Κάθε χρόνο ὅταν πλησιάζῃ ἡ Ἑορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί ἡ Ἐπέτειος τῆς Ἐθνικῆς μας Παλιγγενεσίας, ὅλοι μας αἰσθανόμεθα, ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί καί ὡς Ἕλληνες, δέος ἱερό καί ἐσωτερικό πνευματικό συγκλονισμό.
Εὐχαριστοῦμε τόν ἐν Τριάδι προσκυνούμενον Θεόν ἡμῶν διά τήν οἰκονομία καί τήν δωρεά Του πρός τό ἀνθρώπινο γένος, ἀφοῦ «κλίνας οὐρανούς κατῆλθε καί ἐσαρκώθη εἰς τά πάναγνα αἵματα τῆς ὑπερευλογημένης Δεσποίνης τοῦ κόσμου, τῆς ἡτοιμασμένης, ἵνα θρόνος τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης γένηται καί προσφερθῇ ὡς ἡ νέα Εὔα, ἡ Εὔα τῆς ὑπακοῆς πρός τόν Θεόν καί καταστῇ ἡ κλῖμαξ ἡ ἑνώσασα τόν Οὐρανόν μέ τήν γῆν».
Ὀλίγα θά ἀναφέρω περί τοῦ κοσμοσωτηρίου γεγονότος τῆς Σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ, ἐν τῇ πανάγνῳ μήτρᾳ τῆς Πανακηράτου Κόρης, ἀφοῦ λόγος ἐγένετο κατ’ αὐτάς τάς ἡμέρας ἀπ’ ἄμβωνος, περί τῆς λαμπρᾶς ἑορτῆς.
«Ἰδού συλλήψῃ ἐν γαστρί καί τέξῃ υἱόν, καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν. Οὗτος ἔσται μέγας καί υἱός ὑψίστου κληθήσεται καί δώσει αὐτῷ Κύριος ὁ Θεός τόν θρόνον Δαυίδ τοῦ Πατρς αὐτοῦ καί βασιλεύσει ἐπί τόν οἶκον Ἰακώβ εἰς τούς αἰῶνας καί τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος» (Λουκ. Α΄, 31-33), εἶπε ὁ Ἄγγελος στήν Παναγία, ἀποκαλύπτων τήν προαιώνια βουλή τοῦ Θεοῦ
. «Ἡ δέ μακαρία Παρθένος, οὔτε τι τῶν εἰωθότων, οὔτε φύσει προσῆκον ἐναγομένη, πᾶσαν δέ νῦν δύναμιν ὑπερβαῖνον...». «Πῶς ἔσται μοι τοῦτο, φησίν, ἐπεί ἄνδρα οὐ γινώσκω; Ἐγώ μέν Θεοῦ πρός ὑποδοχήν ἕτοιμος καί ἱκανῶς ἔχω παρασκευῆς. εἰ δέ καί ἡ φύσις ἀκολουθήσει, διδάσκοις ἄν». (Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας).
Καί ὁ Ἄγγελος ἀπαντᾶ: «Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπί σέ καί δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι»(Λουκ. Α΄, 35).
Ἔτσι συντελεῖται τό μέγιστο θαῦμα καί ἐπέρχεται ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, διά τῆς Σαρκώσεως δηλαδή τοῦ Θεοῦ καί Λόγου, τοῦ Νέου Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος διά Σταυροῦ καί θανάτου καί ταφῆς καί τῆς ἐκ νεκρῶν Ἀναστάσεώς Του, θά ἀναστήσῃ τό ἀνθρώπινο γένος καί θά ἀνακαινίσῃ τήν σύμπασα κτίση.
«Σήμερον, λοιπόν, τῆς σωτηρίας ἡμῶν τό κεφάλαιον καί τοῦ ἀπ’ αἰῶνος μυστηρίου ἡ φανέρωσις. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, υἱός τῆς Παρθένου γίνεται καί Γαβριήλ τήν χάριν εὐαγγελίζεται...».
· Ἔρχομαι τώρα στό δεύτερο μέρος τοῦ ἑορτασμοῦ, τό ὁποῖο ἀφορᾶ στούς Ἕλληνες Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, ὅπου γῆς καί κυρίως στούς ἐν Ἑλλάδι, δηλαδή σέ ὅλους ἐμᾶς.
Καί τοῦτο τό λέγω, διότι ὑπάρχουν κάποια θέματα καί προβλήματα, τά ὁποῖα ἀναφύονται τά τελευταῖα χρόνια, ὡς μή ὤφελεν, σχέσιν ἔχοντα τόσον μέ αὐτήν ταύτην τήν ἁγίαν καί ἀμώμητον πίστη μας, ὅσον καί μέ τήν ἐθνική μας ὑπόθεση, καί ἱστορία καί γιατί ὄχι τήν ἐθνική μας ὑπόσταση. Τοῦτο δημιουργεῖ ἔντονο προβληματισμό στούς ὑγιῶς σκεπτομένους Ἕλληνας καί ξένους, ἀφοῦ εἶναι πρωτοφανές ἐπί παγκοσμίου, θά ἠδυνάμην νά εἴπω ἐπιπέδου, τό ὅτι ὑπάρχουν Ἕλληνες, οἱ ὁποῖοι εἴτε ἐξ ἰδίας αὐτῶν προαιρέσεως ἤ ἀρρωστημένης φαντασίας, ἤ ἐξ ἄλλων τινῶν αἰτιῶν, μή ἔχοντες γνώση τῶν πραγμάτων εἰς βάθος καί ἔκ τινος ἐμπαθείας κινούμενοι, ἀνεξηγήτου καί ἐν τέλει ἀνεκδιηγήτου, ἐπιχειροῦν νά ἀλλοιώσουν, νά παραχαράξουν, νά παραποιήσουν τήν ἔνδοξη ἱστορία τοῦ Ἔθνους μας, μή σεβόμενοι μαρτύρια καί θυσίες τόσων γενεῶν καί τόσων αἰώνων, ἐξ αἰτίας τῶν ὁποίων σήμερα ἀπολαμβάνομε τῶν, τῆς Ἐλευθερίας, ἱερῶν προνομίων. Ἡ Ἱστορία ὅμως, μία φορά γράφεται. Καί ἀκόμα, ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες ἔχομε ἥρωες καί δέν προσπαθοῦμε νά δημιουργήσωμε.
Δικαίως τό Ἔθνος μας ἐθέσπισε τόν ἑορτασμό τῆς Ἐθνικῆς Παλιγγενεσίας κατά τήν μεγάλη ἑορτή τῆς Παναγίας μας, στίς 25 Μαρτίου καί οὐσιαστικά καί συμβολικά. Τότε εἶχαν ὁρίσει νά ἀρχίσῃ ἡ Ἐπανάσταση. Ἄν ἄρχισε κάποιες ἡμέρες ἐνωρίτερα, ἀπό τόν μεγάλο πόθο γιά τήν λευτεριά, αὐτό δέν σημαίνει, ὅτι οἱ Ἕλληνες δέν εἶχαν μάρτυρα καί προστάτη τήν Παναγία τήν Εὐαγγελίστρια γιά τήν λευτεριά τῆς πατρίδος τους.
Δυστυχῶς, οἱ κατά καιρούς ἀναφυόμενοι μικρόνοες καί «ἐκτελεσταί» τῆς ἱστορίας, μέ τήν ἔννοια τῆς κατακρημνίσεως τοῦ βάθρου τῆς ἱστορικῆς ἀληθείας, δροῦν ἐλεύθεροι καί ἀνενόχλητοι, προκαλώντας σύγχυση κυρίως στούς νέους ἀνθρώπους, στούς νέους Ἕλληνες, οἱ ὁποῖοι ἀντιμετωπίζουν ἐσχάτως προβλήματα πλεῖστα ὅσα.
Ἡ ζημία εἶναι μεγίστη, ἀφοῦ τό ὅλο ζήτημα ἐξεταζόμενο εἰς βάθος συνιστᾶ:
· Ὕβρη ἐναντίον τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας.
· Συκοφαντία εἰς βάρος τῆς ἀληθείας τῶν γεγονότων.
· Ἀγνωμοσύνη ἔναντι ὅλων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι εὐκλεῶς ἀγωνίστηκαν καί ἡρωικῶς ἔπεσαν, ὑπέρ τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν Πίστεως καί τῆς φιλτάτης Πατρίδος.
Καθίσταται δέ αὕτη ἡ ζημία ἔτι μεγαλυτέρα, ἀφοῦ τά τελευταῖα ἔτη, ὅλα ἐκεῖνα τά στοιχεῖα καί μεγέθη τά ὁποῖα συνιστοῦν τήν οὐσία τοῦ ἀγῶνος καί τῆς θυσίας, ὑπέπεσαν ὑπό τινων νεοελλήνων σέ ἀνυποληψία καί μέ τήν ἀλλοίωση, τήν διαστρέβλωσή τους ἤ παραχάραξή τους κατέστησαν ἄγνωστα ἤ τό ἀκόμη χειρότερο, ἔγιναν κακῶς γνωστά στίς νεώτερες γενηές. Αὐτό τό θρασύτατο ἔγκλημα ἔγινε, δυστυχῶς, μέ τήν ἀνοχή ὅλων μας.
Τά ἐρωτήματα τά ὁποῖα προκύπτουν ἤ μᾶλλον τά σημεῖα ἐκεῖνα τά ὁποῖα χρήζουν προσοχῆς καί ἐπισημάνσεως εἶναι τά ἑξῆς:
1. Γιατί ἔγινε ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1821;
2. Ποιός ἔκανε τήν Ἐπανάσταση;
3. Ποιά τά ἀποτελέσματα τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821;
v Ἀρχόμεθα τῆς ἐξετάσεως τοῦ πρώτου σημείου.
Ὅταν στήν πόρτα τῆς Ἁγια Σοφιᾶς, στήν αἱματοβαμμένη Βασιλεύουσα, τήν ἀποφράδα ἐκείνη ἡμέρα τῆς 29ης Μαΐου 1453, ἐσφάδαζε διπλοσφαγμένος ὁ Δικέφαλος, τότε τό δοῦλο Γένος, ὅρκον ἔδιδε ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων, ὅτι ζυγό δέν θά μπορέσῃ νά βαστάσῃ καί θά ἀγωνισθῇ, ἔστω καί ἄν χρειασθοῦν ἔτη πολλά, νά τόν ἀποτινάξῃ.
Ἐκείνη τήν ὥρα ἐπλήττοντο τά σπλάχνα του. Διακυβεύετο ὅ,τι ἱερό καί ὅσιο. Ὑβρίζετο ἡ πίστη του στόν ἕνα καί μόνο ἀληθινό Θεό. Ἐβηλώνοντο οἱ Ἐκκλησιές του. Ἀτιμάζοντο τά ἀγαπημένα του πρόσωπα. Τοῦ ἐστερεῖτο ἡ δυνατότητα νά ἀναπνέῃ, νά ζῇ ἐλεύθερος, νά δρᾶ, νά κινῆται μέσα στά πλαίσια τῆς τιμῆς καί τῆς ἀξιοπρεπείας.
Ἐγνώριζε ὁ Ρωμηός ἀπό τήν πρώτη στιγμή, ὅτι δέν θά ἦταν οὔτε μιά ἡμέρα, οὔτε ἕνας μήνας καί ἕνας χρόνος ἡ σκλαβιά καί τό σκοτάδι. Ἔβλεπε πολύ βαθειά, στόν ὁρίζοντα, τήν ἁλυσίδα τῆς σκλαβιᾶς. Μέσα σ’ αὐτό τό σκοτάδι παρέδιδε ἡ μιά γενηά στήν ἄλλη τήν ἱερά παρακαταθήκη καί τήν εὐχή γιά τήν ἐπιτυχῆ ἔκβαση τοῦ ἀγῶνος, ὁ ὁποῖος ἀπό τήν πρώτη στιγμή εἶχε ἀρχίσει. Ἔκανε ἀπογόνους ὁ ραγιᾶς καί τούς κατηχοῦσε, τούς μυοῦσε στό μεγάλο μυστικό. Τούς ἔδειχνε τήν Μεγάλη Ἐκκλησιά, τούς μιλοῦσε γιά τήν ἐρήμωση καί τήν καταστροφή καί ἑτοίμαζε τήν μεγάλη ἡμέρα.
Τά παραπάνω ἀναφέρομε, ἐπειδή τελευταῖα, ἀπό χείλη ἀνιστόρητα εἰπώθηκε τό παράδοξο, πρωτάκουστο καί ἱστορικά βλάσφημο, ὅτι ἡ γενηά πού ἐπαναστάτησε τό 1821, δέν εἶχε καμμιά συνοχή καί σχέση πνευματική ἤ ἱστορική συνέχεια μέ τήν γενηά τοῦ 1453. Αὐτό ὅπως καί τά ἄλλα παρόμοια, μόνο μισέλληνες ἤ πληρωμένοι κονδυλοφόροι μποροῦν νά ὑποστηρίξουν, διά τούς ὁποίους μόνο λύπη καί οἶκτο δύναται κανείς νά αἰσθάνεται καί τόν ἀποτροπιασμό του νά ἐκφράζῃ.
Ἡ πιό τρανή ἀπόδειξη ὅτι ἡ γενηά τοῦ ’21 ἦταν ἡ ἀναπόσπαστη συνέχεια ἐκείνης τοῦ 1453 εἶναι τό ὅτι πρίν ἀπό τό κίνημα τοῦ 1821, ἕνδεκα (11) κινήματα μεγάλα καί ἄλλα μικρότερα εἶχαν, κατά τό διάστημα τῶν τεσσάρων αἰώνων τῆς σκλαβιᾶς, προηγηθῆ γιά τήν ἀπελευθέρωση τοῦ δούλου γένους. Δέν εἶναι δυνατόν στόν περιορισμένο χρόνο πού ἔχομε στή διάθεσή μας, να ἀναφερθοῦμε σέ ὅλα αὐτά.
Παραπέμπομε ἐνδεικτικά στίς ἱστορικές μαρτυρίες, στούς θρύλους καί τίς παραδόσεις, οἱ ὁποῖες βεβαιώνουν ὅτι οἱ Ἀγωνιστές τοῦ ’21 ζοῦσαν, παρά τήν τεσσάρων αἰώνων χρονική ἀπόσταση, τά γεγονότα τῆς Ἁλώσεως, ὡσεί παρόντα.
Ἀκούσατε τήν φωνή, ἡ ὁποία ἔρχεται μέσα ἀπό τόν ζόφο τῆς Τουρκοκρατίας. Ἔτος 1672. Στά Ἱεροσόλυμα ὁ Πατριάρχης Δοσίθεος κατά τήν συνεδρία τῆς Πατριαρχικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία συνεζήτησε περί τοῦ Κυρίλλου Λουκάρεως, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, θά εἴπῃ:
«Ρωμαίων γῆ (ἡ Ὀρθόδοξος Ἑλλάς) νῦν εἰσέτι κρατεῖται καί ταλαιπωρεῖται σύμπασα, ὡς μηδέποτε τεταλαιπώρηται παρά τινος ἀρχῆς ἐν τοῖς ἐξωτερικοῖς πράγμασι, μηδέν γένος ὑπήκοον. Ἀλλ’ οὗτοι εἰσίν ἀνώτεροι τοῦ φόβου καί τῶν ἀπειλῶν, ὥστε συμβέβηκεν αὐτοῖς λάμπειν ὡς μάρτυρας οὐ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, ἀλλά καί καθ’ ὥραν καί στιγμήν καί οὕτω προσπαίζουσι τῇ καταιγίδι ταύτῃ, ἥν οἱ ἀντίδικοι μόνῃ ἀκοῇ καί φρίττουσι καί θαυμάζουσι.».
Τό γένος τῶν Ἑλλήνων, μᾶς λέγει ὁ Πατριάρχης Δοσίθεος, εὑρίσκεται στή πιό δεινή καταιγίδα. Πράγματι, ἀγαπητοί, μονάχα νά προφέρῃ κανείς τίς παρακάτω λέξεις, τόν κυριεύει φόβος καί τρόμος:
«Παιδομάζωμα, χαράτσι, φυλακίσεις καί δαρμοί, βιασμοί καί ἀτιμώσεις, φόνοι ἄγριοι καί ἄλλα πολλά». Ὅμως οἱ ἀγωνιστές μένουν «ἀνώτεροι τοῦ φόβου καί τῶν ἀπειλῶν» καί «προσπαίζουσι τῇ καταιγίδι». Οἱ σκλάβοι γίνονται μάρτυρες. Πεθαίνουν, ἀλλά δέν ὑποχωροῦν. Τήν ὥρα τοῦ μαρτυρίου λάμπουν σάν τόν πρωτομάρτυρα Στέφανο, πού ἐνῶ ἐλιθάζετο, τό πρόσωπον αὐτοῦ, ἔλαμπε «ὡσεί πρόσωπον ἀγγέλου».
Ἔτσι ἔγινε τό θαῦμα, σέ πεῖσμα ἐκείνων πού ἐπιδίδονται στήν ἀπομυθοποίηση τῆς Ἱστορίας μας καί τόν ἀποχριστιανισμό τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους.
Γράφει ὁ Σπυρίδων Τρικούπης στόν ἐπίλογο τῆς Ἱστορίας του: «Εἶναι τῷ ὄντι ἀξιοπαρατήρητον, ὅτι τά σχέδια τῆς Αὐλῆς καί τῶν ξένων Δυνάμεων ἐπί τοῦ Ἑλληνικοῦ ἀγῶνα, ὄχι μόνον ἐματαιώθησαν, ἀλλά καί ἐνάντια τῆς θελήσεως καί τῆς πολιτικῆς των, ὅλα ἀπέβησαν. Ἤθελαν τήν ἀκεραιότητα τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Καί ἡ Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία κατεκολοβώθη. Ἤθελαν τήν κατάθλιψιν καί ἀποτυχίαν τοῦ ἐπαναστατικοῦ κινήματος τῆς Ἑλλάδος, καί τό ἐπαναστατικόν κίνημα τῆς Ἑλλάδος ἐν μέσῳ ὁρατῶν καί ἀοράτων δυσκολιῶν καί κινδύνων ἐθριάμβευσεν... Μελετῶ δέ, ὦ ἀναγνῶστα, τά κατά τήν ἐπανάστασιν... καί ἐκπληττόμενος, δι ὅσα κατόρθωσαν, οἱ ἐπέκεινα ἑξαετίας ἀβοηθητί τόν ὑπέρμεγαν τοῦτον καί ἄνισον ἀγωνισθέντες καί κατά γῆν καί κατά θάλασσαν ἀγῶνα, λέγω, ἐνθυμοῦ, ὅτι ὁ ἀγών ἦταν ὑπέρ πίστεως καί ὑπέρ ἀνακτήσεως τῆς πατρώας γῆς καί ἐλευθερίας, τοὐτέστιν ὁ ἱερώτερος καί ὁ ἐνδοξότερος ὅλων τῶν ἀγώνων...»
Στόν ἱερό ἀγῶνα τῶν Ἑλλήνων ἐπρυτάνευσε τό πνεῦμα τῆς θυσίας καί ἡ πίστη στό Θεό. Στή διακήρυξη τῆς Α΄ ἐν Ἐπιδαύρῳ Ἐθνοσυνελεύσεως ἀναφέρεται: «Ἐκινήσαμεν τόν πόλεμον κατά τῶν Τούρκων.... ἀποφασίσαντες ἤ νά ἐπιτύχωμεν τόν σκοπόν μας... ἤ νά χαθῶμεν ἐξ ὁλοκλήρου.... Ὁ ὕψιστος Θεός μᾶς ἐβοήθησε καίτοι ὄχι ἱκανά προπαρασκευασμένους, εἰς τοιοῦτον μέγα τῷ ὄντι ἐπιχείρημα».
(Ἀρχεῖα Ἐθνικῆς Παλιγγενεσίας, ἔκδ. Βιβλιοθήκης Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων, Ἀθῆναι 1971, τόμ. 3ος, σελ. 41).
Θά ἀναφερθῶ στό σημεῖο αὐτό στή διακήρυξη τῆς Πάτρας στίς 26 Μαρτίου 1821, ἡ ὁποία ἔχει ὡς ἀκολούθως:
«Ἐκλαμπρότατε Κόνσολε τῆς Μεγάλης Βρεττανίας
Ἡμεῖς τό Ἑλληνικόν Ἔθνος τῶν Χριστιανῶν, βλέποντες ὅτι ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν καταφρονεῖ ἡμᾶς τό Ὀθωμανικόν γένος καί σκοπεύει ὄλεθρον ἐναντίον μας πότε μέ ἕνα, πότε μέ ἄλλον τρόπον, ἀπεφασίσαμεν σταθερῶς ἤ νά ἀποθάνωμεν ὅλοι, ἤ νά ἐλευθερωθῶμεν, καί τούτου ἕνεκα βαστοῦμεν τά ὅπλα εἰς τάς χεῖρας, ζητοῦντες τά δικαιώματά μας.
Ὄντες λοιπόν βέβαιοι, ὅτι ὅλα τά Χριστιανικά Βασίλεια γνωρίζουν τά δικαιά μας, καί ὄχι μόνον δέν θέλουν ἐναντιωθῆ, ἀλλά καί θέλουν μᾶς συνδράμει καί ὅτι ἔχουν εἰς μνήμην, ὅτι οἱ ἔνδοξοι προγονοί μας ἐφάνησαν ὠφέλιμοι εἰς τήν ἀνθρωπότητα΄ διά τοῦτο εἰδοποιοῦμεν τήν Ἐκλαμπρότητά Σας καί Σᾶς παρακαλοῦμεν νά προσπαθήσετε νά εἴμεθα ὑπό τήν εὔνοιαν καί προστασίαν τοῦ μεγάλου Κράτους τούτου. Ἔρρωσο.
26 Μαρτίου 1821
Ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός
Ὁ Κερνίτσης Προκόπιος
Ἀνδρέας Ζαΐμης
Ἀνδρέας Λόντος
Μπενιζέλος Ροῦφος
Γι αὐτό ἔγινε ἡ Ἐπανάσταση. Τό λένε οἱ ἴδιοι πού τήν ἔκαναν. Τί χρείαν ἄλλων μαρτύρων ἔχομεν;
Ἐρχόμεθα τώρα στό δεύτερο ζήτημα.
· Ποιοί ἔκαναν τήν Ἐπανάσταση;
Εἶναι ἀληθές καί πανθομολογούμενον ὅτι, τόν ἀγῶνα τόν ἔκαναν ὅλοι οἱ Ἕλληνες, μικροί καί μεγάλοι, ἐπώνυμοι καί ἀνώνυμοι, ἄνδρες καί γυναῖκες, φτωχοί ἤ καί ἔχοντες, Κληρικοί καί λαϊκοί. Κανείς δέν ἔμεινε ἀπ’ ἔξω ἀπ’αὐτή τήν πρόσκληση τῆς πατρίδος στό κοινό χρέος. Ὅλοι αἰσθάνονταν βαρύ τό φορτίο καί τόν ζυγό τῆς σκλαβιᾶς.
Ὁ Κολοκοτρώνης θά καθομολογήσῃ χαρακτηριστικά:
«Ὅταν ἀποφασίσαμε νά κάνουμε τήν Ἐπανάσταση, δέν ἐσυλλογιστήκαμε, οὔτε πόσοι ἤμεθα, οὔτε πῶς δέν ἔχομε ἅρματα, οὔτε ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἐβαστοῦσαν τά κάστρα καί τίς πόλεις, οὔτε κανένας φρόνιμος μᾶς εἶπε: «ποῦ πᾶτε νά πολεμήσετε μέ σιταροκάραβα βατσέλα», ἀλλ’ ὡς μία βροχή ἔπεσεν εἰς ὅλους μας ἡ ἐπιθυμία τῆς λευτεριᾶς μας καί ὅλοι καί Κληρικοί καί Προεστοί καί Καπεταναῖοι καί πεπαιδευμένοι καί οἱ Ἔμποροι, μικροί καί μεγάλοι, ὅλοι ἐσυμφωνήσαμε εἰς αὐτόν τόν σκοπό καί ἐκάναμε τήν Ἐπανάσταση (Λόγος στήν Πνύκα).
Καί θά συνεχίσῃ: «Ὁ ἕνας ἐπῆγε εἰς τόν πόλεμο, ὁ ἀδελφός του ἔφερνε ξύλα, ἡ γυναῖκα του ἐζύμωσε ψωμί καί ἔφερνε μπαρουτόβολα εἰς τό στρατόπεδο... καί ἄν αὐτή ἡ ὁμόνοια βαστοῦσε ἀκόμα δύο χρόνους, ἠθέλαμε κυριεύσει καί τήν Θεσσαλία καί τήν Μακεδονία καί ἴσως ἐφθάναμε καί ἕως τήν Κωνσταντινούπολιν...»
Εἶπαν οἱ ἀνθέλληνες: «Ἡ Ἐπανάσταση ἦταν ταξική». Ἀλλά γι’ αὐτό τό θέμα εἶναι εὔγλωτη καί ἡ «διαμαρτύρησις», τήν ὁποία ἡ Ἑλληνική Κυβέρνηση ἔστειλε στίς 12 Αὐγούστου 1824 στήν Ἀγγλία, ἀγανακτισμένη γιά τό προτεινόμενο ρωσικό σχέδιο δημιουργίας τριῶν κρατιδίων στό Ἑλληνικό ἔδαφος.
«Οἱ Ἕλληνες πρό τεσσάρων ἐτῶν θαρροῦντες ἀδιασείστως εἰς τήν θείαν πρόνοιαν ὑπερασπίζονται μέ καλήν ἔκβασιν τό ἔδαφος τῶν προπατόρων των. Λέγομεν ὅτι ὑπερασπίζονται τό ἔδαφος, ἐπειδή ὀλίγον φροντίζουν διά τάς πόλεις καί τά χωριά, διά τάς οἰκίας καί τάς ἰδιοκτησίας των .
Ἀποσείοντες τόν ἀφόρητον ζυγόν αὐτῶν εἶχον πρό ὀφθαλμῶν τόν ἱερόν σκοπόν, τοῦ νά σώσουν τήν πίστιν των, τήν πατρίδα των, τούς ἱερούς Ναούς των... καί ὄχι ἐκεῖνα τά πολιτικά τέλη, τά ὁποῖα ἐτάραττον τότε τήν Εὐρώπην».
(Σπ. Τρικούπη, Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, Ἀθῆναι 1925, τόμ. 2, σελ. 266).
Πολλά τέτοια κείμενα θά ἠδυνάμεθα νά παραθέσωμε, ὅπως τήν ἔγκυρη γνώμη, ὅτι:
«Ἡ Ἑλληνική Ἐπανάστασις τοῦ 1821 εἶναι ἄνθος αὐτοφυές καί κατ’ ἐξοχήν Ἑλληνικόν...
Δέν ἐνέπνευσαν αὐτήν αἱ περί πολιτείας καί κοινωνίας θεωρίαι τῆς Γαλλικῆς ἐπαναστάσεως... ἀρχαί ἀνέκαθεν γνωσταί βεβαίως καί οἰκεῖαι πρός τούς Ἕλληνας, ἀλλά ἰδέαι κατά πολύ ὑψηλότεραι. Ἡ πίστις πρός τόν Θεόν, ἡ Ὀρθόδοξος θρησκεία μας καί ἡ Πατρίς...
Διεξήχθη αὕτη ὑπό πληθυσμοῦ, ὁ ὁποῖος ἐνῶ κατ’ ἀνάγκην εὑρίσκετο εἰς διαφορετικάς καταστάσεις, Φιλικοί, Νησιῶτες, λαϊκές τάξεις, διετήρησαν ἐν τούτοις ἀδιάσειστον τήν ἰδεολογικήν βάσιν τοῦ ἀγῶνος των καί τήν κοινήν ἀπελευθερωτικήν προσπάθειαν καί ὁρμήν»
(βλ. Ε.Γ. Πρωτοψάλτης, Πολιτική Ἱστορία τῆς νεώτερης Ἑλλάδος, σ.σ. 123-128).
- Τόν ἀγῶνα τόν ἔκαναν, οἱ ἁπλοῖ, ὅμως γεμάτοι πίστη στό Θεό καί ἀγάπη στήν Πατρίδα Ἕλληνες.
- Τόν ἀγῶνα τόν ἔκανε ὁ φτωχοκαλόγερος στῆς Ἐκκλησιᾶς τόν νάρθηκα καί στοῦ Μοναστηριοῦ τή λιτή, μαθαίνοντας τά Ἑλληνόπουλα Γράμματα μέσα ἀπό τό Ψαλτήρι καί τό Ὀκτωήχι. Τό κρυφό Σχολειό δέν ἦτο μῦθος. Ἦτο πραγματικότης. Σέ πολλά μέρη τῆς Ἑλλάδος καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῆς τουρκικῆς σκλαβιᾶς, οἱ διαθέσεις τῶν Τούρκων ἀφεντάδων, ἔναντι τῶν Ρωμηῶν, ἦταν ἄθλιες, ἀπάνθρωπες, σκληρές. Ἀνάμεσα σέ ὅλα καί ἡ ἀπαγόρευση τῆς παιδείας καί τῆς μορφώσεως τῶν Ἑλληνοπαίδων. Ἐκεῖ ἔπαιξε τόν ρόλο της ἡ Ἐκκλησία.
Ἀλλά, θά ἤθελα νά μιλήσω καί γιά μιά ἄλλη διάσταση τοῦ κρυφοῦ Σχολειοῦ. Ἀκόμα καί σέ καιρούς καί σέ κάποιες περιοχές πού κάπως ἦταν ἐλαστικά τά πράγματα, ἀκόμα καί τότε κρυφά γινόταν τό μεγάλο μάθημα γιά νά φτάσωμε στό μεγάλο θαῦμα. Μπορεῖ νά ἤξερε ὁ Τοῦρκος τήν πόρτα τοῦ «Σχολειοῦ», ἀλλά δέν ἔμαθε ποτέ ὅτι ἐκεῖ ἀνασταινόταν τοῦ σκλάβου ἡ ἀποσταμένη ἐλπίδα καί ἐκαλλιεργεῖτο τό ἐλεύθερο φρόνημα, γιά νά φτάσωμε στῆς λευτεριᾶς τήν ἔνδοξη ἡμέρα.
Κλειστά κρατήθηκαν τόσους αἰῶνες τά στόματα τῶν σκλαβόπουλων, σάν τό στόμα τοῦ ἐξομολόγου, γιά νά ἀνοίξουν μιά καί καλή, τήν εὐλογημένη ὥρα καί νά κραυγάσουν «Ἐλευθεριά ἤ θάνατος». Μή ξεχνᾶμε ὅτι μιλώντας γιά τό «κρυφό σχολειό», μιλᾶμε γιά τήν ἐκπαίδευση κάτω ἀπό τίς σκληρές συνθῆκες μιᾶς φρικτῆς καί ἀλλόθρησκης Κατοχῆς. Τέτοιες φρικτές ἐποχές καί τέτοια καθεστῶτα, οἱ πάντες γνωρίζομε, ὅτι δημιουργοῦν «Κρυφά Σχολειά». Τό, πόση ἄνεση εἶχαν οἱ Ἕλληνες, τότε, νά διδάσκωνται ἐλεύθερα, σέ ἐλεύθερα Σχολειά, φαίνεται ἀπό τήν στάση στίς ἡμέρες μας, τῆς Τουρκίας, ἔναντι τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Χάλκης καί ἀπό τόν διωγμό, ἀπό τίς Τουρκικές Δυνάμεις Κατοχῆς καί τοῦ Ψευδοκράτους τοῦ Ἀττίλα, τῆς Δασκάλας Ἑλένης Φωκᾶ, ἀπό τά κατεχόμενα στήν Κύπρο, ὅπου ἡ ἡρωίδα δασκάλα ἐδίδασκε στά λιγοστά ἐναπομείναντα Ἑλληνόπουλα τά Γράμματα τά Ἑλληνικά καί τήν πίστη στόν Ἀληθινό Θεό.
Καί μή μοῦ πεῖτε, ὅτι ἡ Τουρκία στά 400 χρόνια τῆς σκλαβιᾶς στήν Ἑλλάδα, ἦταν δημοκρατικότερη ἀπό σήμερα καί ἐσέβετο τούς θεσμούς καί τίς ἀξίες!
Καί προχωρῶ.
- Τόν ἀγῶνα τόν ἔκαναν οἱ 10 Πατριάρχες πού μαρτύρησαν και ἔδωκαν τό αἷμα τους ὑπέρ Πίστεως καί Πατρίδος, οἱ 100 Ἀρχιερεῖς πού καθ’οἱονδήποτε τρόπο φρικτά ἐτελειώθησαν, οἱ 6.000 Κληρικοί καί Μοναχοί πού προσφέρθηκαν θύματα ἐθελόθυτα ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας τοῦ Γένους.
- Τόν ἀγῶνα τόν ἐνεψύχωσε ὁ οἶστρος γιά τή λευτεριά καί ὁ πόθος γιά τή διατήρηση τῆς γλώσσας καί τῆς θρησκείας μας, τοῦ Πατροκοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, πού ἱεραποστολικά διάβηκε χῶρες καί χωριά φωτίζοντας τά σκοτάδια μέσα στά ὁποῖα ζοῦσε τό δοῦλο γένος. - Τόν ἀγῶνα καθαγίασε ὁ θρυλικός Δεσπότης τῆς Πάτρας, ὁ Γερμανός, στήν Ἁγία Λαύρα τῶν Καλαβρύτων καί στήν Πλατεία Ἁγίου Γεωργίου στήν Πάτρα καί τόν ἐτόνωσε μέ τήν διακήρυξή του, ἡ ὁποία ἔγινε στίς 8 Μαρτίου 1821 καί δημοσιεύτηκε στίς 16 Ἰουνίου τοῦ ἴδιου ἔτους στήν Γαλλική Ἐφημερίδα «Le costitutionel» (ὁ Συνταγματικός) καί ἔχει ὡς ἑξῆς:
- . -
Διακήρυξις τοῦ Γερμανοῦ Ἐξάρχου τῆς πρώτης κατά τήν τάξιν «Ἀχαΐας» Ἀρχιεπισκόπου Πατρῶν, πρός τόν Κλῆρον καί τούς πιστούς τῆς Πελοποννήσου, ἡ ὁποία ἐξεφωνήθη ἐντός τῆς Μονῆς τῶν Ἀδελφῶν τῆς Λαύρας τοῦ ὄρους Βελιᾶ, τήν 8ην (20ην) Μαρτίου 1821.
«Πολυαγαπημένοι μας ἀδελφοί, ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος ἐτιμώρησε (ἐνν. διά τῆς ὑποδουλώσεως εἰς τόν κατακτητήν) τούς πατέρας μας καί τά τέκνα των, σᾶς ἀναγγέλλει διά τοῦ στόματός μου τό τέλος τῶν ἡμερῶν, τῶν δακρύων καί τῶν δοκιμασιῶν. Ἡ φωνή Του εἶπεν, ὅτι θά εἶσθε ὁ στέφανος τοῦ κάλλους Του καί τό διάδημα τῆς Βασιλείας Του. Ἡ ἁγία Σιών δέν θά παραδοθῇ πλέον εἰς τήν ἐρήμωσιν (Ἠσαΐα 62,3). Ὁ ναός τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος ἐβεβηλώθη, ὡσάν ἕνας ἄθλιος χῶρος, τά σκεύη τῆς δόξης, τά ὁποῖα ἐσύρθηκαν εἰς τόν βοῦρκον (Α’ Μακαβ. 2,8-9), θά γίνουν καταιγίς! Ἡ ἄβυσσος τήν ἄβυσσον ἐπικαλεῖται (Ψαλμ. 41,8). Ἡ παλαιόθεν (δηλαδή ἡ ἐγνωσμένη) εὐσπλαχνία τοῦ Κυρίου (Θρῆνοι Ἱερεμίου 5,1) θά ἐπισκιάσῃ τόν Λαόν Του. Ἡ φυλή τῶν Τούρκων ὑπερέβη τό μέτρον τῶν ἀνομιῶν΄ ἡ ὥρα τοῦ καθαρμοῦ ἔφθασε, συμφώνως πρός τόν λόγον τοῦ Αἰωνίου «νά πετάξῃς ἔξω, νά διώξῃς τόν σκλάβον καί τόν υἱόν του»(Γεν.21,10). Νά εἶσθε λοιπόν, ἀγαπημένοι, ὦ γένος τῶν Ἑλλήνων φυλή Ἑλληνική, (ἐνν. καθώς εἶσθε) δύο φορές δοξασμένοι ἀπό τούς Πατέρας σας΄ νά ὁπλισθῆτε μέ τόν ζῆλον τοῦ Θεοῦ. Ἕκαστος ἐξ ὑμῶν ἄς ζωσθῇ τήν ρομφαίαν του, διότι εἶναι προτιμώτερον νά ἀποθάνῃ τις μέ τά ὅπλα ἀνά χεῖρας, παρά νά καταισχύνῃ τά ἱερά τῆς Πίστεώς του καί τήν Πατρίδα του (Ψαλμ. 44,4). Ἐμπρός λοιπόν «ἄς συντρίψωμεν τά δεσμά, τόν ζυγόν ὁ ὁποῖος ἐπικάθηται ἐπί τήν κεφαλήν μας»(Ψαλμ. 2,3), διότι εἴμεθα οἱ κληρονόμοι τοῦ Θεοῦ καί οἱ συγκληρονόμοι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ (Ψαλμ. 8,17).
Οἱ ἄλλοι, καί ὄχι ἐμεῖς οἱ Ἱερωμένοι (κατά λέξιν: ἐκτός τοῦ ἱερατείου σας), θά σᾶς ὁμιλήσουν διά τήν δόξαν τῶν προγόνων σας. Ἐγώ ὅμως θά σᾶς ἐπαναλάβω τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, πρός τό Ὁποῖον ὀφείλομεν ἀγάπην ἰσχυροτέραν καί ἀπό τόν θάνατον (Ἆσμα Ἀσμάτων 8,6).
Αὔριον, ἀκολουθοῦντες τόν Σταυρόν, θά βαδίσωμεν πρός αὐτήν τήν πόλιν τῶν Πατρῶν, τῆς ὁποίας ἡ γῆ εἶναι ἡγιασμένη ἀπό τό αἷμα τοῦ ἐνδόξου Μάρτυρος Ἀποστόλου Ἁγίου Ἀνδρέου. Ὁ Κύριος θά ἑκατονταπλασιάσῃ τό θάρρος σας. Ἵνα δέ προστεθοῦν εἰς ὑμᾶς αἱ ἀναγκαῖαι διά νά ἀναζωογονηθῆτε δυνάμεις, σᾶς ἀπαλλάσσω ἀπό τήν νηστείαν τῆς Τεσσαρακοστῆς, τήν ὁποίαν τηροῦμεν.
Στρατιῶται τοῦ Σταυροῦ, ὅ,τι καλεῖσθε νά ὑπερασπισθῆτε, εἶναι αὐτό τοῦτο τό θέλημα τοῦ Οὐρανοῦ! Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νά εἶσθε εὐλογημένοι καί συγκεχωρημένοι ἀπό πάσας τάς ἁμαρτίας σας»
ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ ΕΚ ΤΟΥ ΓΑΛΛΙΚΟΥ: ΑΝΔΡΕΑΣ ΒΕΛΙΣΣΑΡΙΟΣ
Ἐπειδή ἐσχάτως τό ἱστορικό γεγονός, τό ὁποῖο ἔλαβε χώρα στήν Ἱερά Μονή τῆς Ἁγίας Λαύρας, ἀμφισβητεῖται, θά ἀναφέρωμε τά ἑξῆς:
Τήν εὐλογία τῶν ὅπλων καί τοῦ ἀγῶνα στήν Ἁγία Λαύρα τήν ἀναφέρουν ἐκτός ἀπό τόν ἴδιο τόν Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανό, ὁ Μητροπολίτης Ἀθηνῶν Θεόφιλος, ὁ Βλαχοπαπαδόπουλος, ὁ ὁποῖος ἦτο ἀρχιδιάκονος τοῦ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανοῦ, ὁ Πουκεβίλ, ὁ Ἀσημάκης Φωτήλας, ἡ Γαλλική Ἐφημερίδα «ὁ Συνταγματικός», οἱ Times τοῦ Λονδίνου ἐκείνης τῆς Ἐποχῆς. Ὅλοι αὐτοί λένε ἆρα γε ψέματα; Καί ἦλθαν κάποιοι πού «ἀνεκάλυψαν» τώρα τήν ἀλήθεια νά φωτίσουν τούς Νεοέλληνες; Μπορεῖ νά μήν ἦταν στίς 25 Μαρτίου στήν Ἁγία Λαύρα ὁ Γερμανός, γιατί ἐκείνη τήν ἡμέρα ἦταν ἐδῶ στήν Πάτρα. Ἦταν ὅμως ἐκεῖ λίγες ἡμέρες ἐνωρίτερα, ὅπου ἔλαβαν χώρα τά γνωστά καί ἀδιαμφισβήτητα γεγονότα.
Ὁ Γεώργιος Παπανδρέου, παππούς τοῦ σημερινοῦ Πρωθυπουργοῦ, εἶχε εἴπει χαρακτηριστικά γιά τήν Ἁγία Λαύρα τό ἔτος 1947.
«Ὅμως προσέξατε τό κοινόν χρέος: Νά μή θίξομε τόν θρύλο τῆς Ἁγίας Λαύρας. Γιατί ἡ Ἁγία Λαύρα εἶναι ἡ Κιβωτός τοῦ Ἔθνους». (Ἀναπλιώτη. Τό ξεκίνημα τοῦ εἰκοσιένα σ.17)
Δέν θά παραλείψω τό τετράστιχό του Στέφ, Θωμόπουλου, στά «Ἀχαϊκά», 1939, σ.101:
Ἁγία Λαύρα! Ἄφθιτον κλέος
Σύ πρώτη ἔχεις διά παντός
καί πανελλήνων πάνυ δικαίως
ἔκρυπτες πόθους ὡς Κιβωτός.
Δέν τούς πειράζει τίποτε ἄλλο, τούς πολεμίους αὐτῆς τῆς ἀληθείας, παρά μόνο ἕνα. Ἡ ταύτιση τῆς 25ης Μαρτίου τῆς Ἑορτῆς δηλαδή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ μέ τήν ἀπαρχή τοῦ ἀγῶνα. Αὐτό τούς ἐνοχλεῖ.
- Τόν ἀγῶνα ἐπότισε ἡ θυσία τοῦ Ἐθνοϊερομάρτυρα Πατριάρχη Γρηγορίου τοῦ Ε’ καί τῶν ἄλλων Ἀρχιερέων τοῦ Πατριαρχείου, ἐν οἷς καί ὁ Δέρκων Γρηγόριος ὁ ἐκ Ζουμπάτας τῶν Πατρῶν.
- Τό δένδρο τῆς ἐλευθερίας ἐλίπανε τό αἷμα τῶν Ἀρχιερέων καί προκρίτων τῆς Φυλακῆς τῆς Τριπολιτσᾶς, πού τούς ἔφαγαν ζωνταντούς τά σκουλήκια καί τούς βρῆκε σαπισμένους ὁ Κολοκοτρώνης, ὅταν μπῆκε ἐλευθερωτής τῆς πόλεως. Μόνο δύο Ἀρχιερεῖς ἔζησαν. Ὁ Τριπολιτσᾶς Δανιήλ καί ὁ Ἀνδρούσης Ἰωσήφ, ὁ χρηματίσας πρῶτος μινίστρος (Ὑπουργός) τῆς Παιδείας καί τῆς Θρησκείας τῆς Ἐλευθέρας Ἑλλάδος.
- Αὐτόν τόν ἀγῶνα τόν ἔκαναν ἡ Μπουμπουλίνα καί ἡ Μαντώ Μαυρογένους μέ τήν περιουσία πού εἶχαν καί ὁ Μακρυγιάννης μέ τήν λεβεντιά του καί τήν ἀφοπλιστική ἁπλότητά του, τήν βαθειά πίστη του στό Θεό, πού ἑνώθηκε μέ τά ἀκαταίσχυντα ἅρματά του καί θαυματούργησε. Αὐτός ὁ ἁπλός ἥρωας ἔλεγε: « Χωρίς ἀρετή καί πόνο εἰς τήν Πατρίδα καί πίστη εἰς τήν θρησκεία τους, Ἔθνη δέν ὑπάρχουν...»(«Ἀπομνημονεύματα» Ἐκδ. Γαλαξία, Ἀθῆναι 1965, σελ. 87).
- Τό δένδρο τῆς Ἐλευθερίας ἄνθισε, γιατί τό πότισε μέ τό αἷμα του ὁ Διάκος στήν Ἀλαμάνα, καί ὁ ἁγνός ἀγωνιστής, πού ἔπεσε ὑπέρ Πατρίδος ἡρωϊκά, Μᾶρκος Μπότσαρης. «Ἀδελφοί», θά πῆ, «ἐγώ ἔκανα τό χρέος μου πρός τήν πατρίδα καί πεθαίνω εὐχαριστημένος. Κρεμῶ τά παιδιά μου στό λαιμό σας καί στήν ἀγάπη τοῦ Ἔθνους. Σταθῆτε πιστά στήν Πατρίδα σάν πιστοί δοῦλοι τοῦ Θεοῦ. Ἀφῆστε με καί τρέξτε νά τελειώσετε, ὅ,τι ἐγώ ἄρχισα».
Αὐτά τά κλέα τῶν ἀνδρῶν ἡρώων, ἔψαλε ἡ λαϊκή Μοῦσα καί τραγούδησε ὁ ποιητής.
Καί ἐρχόμεθα νά ἀπαντήσωμε στό τρίτο ἐρώτημα.
v Ποῖα τά ἀποτελέσματα τῆς Ἐπαναστάσεως;
Ὅταν συνέλαβαν οἱ Αὐστριακοί, τῆς ἐλευθερίας τόν βάρδο, Ρήγα Φεραῖο, ὁ ἀνακριτής τόν ἐρώτησε. «Ἀπό ποῦ κατάγεσαι; ποιά εἶναι ἡ πατρίδα σου;» Καί ὁ ἥρωας ἀπήντησε. «Εἶμαι Ἕλληνας, κατάγομαι ἀπό τήν Ἑλλάδα». «Ἀπό τήν Ἑλλάδα!» ἀπήντησε εἰρωνικά ὁ ἀνακριτής καί πῆγε μπροστά στό χάρτη τῆς Εὐρώπης. «Δέν βλέπω Ἑλλάδα στό χάρτη», συνέχισε περιπαικτικά. «Θά ἀναγκαστοῦν σέ λίγο νά τήν ξαναβάλλουν οἱ μισέλληνες πού τήν ἔβγαλαν ἀπό ἐκεῖ», ἀπήντησε ὁ λεβεντόψυχος Ἕλληνας. Καί πράγματι ἔτσι ἔγινε. Ἡ Ἑλλάδα ξαναμπῆκε στό χάρτη καί ὁ ἐθνικός μας ποιητής τραγούδησε:
«Ἀπ’ τά κόκκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τά ἱερά καί σάν πρῶτα ἀνδρειωμένη
χαῖρε, ὦ χαῖρε Ἐλευθεριά».
Οἱ Ἕλληνες διεκήρυξαν ἀπό τήν Ἐπίδαυρο, ὅπου ἔγινε ἡ Α΄ Ἐθνική Συνέλευση τόν Ἰανουάριο τοῦ 1822: «Ἐν ὀνόματι τῆς Ἁγίας καί ἀδιαιρέτου Τριάδος. Τό Ἑλληνικόν Ἔθνος τό ὑπό τήν φρικώδη Ὀθωμανικήν δυναστείαν μή δυνάμενον νά φέρῃ τόν βαρύτατον καί ἀπαραδειγμάτιστον ζυγόν τῆς τυραννίας καί ἀποσεῖσαν αὐτόν μέ μεγάλας θυσίας, κηρύττει σήμερον διά τῶν νομίμων παραστατῶν του, εἰς Ἐθνικήν συνηγμένων Συνέλευσιν, ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων τήν πολιτικήν αὐτοῦ ὕπαρξιν καί ἀνεξαρτησίαν».
Σήμερα ὅλοι μᾶς κατατρέχουν, ὅπως μᾶς κατέτρεχαν πάντοτε. «Τούς κατέτρεξαν οἱ Εὐρωπαῖοι τούς δυστυχεῖς Ἕλληνες» θά πῆ καί πάλι ὁ Μακρυγιάννης (Ἀπομνημονεύματα σελ. 341). «Καί τούς κατατρέχουν ὁλοένα γιά νά μή ὑπάρξουν» καί στό βιβλίο του «Ὁράματα καί θάματα» (Ἔκδ. Ἐθν. Τραπέζης 1983) προσθέτει: «Οἱ ξένοι εἶχαν ὀλέθριους σκοπούς διά τήν πατρίδα μας καί τή θρησκεία μας» (σελ.92). Ἀλλά καί ἐμᾶς «μᾶς τυφλώνει ἡ κακία μας καί ἡ παραλυσία μας καί ἡ ἰδιοτέλειά μας» (σελ.103).
· Θά τολμήσω νά εἴπω, ὅτι σήμερα μᾶς χαρακτηρίζει ἕνας ἰδιότυποςνενεκισμός.
Ἡ λέξη βγαίνει ἀπό τό ὄνομα Νενέκος, πού ἦταν προσκυνημένος Ἕλληνας. Ὄχι μόνο πρόδωσε τόν ἀγῶνα, ἀλλά συντάχτηκε μέ τόν στρατό τῶν ἐχθρῶν καί πολέμησε ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων. Ὁ Κολοκοτρώνης ἀγανακτισμένος γιά τήν κατάσταση αὐτή εἶχεν εἴπει: «Μόνον κατά τόν καιρόν τοῦ προσκυνήματος, ἐφοβήθηκα διά τήν πατρίδα μου».
Δεχόμαστε κατά τρόπο ἀπαράδεκτο καί ἐγκληματικό, ὅ,τι λέγεται καί γράφεται εἰς βάρος τῆς πατρίδος μας, χωρίς νά διαμαρτυρόμεθα. Ἐπιζητεῖται μετά μανίας καί πάθους ἡ ἀποδόμηση τοῦ Ἔθνους, ἡ διακοπή τῆς Ἱστορικῆς μας μνήμης καί συνέχειας μέσα ἀπό τήν συρρίκνωση τῆς Ἱστορίας τῆς γλώσσας καί τόν λιθοβολισμό τῶν ἀκατάλυτων ἀξιῶν τῆς φυλῆς μας.
Ἀρνούμεθα ἐμεῖς οἱ ἴδιοι τήν ἱστορία μας καί ὅποιον μιλάει γιά τό Ἔθνος τόν βαπτίζομε πολύ εὔκολα ἐθνικιστή. Ὅποιον μιλάει γιά τήν Πατρίδα τόν ὀνομάζομε ὁπισθοδρομικό καί ὀνειροπόλο. Καί ὅμως κάποιοι πού ἴσως λίγο, μά πολύ λίγο μᾶς ἀγαπᾶνε, ἔρχονται μέ τήν στάση τους ἔναντι τῆς Πατρίδος τους, νά μᾶς διδάξουν. Ἡ Καγκελάριος Μέρκελ τῆς Γερμανίας, εἶπε πρό ὀλίγων μηνῶ ν. «Πρέπει νά στηρίζωμε τήν πρόοδο τῆς Γερμανίας πάνω στήν ἔννοια τοῦ Ἔθνους καί στήν ἐθνική μας συνείδηση καί ταυτότητα». Τό ἴδιο εἶπε καί ὁ Βρεττανός Πρωθυπουργός David Cameron «πρέπει νά ἐνισχύσωμε τήν ἐθνική μας ταυτότητα (τῆς Βρεττανίας)».
Ἐμεῖς ξεφυλλίζομε τά σχολικά βιβλία καί θλιβόμεθα γιά τά ὅσα γράφουν ἤ καί γιά τά ὅσα παραλείπουν ἐν σχέσει μέ τήν ἐθνική μας ἱστορία. Ἔχομε βιβλία ἱστορίας τά ὁποῖα ἀμφισβητοῦν τήν ἀλήθεια τῆς ἱστορικῆς μας πορείας. Διαπιστώνομε, ὅτι ὁλονέν καί περισσότερο ἡ ἔννοια τῆς συνέχειας τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀποδομεῖται. Ἡ ἱστορία διδάσκεται ἀποχριστιανοποιημένη καί ἀφελληνισμένη. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, ἔχομε μιά τουρκολαγνεία μέσα ἀπό τήν τηλεόραση (τά γνωστά σήριαλ).
Κάποιοι μᾶς λένε, μέ θρασύτητα, ὅτι μέχρι τό 1780 δέν εἴχαμε ἔθνος καί ὅτι ἦλθαν οἱ Γάλλοι διαφωτιστές νά μᾶς τό ποῦν, ἤ μᾶλλον νά μᾶς μάθουν, νά γίνωμε ἔθνος.
Καί ὅμως ὁ Ἡρόδοτος ἀπό τόν Ε΄ π.Χ. αἰῶνα μιλάει γιά τήν ἐθνική συνείδηση. Γιά τό ὅμαιμον, τό ὁμόγλωσσον, τά κοινά τῶν θεῶν ἱδρύματα, τά ὁμότροπα ἤθη.
Ἀκοῦμε γιά τό νέο Λύκειο, τό ὁποῖο θά ἔχῃ ὑποχρεωτικά μαθήματα, κάποια λίγα, λ.χ. Γυμναστική, τά Ἀγγλικά καί λίγα Ἑλληνικά.
Τί σχολεῖο θά εἶναι ἆρα γε αὐτό; Πάνω σέ ποιά πρότυπα θά στηριχθῇ αὐτή ἡ «σοφία» καί ἡ κενοφανής ἐφεύρεσις;
Διερωτῶμαι. Δέν ἀγαπᾶμε ἆρα γε τόν τόπο μας καί τήν ἱστορία μας;
Ζοῦμε σέ μία ἄσχημη ἐποχή, σέ ἕνα θλιβερό καί ξοφλημένο πνευματικά παρόν, τό ὁποῖον δέν ἀνέχεται τούς ἀγῶνες, τή λεβεντιά, τό φῶς, ἀλλά καί τά λάθη τοῦ παρελθόντος καί γι’ αὐτό θέλει αὐτό τό παρελθόν νά τό ἀχρηστεύσῃ, νά τό σβήσῃ, ἔτσι ὥστε νά μή ὑπάρχῃ ἔλεγχος.
Τό ὅραμα τό μεγαλοφάνταστο, πού ἔγινε πραγματικότης, ἀποτύπωσε ἡ καρδιά τοῦ Διονυσίου Σολωμοῦ. Καί ἔκανε αὐτή, τήν «δύστυχη», τήν «πικραμένη», τήν «ἐντροπαλή» τήν πάντα «μεγαλόψυχη στόν πόνο καί στή δόξα» Πατρίδα μας, μία ὁλόφωτη ἰδέα, ταυτίζοντας τήν μοναδική καί ξεχωριστή μας πατρίδα μέ τήν Ἐλευθερία.
Ὁ ποιητής «ἑνώνοντας σ’ αὐτή τήν προσδοκία τῶν ζωντανῶν καί τή φωνή ὅλων ὅσων πέθαναν γιά τήν Ἑλλάδα, στούς κάμπους, στά βουνά καί τά λαγκάδια, στίς ρεματιές καί στά πέλαγα», νοιώθοντας «τήν ψυχή του ὅλο ψυχές γιομάτη», θά χαιρετήσῃ τή «θεϊκιά κι ὅλη αἵματα πατρίδα». Ἀνοίγει τούς τάφους τῶν ἡρώων καί μαρτύρων καί ἀπό ‘κεῖ τή βγάζει τήν ἐλευθερία, «ἀπ’ τά κόκκαλα τῶν Ἑλλήνων τά ἱερά». Μία ἐλευθερία γεμάτη ὁρμή, πού δέχτηκε τόν ἀσπασμό τῆς Θρησκείας καί ἔκοψε τίς ἁλυσίδες, μέ τό δίστομο σπαθί της.
«Κι ἐσύ ἀθάνατη, ἐσύ θεία
πού ὅ,τι θέλεις ἠμπορεῖς
εἰς τόν κάμπο, ἐλευθερία,
ματωμένη περπατεῖς».
Ἀδελφοί μου, ἄς μή λησμονοῦμε τόν ποιητή (Παλαμᾶς) πού λέγει:
«Χρωστᾶμε σ’ ὅσους πέρασαν,
θα’ρθοῦν καί θά περάσουν,
Κριτές θά μᾶς δικάσουν
οἱ ἀγέννητοι νεκροί».
Θά τελειώσω μέ λόγια του Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη:
«Ἀγαθέ Πατέρα τοῦ παντός, ἐμεῖς κανένα καπετάλι (κεφάλαιο) δέν εἴχαμε... Μᾶς ἀνέστησε ἡ ἀγαθότης σου... τό 1821. Μόνον τήν εὐσπλαχνία σου εἴχαμε καπετάλι λαμπρό... Μᾶς εὐλόγησες καί μᾶς συγχώρεσες καί μᾶς ἀνάστησες σάν τόν Λάζαρο. Δόξα, δόξα, δόξα τῆς παντοδυναμίας σου καί τῆς βασιλείας σου, καί φώτισέ μας, ἕνωσέ μας, δῶσε μας γνώση νά ὑπάρξομεν εἰς τήν πρώτην μας ἠθική καί ἀρετή... νά ὑπάρξομε καί εἰς τό ἑξῆς μέ τήν εὐκή σου καί τήν εὐλογία τῆς παντοδυναμίας σου καί τῆς βασιλείας σου». («Ὁράματα», σελ. 207-8).
Ι.Μητρόπολις Πατρών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου