Πρόκειται για ένα ερώτημα που διατυπώνεται έντονα τώρα τελευταία μετά τη θέσπιση της χειροτονίας των γυναικών στην Αγγλικανική « Εκκλησία» και άλλες προτεσταντικές ομάδες.
Το ζήτημα αυτό είχε αναδυθεί και στο παρελθόν. Στο έργο του Αγίου Επιφανίου- « ΠΑΝΑΡΙΟΝ»- αναγράφονται περιπτώσεις αιρετικών ομάδων που χειροτονούσαν γυναίκες «τις προφήτιδες» σε όλους τους βαθμούς της ιερωσύνης. Την πράξη τους αυτή στήριζαν και στο Παύλειο χωρίο «ουκ ένι άρσεν και θήλυ» ( Γαλ. 3,28).
Το επιχείρημα της εν Χριστώ ισοτιμίας των δύο φύλων αποτελεί για τους σύγχρονους θιασώτες της χειροτονίας των γυναικών, ένα προσφιλές έρεισμα, ότι δηλ. με την οικονομία του Χριστού στον κόσμο αποκαταστάθηκε το ευτελιζόμενο πρόσωπο της γυναίκας. Οπότε γιατί να μπαίνει στο περιθώριο και να υποτιμάται το γυναικείο πρόσωπο;
Εξ άλλου ο αποκλεισμός της γυναίκας από τα ιερατικά καθήκοντα δεν σχετίζεται με αρχές πίστεως, αλλά έχει να κάνει περισσότερο με θέματα κοινωνικών και θεσμικών αντιλήψεων της πρώιμης Εκκλησίας, όπου εξακολουθούν παραδόσεις και νοοτροπίες σε βάρος των γυναικών.
Γι’ αυτό η πρώτη Εκκλησία τήρησε αποστάσεις στο θέμα της χειροτονίας των γυναικών για να μην γίνει προκλητική. Αυτό, λένε, είχε ως συνέπεια να παραμείνει η απόρριψη της ιερωσύνης των γυναικών ως θεσμός και παράδοση μέσα στη ζωή της Εκκλησία, με αποτέλεσμα τη δύσκολη ανατροπή της.
Τους τελευταίους αιώνες ισχυρίζονται, λόγω της απελευθέρωσης της γυναίκας ότι πρέπει να « αποκατασταθεί» το γυναικείο πρόσωπο, ώστε να μην υπάρχει τίποτε και μέσα στην Εκκλησία, που να παραπέμπει σε εποχές ευτελισμού της γυναίκας!.
Είναι αλήθεια, ότι η ισοτιμία των δύο φύλων, αποτέλεσε κεντρικό σημείο του κηρύγματος της . Ο Ευαγγελικός λόγος απελευθέρωσε τον άνθρωπο από το διασυρμό της εκμετάλλευσης και καταπίεσης και το « πάντες γαρ υμείς έστε εν Χριστώ Ιησού» δεν είναι κενός λόγος για την ανθρώπινη ύπαρξη. Εξ άλλου το έργο της Θ. Οικονομίας πραγματοποιείται δια του προσώπου μιας γυναίκας, της Θεοτόκου, η οποία αποκαλείται «καλλονή του Ιακώβ» ( Ψαλ.66,6). Ο δε Άγ. Κύριλλος αποκαλεί « κειμήλιον της οικουμένης». Αυτό φανερώνει τον ύψιστο βαθμό τιμής και ρόλο που αξίωσε ο Θεός στη γυναίκα, την Παναγία, αλλά και το βαθμό αναγνώρισης σε ανθρώπινο πρόσωπο.
Έτσι ο Θεός με κανένα τρόπο δεν υποτιμά τη γυναίκα, όπως και η Εκκλησία, υμνεί και σέβεται στο πρόσωπο της Παναγίας κάθε γυναίκεια ύπαρξη.
Επομένως αν η Εκκλησία αρχής γενομένης από τον Ιησού και τους Αποστόλους Του, καθιέρωσε την ανάληψη της ιερωσύνης μόνο από τους άνδρες, αυτό δεν σημαίνει και υποτίμηση ή περιφρόνηση της γυναίκας. Αυτή ήταν εντολή του Χριστού και των Αποστόλων στην πράξη της αρχαίας Εκκλησίας και αυτό αποτέλεσε θεσμό και στην παράδοση της Εκκλησίας. Αν ο Χριστός θεωρούσε ότι και η γυναίκα μπορεί να αναλάβει και το ιερατικό αξίωμα, πρώτη η Παναγία έπρεπε να θεωρηθεί η καταλληλότερη γι’ αυτό το ρόλο. Οπότε, αν η μη ανάληψη της ιερωσύνης από μέρος της γυναίκας δηλώνει υποτίμηση τότε η ευθύνη για το ζήτημα αυτό ανήκει στον Χριστό και τους Αποστόλους.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε η Εκκλησία κάνει όσα ο Χριστός και οι Απόστολοι δίδαξαν και παρέδωσαν. Πρέπει να τονίσουμε ιδιαίτερα, ότι κατά την Πεντηκοστή στο υπερώο της Ιερουσαλήμ η επιδημία του Παρακλήτου προχείρισε μόνο τους Αποστόλους στο βαθμό της ιερωσύνης, ενώ εκεί ήταν συγκεντρωμένες και γυναίκες με κορυφαίο το πρόσωπο της Θεοτόκου.
Άρα η ανάληψη εκ μέρους των ανδρών του ιερατικού χαρίσματος ανάγει την αρχή της σε θεία ενέργεια και αυτό δεν εξυπονοεί συμπεριφορά σε βάρος της γυναίκας και υπέρ του ανδρικού φύλου. Και τούτο διότι η ιερωσύνη δεν συνιστά απονομή προνομίου ή τιμητικού αξιώματος για τον άνδρα, αλλά αποτελεί βαριά ευθύνη και καθήκον που συνάδει περισσότερο στον ανδρικό φύλο. Η ανδρική φύση κατά πρόνοια Θεού κρίνεται ως η καταλληλότερη για τον ιερατικό ρόλο. Αν η μητρότητα αποτελεί καθήκον και προνόμιο της γυναίκας, μέσα στο ίδιο σχήμα και η ιερωσύνη συνιστά προνόμιο του άνδρα. Συνεπώς ούτε η μητρότητα ούτε η ιερωσύνη δηλώνει υποτίμηση ή υπερτίμηση του ενός φύλου έναντι του άλλου, αλλά απλά εκφράζει την ανάθεση εκ μέρους του Θεού του καθήκοντος και του προνομίου τούτου στον άνδρα ή τη γυναίκα, εξ αιτίας της φύσεως του καθενός.
Εξ άλλου τόσον η ιερωσύνη, όσο και μητρότητα, αλλά και η διάκριση των φύλων, έχουν ισχύ και διάρκεια όσο διαρκεί ο παρών κόσμος . Μετά την έξοδο μας από την προσκαιρότητα ο άνθρωπος καθίσταται ά-φυλος, οπότε παύουν να λειτουργούν οι διαφορετικότητες. Είναι χαρακτηριστική η απάντηση που έδωσε ο Χριστός στους Σαδδουκαίους, ότι στην όντως ζωή οι άνθρωποι θα είναι όπως οι άγγελοι, ούτε γάμοι θα τελούνται, αλλά ούτε και διάκριση φύλων θα υπάρχει.
Το άλλο επιχείρημα, ότι ο Χριστός και οι Απόστολοι ακολούθησαν την υπάρχουσα κοινωνική και θεσμική αντίληψη, αυτό ανατρέπεται από τα ίδια τα γεγονότα, αφού ιστορικές ειδήσεις αναφέρουν, ότι την εποχή εκείνη –εκτός των Εβραίων- υπήρχαν στις εθνικές θρησκείες γυναίκες με ιερατικά καθήκοντα-οι ιέρειες.
Συνεπώς η άποψη ότι η χειροτονία των γυναικών αποκαθιστά το γυναικείο πρόσωπο και τερματίζει μία κατάσταση σε βάρος της γυναίκας, αλλά και η βιασύνη των « Εκκλησιών» να χειροτονήσουν γυναίκες, για ν’ αποδείξουν το σύγχρονο πνεύμα της « Εκκλησίας» τους, το λιγότερη συνιστά παραβίαση της διδασκαλίας του Χριστού και των Αποστόλων και προσβάλλουν τη φυσική και ηθική τάξη που καθιέρωσε ο Θεός.
Οπότε το σωστότερο είναι οι άνθρωποι να συμμορφωνόμαστε σε όσα ο Θεός γνωρίζει και ορίζει καλύτερο από εμάς και να έχουμε πνεύμα υπακοής και εμπιστοσύνης στο θέλημα του Θεού και όχι να επαναλαμβάνουμε την προπατορική παράβαση και παρακοή και να γινόμαστε υποχείριο των πονηρών διαλογισμών.
π.Γ.Στ.
1 σχόλιο:
Ωραίο κιείμενο.Μπράβο Πάτερ επιτέλους ένα κείμενο ώστε να βουλώσουνε το στόμα τους μερικοί και καλά προοδευτικοί...
Έξοχο...!!!
Δημοσίευση σχολίου