Τετάρτη 15 Απριλίου 2009

Ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος

Στέλιος Σπεράντζας

Κα
λέει Ναζωραος στος μαθητάδες:
«Τ αώνιο εμαι τ φς κα σες λαμπάδες
Φ
ς π φς, στ σκότη,
σες πιστο δηγο κα ο πρτοι
καταλυτ
ς τν γήινων θρήνων,
πο
θεο μήνυμα θ φέρετε παντο,
κι
κόμα κι ς τ χώρα τν λλήνων.
Το
δείπνου μας χαρτε πόψε τ χαρά.
Κα
τν καρδι στυλώσετε γερ
μ
τ ψωμ κα τ κρασί,
πο
αμα κα σμα εναι δικό μου,
μ
ν ποστάσετε χλωμο
μ
ς τν νηφορι το δρόμου».
Κα
λέει στν σκαριώτη: «σύ,
το
το τ ξέχωρο λοκόκκινο κρασ
θ
πάρης,
τ
φλογισμένα χείλη ν δροσίσης,
πρ
ν στ Ραββ να φίλημα χαρίσης.
Δικός μου
σ κα στέκεις τόσο χώρια!...»
ούδας σκύβει,
π
ς τάχα τ ψωμ θέλει ν κόψη.
Τ
φρύδια κατεβάζει, τσι πο κρύβει
μ
στενοχώρια
τ
φόβο, ς καθρεφτίζεται στν ψη.
Κα
λέγει το ξαν Χριστός: «ς γίνη,
,τι γραμμένο πάρχει ν γεν.
Νύχτα ε
ν' κόμη σκοτειν
κα
φοβσαι- εναι γεμάτοι καλωσύνη
τ
ς ουδαίας ο κρίκοι.
Κι ε
ν' λο γάπη τ τριφύλλι,
κι
νθε κατάσπρο στν πλαγι το Γολγοθ
τ
χαμομήλι.
Σύρε κα
μν ργες.
Χτυπάει
πίμονα καρδι τς γς.
Σύρε πι
γρήγορα, κουμπώντας στ ραβδί,
πρ
ν βγ κα τ φεγγάρι κα σ δ
Κατάχλωμος
ούδας σν σουδάρι,
πλώνει τ ποτήρι του ν πάρη.
Μ
τ ποτήρι πέφτει π τ φούχτα του
κα
πλέρια
βάφει μ
τ' λικο πιοτό,
τ
δυνατό,
το
Ναζωραίου τ θεία χέρια.
Χαμογελ
Χριστός. Μ το σκαριώτη

πόσο δονε
ται κόμα τ κορμί!
Τ
ς προδοσίας βαρ τ κρίμα... Κα μ ρμ
τ
ν σπρώχνει ν χαθ σκυφτς στ σκότη.

ΙΙ

ραος, καθς το λιου νατολή,
νάμεσα Χριστς στος μαθητάδες,
ρθώνεται κα πάλι ργομιλε:
«Τ
αώνιο εμαι τ φς κα σες λαμπάδες...
Στ
χείλη προσευχ πρν νεβ,
τ
ν πόρνη, ς συχωρέσουν, τν τελώνη.
Μ
νόμους θ περάση κα Ραββί.
Τ
ν πρώτη πέτρα ναμάρτητος σηκώνει.
γάπη κόσμου νικητής. Κι γ πηγ
γι
ποιον διψ στοργ δικαιοσύνη.
Ε
ρήνη... ν ψηλώσω π τ γ,
να μ τ' στρα κι ψυχή σας θέλει γίνει»
Ε
πε κι νάβλεψε τ μάτια το Χριστός.
«Πατέρα μου, κι
γάπη Σου ς πληθαίνη.
Σ
μ θνη κα λαο κα οκουμένη.
Τ
ργο μου τελείωσε. Κα νά,
τώρα
δικός μου διαλεχτς
στ
σκοτειν
το
ξεροπόταμου τν Κέδρων περιμένει».
Ξάφνου τ
νέφη ς σκίζει τ φεγγάρι,
π' τν ψηλ καγκελλωτ φεγγίτη,
θεία χάρη,
μία δέσμη κατεβαίνει μ
ς στ σπίτι.
Δέσμη
π φς, σν φίλημα λαφρό,
στ
θεία μαλλι το Ναζωραίου, φωτοστεφάνι.
Μ
κι νας σκιος π' τ κάγκελα, πο κάνει
πίσω
π' τος μους Του, στν τοχο, να σταυρό.
Μ
πόνο ο μαθητάδες το Κυρίου,
πο
τρέμει στν ματιν τος τ κροκλώνι,
τ
σύμβολο κοιτον το μαρτυρίου,
Κι
κενος μ χαμόγελο γλυκ
στ
δεπνο τ στερνό, τ μυστικό,
σκορπάει τ
θάρρος κι μψυχώνει.
Κι
ξω, στ σκότη τς νυχτις, τρεμάμενος,
καταραμένος,
τ
ν ρα ατ τν δια,
τρικλίζει
κόμα ούδας παγωμένος.
Κι
γκομαχώντας, ζώνεται τ φίδια,
ξεσκίζοντας τ' α
τιά του, γιατί λόγος,
λόγος το κακου
στριφογυρίζει
κόμα μέσα σν ξερόφυλλο
πο
τ σαρώνουν ξεροβόρια:
Δικός μου
σ κα στέκεις τόσο χώρια...».

Δεν υπάρχουν σχόλια: