Παρασκευή 3 Ιουνίου 2016

Περί Εκκλησίας. Από τις Διδαχές του αγίου Κοσμᾶ του Αιτωλού

Περί Εκκλησίας σήμερα ο λόγος και σκέφτομαι πως η Ορθόδοξος Εκκλησία του Χριστού παραμένει εις τον αιώνα ο μυστικός τόπος της καταφυγής και της προστασίας μας. Ο μυστικός τόπος της παραμυθίας και της παρακλήσεως και της χάριτος. Καθώς η άκτιστος Εκκλησία είναι ο ίδιος ο Χριστός παρατεινόμενος εις τους αιώνας.

Η Εκκλησία είναι τόπος μυστικός. Είναι ο τόπος της Αναστάσεως. Είναι η αγκάλη του Κυρίου μας και η στοργή Του και η προστασία Του. Η Εκκλησία είναι μία, αγία, καθολική και αποστολική. Αυτό ομολογούμε στο Σύμβολον της Πίστεως, προ της εισόδου μας στον τόπο του μυστηρίου και του αγιασμού των Τιμίων Δώρων. Προκειμένου να μεταλάβουμε Σώμα και Αίμα Χριστού. Κοινωνούντες εν ταπεινότητι. Προσερχόμενοι «Μετά Φόβου Θεού, Πίστεως και Αγάπης.»Και σκέφτομαι εσχάτως το κοσμικό φρόνημα που μας διακρίνει και μας διακατέχει κι ας έχουμε το προνόμιο να εισερχόμεθα μυστικώς στον τόπο της Εκκλησίας, στον τόπο του ιερού, αυτόν της εκκλησιαστικής Σύναξης και να μετέχουμε της μυστηριακής της ζωής. Ένα πειρασμικό κοσμικό φρόνημα, αυτό της δαιμονικής κατακρίσεως μας διακρίνει εν πολλοίς, που μας διαλύει εντέλει και μας κατατρώει. Σκέφτομαι σήμερα να καταφύγω στο λόγο και στις Διδαχές του αγίου Κοσμά του Αιτωλού. Χωρίς σχόλια και αχρείαστους και φορτικοὺς διδακτισμούς, καθώς ο λόγος του αγίου είναι και παραμένει ένας απαλός ορθόδοξος λόγος εκκλησιαστικής αμεσότητος και ταπεινότητος. Λόγος διαφανής γιὰ όλους εμάς του κοσμικού πάθους και του εγωϊσμού.

«Διά τούτο σας παρακαλώ, άγιοι ιερείς, και σας παραγγέλλω να φροντίσητε διά τους κοσμικούς πώς να σωθώσι και εκείνοι και σεις. Ομοίως πάλιν οι κοσμικοί να τιμάτε τους ιερείς σας· και αν τύχη ένας ιερεύς και ένας βασιλεύς, τον ιερέα να προτιμήσῃς· και αν τύχη ένας ιερεὺς και ένας άγγελος, τον ιερέα να προτιμήσῃς, διότι ο ιερεύς είνε ανώτερος από τους Αγγέλους. Ο δε ιερεύς οπού θέλει το καλόν του, νὰ διαβάση τον Νόμον, να καταλάβη το χρέος του. Διά τους αγίους ιερείς δεν έχω να σας πω τίποτε. Εγώ έχω χρέος όταν απαντήσω ιερέα να σκύψω νὰ του φιλήσω τα χέρια και να τον παρακαλέσω να παρακαλή τον Θεόν διά τας αμαρτίας μου. Διότι όλος ο κόσμος να παρακαλέσῃ τον Θεόν δεν δύνανται να τελειώσουν τα Άχραντα Μυστήρια, και ένας ιερεύς, έστω και αμαρτωλός, δύναται με την χάριν του Αγίου Πνεύματος να τα τελειώση.…

Να προσέχετε, αδελφοί μου, οι κοσμικοί να μη κατηγορῆτε τους παπάδες σας, να μη τους υβρίζετε και να μη τους παραμελήτε, διότι βάνετε φωτιά και καίεσθε· διότι οι παπάδες είνε ανώτεροι και από τους Αγγέλους και από τους βασιλεῖς. Εγώ, αδελφοί μου, η γνώμη μου έτσι με λέγει να κάμω. Εὰν απαντώ ένα παπά και ένα βασιλέα, με φαίνεται εύλογον τον παπά να βάλω να καθήση υψηλότερα από τον βασιλέα· και εάν απαντήσω ένα παπά και ένα άγγελον, πρώτα θὰ χαιρετήσω τον παπά και έπειτα τον άγγελον. Διότι, αδελφοί μου, είνε ανώτερος και από την Αγίαν Τράπεζαν, ανώτερος και από το άγιον Ποτήριον· διότι τό άγιον Ποτήριον είνε άψυχον, μα ο ιερεύς μεταλαμβάνει τα άχραντα Μυστήρια καθ᾿ εκάστην ημέραν, το τίμιον σῶμα και αίμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και Θεού. Εγώ, αδελφοί μου, δεν έχω καμμίαν κατηγορίαν να κάμω των παπάδων, διότι είνε παπάδες και έχουν τον Χριστόν οπού τους παιδεύει και ό,τι σφάλμα κάμουν οι παπάδες, έχει ο Χριστός μας ράβδον σιδηράν δι᾿ αυτούς.»Αυτά τὰ ελάχιστα για το κοσμικό μας φρόνημα και την ευκολία της κατάκρισης, που μας διακρίνει πολλές φορές, που μας απομακρύνει από τον μυστικό τόπο του αγιασμού και της χάριτος και της σωτηρίας μέσα στους κόλπους της άκτιστης Εκκλησίας. Που μας απομακρύνει από την αγκάλη του Χριστού.



Του Νίκου Ορφανίδη -Εκκλησία Κύπρου

Πώς να προσερχόμαστε στην Θεία Κοινωνία

Για να προσερχόμαστε άξια στην Θεία Κοινωνία πρέπει πρώτα πρώτα να καθαριζόμαστε από τ΄ αμαρτήματά μας με την εξομολόγηση . Ύστερα, όταν πλησιάζουμε στο άγιο Ποτήριο να έχουμε πίστη, φόβο Θεού και συντετριμμένη καρδία. Να μην νιώθουμε υπεροχή απέναντι στους άλλους που δεν κοινωνούν, αλλά να είμαστε πλημμυρισμένοι από αισθήματα αυτοκατακρίσεως. Πάνω απ΄ όλα όμως πρέπει να υπάρχουν ακατάπαυστα μέσα μας η επιθυμία και ο ζήλος ευαρεστήσεως του Θεού, όχι του εαυτού μας. Γιατί είναι δυνατόν, ακόμα και όταν κάνουμε καλό, να ικανοποιούμε τον εαυτό μας.Πώς χάνεται η καλή πνευματική κατάσταση μετά την Θεία Κοινωνία. Λυπάστε γιατί η καλή πνευματική κατάσταση που αποκτήσατε με την Εξομολόγηση και την Θεία Κοινωνία, πολύ γρήγορα χάθηκε.Η απώλεια αυτή είναι πράγματι πολύ θλιβερή, καθώς μάλιστα θα μπορούσατε να την είχατε αποφύγει. Πώς; Μην προσφέροντας τον εαυτό σας θυσία στις εξωτερικές εντυπώσεις, παραστάσεις και εικόνες, που δέχονται και μεταβιβάζουν στην ψυχή οι αισθήσεις. Αυτές είναι που αποσπούν τον νου από την καρδιά και τον κάνουν να περιπλανιέται εδώ και εκεί, χάνοντας την νήψη και την κατάνυξη, χάνοντας την κοινωνία του με τον Θεό. Δυο λογιών γεύσεις έχουμε, την πνευματική και την σωματική.  Η μια εναντιώνεται στην άλλη, η μια αποδιώχνει την άλλη. Αν γευθεί κανείς τα πνευματικά αγαθά, περιφρονεί όλα τα άλλα. Αν πάλι γευθεί πράγματα του κόσμου τούτου, τα πνευματικά χάνονται. Καταλαβαίνετε, τώρα, τι πρέπει να κάνετε για να διατηρήσετε ενεργή την πνευματική σας γεύση και να απολαμβάνετε έτσι τα ουράνια αγαθά , που σας προσφέρει ο Κύριος με την μετάληψη του Τιμίου Σώματος και του παναχράντου Αίματός Του.



Από το βιβλίο: Χειραγωγία στην Πνευματική Ζωή του Οσίου Θεοφάνους του Εγκλείστου, εκδόσεις Ι. Μονής Παρακλήτου

Πέμπτη 2 Ιουνίου 2016

π. Αλέξανδρος Σμέμαν: Τίποτε δεν είναι πιο επικίνδυνο όσο η φανατική υπεράσπιση της Ορθοδοξίας

Για να αλλάξουμε την ατμόσφαιρα της Ορθοδοξίας, πρέπει να μάθουμε να βλέπουμε τους εαυτούς μας σε προοπτική, να μετανοήσουμε, και αν χρειάζεται, ν' αποδεχθούμε την αλλαγή, τη μεταστροφή. Στην ιστορική Ορθοδοξία, υπάρχει μια ολοκληρωτική απουσία κριτηρίων αυτοκριτικής. Η Ορθοδοξία αυτοπροσδιοριζόταν: έναντι των αιρέσεων, έναντι της Δύσης, της Ανατολής, των Τούρκων, κ.λ.π. Η Ορθοδοξία συνυφάνθηκε με συμπλέγματα αυτοεπιβεβαίωσης, και από μια υπερτροφική θριαμβολογία: το να αναγνωρίζει τα λάθη της σήμαινε πως καταστρέφει τα θεμέλια της αληθινής πίστης.Η τραγωδία της Ορθόδοξης ιστορίας τοποθετείται κυρίως στον θρίαμβό της επάνω στο εξωτερικό, αντικειμενικό κακό : είτε κατά τη διάρκεια των διωγμών, ή από τον ζυγό των Τούρκων, του Κομμουνισμού – και ποτέ επάνω στο εσωτερικό. Κι όσο δεν μεταβάλλονται αυτές οι πεποιθήσεις, πιστεύω πως δεν είναι δυνατή καμία Ορθόδοξη αναβίωση. Τα πολλά εμπόδια που καθιστούν τόσο δύσκολη αυτή την αναβίωση δεν οφείλονται στους αμαρτωλούς ανθρώπους, αλλά ριζώνουν εκεί που φαίνεται πως βρίσκεται η ουσία της Ορθοδοξίας : πρώτον -σ' ένα είδος ευσέβειας, γεμάτης από προλήψεις και γλυκερότητα, και απολύτως αδιαπέραστης σε κάθε πολιτισμό. Μια ευσέβεια με παγανιστικές διαστάσεις, που διαλύει την Ορθοδοξία σε μια συναισθηματική θρησκευτικότητα. Δεύτερον – σε μια Γνωστική τάση στην ίδια την πίστη, η οποία ξεκίνησε ως Ελληνιστική επίδραση και κατέληξε στη Δύση ως Καρτεσιανή εγκεφαλικότητα. Τρίτον – στον δυϊσμό ευσέβειας και ακαδημαϊκής θεολογίας, που αποκατέστησε την πρωτογενή εσχατολογία στο χριστιανικό όραμα του κόσμου. Τέταρτον – στην παράδοση της Ορθοδοξίας σ' έναν εθνικισμό του χειρίστου παγανιστικού, αυταρχικού και αρνητικού είδους. Αυτό το “κοκτέιλ” προσφέρεται ως “καθαρή Ορθοδοξία”, και κάθε προσπάθεια κριτικής του καταδικάζεται αμέσως ως αίρεση. Τίποτε δεν είναι πιο επικίνδυνο όσο η φανατική υπεράσπιση της Ορθοδοξίας.


"Ο αποφατισμός στην ποίηση και τη θεολογία" Χρ.Γιανναράς (Video)


Διάλεξη του κ. Χρήστου Γιανναρά, Ομότιμου Καθηγητή της Φιλοσοφίας, με θέμα: «Ο αποφατισμός στην ποίηση και στη θεολογία». Τρίτη 19 Απριλίου 2016 στην Αίθουσα Οπτικοακουστικών Μέσων της Θεολογικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Συντόνισε η αναπλ. Πρόεδρος και καθηγήτρια του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας κ. Κίρκη Κεφαλέα και συμμετείχε στην συζήτηση, μεταξύ άλλων, ο  Πρόεδρος του τμήματος καθηγητής κ. Σωτήριος Δεσπότης. Η διάλεξη πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο των εκδηλώσεων με θέμα «Θεολογία και Λογοτεχνία» του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας του ΕΚΠΑ.

Η υπερβολή στη νηστεία και η λαιμαργία έχουν το ίδιο αποτέλεσμα


“Ας αγωνιστούμε λοιπόν με όλη τη δύναμη να αποκτήσουμε, με τη βοήθεια της αρετής της ταπείνωσης, την αρετή της διάκρισης, το οποίο θα μας προφυλάσσει από τις ακρότητες. Όλοι έχουμε ακούσει το ρητό που λέει: “Μεταξύ των δύο άκρων υπάρχει η μέση οδός”. Η υπερβολή στη νηστεία και η λαιμαργία έχουν το ίδιο αποτέλεσμα.

Οι συνεχείς αγρυπνίες δεν είναι λιγότερο καταστροφικές από τη νωθρότητα και τον άμετρο ύπνο. Οι υπερβολικές στερήσεις σίγουρα, εξασθενούν τον άνθρωπο και τον οδηγούν στην κατάσταση εκείνη, όπου λιμνάζουν η αμέλεια και η αθυμία. Έχω δει πάρα πολλές φορές μοναχούς, οι οποίοι δεν υποχώρησαν στο πάθος της γαστριμαργίας, να καταβάλλονται από την υπερβολική νηστεία. Το πάθος της λαιμαργίας που είχαν νικήσει, πήρε την εκδίκησή του από την εξασθένιση του οργανισμού τους. Άλλοι έπεσαν, γιατί επιδόθηκαν σε άμετρες αγρυπνίες και παρατεταμένα ξενύχτια και έφθασαν στο σημείο να μην μπορούν στο τέλος να κλείσουν μάτι.Ας κρατήσουμε λοιπόν το μέτρο, με την καθοδήγηση της διάκρισης και σύμφωνα με το λόγο του Αποστόλου: “Με τα όπλα της σωτηρίας τα επιθετικά και τα αμυντικά” (Β’ Κορ. 6,7).Ας ψάξουμε να βρούμε τη μέση οδό και να μην ξεστρατίσουμε ποτέ απ’ αυτή. Να μην εγκρατευόμαστε περισσότερο από εκείνο που μας παρέδωσαν οι Πατέρες, για να μην πέσουμε, από τη μια άκρη στην άλλη. Δηλαδή, από την ολέθρια χαλαρότητα στην κακή επιθυμία, στη λαιμαργία και στην ακράτεια”.

Αββά Κασσιανού, Β΄Συνομιλία με τον αββά Μωϋσή, εκδ. “Ετοιμασία”, Ι.Μ. Καρέα, Καρέας 2004, σσ.176-177.
Πηγή: Δόγμα

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2016

Ο άγιος Παΐσιος και το πρόσωπο της ψυχής. Συνάντηση με φοιτητές


Ερχόμουνα για άλλη μια φορά στον Άγιον Όρος με συνοδεία φοιτητών μου του Αρχαιολογικού Ιωαννίνων. Στο πρόγραμμά μας ήταν και η επίσκεψη στον άγιο γέροντα Παΐσιο, που ασκήτευε στο Κουτλουμουσιανό κελλί «Παναγούδα».

Έτσι κατεβήκαμε από την Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου στο πυκνό και καταπράσινο δάσος της χαράδρας. Σε κάποιο ξέφωτο μια φραγμένη περιοχή τεσσάρων-πέντε στρεμμάτων φιλοξενεί το απλό σπίτι του πατρός Παϊσίου. Σταθήκαμε έξω από την απλή σιδερένια πόρτα. Περιμέναμε χτυπώντας κατά διαστήματα το κουδουνάκι, τραβώντας το σχοινί. Ξέραμε ότι έπρεπε να περιμένουμε πολλή ώρα. Ο γέροντας, ο άγιος Παΐσιος, δεν άνοιγε αμέσως. Εξασκούσε με τον τρόπο του στην υπομονή τους επισκέπτες του. Και τους δοκίμαζε και λιγάκι. Έτσι έγινε και με εμάς…

Με κάποιο δέος φθάνουμε ως το κατώφλι του. Μας καλοδέχεται ένας λεπτός, χαμογελαστός άνθρωπος. Μας χαιρετά με απλότητα, χωρίς καμιά προσποίηση. Από την πρώτη στιγμή συναντηθήκαμε πνευματικά και συνεννοηθήκαμε. Σα να γνωριζόμαστε χρόνια. Η ομάδα των φοιτητών ήταν προετοιμασμένη γι αυτό. Γιατί είχε ακούσει πολλά και ήταν έτοιμη για όλα. Εκτός από ένα. Κι αυτό φάνηκε στην πρώτη αυτή συνάντηση. Όταν έξω στην αυλή ασπάσθηκαν το χέρι του πάτερ Παΐσιου, έμειναν ακίνητοι, αμήχανοι, άφωνοι, κοιτάζοντας αυτόν τον ισχνό και απλοϊκό μοναχό, με το φτωχό του ζωστικό και τον καλογερικό σκούφο, ήρεμος να τους υποδέχεται με χαμόγελο και με μια απλή φράση για τον καθένα. Είχαν ακούσει για γίγαντα του πνεύματος, για μεγάλο ασκητή, για τον οποίο πολλά θαυμαστά διηγούνταν στις συνάξεις των σαλονιών τους οι ευσεβείς φιλοαγιορείτες των πόλεων, αλλά αυτός που στέκονταν μπροστά μας ήταν ένας απλός, καλοκάγαθος γέροντας που δεν φαινόταν να έχει τίποτε το ιδιαίτερο. Στάθηκε απλά κοντά μας, μας κέρασε το καθιερωμένο λουκούμι, μας έφερε νερό σε κύπελλο από την κοντινή βρύση, μερικά μέτρα παραπέρα. Ανάλαφρος, με απλές και εύκολες κινήσεις, με ένα πρόσωπο γεμάτο φώς, οικείος και ζεστός. Τόλμησα τον πρώτο λόγο, έτσι, για να πω και κάτι.

 – Πάτερ Παΐσιε, από την πυκνή βλάστηση που έχετε εδώ υποθέτω ότι θα περνάτε βαρύ και βροχερό χειμώνα, με πολλή υγρασία.

 – Ναι, απάντησε απλά βλέποντάς με μέ σημασία, αλλά έρχεται και το καλοκαίρι.

Έτσι άρχισε η συζήτηση. Μια συζήτηση που ξεκίνησε απλά και συνηθισμένα για να αποκτήσει, όσο προχωρούσε η ώρα, άλλο περιεχόμενο. Γιατί ο γέροντας ήξερε ένα δρόμο ξεχωριστό για τους νέους. Με το δικό του απλό παιδαγωγικό σύστημα τους οδηγούσε, με τρόπο μαγικό, μέσα από πρωτοφανέρωτα μονοπάτια της σκέψης.

Τον ρώτησαν:

 – Γέροντα, πως βλέπετε την πορεία του σημερινού κόσμου γενικά, το μέλλον του Ελληνισμού και το δρόμο που πορεύεται η Ορθοδοξία;

 Απάντησε απλά:

 – Όλα εξαρτώνται από τον αγώνα που κάνουμε όλοι μας να κρατήσουμε λίγο προζύμι. Καλό σημάδι η ανανέωση του Όρους. Είναι το προζύμι. Θα μας φυλάξει ο Θεός και θα μας λυπηθεί, κι ας μη το αξίζουμε. Αν ξέρω ότι έμεινε έστω και ένας Έλληνας Ορθόδοξος, δεν θα φοβηθώ. Θα έχω την ελπίδα μου στον Θεό. Τώρα θέλει πολλή προσευχή. Να στέλνουμε μηνύματα προς τα επάνω. Μόνο ο Θεός θα μας σώσει από τη μεγάλη πυρκαϊά που έζωσε την εποχή μας.

Τον ρώτησαν οι φοιτητές:

 – Τί αξίζει περισσότερο, η ποσοτική ή η ποιοτική προσευχή.

 – Ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Η καρδιακή προσευχή αξίζει. Ο πόνος των άλλων να γίνεται πόνος δικός μας. Τότε δεν μπαίνει ζήτημα χρόνου.

 Πάνω σ’ αυτό ο γέροντας θυμήθηκε το νεαρό ασυρματιστή, όταν στα χρόνια του πολέμου υπηρετούσε στο Αγρίνιο: Όταν λέει κανείς, τί κάνουν οι καλόγεροι με την προσευχή; Γιατί δεν βγαίνουν έξω να βοηθήσουν την κοινωνία; Είναι σα να λες στον ασυρματιστή στο στρατό, άσε τον ασύρματο και πιάσε το τουφέκι. Αλλά χωρίς τον ασύρματο χάνεται η επαφή και ο στρατός καταστρέφεται.

Μέσα στις πολλές ερωτήσεις και τούτη η κάπως αναπάντεχη.

 – Πάτερ Παΐσιε, πώς βλέπετε την Ελλάδα στην Ευρώπη;

 Ο γέροντας σκέφθηκε πολύ πριν απαντήσει. Μίλησε αργά και με βαθύ στοχασμό.

 – Τη σκλαβιά της Τουρκοκρατίας και την Κατοχή την αντέξαμε και την ξεπεράσαμε. Την πνευματική σκλαβιά και κατοχή πώς θα την ξεπεράσουμε;

Όσο προχωρούσε η συζήτηση, καταστάλαζε ανεπιφύλακτα η άποψή μου για την προσωπικότητά του. Τη σημειώνω εδώ με μια γραμμή: «Έχει απλότητα κι αλήθεια μέσα του. Τίποτε το επιτηδευμένο δεν υπάρχει σ’ αυτόν. Εκεί βρίσκεται το μεγαλείο του».Πήρε να βραδιάσει κι έπρεπε να αφήσουμε τον γέροντα στην ησυχία του. Τα κασετοφωνάκια έκλεισαν αοράτως μέσα στα σακίδια των παιδιών, παρόλο που ο γέροντας μας έδωσε να καταλάβουμε ότι το είχε αντιληφθεί. Καθώς μας οδηγούσε στην εξωτερική πόρτα, ο μικρότερος των φοιτητών ξαφνικά ρώτησε:

 – Πάτερ, λένε ότι δεν μπορεί κανείς να σας φωτογραφίσει, επειδή το φιλμ καίγεται!

 Ο γέροντας κοντοστάθηκε.

 – Τί είναι αυτά που διαδίδουν, παιδί μου; Εγώ μερικές φορές παρακαλώ να μη με φωτογραφίζουν, και ξέρω ότι με τη στάση μου στενοχωρώ τους ανθρώπους. Γιατί πρέπει να φροντίζουμε το πρόσωπο της ψυχής μας και όχι το σαρκικό. Αλλά δεν θέλω πάλι να μείνετε με τη σφαλερή εντύπωση. Ήρθατε και με επισκεφθήκατε με αγάπη, γι αυτό θέλω να σας το ανταποδώσω. Βγάλτε φωτογραφίες, αλλά για ένα μόνο λεπτό.

 Πότε βγήκαν τόσες μηχανές από τα σακίδια των νεαρών, πότε άστραψαν τόσα φλας! Ο γέροντας στεκόταν με το χέρι ακουμπισμένο στην εξώπορτα και έλεγε με χαμόγελο:

 – Τί βομβαρδισμός είναι αυτός! Τί φωτιές ανάβουν! Μακάρι να άστραφτε έτσι το φως και η λάμψη της αγάπης στο σημερινό κόσμο!

 Σκοτείνιαζε. Αλλά η εικόνα του γέροντα Παΐσιου έμεινε ολοζώντανη και ολοφώτιστη μέσα μας.


Αθανάσιος Παλιούρας, Καθηγητής Πανεπιστημίου

«Ορθόδοξη Εικόνα και Πρόσωπο». Aπόσπασμα από τον Τόμο «Ορθοδοξία-Ελληνισμός, Πορεία στην Τρίτη Χιλιετία», της Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου», Άγιον Όρος 1996.

Πότε αρχίζει η αγωγή του παιδιού;


Ένας ερημίτης, που διακρινόταν για την αγιότητα του βίου του και τη γνώση της ανθρώπινης ψυχής, έδωσε εντολή κάποτε στον υποτακτικό του:  «Ξερίζωσε αυτό το δέντρο από τη γη». Και του  έδειξε ένα νεαρό φοινικόδεντρο, που είχε όμως απλώσει ρίζες βαθιές.

Κάνοντας υπακοή στο γέροντα, ο υποτακτικός επιχείρησε το έργο, αλλά, παρ’ όλες του τις προσπάθειες, δεν κατόρθωσε ούτε να το κουνήσει. «Γέροντα», είπε, «αυτό που μου ζητάς να κάνω, είναι τελείως αδύνατο!». Τότε ο γέροντας του έδειξε ένα άλλο, τρυφερό δεντράκι, που ο υποτακτικός ξερίζωσε αμέσως και χωρίς καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια. Τίποτα δεν μπορούσε να κάνει ο μαθητής με το δέντρο που είχε ριζώσει γερά, χωρίς κόπο όμως τα κατάφερε με το τρυφερό δεντράκι.Συσχετίζοντας τη διήγηση αυτή με την παιδαγωγική, βλέπουμε πως οι γονείς είναι ανίσχυροι μπροστά στα μεγάλα παιδιά, αν δεν έχουν αρχίσει να ενδιαφέρονται για την αγωγή τους από την τρυφερή ηλικία. Λέει μια παροιμία: «Όπου μικρομάθει, δε γερονταφήνει». Γι’ αυτό ο σοφός Σειράχ διδάσκει: «Τέκνα σοί έστι; παίδευσον αυτά και κάμψον έκ νεότητος τον τράχηλον αυτών» (Σοφ. Σειράχ. 7:23).Πολύ λίγοι γονείς μπορούν να παινευτούν για το ότι έδωσαν σωστή αγωγή στά παιδιά τους. Μερικοί μάλιστα, πολύ καλοί και ευσεβείς οι ίδιοι, έχουν παιδιά με χαρακτήρα εντελώς αντίθετο κι ανεπιθύμητο.Μια από τις βασικές αιτίες του φαινομένου αυτού πρέπει ν’ αναζητηθεί στους ίδιους τους γονείς. Συνήθως πολλοί άπ’ αυτούς είναι αδιάφοροι για την ηθικοθρησκευτική αγωγή των παιδιών τους, ή τόσο τυφλώνονται από την υπερβολική γονική αγάπη τους, που δεν θέλουν να βλέπουν σ’ αυτά τίποτα το κακό. Αγνοούν μάλιστα και τις παρατηρήσεις των καλοπροαιρέτων ανθρώπων. Αρνούνται ν’ ακούσουν την αλήθεια και τις σωστές συμβουλές τους. Καί μόνο όταν τα παιδικά ελαττώματα γίνουν άνυπόφορα και για τους ίδιους τους γονείς, τότε αρχίζουν να σκέφτονται για τη διόρθωση του γιου ή της κόρης. Τότε καταφεύγουν στην αγωγή. Είναι όμως πολύ αργά πια.

Γι’ αυτό θεωρώ απαραίτητο να σας εξηγήσω, γιατί η αγωγή των παιδιών πρέπει ν’ αρχίζει από τη βρεφική ηλικία.Σ’ όλους σας είναι γνωστό, πόσο γρήγορα αναπτύσσεται ο σπόρος μέσα στη γη. Οι παράγοντες που συντελούν στην ανάπτυξη, αρχίζουν αμέσως ν’ ασκούν την επίδρασή τους. Η θερμότητα και η υγρασία ξυπνούν το τρυφερό βλαστάρι μέσα στο χώμα, και σιγά-σιγά αρχίζει να ξεπροβάλλει στην επιφάνεια του εδάφους.Το ίδιο συμβαίνει και με το παιδάκι, που σαν το σπόρο έρχεται στον κόσμο και μεγαλώνει συνεχώς. Είναι γνωστό, ότι ποτέ η ανθρώπινη φύση δεν αναπτύσσεται τόσο γρήγορα και απ’ όλες τις πλευρές, όσο στην παιδική ηλικία. Ταυτόχρονα όμως, ποτέ δεν έχει τόση ανάγκη φροντίδας και περιποιήσεως, όσο στα πρώτα αυτά χρόνια.Η σωματική ανάπτυξη προχωράει γρήγορα και σταθερά, ενώ ακόμα γρηγορότερα προχωράει η πνευματική. Το παιδί αρχίζει να μιλάει, να συλλαμβάνει τα πρώτα νοήματα, να συλλογίζεται, να κρίνει. Η θέλησή του δυναμώνει και μαθαίνει σταδιακά να αυτενεργεί. Ο νούς του πλουτίζεται με τις έννοιες των αντικειμένων του περιβάλλοντος, ενώ, μαζί μ’ αυτές, συλλαμβάνει και την έννοια του Θεού. Αρχίζει να προβληματίζεται για τον προορισμό του, και μαθαίνει να ξεχωρίζει το καλό από το κακό. Μέσα του ξυπνάει η συνείδηση. Αρχίζει να ενεργεί η αγάπη ή η αντιπάθεια. Εμφανίζονται τα αισθήματα της τιμής και της ντροπής.Για να εξελιχθούν όπως πρέπει όλες αυτές οι δυνάμεις, που ανεβάζουν τον άνθρωπο μέχρι την ομοίωση με το Θεό, οι γονείς οφείλουν να παρακολουθούν προσεκτικά την ηθική εξέλιξη του παιδιού τους. Και επειδή η αγωγή έχει διπλή υφή, από τη μια να ξεριζώνει το κακό και από την άλλη να φυτεύει το καλό, οφείλουν ν’ αρχίσουν τη διαπαιδαγώγησή του από τη βρεφική ηλικία.



Πολλοί γονείς όμως δεν δίνουν σημασία στο σημείο αυτό. Σα να μη γνωρίζουν ότι μπορούμε και πρέπει να διαπαιδαγωγούμε το παιδί από τόσο μικρό!

Μερικοί γονείς, ιδιαίτερα οι νεώτεροι, για μεγάλο χρονικό διάστημα βλέπουν το παιδάκι σαν παιχνίδι ή κούκλα. Το ταΐζουν, το βάζουν να κοιμηθεί, το χαϊδεύουν, παίζουν και χαριεντίζονται μαζί του, το φυλάνε με κάθε τρόπο από το κρυολόγημα κ.λ.π. Κατά τα άλλα όμως, το αφήνουν να τρέχει, να παίζει, να κάνει ό,τι θέλει, φτάνει μόνο να μην τους ανησυχεί με τις φωνές και το κλάμα του. Και για πολύ καιρό δεν συνειδητοποιούν, ότι ο λατρευτός τους «άγγελος» είναι στην πραγματικότητα ένα πεισματάρικο, γκρινιάρικο, αχαλίνωτο, ανυπάκουο, άπληστο, λαίμαργο, κακό παιδί. Μέχρι που κάποτε τους ανοίγονται τα μάτια. Τότε αποφασίζουν να ενδιαφερθούν για την αγωγή του παραχαϊδεμένου τους παιδιού. Αλλά, αγαπητοί γονείς, τώρα είναι πολύ αργά! Το δεντράκι μεγάλωσε πια!Άλλοι πάλι γονείς δεν αστοχούν λιγότερο, έχοντας κάποιες λαθεμένες παιδαγωγικές αντιλήψεις, που σήμερα έχουν ριζώσει στο νου πολλών. Οι αντιλήψεις αυτές πολύ δύσκολα μπορούν να ξεριζωθούν, επειδή χρησιμεύουν σαν προφάσεις, από τη μια για να δικαιολογήσουν τα ελαττώματα και τις κακές συνήθειες των παιδιών, και από την άλλη για να καλύψουν την αμέλεια ή την αδιαφορία των γονιών για τη σωστή ανατροφή τους.«Μα είναι παιδιά», λένε οι ευαίσθητοι γονείς. «Μπορούμε να δίνουμε τόση βαρύτητα στα ελαττώματά τους;» Με τέτοιους και άλλους παρόμοιους ισχυρισμούς συγχωρούνται συνήθως όλες οι παιδικές αταξίες.

Είναι πράγματι παιδιά. Αλλά τί παιδιά! Τί θα βγει από τα παιδιά αυτά; Κι ακόμα, έχουν το δικαίωμα, επειδή είναι παιδιά, να κάνουν το κακό; Είναι λογικό ν’ αδιαφορεί κανείς για ένα παράπτωμα, επειδή το έκανε ένα μικρό παιδί ;Αν μέσα στο σπίτι ανάψει πυρκαγιά, λέμε «α!τί ωραία φωτιά!»; Δεν καλούμε μ’ όλες μας τις δυνάμεις σε βοήθεια; Μπορούμε άραγε να βλέπουμε τα παιδιά μας με τόση ηρεμία, όταν μέσα τους αρχίζει να φουντώνει η φωτιά των παθών, που τα απειλεί με πρόσκαιρη αλλά και αιώνια καταστροφή;