τὴ μικρὴ Θεοτόκο στὸ ναό, πρᾶγμα ποὺ φαίνεται πιθανότερο ἀπὸ τὸ νὰ τὴν εἶχαν εἰσαγάγει μὲ κοινή τους ἀπόφαση ὅλοι οἱ ἱερεῖς. Πιθανῶς ὅμως νὰ συνέβησαν καὶ τὰ δύο: Ὁ Ζαχαρίας ἀνέλαβε τὴν πρωτοβουλία, καὶ οἱ ἱερεῖς ποὺ τὸν ἐμπιστεύονταν συμφώνησαν.
Ἂς σημειώσουμε ἐδῶ ὅτι τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Ζαχαρίας ἦταν ἀρχιερέας καὶ ἦταν καὶ προφήτης τοῦ ἔδινε τὸ ἀπαιτούμενο κῦρος ἔναντι τῶν Ἰουδαίων ὥστε νὰ πράξει αὐτὸ τὸ τόλμημα. Φαίνεται πὼς οἱ ἱστορικῶς κρίνοντες ὅλα αὐτὰ τὰ γεγονότα προσπερνοῦν ἀσχολίαστα τὸ γεγονὸς ὅτι ὁλόκληρος προφήτης Ζαχαρίας θανατώθηκε μεταξὺ τοῦ Ναοῦ καὶ τοῦ θυσιαστηρίου ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς ὁμοεθνεῖς του. Ἡ παράδοση ὅμως τὸ ἐξηγεῖ καὶ αὐτό: Ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Ζαχαρίας φρόντισε νὰ μνηστεύσει τὴ Θεοτόκο μὲ τὸν Ἰωσὴφ, κατόπιν φωτισμοῦ του ἀπὸ τὸ Θεό, καὶ ἀφοῦ ἔκανε ὁ ἴδιος τὴν περιτομὴ τοῦ θείου βρέφους, συνέχιζε νὰ τοποθετεῖ τὴ Θεοτόκο, γνωρίζοντας σὰν προφήτης τὴν παρθενία της, μαζὶ μὲ τὸ χορὸ τῶν παρθένων. Αὐτὸ ὅμως πιὰ οἱ Ἰουδαίοι δὲν μπόρεσαν ἄλλο νὰ τὸ ἀντέξουν καὶ τὸν ἐθανάτωσαν.
«Κατὰ τὰ ἐννέα αὐτὰ χρόνια…», συνεχίζει ὁ συναξαριστής, «… ἡ Παναγία τρεφόταν μὲ τροφὴ πνευματικὴ ποὺ τῆς ἔφερνε ἄγγελος Κυρίου. Διῆγε βίο οὐράνιο… δὲ ζοῦσε παρὰ μόνο γιὰ τὸν Θεό, μὲ τὸ νοῦ της προσηλωμένο κάθε στιγμὴ στὴ θεωρία τοῦ κάλλους Του. … Κατόρθωσε τέτοια τελειότητα, ποὺ συνόψισε στὸ πρόσωπό της ὅλη τὴν ἁγιότητα τοῦ κόσμου καί, ὁμοιωθεῖσα διὰ τῆς ἀρετῆς μὲ τὸ Θεό, προσείλκυσε τὸν Θεὸ νὰ «ὁμοιωθεῖ» διὰ τῆς Ἐνανθρωπήσεως μὲ τοὺς ἀνθρώπους».
Καὶ γιὰ τὴν πνευματική της πορεία ἀναφέρει: «Ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ ἀδύτου,…ἡ Παναγία ἄκουε κάθε Σάββατο τὰ ἀναγνώσματα τοῦ Νόμου καὶ τῶν Προφητῶν ποὺ ἀπευθύνονταν στὸν λαὸ στὸ κοινὸ τμῆμα τοῦ Ναοῦ. Μὲ τὴ διάνοιά της ὀξυμμένη ἀπὸ τὴν ἡσυχία καὶ τὴν προσευχή, ἔφθασε ἔτσι στὴ γνώση τοῦ βαθύτερου νοήματος τῶν μυστηρίων τῶν Γραφῶν».
Ὅλα ἀπλὰ καὶ φυσικὰ σύμφωνα μὲ τοὺς πνευματικοὺς νόμους τῆς Ἐκκλησίας: Ἡ πνευματικὴ προκοπὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἐπιτυγχάνεται ἀπὸ τὶς ἐνδελεχεῖς μελέτες ἔστω καὶ τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ ἡ διάνοια φθάνει στὴ γνώση τοῦ βαθύτερου νοήματος τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία Χάρις εἰσέρχεται στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἡσυχία (τὴν ἡσυχία τῆς καρδιᾶς ἀπὸ τὰ πάθη) καὶ τὴν προσευχή.
Ἡ Παναγία ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ἤδη εἶχε φθάσει σὲ ἁγιότητα γέροντος ἀσκητοῦ, καὶ τὴν ἁγιότητα αὐτὴ τὴν ἐπαύξησε τόσο, στὴ συνέχεια, ὥστε ἔγινε «ἡ τιμιωτέρα τῶν Χερουβὶμ καὶ ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφίμ». Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι τὸν τίτλο τοῦ παρθένου ἡ Ἐκκλησία τὸν χάρισε μόνο σὲ δύο πρόσωπα, μολονότι ὑπῆρχαν πολλοὶ κατὰ σῶμα παρθένοι στὴν ἱστορία της: Στὴν Παναγία καὶ στὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸ Θεολόγο. Ὁ λόγος εἶναι ὅτι καὶ οἱ δύο, ἀλλὰ κυρίως ἡ Παναγία, ἤδη ἐξ ἀπαλῶν ὀνύχων δὲν συγκατατέθηκαν οὔτε σὲ ἕνα λογισμὸ τοῦ πονηροῦ, εἶχαν δηλαδὴ τὴν παρθενία τῆς ψυχῆς παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἦταν φορεῖς τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Αὐτὸς ἦταν κι ὁ λόγος ποὺ ὁ Θεὸς «ἐπέλεξε» τὴν Παναγία γιὰ τὸ σχέδιο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ἡ Θεοτόκος δὲν ἔγινε Παναγία ἐπειδὴ ἔγινε ἡ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ἔγινε ἡ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ ἐπειδὴ ἦταν Παναγία.
Τὴν ἱστορία τῶν Εἰσοδίων δὲν τὴν ἀναφέρουν τὰ συναξάρια ἐπειδὴ τὴ «διάβασαν» στὰ ἀπόκρυφα κείμενα. Μπορεῖ νὰ ἰσχύει καὶ τὸ ἀντίθετο: Ἐπειδὴ ἦταν γνωστὴ στοὺς πρώτους χριστιανοὺς τὴν κατέγραψαν καὶ οἱ συγγραφεῖς τῶν ἀποκρύφων γιὰ νὰ δώσουν μεγαλύτερο κῦρος στὸ σύγγραμμά τους. Ὅπως καὶ νἆχει τὸ πρᾶγμα ἡ μεγαλύτερη ἐπιβεβαίωσή της εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι πέρασε ἀπὸ τὸ «κόσκινο» τῆς κριτικῆς ὄχι ἅγιων ἀλλὰ ἁπλοϊκῶν γραϊδίων ἀλλὰ πολλῶν καὶ μεγάλων καὶ θεοφώτιστων πατέρων τῆς Ἐκκλησίας οἱ ὁποῖοι εἶχαν τὴ χάρη ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ διακρίνουν τὸ ἀληθὲς ἀπὸ τὸ ψευδὲς καὶ τὸ γνήσιο ἀπὸ τὸ κίβδηλο. Αὐτοὶ γιὰ τὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι οἱ ἐπαΐοντες γιὰ τὰ προβλήματα ποὺ τὴν ἀπασχολοῦν.
Ζητών
1 σχόλιο:
Εξαιρετικό άρθρο για τα Εισόδια.
Νομίζω ότι πρέπει να παρακινηθεί ο ζητών να γράφει συχνότερα στο μπλόγκ σας π.Γερασιμάγγελε.
Είναι εξαίρετος θεολόγος ο ζητών και η σκέψη του βαθύτατα ορθόδοξη και αγιοπατερική.Εύγε.
Δημοσίευση σχολίου