Ο
κίνδυνος της εκκοσμίκευσης
Η
σημερινή γιορτή των Αγίων Πατέρων της
Α΄ Οικουμενικής Συνόδου στη Νίκαια της
Βιθυνίας το 325 μ. Χ. αποτελεί σταθμό στην
ιστορία της Εκκλησίας και της χριστιανικής
θεολογίας.
Μετά
τους διωγμούς μία νέα εποχή είχε αρχίσει
να ανατέλλει για τη χριστιανική πίστη.
Η εξουσία του δ΄ αιώνα μ. Χ. αλλάζει στάση
και με το διάταγμα της ανεξιθρησκείας
του πρώτου χριστιανού ηγέτη, ο χριστιανισμός
έρχεται στο προσκήνιο της επικαιρότητας.
Καθώς
όμως η χριστιανική πίστη αποφεύγει το
μαρτύριο, προβάλλει ένας απειλητικός
κίνδυνος που προέρχεται από τους κόλπους
της ίδιας της Εκκλησίας και ο οποίος
απειλεί την ενότητά της. Πρόκειται για
τον κίνδυνο της εκκοσμίκευσης, για τον
εξελληνισμό της χριστιανικής πίστεως.
Ο
διάλογος του χριστιανισμού με την
ελληνική φιλοσοφία συνοδεύεται από τη
φιλοδοξία να παρουσιαστεί συστηματικά
η χριστιανική κοσμοθεωρία. Εδώ τίθενται
νέα ερωτήματα που έχουν σχέση με βασικές
θέσεις της νέας πίστεως, αλλά οι απαντήσεις
δεν υπάρχουν αυτούσιες στην Καινή
Διαθήκη. Διότι η Αγία Γραφή δεν εμφανίζει
μία χριστιανική κοσμοθεωρία συστηματικά,
αλλά αποσπασματικά. Οι συγγραφείς της
Καινής Διαθήκης αναφέρουν κυρίως τις
ποιμαντικές και οργανωτικές ανάγκες
της αποστολικής Εκκλησίας. Έτσι θίγονται
άλλα θέματα λιγότερα ή περισσότερα
ανάλογα με τα προβλήματα που απασχολούν
τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς.
Η
Καινή Διαθήκη αποτελεί το κέντρο, τον
πυρήνα της εκκλησιαστικής ζωής, γιατί
γράφει σελίδες από τη ζωή της αποστολικής
Εκκλησίας. Η ζωή όμως της Εκκλησίας
συνεχίζεται και το Άγιο Πνεύμα που
καθοδηγεί τους ιερούς συγγραφείς της
Κ. Δ. συνεχίζεται σ’ όλους τους αιώνες
να κατευθύνει τη ζωή της Εκκλησίας, να
φανερώνει το πρόσωπο του Ιησού Χριστού
σε κάθε εποχή και να συνεχίζεται η
εμβάθυνση στα διάφορα θέματα της
χριστιανικής πίστεως.
Εκείνη
την εποχή εμφανίζεται η απειλή της
ενότητας της Εκκλησίας από τη διδασκαλία
του πρεσβυτέρου της Εκκλησίας της
Αλεξανδρείας, του Αρείου. Ο Άρειος ήταν
μαθητής του Λουκιανού, ενός αριστοτελικού
φιλοσόφου, και στην προσπάθειά του να
ορίσει τη σχέση του Θεού με τον Ιησού
Χριστό, τον Υιό του Θεού, δίδασκε, ότι ο
Θεός είναι ο μόνος αγέννητος και αιώνιος,
η αρχή από την οποία προήλθαν τα πάντα,
ήταν ο Θεός που αργότερα έγινε πατέρας.
Και όπως τα παιδιά ακολουθούν χρονικά
τους γονείς τους, έτσι και ο Υιός του
Θεού δημιουργήθηκε εν χρόνω. Επομένως
δεν είναι αιώνιος και αληθινός Θεός,
αλλά κτίσμα του Θεού, ανόμοιος με την
ουσία του Θεού, δηλαδή όχι ομοούσιος με
τον Πατέρα. Γι’ αυτό όταν η Εκκλησία
λατρεύει το πρόσωπο του Χριστού
μετατρέπεται σε ειδωλολατρεία, αφού
λατρεύει ένα κτίσμα και όχι τον αληθινό
Θεό.
Η
διδασκαλία αυτή, όταν ακούστηκε έφερε
μεγάλη αναστάτωση στην Εκκλησία και
εγκυμονούσε κινδύνους για βασικά θέματα
πίστεως. Ο Άρειος έδινε προτεραιότητα
στην κοσμική φιλοσοφία και όχι στην
παράδοση της Εκκλησίας. Αυτό όμως είχε
ως αποτέλεσμα να υπονομεύεται το θέμα
της σωτηρίας του ανθρώπου δια Ιησού
Χριστού. Οι απόψεις αυτές του Αρείου
οδηγούσαν σε μια ηθική διδασκαλία και
όχι σ’ ένα σωτήριο χριστιανικό μήνυμα.
Σ’
αυτή την κρίσιμη στιγμή για την Εκκλησία
ο Μ. Κωνσταντίνος συνεκάλεσε την Α΄
Οικουμενική Σύνοδο και εγκαινίασε ένα
νέο δημοκρατικό θεσμό που είχε ως πρότυπο
του την Αποστολική Σύνοδο των Ιεροσολύμων
το 49 μ. Χ. για ν’ αντιμετωπίσει το πρόβλημα
των εξ εθνών χριστιανών.
Στη
Σύνοδο της Νικαίας κλήθηκε ο Άρειος να
πει τις απόψεις του και στη συνέχεια οι
αντιπρόσωποι των διαφόρων τοπικών
Εκκλησιών, οι εξέφρασαν την πίστη και
την παράδοση των Εκκλησιών που
εκπροσωπούσαν.
Πρωταγωνιστής
της Συνόδου ανεδείχθη ο νεαρός τότε
διάκονος του επισκόπου Αλεξανδρείας
Αλεξάνδρου. Ο Μέγας Αθανάσιος αντιμετώπισε
τον Άρειο με βάση την πίστη της Εκκλησίας.
Είπε, ότι στο πρόσωπο του Χριστού ενώθηκε
ο άνθρωπος με το Θεό. Η ένωση αυτή ήταν
απαραίτητη επειδή ο άνθρωπος δεν μπορούσε
να λυτρωθεί μόνος του από την πνευματικό
και σωματικό θάνατο.
Η
διδασκαλία του Αρείου που θεωρούσε το
Χριστό κτίσμα και όχι Θεό, αρνιόταν την
ένωση του ανθρώπου με το Θεό στο πρόσωπο
του Ιησού Χριστού και κατά συνέπεια
ήταν αδύνατη η σωτηρία του ανθρώπου.
Ο
Μ. Αθανάσιος συνεχίζοντας την ορθόδοξη
παράδοση κηρύττει, ότι ο Λόγος του Θεού
ενηνθρώπησε, ίνα θεοποιηθώμεν, και
τονίζει τρεις θέσεις για να διαφυλάξει
την εν Χριστώ σωτηρία:
-
Ο Χριστός είναι τέλειος Θεός.
-
Είναι ομοούσιος με τον Πατέρα από τον
Οποίο γεννιέται προαιώνια.
-Έγινε
πραγματικά άνθρωπος και στο πρόσωπό
Του ενώθηκε το θείο με το ανθρώπινο,
δηλαδή έγινε Θεάνθρωπος, το αληθινό
πρότυπο στο οποίο πρέπει να οδηγείται
κάθε άνθρωπος για να σωθεί.
Επίσης
σ’ αυτή την ιστορική Σύνοδο για τον
Χριστιανισμό διατυπώθηκαν τα επτά άρθρα
του Συμβόλου της πίστεως, τα οποία
ομολογεί η Εκκλησία σε κάθε λειτουργική
σύναξη και ορίζει τα όρια μέσα στα οποία
η θεολογική σκέψη πρέπει να προσεγγίζει
το πρόσωπο του Χριστού, του Υιού και
Λόγου του Θεού.
Στην
αρχαία Εκκλησία οι δογματικοί όροι και
οι αποφάσεις των συνόδων άρχιζαν με τις
λέξεις: “επόμενοι τοις αγίοις πατράσιν...”.
Τα λόγια αυτά δεν σήμαιναν κάποια
αφηρημένη παράδοση. Είναι η ζώσα φωνή
της Εκκλησίας, ότι στηρίζεται στους
αγίους μάρτυρες της αληθινής πίστεως
μας. Η Εκκλησία είναι Αγία και Καθολική,
αλλά είναι και αποστολική, γιατί είναι
η Εκκλησία των Πατέρων. Είναι και
παραμένει πατερική Εκκλησία και η
θεολογία της είναι πατερική θεολογία,
γιατί ποτέ δεν διανοήθηκε να ξεχωρίσει
από τη ζωή την προσευχή και την άσκηση
της αρετής.
Όταν
αποδεχόμαστε την πατερική παράδοση
σημαίνει ανεπιφύλακτη αποδοχή και
καθοδήγησή μας από το Άγιον Πνεύμα. Αυτό
σημαίνει διαρκή εγρήγορση και ένα
αδιάκοπο αγώνα στο σήμερα. Σημαίνει ότι
συνεχίζεται η μαρτυρία της χριστιανικής
πίστεως, όπως έκαναν οι άγιοι Πατέρες
στην εποχή τους. Γι’ αυτό είμαστε
υπεύθυνοι για τη συνέχιση της χριστιανικής
πορείας μέσα στο σημερινό κόσμο και
αυτό απαιτεί πολλές θυσίες, γιατί ο
δρόμος δεν είναι πάντοτε ομαλός. Η ζωή
των Πατέρων το δείχνει καθαρά. Αλλά ο
χριστιανισμός δεν είναι για τους δειλούς,
τους στενόκαρδους και τους ολιγόπιστους,
αλλά για ανθρώπους με μεγαλείο ψυχής.
Καλή
Κυριακή
π.
γ. στ.