ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Με αργό βήμα η Παναγιά και αμέτρητο τον πόνο
την νύκτα από το Γολγοθά κατέβαινε και μόνον
τον Ιωάννη πλάι της μέσ’ στο σκοτάδι εκείνο
οι πέτρες ανατρίχιασαν στο μυστικό της θρήνο.
Όλα τριγύρω σιωπηλά βουβός είναι ο δρόμος,
θαρρείς τον κόσμο ενέκρωσε ένας μεγάλος πόνος.
Και όσον βαδίζουν σαν σκιές, στ’ άχαρα εκείνα μέρη
και μοιρολόγια η Παναγιά τα πιο όμορφα που ξέρει
Τα λένε τα όρη και οι πλαγιές απ΄ όπου κι αν διαβαίνει
κάθε λουλούδι τρυφερό, που βρίσκει το μαραίνει.
Κλαίει η Παρθένος που έγινε σκοτάδι εκείνη η μέρα
είναι ο Χριστός Θεάνθρωπος, μα η Παναγιά μητέρα.
Μα ακούει πιο κάτω μια φωνή που την ερημιά ταράζει
ω, τι φωνή λυπητερή. Ποια είναι; Γιατί στενάζει;
Ποια σαν κι εμέ άλλη πονεί και μοιρολόγια λέει;
Με του παιδιού της το χαμό και άλλη μάνα κλαίει;
Ναι. Μία μάνα κάθεται εκεί μονάχη της σε μιαν άκρη,
Απαρηγόρητα θρηνεί και χύνει μαύρο δάκρυ.
Κι εκείνη σαν την Παναγιά, το γυιό της έχει χάσει,
μα δεν μπορεί η άμοιρη στιγμή να τον ξεχάσει.
Η Παναγία τον Χριστό τον είδε εσταυρωμένο,
Μα εκείνη είδε το γιόκα της σε δένδρο κρεμασμένον.
Ω, πόσο κλαίει! Μα το κλάμα της δεν συγκινεί κανένα.
Αισθάνεται όμως τον πόνο της η Παναγιά η Παρθένα,
Που ακούει το μοιρολόγι της και πάει να την γνωρίσει,
λόγια αγάπης να της πει, να την παρηγορήσει, μ’ ένα
χαμόγελο γλυκό. Ναι, του Χριστού η μητέρα, μάνα
της λέει, είσαι δυστυχής; Τι σέρνεσαι εδώ πέρα;
Δεν είσαι μόνη που έχασες το φως των οφθαλμών σου,
είμαι κι εγώ. Μη δέρνεσαι. Πες μου ποιος ειν’ ο γιός σου;
Και η μάνα που είναι ένοχη, τα μάτια χαμηλώνει
και η ερώτηση αυτή στα σπλάγχνα την πληγώνει.
Σκύβει δειλά και απαντά. Της λέγει, αδερφή μου,
Ιούδας ονομάζεται το άμοιρο παιδί μου.
Μόνο μια μάνα, μόνο αυτή σ’ όλον τον κόσμο ξέρει
τι κοφτερό νιώθω βαθιά στα σπλάχνα μου μαχαίρι.
στους πέντε δρόμους ρίχτηκα παιδί μου σα ζητιάνα,
ω, που να μην έσωνα Θεέ μου να γίνω μάνα.
Μα η Παναγιά κατάλαβε. Το γυιό της τον γνωρίζει
μα η μητέρα του Χριστού δεν φεύγει , δεν γογγύζει.
Τον ιδικό της τον καυμό ξεχνά την ώρα εκείνη
και για τη μάνα του κακού τα δάκρυά της χύνει.
Σκύβει και την ασπάζεται, χαϊδεύει τα μαλλιά της
και την κρατάει με στοργή σφιχτά στην αγκαλιά της,
της λέει λόγια τρυφερά και την γλυκοημερώνει,
της δίνει θάρρος, δύναμη και απάνω τη σηκώνει,
έλα, της λέει άμοιρη πρέπει να ξαποστάσεις.
Πάμε μαζί στο σπίτι μου τη νύχτα να περάσεις.
Εκεί, οι δυό τον πόνο μας τον μητρικό να πούμε,
να σμίξουμε τα δάκρυα και να προσευχηθούμε.
Αυτά είπε η Δέσποινα στη δύστυχη τη μάνα.
Τι εύσπλαχνη η Παναγιά! Και ξεκινάνε αντάμα,
η μια στης άλλης το πλευρό σκυφτές, συλλογισμένες
οι δυο μητέρες περπατούν, αδελφοαγκαλιασμένες.
Ναι. Γιατί ο Χριστός που σήμερον στο Γολγοθά κρεμάται,
έδωσε τέτοια εντολή: «Αλλήλους ν’ αγαπάτε».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου