Πέμπτη 24 Μαρτίου 2011

ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΚΑΙ Η ΚΙΒΩΤΟΣ ΤΟΥ

Τάσος Λιγνάδης

Η τουρκοκρατία, παρά τη μακρά διάρκεια της, ήταν για την ομαδική συνείδηση του υποδούλου Γένους μια διαρκής προσωρινότης. Μέσα σ’ αυτή την προσωρινότητα ανατράφηκε η μόνιμη αιτιολογία του ξεσηκωμού και η απελευθερωτική ιδεολογία των αλυτρώτων. Η ανασύσταση του δικαιούχου κράτους που καταλύθηκε υπήρξε όχι μόνο παθητική μνήμη συντηρήσεως της απελευθερωτικής ιδέας αλλά και ενεργητική υπόμνηση ενός ανοιχτού λογαριασμού από γενιά σε γενιά, που, όταν το ευνοούσαν οι πολιτικές περιστάσεις, εκδηλωνόταν ως εξέγερση. Οι εξεγέρσεις που σημειώθηκαν κατά την Τουρκοκρατία προ του 1821 και μετά έως την Μικρασιατική καταστροφή, είναι τεκμήρια ως προς την ακόλουθη διάγνωση: Ο ξεσηκωμός του 1821 μετράει περισσότερο επειδή μετράει ως αποτέλεσμα. Δεν εξαντλεί όμως την εξήγηση ενός ιστορικού φαινομένου. Δεν περιορίζει στο συγκεκριμένο γεγονός τη ζωτικότητα μιας απελευθερωτικής βούλησης, που προσδιορίζει ως αδιάλειπτη ετοιμότητα. Αυτό ακριβώς που χαρακτηρίζει την διάθεση και ετοιμότητα του ελληνισμού στην ιστορική του περιπλάνηση.
          Συνεπώς ο περιορισμός των κριτηρίων στην πραγματικότητα του ανεξάρτητου κρατιδίου που προήλθε από τον αγώνα του 1821, είναι μοιραίο να οδηγεί σε λαθεμένες εκτιμήσεις και να ελαχιστοποιεί σε χρόνο, σε έκταση και σε σημασία. Ένα ιστορικό φαινόμενο που δεν χωράει στα στενά πνευματικά και πολιτικά όρια του Ελλαδικού κρατιδίου για να ερμηνευθεί.
          Τα Γένος υπήρξε για την ιστορία μας κάτι πολύ ευρύτερο, βαθύτερο και διαρκέστερο απ’ το περιστασιακό εθνικό κρατίδιο που δημιουργήθηκε από τις πολιτικές συγκυρίες που επέτρεψαν την ύπαρξη του. Μέσα στον πολυεθνικό χαρακτήρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η ειδοποιός διαφορά που διακρίνει το Γένος από τις άλλες υπόδουλες οντότητες, υπήρξε η Ορθοδοξία ως λειτουργία πίστης, γλώσσας, μνήμης, παιδείας και ως οργανισμός υπάλληλος του Ισλαμικού κράτους, δηλ. η Εκκλησία. Το εθναρχικό λειτούργημα της Εκκλησίας υπήρξε για τους υπόδουλους χριστιανικούς πληθυσμούς μια ενότητα αποδεκτή εξουσία, περισσότερο δικαιωματική από τις παράλληλες ή υπάλληλες κοσμικές, πολιτικές εξουσίες των υποδούλων.
          Και για να εντοπίσουμε περισσότερο την περιοχή μας στο θέμα που βαθμιαία προσεγγίζουμε, παρατηρούμε ότι το κύρος του Οικουμενικού Πατριαρχείου ήταν δραστικότερο για τον Ελληνισμό, ακόμα κι’ όταν ιδρύθηκε το ελλαδικό κρατίδιο, ακόμα κι’ όταν το αυτοκέφαλο της Ελλαδικής Εκκλησίας υπήρξε ένα καίριο πλήγμα δια την ενότητα του ζωτικού μύθου του ελληνισμού, που τις συνέπειες του έπρεπε να φθάσουμε στο τέλος περίπου του 20ου αι. για να τις αισθανθούμε ως πολιτικό και ιστορικό ολίσθημα.
          Ο αναγνώστης της ιστορίας θα πρέπει να εκτιμήσει όλως ιδιαιτέρως την ακόλουθη παρατήρηση: Η Ορθόδοξη Εκκλησία διήρκησε περισσότερο από την υπερχιλιετή Βυζαντινού Αυτοκρατορία. Το Βυζάντιο υπήρξε ουσιαστικά πνευματικό παράγωγο της Εκκλησίας. Η Εκκλησία διατήρησε επίσης περισσότερο από την Οθωμανική Αυτοκρατορία ,μολονότι έζησε υπό το καθεστώς της αιχμαλωσίας. Κατόρθωσε δε να επιβιώσει ακόμα και κάτω από τις πιο αντίξοες διαλυτικές περιστάσεις αρνήσεως της υποστάσεως της κατά τον αιώνα μας.
          Η παρατηρήση αυτή μας ενδιαφέρει ως προς το σημείο εκείνο κατά το οποίο η Εκκλησία τεκμηριώνεται ως ζωτική κιβωτός, δηλ. θεματοφύλακας της ταυτότητας του ελληνισμού, πράγμα που σημαίνει ότι, η πνευματικότητα της μεταστοιχειώνεται στην ιστορία ως πολυδιάστατη πολιτική διασώσεως και συντηρήσεως της ιθαγένειας. Αυτή η συνείδηση της εγκοσμιότητας ερμηνεύει και την αντοχή του Γένους στις πιο απηνείς συνθήκες της ιστορικής του οδοιπορίας.. Εάν υποθετικά είχε εφαρμοσθεί ένας ολοκληρωτικός εξισλαμισμός, τότε οι όροι «Γένος» και «Ελληνισμός» δεν θα είχαν υπόσταση. Αν όχι ακριβώς το ίδιο, αλλά κάτι παρεμφερές θα συνέβαινε ως προς την υπόσταση του Ελληνισμού, εάν ο υποθετικός συλλογισμός αναφερόταν στο ενδεχόμενο ενός ολοκληρωτικού εκλατινισμού.
          Όλα αυτά βοηθούν για να ηθογραφήσουμε με περισσότερη ακρίβεια την προσωπικότητα του Γένους, όπως διαγράφεται στις σχέσεις του με την Εκκλησία και αναγωγικά με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Περιγράφουμε την εικόνα ενός πλάσματος που λειτούργησε κατά την τουρκοκρατία ως κράτος εν κράτει και που μέσα από τους διοικητικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς μηχανισμούς πέτυχε να συντηρήσει την ιδιαιτερότητα ενός πνεύματος που είχε σαφή τα εθνικά του γνωρίσματα. Και δεν χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια για να εννοήσουμε γιατί το αναστάσιμο όνειρο της ανασυστάσεως θεωρήθηκε πραγματοποιήσιμο από τις ορθόδοξες μάζες συνδυασμό με τις επιδιώξεις της ομόδοξη Ρωσίας.
                     Από την άλλη πλευρά για να κατανοήσουμε την συμπεριφορά της Δύσεως στις χώρες του υπόδουλου ελληνισμού πρέπει να συνυπολογίσουμε με σημαδιακές φάσεις των δυτικών σχέσεων με τις χώρες της Ανατολής. Τη φάση σταυροφοριών που διέβρωσε μέχρι διαλύσεως την Βυζαντινή Αυτοκρατορία, τη διαδέχεται η φάση των διομολογήσεων, ο πολιτικός και εμπορικός ανταγωνισμός στην εκμετάλλευση του παρακμιακού οθωμανικού κράτους, η εξισορρόπηση των διεθνικών συμφερόντων και αποικιοκρατική κινητικότητα στους χώρους της Μ .Ανατολής.
          Ως προς το θέμα μας οι σχέσεις της Δύσης με τον ελληνισμό διακρίνονταν κατά το ότι η πολιτική της δικής της προστασίας και των δικών της συμφερόντων με ένα πνεύμα διαφωτιστικών αντιλήψεων. Πριν και μετά την επανάσταση του 1821, κατά τις οποίες η οικουμενικότητα του Γένους συστέλλεται στην επιδίωξη του εθνικού κρατιδίου και τη ροή της συνέχειας την ανακόπτει ένα μουσειακό άλμη επιστροφής στην ελληνική αρχαιότητα.
          Αυτά τα δύο ρεύματα, μη συνειδητοποιημένα στην εποχή τους, χαρακτηρίζουν μέχρι σήμερα την ιδεολογική αντινομία του ελληνισμού. Πέρα όμως αυτού, η συνοπτική αυτή εικόνα που επιχειρήσαμε να δώσουμε μας ενδιαφέρει για να καταλάβουμε την ιδιάζουσα θέση και στάση που όφειλε να τηρεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο μπροστά στα προβλήματα που παρουσιάζονταν κάθε φορά και που αφορούσαν την ίδια την υπόσταση του Γένους και την αυτοάμυνα του.

           «ΚΑΤΑΡΡΕΩ» σελ.276