Οδυσσέας Ελύτης
(Ή Δύση), όταν είχε αρχίσει να υπάρχει, ανάμεσα σ' αύτη και στην Ελλάδα είχε παρεμβληθεί ένας απίστευτα παρερμηνευμένος Χριστιανισμός. [...] Αφήνω πια την Αναγέννηση. Αύτη ήταν ο μεγάλος εχθρός. Η μεγάλη παραχάραξη. [...]
[...] Η παρερμηνεία του βαθύτερου ελληνικού πνεύματος από τους ξένους, πού δυσκολεύει τη συνεννόηση μας, και πού γι' αυτήν είμαστε εμείς υπεύθυνοι. [...] Δύστυχη Ελλάδα, να 'ταν οι ξένοι μονάχα· μα και οι Έλληνες; Και καλά, οι Έλληνες γενικά· μα και οι πιο κοντινοί μας, οι «διανοούμενοι»; Να βλέπουν τον τόπο τους με συγκατάβαση, σα μια οποιαδήποτε μικρή χώρα της Μέσης Ανατολής; Επειδή τα Πανεπιστήμια δεν έχουν συγχρονισμένα εργαστήρια, για να μην πω: κι επειδή τα ουρητήρια δε διαθέτουν ηλεκτρονικό μάτι; Ε, λοιπόν, κι εγώ θα το εξομολογηθώ με μιαν ειλικρίνεια πού δεν αξίζει να την ειρωνευθεί κανείς: νιώθω ένας αριστοκράτης πού έχει — ο μόνος πού έχει — το προνόμιο να λέει τον ουρανό «ουρανό» και τη θάλασσα «θάλασσα», ακριβώς όπως η Σαπφώ, ακριβώς όπως ο Ρωμανός, εδώ και χιλιάδες χρόνια, και μόνον έτσι να βλέπω αλήθεια το γαλάζιο του αιθέρος ή ν' ακούω το ρόχθο του πελάγους.
Το χρονικό μιας δεκαετίας 1974.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου