Η περίπτωση της Χαναναίας του σημερινού ευαγγελίου μας δίνει την ευκαιρία για μια σύντομη ανάλυση των κυριοτέρων γνωρισμάτων της πίστεώς μας. Βέβαια και σε άλλα σημεία των Ι. Ευαγγελίων προβάλλονται υποδείγματα Πίστεως, όμως στην σημερινή ευαγγελική περικοπή η πίστη έχει μερικά ιδιαίτερα και άξια προσοχής χαρακτηριστικά.
Μερικά από αυτά είναι :
1. Καταρχάς η Χαναναία πιστεύει ότι ο Ιησούς είναι Μεσσίας γι' αυτό και τον αποκαλεί «Υιόν Δαβίδ». Ενώ η απλή παρουσία του Χριστού εμπόδισε τους Ιουδαίους να τον αναγνωρίσουν ως Μεσσία, η Χαναναία όμως δεν δυσκολεύτηκε να δει στο πρόσωπο του τον απεσταλμένο του Θεού.
2. Η πίστη της δεν επηρεάζεται από την σιωπή του Ιησού. Μπαίνει σε μια δοκιμασία, αλλά δεν κάμπτεται. Δεν είναι και λίγο πράγμα να ζητάς κάτι από κάποιον , να μην σου απαντά, να σε περιφρονεί και εσύ να επιμένεις. Μόνο αν είσαι βέβαιος ότι θα πάρεις το αιτούμενο, τολμάς και επιμένεις. Η εμπιστοσύνη στον Ιησού κάνει την πίστη της σταθερή και ακλόνητη.
Φωτογραφία Ιωάννης Καρατζάνης
3. Η πίστη της Χαναναίας συνοδεύεται από ειλικρινή ταπείνωση. Η ταπεινή αυτή γυναίκα δέχεται την εξευτελιστική παρομοίωσή της με σκυλάκι και δεν αγανακτεί, αλλά απαντά με τρόπο που δείχνει την υποταγή της.
4. Η Χαναναία δεν ανήκει στον εκλεκτό λαό του Θεού, αλλά είναι ειδωλολάτρισσα. Το να ανήκει κανείς στο λαό του Θεού, το να είναι μέλος της εκκλησίας, θα λέγαμε σήμερα εμείς, δεν αποτελεί καμία δέσμευση για τον Θεό. Εκείνο που δεσμεύει τον Θεό είναι η πίστη. Βέβαια πίστη έξω από την εκκλησία είναι αδιανόητη. Αλλά και η τυπική συμμετοχή στην εκκλησία χωρίς πίστη με τα χαρακτηριστικά που αναφέραμε παραπάνω, δεν υποχρεώνει τον Θεό να εκπληρώσει τις επαγγελίες του.
Στους Ισραηλίτες που περηφανεύονταν ότι είναι απόγονοι του Αβραάμ και ότι ο Θεός είναι υποχρεωμένος να τηρήσει τις υποσχέσεις του, απάντησε ο Αγ. Ιωάννης ο Πρόδρομος ότι ο Θεός «δύναται εκ των λίθων τούτων εγείραι τέκνα τω Αβραάμ».
Εκείνο που μετράει για τον Θεό δεν είναι η καταγωγή , τα προνόμια, η μόρφωση, η κοινωνική θέση κ.λ.π. αλλά η ζωντανή πίστη η οποία μπορεί καμιά φορά να δοκιμάζεται αλλά τελικά ξεπερνά τους ορθολογισμούς
Φωτογραφία TERZIS
Τέλος αυτό το τελευταίο μας οδηγεί σε ένα ακόμα χαρακτηριστικό της πίστεως, η πίστη βρίσκεται πάνω από την λογική. Ο άνθρωπος πολλές φορές θέλει στηρίγματα για να πειστεί, ζητά αποδείξεις που να ικανοποιούν την λογική. Και όταν δεν τα έχει , αμφιβάλλει, κλονίζεται και πέφτει. Η πίστη υπερβαίνει την λογική. Είναι υπέρλογη. Είναι υπόθεση καρδιάς και όχι του μυαλού. Η πίστη δεν έχει ανάγκη από τα φτωχά στηρίγματα της λογικής για να σταθεί όρθια , την στηρίζει ο λόγος του Θεού.
Είναι φανερό, ότι η πίστη είναι κάτι που δύσκολα μπορεί να αποκτηθεί. Και ακόμη πιο δύσκολο να μείνει σταθερή. Γι' αυτό το αίτημά μας και η προσευχή μας ας είναι: «Κύριε, πρόσθες ημίν Πίστην» (Λουκ. 17,5)
26 Δεκεμβρίου 1995: Το τουρκικό φορτηγό πλοίο «Φιγκεν Ακάντ» προσαράζει στις βραχονησίδες Ίμια. Ο Τούρκος πλοίαρχος ισχυρίζεται ότι βρίσκεται σε τουρκικά χωρικά ύδατα και αρχικά αρνείται να δεχθεί βοήθεια από ελληνικά μέσα έρευνας και διάσωσης.
28 Δεκεμβρίου: ελληνικά ρυμουλκά απεγκλωβίζουν το τούρκικο πλοίο και οδηγείται στην Τουρκία.
29 Δεκεμβρίου 1995: Το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών εκδίδει ρηματική διακοίνωση, στην οποία τα Ίμια χαρακτηρίζονται ως τουρκικό έδαφος.
10 Ιανουαρίου 1996: Η Ελλάδα απορρίπτει τους ισχυρισμούς του τουρκικού ΥΠ.ΕΞ. με άλλη ρηματική διακοίνωση, στην οποία αναφέρεται η συνθήκη των Παρισίων του 1947, με την οποία οι βραχονησίδες Ίμια παραχωρήθηκαν από την Ιταλία στην Ελλάδα, κατά την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων.
4 Ιανουαρίου: Ο Αμερικάνος πρόεδρος, Μπιλ Κλίντον, σε επιστολή του προς Ελληνοαμερικανό γερουσιαστή, αναφέρει: Φοβάμαι θερμό επεισόδιο. 19 Ιανουαρίου: Στην Ελλάδα πρωθυπουργός γίνεται ο Κ. Σημίτης.
25 Ιανουαρίου 1996: Ο δήμαρχος Καλύμνου, Δ. Διακομιχάλης συνοδευόμενος από τον Αστυνομικό Διευθυντή της Καλύμνου, Γ. Ριόλα, υψώνουν στα Ίμια την ελληνική σημαία.
28 Ιανουαρίου 1996: Μία ομάδα Τούρκων δημοσιογράφων της εφημερίδας «Χουριέτ» προσεγγίζει τα Ίμια με ελικόπτερο, υποστέλλει την ελληνική σημαία και υψώνει την τουρκική. Άνδρες του περιπολικού «Παναγόπουλος» στις 08:00 αντιλαμβάνονται την τουρκική σημαία. Ο αρχηγός Γ.Ε.Ν. δίνει εντολή στον πλοίαρχο του περιπολικού «Αντωνίου» να σπεύσει στα Ίμια, να αφαιρέσει την τουρκική σημαία και να υψώσει ξανά την ελληνική. Ο Αρχηγός Γ.Ε.Ν. επικοινωνεί με τον Αρχηγό Γ.Ε.ΕΘ.Α., ναύαρχο Λυμπέρη, τον οποίο ενημερώνει για τα γεγονότα. Ο Αρχηγός Γ.Ε.ΕΘ.Α. επιδοκιμάζει τις κινήσεις του Α/Γ.Ε.Ν. και παράλληλα ενημερώνει τον υπουργό Εθνικής Αμύνης, Γεράσιμο Αρσένη. Όπως αναφέρει ο ίδιος ο ναύαρχος Λυμπέρης, επικοινωνεί με το Ναυτικό Διοικητή Αιγαίου, αρχιπλοίαρχο Ι. Καλλιγιάννη, τον οποίο συμβουλεύει όπως η σημαία υψωθεί μέσω δημάρχου Καλύμνου και όχι απευθείας από το πολεμικό πλοίο. Η επικοινωνία, όμως, δεν κατέστη δυνατή με το πλοίο και η σημαία υψώθηκε από το πλήρωμα του περιπολικού «Αντωνίου».
30 Ιανουαρίου 1996: Δημοσιεύεται σχέδιο, σύμφωνα με το οποίο οι Τούρκοι διεκδικούν το σύνολο των βραχονησίδων, οι οποίες βρίσκονται κοντά στα Τουρκικά παράλια.- Από το πρωί στην περιοχή επικρατεί ένταση.- Το απόγευμα, ελληνικά και τουρκικά πολεμικά πλοία έχουν σπεύσει στην ευρύτερη περιοχή των Ιμίων και βρίσκονται σε διάταξη μάχης.- Ταυτόχρονα, άνδρες των Ο.Υ.Κ. αποβιβάζονται στα Ανατολικά Ίμια και δυνάμεις των Ειδικών Δυνάμεων στην Καλόλιμνο.- Στις 23:00 διατάσσεται επιστράτευση στις στρατιωτικές δυνάμεις Έβρου και νήσων του Αιγαίου.
30/31 Ιανουαρίου 1996: Τη νύχτα, οι καιρικές συνθήκες είναι εξαιρετικά κακές. Βρέχει συνεχώς και η ορατότητα στην κυριολεξία είναι μηδέν.Στη 01:15 άνδρες των τουρκικών ειδικών δυνάμεων διαφεύγουν της προσοχής των στελεχών του Πολεμικού Ναυτικού που επιτηρούν τα Ίμια και αποβιβάζονται στη μικρή Ίμια, στην οποία δε βρίσκονται ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις. Υψώνουν την τουρκική σημαία. Θα παραμείνουν επτά ώρες. Το γεγονός διαπιστώνεται από το περιπολικό «Αντωνίου» και επιβεβαιώνεται από ελικόπτερο ΑΒ-212 της Φ/Γ «Ναυαρίνο». Στις 5:30 το ελικόπτερο επιστρέφοντας καταπέφτει στη θάλασσα. Σκοτώνονται οι αξιωματικοί που επέβαιναν, Αντιπλοίαρχος Χριστόδουλος Καραθανάσης, Ατιπλοίαρχος Παναγιώτης Βλαχάκος και Σημαιοφόρος Έκτορας Γιαλοψός.- Το ΚΥΣΕΑ, ύστερα από μαραθώνια σύσκεψη, απορρίπτει το ενδεχόμενο ανακατάληψης των Ιμίων, για να αποφύγει την πολεμική σύρραξη.
Στις 06:10 το πρωί, οι υπουργοί Αμύνης και Εξωτερικών, Γ. Αρσένης και Θ. Πάγκαλος, ανακοινώνουν τη συμφωνία που επιτεύχθηκε μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας με προσωπική παρέμβαση του Προέδρου των Η.Π.Α., Μπιλ Κλίντον, και του διαμεσολαβητή Ρ. Χόλμπρουκ. Οι ελληνικές δυνάμεις αποχωρούν από τα Ίμια παίρνοντας μαζί και την ελληνική σημαία. Το ίδιο πράττουν και οι Τούρκοι καταδρομείς.Τα ερωτήματα για το σκοτεινό παρασκήνιο της κρίσης των Ιμίων παραμένουν αναπάντητα. Μέσα στη δίνη της ειδησιογραφίας εκείνων των ημερών, ορισμένα γεγονότα δεν πήραν τη δημοσιότητα που θα έπρεπε. Ένα από αυτά που αξίζει να σημειωθεί είναι η σύλληψη των στρατιωτικών ακολούθων της Ιταλίας και της Ολλανδίας στις 28 Ιανουαρίου στη Μυτιλήνη, όταν διαπιστώθηκε ότι παρακολουθούσαν ελληνικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις και βρέθηκαν στη κατοχή τους σχεδιαγράμματα στρατιωτικών εγκαταστάσεων του νησιού, ονόματα και αριθμούς πλοίων που έπλεαν στην περιοχή και άλλες στρατιωτικής φύσεως πληροφορίες.
Την Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2009 παραμονή της Εορτής της Ανακομιδής των Λειψάνων του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, μετά τον Εσπερινό στον Ιερό Ναό του Αγίου Ανδρέα, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πατρών κ.κ. Χρυσόστομος, τίμησε τους συνταξιούχους Εκπαιδευτικούς Κληρικούς της Ιεράς Μητροπόλεως Πατρών :
Ο Σεβασμιώτατος με εγκάρδιο τρόπο τους ευχαρίστησε για την πολυετή προσφορά τους στηνΕκκλησία, στηνΕκπαίδευσηκαιτην Κοινωνία και τους απένειμε το παράσημο του Αγίου Αποστόλου Ανδρέου.
Ομιλία Αρχιεπισκόπου ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ στην πανηγυρική Θεία λειτουργία επί τη μνήμη των Αγίων Τριών Ιεραρχών (30/01/2005)
Αγαπητέ φοιτητά, εκπρόσωπε των άλλων φοιτητών, που μαζί με εμάς γιορτάζουμε σήμερα τη μνήμη των τριών Ιεραρχών, προστατών της Παιδείας μας. Θέλω, παιδί μου, να σε συγχαρώ για τις επισημάνσεις τις οποίες έκανες στη διάρκεια της ομιλίας σου, επισημάνσεις που ξεπερνούν, θα έλεγε κανείς, τα ενδιαφέροντα πολλών σημερινών νέων, ενώ αποτελούν πραγματικά την εντελέχεια, πάνω στην οποία μπορούμε να στηρίξουμε και να στηρίξετε και εσείς την ζωή σας. Τα διδάγματα των Αγίων Τριών Ιεραρχών είναι διαχρονικής αξίας και σπουδαιότητας. Μπορεί να διατυπώθηκαν στον 4ο χρυσόν αιώνα της Εκκλησίας, αλλά και σήμερα στον 21ο αιώνα έχουνε πολύ μεγάλη ισχύ. Το βλέπουμε αυτό καθώς η κοινωνία μας, οι ανθρώπινες γενικότερα κοινωνίες, διολισθαίνουν προς το κακό, καθώς εκείνο που επικρατεί και αποτελεί θεότητα στους ανθρώπους σήμερα είναι το χρήμα, είναι η δόξα, είναι η ηδονή.
Τρεις Ιεράρχες, Ναός Αγίου Γεωργίου Παλαιού Ωρωπού, α΄ μισό 13ου αιώνα, 2,15χ2,32 μ.
Όπως έλεγε και ο Μακρυγιάννης, ο μεγάλος ήρωας της επανάστασης μας, αν δεν μεταφερθούμε από το εγώ στο εμείς, όπως είπες και εσύ προηγουμένως, εάν δηλαδή δεν εξορίσουμε το εμόν και το σον, όπως λέγει τόσο ο Μ. Βασίλειος όσο και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, τότε οι κοινωνίες μας θα είναι κοινωνίες ανθρώπων μισάνθρωπων. Ανθρώπων που ο καθένας θα υπηρετεί το ατομικό του συμφέρον και θα αδιαφορεί για την τύχη όλων των άλλων. Αυτά, παιδί μου, τα μαθαίνουμε στην Εκκλησία, αλλά πρέπει να τα μαθαίνουμε και στο σχολείο. Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, σε χρόνους δύσκολους για το γένος μας, όταν επικρατούσε η Τουρκοκρατία εδώ πέρα, αυτός περιήλθε όλα τα μέρη της τότε Ελλάδος και εδίδασκε τους ανθρώπους ότι πρέπει να ανοίγουνε σχολεία. Και έλεγε, ότι τα σχολεία είναι αυτά τα οποία διδάσκουν στα παιδιά, το ήθος, τη σεμνότητα, την αρετή γιατί το σχολείο είναι αυτό το οποίο θα σε μάθει ότι υπάρχει ένας Θεός, Πατέρας, Παντοκράτορας, ότι υπάρχει η Παναγία, ότι υπάρχουν οι Άγιοι, ότι υπάρχουν οι Άγγελοι. Το σχολείο είναι εκείνο το οποίο διαπλάθει χαρακτήρες, γι’ αυτό και ο σκοπός της Παιδείας είναι ανθρωποπλαστικός, όπως αυτό το είχε επισημάνει από τα αρχαία ακόμα χρόνια ο δικός μας Έλληνας φιλόσοφος Πλάτωνας. Αυτή η παιδεία, λοιπόν, πρέπει να αναγνωρίζει την αληθινή της σκοποθεσία. Πρέπει δηλαδή να καταλήγει επιτέλους, ποιόν τύπον ανθρώπου θέλει να διαμορφώσει στην νεοελληνική κοινωνία, γιατί αυτό νομίζω είναι εκείνο το οποίο μας χρειάζεται, και αυτό είναι εκείνο που απουσιάζει. Απουσιάζει δηλαδή η οριστική και σταθερή και στερεή διατύπωση ακριβώς της εννοίας του Ανθρώπου, όπως τον χρειάζεται η σημερινή κοινωνία. Υπήρξε μια εποχή κατά την οποίαν οι πάντες επίστευαν ότι η τεχνολογία είναι αυτή που θα σώσει τον κόσμο. Γι’ αυτό και η εκπαίδευση μας είχε αποκτήσει έναν προσανατολισμό προς την τεχνολογία. Όμως η πείρα της ζωής έχει διδάξει όλους μας ότι παράλληλα με αυτήν χρειάζονται και οι ανθρωπιστικές επιστήμες. Χρειάζεται η εσωτερική καλλιέργεια του έσω της καρδίας του ανθρώπου, χωρίς της οποίας, μπορεί να αποκτήσουμε εγκεφαλικούς τύπους από τους οποίους όμως θα απουσιάζει η καρδιά. Εμείς οι Έλληνες είμαστε ένας λαός μεσογειακός, ένας λαός για τον οποίο το συναίσθημα παίζει πολύ μεγάλο ρόλο και βάση του συναισθήματος είναι το φιλότιμο μας, είναι η αγάπη μας στους θεσμούς, η αγάπη μας στις αξίες και στις αρχές αυτού του πολιτισμού. Εδώ γεννήθηκαν αυτές οι αρχές και οι αξίες και από εδώ μεταδόθηκαν σε ολόκληρο τον κόσμο. Γι’ αυτό είναι, θα έλεγε κανείς, απορίας άξιο, εάν εμείς οι Έλληνες απολακτίσουμε αυτή μας την παράδοση και θελήσουμε να την αντικαταστήσουμε και να την υποκαταστήσουμε με άλλους σκοπούς οι οποίοι μπορεί να θηρεύουν βραχυπρόθεσμα οφέλη, αλλά ουσιαστικά θα αφήνουν τον άνθρωπο ακαλλιέργητο.
Οι Άγιοι τρεις Μεγάλοι Ιεράρχες της Εκκλησίας ετόνισαν αυτήν την αναγκαιότητα και νομίζω ότι κάθε σώφρων και λογικός άνθρωπος είναι εκείνος, ο οποίος παραδέχεται ότι μέσα από την εκπαίδευση μας, καθώς επίσης και μέσα από την Εκκλησία και μέσα από την οικογένεια, θα πρέπει οι άνθρωποι να αρύονται και να αντλούν τις βασικές εκείνες αρχές και αξίες, που θα αποτελούν οδηγούς για τη ζωή τους την περαιτέρω. Επλεόνασεν ο κόσμος από ανθρώπους της επιστήμης, από ανθρώπους του πλούτου, από ανθρώπους της δόξας, από ανθρώπους των πολέμων και των ανταγωνισμών. Επιτέλους, πρέπει να διδαχτούμε ότι αυτός ο κόσμος έχει ανάγκη από ανθρώπους της καρδιάς, από ανθρώπους οι οποίοι πιστεύουν, από ανθρώπους που σέβονται τον Θεό, από ανθρώπους οι οποίοι υπολογίζουν τον διπλανό και δεν τον θεωρούν σκεύος εκμετάλλευσης και μόνο. Αυτά είναι τα διαχρονικά διδάγματα των Τριών Ιεραρχών και θέλω να σας επαινέσω εσάς, τους σύγχρονους φοιτητές, που δεχτήκατε την πρόσκληση της Εκκλησίας μας και είστε σήμερα εδώ παρόντες σε αυτήν την λατρευτική σύναξη, στην οποία, παρίσταται και η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Και βλέπω εδώ και τα παιδιά των στρατιωτικών σχολών, της στρατιωτικής σχολής Ευελπίδων και της σχολής των Αστυνόμων. Τους βλέπω εδώ από το πρωί που ήρθαν και μένουν ακίνητα τα παιδιά αυτά τόσες ώρες. Και θέλω όλους σας να σας επαινέσω. Θέλω να διακηρύξω σε όλον τον ελληνισμό, σε όλη την πατρίδα ότι υπάρχουν ακόμα όρθιοι άνθρωποι, αγωνιστές του καλού, υπάρχουν εκείνοι οι οποίοι δεν έκαψαν μόσχον στον Βάαλ, εκείνοι οι οποίοι πιστεύουν, εκείνοι οι οποίοι έχουν αρχές στην ζωή και για τις οποίες είναι έτοιμοι να θυσιαστούν. Αυτά είναι τα μεγάλα κεφάλαια του γένους μας, αυτά είναι τα μεγάλα κεφάλαια του έθνους μας. Εάν δεν τα είχαμε αυτά, θα ήμασταν πολλοί φτωχοί, αγαπητοί μου. Διότι αυτά είναι που πλουτίζουν, πλουτίζουν την πατρίδα μας, πλουτίζουνε τον πολιτισμό μας, πλουτίζουνε τις κοινωνίες μας. Γιατί αλλιώς θα γίνουμε κοινωνία αγρίων ανθρώπων, που ο ένας θα πατάει πάνω στο πτώμα του άλλου για να ανέβει λίγο υψηλότερα. Γι’ αυτό, η σημερινή γιορτή είναι, θα έλεγε κανείς, γιορτή αυτογνωσίας, αυτοσυνειδησίας, επειδή πιστεύουμε ότι η παιδεία του έθνους παίζει σημαντικότατο ρόλο στη διαμόρφωση του ανθρωπίνου χαρακτήρα. Γι’ αυτό προσευχόμαστε ο Θεός να δώσει, ώστε αυτή η πατρίδα να μείνει πραγματικά πιστή στα πιστεύματα των Πατέρων της, αυτή η πατρίδα να μην αποστατήσει ποτέ, αυτή η Εκκλησία να είναι πάντοτε οδηγός και κυβερνήτης στις ψυχές των ανθρώπων.Και οι άνθρωποι γνωρίζουν ότι οι ηγέτες του οι εκκλησιαστικοί αποτελούν στόχο στο στόχαστρο σκοτεινών δυνάμεων, οι οποίες δυνάμεις επιδιώκουν να καταρρεύσει μέσα στην ψυχή του λαού μας η εμπιστοσύνη προς την Εκκλησία.
Μπορεί να υπάρχουν και μέσα στην Εκκλησία άνθρωποι επίορκοι, όπως υπάρχουν σε όλα τα περιβάλλοντα των ανθρώπων. Αλλά δεν μας φταίει σε τίποτα η Εκκλησία. Γιατί η Εκκλησία έχει τη δυνατότητα ως η Νύφη του Χριστού, η Μία και Αγία και Άσπιλος, έχει τη δυνατότητα της αυτοκάθαρσης, έχει τη δυνατότητα να δίνει και προς τα έξω το μήνυμα, ένα μήνυμα το οποίο πραγματικά προέρχεται από την εσωτερική συγκρότηση της ορθόδοξης πνευματικότητας. Εύχομαι σε όλους σας την ευλογία του Θεού, τη δύναμη του Θεού και σας καλώ όλους να μείνετε συσπειρωμένοι γύρω από την πνευματική σας ηγεσία και γύρω από την πνευματική υπόσταση των ανθρώπων, γιατί μόνο έτσι μπορούμε να διεκδικήσουμε τα δίκαιο μας και μόνο έτσι μπορούμε πραγματικά όρθιοι στην έπαλξη του ο καθένας μας, να διεκδικήσουμε το δίκαια μας. Και από εκεί και πέρα υπάρχει ο Θεός ο Οποίος βλέπει, ο Οποίος κυβερνά, ο Οποίος καθοδηγεί τη ζωή μας και τη σκέψη μας. Να έχετε την ευλογία του Θεού, τη δύναμη του Θεού. Οι δε νέοι μας να έχετε και το φωτισμό του Θεού και να προοδεύετε στις σπουδές σας για να αναγορευτείτε σιγά-σιγά παράγοντες αυτής της κοινωνίας και να συμβάλετε ο καθένας με τον δικό του τρόπο στη διαμόρφωση αυτής της πνευματικότητας από την οποία όλοι μας έχουμε ανάγκη.
Χρόνια Πολλά και Ευλογημένα.
Εκ παραδρομής ξεχάσαμε να αναφέρουμε την πηγή του κειμένου και των φωτογραφιών, τα οποία είναι από την ΧΦΕ, την οποία άλλωστε έχουμε και στους προτεινόμενους συνδέσμους μας. Ευχαριστούμε την ΧΦΕ για την υπόδειξη και επίσης τους ευχαριστούμε γιατί μας διαβάζουν και μας παρακολουθούν συστηματικά!
Του Γεράσιμου Xρυσάφη, καθηγητή Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών
Oι Τρεις Ιεράρχες έζησαν σε μια πολύ δύσκολη μεταβατική εποχή, σε μια ταραχώδη εποχή όπου συντελούνταν ριζικές αλλαγές. Από τη μια ο αρχαίος κόσμος παρέμενε αρκετά ισχυρός, από την άλλη η εκκλησία συγκλονιζόταν από τις αιρέσεις. O αυτοκράτορας ήταν παντοδύναμος, με συνέπεια αυτός και οι σύμβουλοί του, από τη μια μέρα στην άλλη, να μπορούν να αλλάζουν πολιτική ως προς την Εκκλησία, τη Θρησκεία, την Παιδεία και έτσι να εκδιωχθούν μεγάλες προσωπικότητες από τη θέση τους. Αυτό ασφαλώς συνέβαινε και με τη σύμπραξη και τη συνέργεια εκκλησιαστικών ανθρώπων και κυρίως Επισκόπων. Για τούτο, άλλωστε, μιλούν με τόση πικρία γι' αυτούς και οι Τρεις Ιεράρχες και κυρίως ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο οποίος ήταν εκείνος που βασανίστηκε περισσότερο από τους άλλους. Θέλω να υπενθυμίσω ότι το ιδανικό, το πρότυπο του αρχαίου κόσμου ήταν «αιείν αριστεύειν και υπείροχον έμενε άλλων», ενώ στο Χριστιανισμό ήταν «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι» και ο «υψωθείς ταπεινωθήσεται και ο ταπεινωθείς υψωθήσεται».
Για να εφαρμοστεί αυτό το χριστιανικό μήνυμα που και κατά τους Τρεις Ιεράρχες και κατά την Εκκλησία είναι ο πυρήνας της πίστης πρέπει να υπάρχει απέραντη αγάπη. Αυτή η αγάπη, όμως, είναι δύσκολο να βρεθεί. Και γι' αυτό, όταν η Εκκλησία έπαψε να είναι η Εκκλησία των καταδιωκομένων μαρτύρων και μετατράπηκε σε κέντρο εξουσίας, τα προβλήματα διογκώθηκαν. Πολλοί μοναχοί, που δεν ήταν τόσο πιστοί όσο περίμενε η Εκκλησία, αναστάτωναν το κράτος, καταστρέφοντας βιβλία και καίγοντας αρχαίους ναούς. Στο σημείο αυτό οι Τρεις Ιεράρχες, και κυρίως ο Μέγας Βασίλειος, έκαναν μια μεγάλη προσπάθεια να ελέγξουν τους μοναχούς.
Στέρεες βάσεις ελληνικής παιδείας...
Η παιδεία τους ήταν στηριγμένη στα αρχαία ελληνικά κείμενα. O Μέγας Βασίλειος και ο Μέγας Γρηγόριος είχαν σπουδάσει στην Αθήνα, θυμόνταν τα φοιτητικά τους χρόνια με αγάπη και νοσταλγία.
Αυτά που έμαθαν τα αφομοίωσαν και τα αγάπησαν. O Χρυσόστομος, πάλι, σπούδασε στη Μεγάλη Σχολή της Αντιοχείας, με δάσκαλο τον μεγαλύτερο ρήτορα και λόγιο της εποχής του, τον Λιβάνιο, ο οποίος μάλιστα δεν ήταν Χριστιανός. Κανείς από τους τρεις τους όμως δεν χρησιμοποίησε τα αρχαία κείμενα με τη στενόμυαλη λογική, απομονώνοντας δηλαδή απλώς ορισμένα γνωμικά και φράσεις που να ταιριάζουν στη νέα θρησκεία και εντάσσοντάς τα στα χριστιανικά Eυαγγέλια. Oύτε προσπάθησαν οι Τρεις Ιεράρχες, όπως έκαναν πριν από αυτούς ορισμένοι από τους λεγόμενους απολογητές, να πείσουν ότι τα αρχαία κείμενα ή ορισμένα από αυτά ήταν μια προετοιμασία για τον Χριστιανισμό. Είχαν ξεκάθαρη άποψη, ήταν σίγουροι για την πίστη τους αλλά και σίγουροι για την αξία των κλασικών κειμένων. Και αυτό φαίνεται από τον τρόπο που αντιμετωπίζουν τον αρχαίο κόσμο στο σύνολό του και το πόσο αγαπούν τα κείμενα, τόσο για τις ιδέες που ξεπηδούν από αυτά, όσο, κυρίως, για την ομορφιά τους και την απόδοση των αρετών του αρχαίου κόσμου. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μέγας Βασίλειος, όταν αναφέρεται στον πλούτο και το χρυσό, αντί να ανατρέχει στη Γραφή, αναφέρεται στους δυο μεγάλους γλύπτες της αρχαιότητας, το Φειδία και τον Αλκαμένη και τα χρυσελεφάντινα αγάλματα του Διός στην Oλυμπία και της Ήρας στο Άργος. Συγκεκριμένα, σημειώνει για τους σπουδαίους αυτούς καλλιτέχνες ότι, αν καμάρωναν για το χρυσό και το ελεφαντόδοντο που τοποθέτησαν εκεί θα ήταν καταγέλαστοι, ανόητοι, γιατί γνώριζαν αυτοί ότι η τέχνη τους ήταν πιο άξια από το χρυσό και το ελεφαντόδοντο, και η τέχνη τους ήταν αυτή που έκανε τον χρυσό περισσότερο πολύτιμο και ωραιότερο. Και ο Γρηγόριος, σε ανάλογη περίπτωση, σε καθαρώς εκκλησιαστικό κείμενο, αναφέρεται στους μεγάλους ζωγράφους της αρχαιότητας, επί παραδείγματι στον Ζεύξη.
Επομένως, είναι προφανές ότι όχι μόνον ξέρουν να χρησιμοποιήσουν άριστα τη γλώσσα και να την προσαρμόσουν στην εποχή τους, αλλά παράλληλα γνωρίζουν και εκτιμούν τις ιδέες και την ομορφιά των αρχαίων κειμένων. Μια λεπτομερής μελέτη των κειμένων τους δείχνει πόσο βαθύτατα τους είχε επηρεάσει η επαφή τους με την αρχαία σκέψη, όπως για παράδειγμα στη χρήση των δυο βασικών λέξεων 'άνθρωπος' -όπως χρησιμοποιείται στη σπουδαία φράση του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού «ο μικρός ούτος κόσμος, ο άνθρωπος»- και 'έλεος'. Αν εξετάσουμε τις αναφορές στα κείμενά τους, εκτός από την Βιβλική άποψη του 'ελέους του Θεού' υπάρχει βαθύτατα και η έννοια του 'ελέους της τραγωδίας'. Σε άλλο κείμενο του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού φαίνεται αυτή η αναγωγή, όταν αναφέρεται με όρους καθαρά αριστοτελικούς στα δεινά της ζωής ή όταν εκφράζει την άποψη ότι πολλοί μύθοι από τις μεγάλες οικογένειες των αρχαίων ελληνικών μύθων -και παίρνει ως παράδειγμα την οικογένεια των Ατρειδών- αναπλάσθηκαν, προκαλώντας μια ηδονή που μας παραπέμπει κατευθείαν στον Αριστοτέλη. Όσο απρόβλεπτη είναι η ζωή κατά τους αρχαίους τραγικούς, έτσι αντιμετωπίζεται και από τους Τρεις Ιεράρχες, μόνο που οι τελευταίοι μεταφέρονται από τον κόσμο της τραγωδίας στον κόσμο της σωτηρίας, εκεί που το έλεος του Θεού μπορεί όλα να τα καλύψει και να τα αγιάσει.
Η κοινωνική τους παρουσία και προσφορά
Ως προς την κοινωνική διάσταση του έργου τους, και οι τρεις Ιεράρχες έχουν υποδείξει ποιος είναι ο πραγματικός, μορφωμένος, καλλιεργημένος Χριστιανός. O Μέγας Βασίλειος στο μεγάλο λοιμό της Καισαρείας, προτού ιδρύσει τη Βασιλειάδα, αυτό το περίφημο συγκρότημα χριστιανικής φιλανθρωπίας, οργάνωσε ταχύτατα και αποτελεσματικά συσσίτια από τα οποία δεν απέκλεισε ούτε τους Εβραίους ούτε τους Αριανούς. Εδραιώθηκε έτσι το κύρος του σε μια εποχή που υπήρχαν αντιδράσεις για την προσωπικότητά του από την κεντρική εξουσία της Κωνσταντινουπόλεως. Το προσωπικό του κύρος, η προσωπική του αίγλη ήταν πολύ μεγάλη, όχι μόνο στους ορθοδόξους Χριστιανούς αλλά και στους Αριανούς και τους Εβραίους. Την ίδια κοινωνική ευαισθησία είχε δείξει για τα, επονομαζόμενα σήμερα, βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα. Στο κείμενο της λειτουργίας του, εκτός των άλλων κατηγοριών ταλαιπωρουμένων και χειμαζόμενων αδελφών των χριστιανών, αναφέρεται στους αδελφούς μας των 'εν μετάλλοις', αυτούς που δουλεύουν στα μεταλλεία. Θεωρεί ότι είναι η πιο βαριά δουλειά και στα κείμενά του βρίσκει κανείς και μια αναφορά του στον ύπαρχο της περιοχής Μόδεστο, που αναφέρεται στις απάνθρωπες συνθήκες εργασίας των εργαζομένων στην οροσειρά του Ταύρου, που ανήκε στην ευρύτερη επισκοπική του περιοχή. O ίδιος είχε προσωπική γνώμη για τα βάσανα αυτών των ανθρώπων και στο απόσπασμα αυτό υποδεικνύει στον Μόδεστο την ανάγκη να αλλάξει η ζωή και οι συνθήκες εργασίας τους.
Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα σχετίζεται με το θέμα των δούλων. Περιμένει κανείς από τους Τρεις Ιεράρχες να ακούσει τη γνωστή φράση του Αποστόλου Παύλου ότι δεν υπάρχει διάκριση μέσα στην Χριστιανική Εκκλησία. O Γρηγόριος, όμως, θέτει σε άλλη βάση το θέμα, όταν λέει ότι κανένας δεν είναι εκ φύσεως δούλος, ρήση που φυσικά ανατρέπει την άποψη τόσο του αρχαίου κόσμου όσο και του ιουδαϊκού. Την ίδια στάση στα μεγάλα κοινωνικά θέματα μπορεί κανείς να την ανιχνεύσει και στους τρεις Ιεράρχες, περισσότερο ίσως στον Μεγάλο Βασίλειο. Αναφέρεται στο θέμα της τοκογλυφίας και λέει ότι οι άνθρωποι που πλουτίζουν μέσω αυτής πίνουν το αίμα των αδελφών τους. Τον απασχολεί το ζήτημα της ισότητας των φύλων. Αυτό το ενδιαφέρον των Τριών Ιεραρχών για τους πάσχοντες, για τη γυναίκα, για τους δούλους, για τα βαρέα επαγγέλματα και η ευρύτητα του πνεύματός τους φαίνεται και σε άλλα σημεία, όπως, για παράδειγμα, στις αποφάσεις του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, όταν ασκεί τα καθήκοντα τού αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, που ενώ δεν δέχεται να παραχωρηθεί εκκλησία στους Αριανούς, δέχεται να παραχωρηθεί εκκλησία στους Γότθους για να τελούν τη λατρεία τους στη δική τους γλώσσα, μια τελείως βαρβαρική γλώσσα ακόμη, που προμηνύει όμως την ανάπτυξη του 9ου και του 10ου αιώνος με τον εκχριστιανισμό των Σλάβων και την ευρύτητα αυτή, την οικουμενικότητα της Oρθοδοξίας.
Μεγάλοι Διδάσκαλοι και Παιδαγωγοί
Η αξιοσημείωτη προσφορά τους στην Παιδεία αποτυπώνεται στο σύνθημα τους για μόρφωση όχι, όμως, περιορισμένη στις ανώτερες τάξεις. Ακόμη στο σύνθημα του Γρηγορίου του Θεολόγου από τον Δεύτερο Ψαλμό του Δαυίδ 'Δράξασθε Παιδείας', ένα σύνθημα που επαναλαμβάνεται μέσα στην Ελληνική Ιστορία από τα χρόνια του Παχωμίου, ενός εξαιρετικά σημαντικού λογίου του 16ου αιώνος και από τον μεγάλο διαφωτιστή, τον Αδαμάντιο Κοραή. Αυτή τη γραμμή υπέρ της Παιδείας την ενστερνίστηκαν οι νεοέλληνες και καθ' όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, αλλά ακόμη περισσότερο στα χρόνια του Βυζαντίου. Σε όλη την ιστορία του Βυζαντίου, σε αυτό που ονομάζουμε σήμερα αναλυτικό πρόγραμμα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης υπήρχαν σταθερά στο βυζαντινό σχολείο -όπου στις περισσότερες περιπτώσεις οι δάσκαλοι ήταν μοναχοί- και ο Όμηρος και οι Ιστορικοί και οι Ρήτορες, τρεις τραγωδίες του Αισχύλου, τρεις του Σοφοκλή, τρεις του Ευριπίδη αλλά και τρεις κωμωδίες του Αριστοφάνη. Έχουν αυτή την ευρύτητα πνεύματος οι Τρεις Ιεράρχες, ώστε να ασκήσουν τέτοια επίδραση στην εκπαίδευση να συμπεριληφθούν αυτά τα κείμενα, που αλλιώς θα ήταν αμφίβολο αν θα σώζονταν μέχρι τις μέρες μας. Στο νέο Ελληνικό κράτος ο Καποδίστριας με ελάχιστα μέσα προσπάθησε να οργανώσει και να εφοδιάσει με βιβλία 400 σχολεία. Το '34 και το '36, επί Όθωνος, με τους νόμους που θεσπίζονται για την ίδρυση των λεγομένων ελληνικών σχολείων και γυμνασίων, είναι η Ελλάδα που με όλες τις δυσκολίες της είναι η πρώτη χώρα στον κόσμο που κατοχυρώνει υποχρεωτική επταετή εκπαίδευση.
Αυτή η ισχυρή επίδραση των Τριών Ιεραρχών φάνηκε και στις δύσκολες στιγμές της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Στις μεγάλες στιγμές της αγωνίας ο Αρχιεπίσκοπος Σπυρίδωνας, όταν ήταν μητροπολίτης Ιωαννίνων, οργανώνει συσσίτια μέσα στην πείνα της κατοχής και την πρώτη μέρα εγγράφονται και εξακόσιοι Εβραίοι, σε λίγες μέρες ο αριθμός τους διπλασιάζεται. Χωρίς να κάνει, λοιπόν, καμία διάκριση, ακολουθώντας το παράδειγμα του Μεγάλου Βασιλείου, προσφέρει τροφή σε όλους τους ανθρώπους. Αλλά και ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός σε δυο, κυρίως, περιπτώσεις ακολουθεί το παράδειγμα τους: στην περίπτωση που του ζητούν να αποδοκιμάσει την Εθνική Αντίσταση και το Ε.Α.Μ., καθώς και όταν παρεμβαίνει μαζί με όλη την πνευματική ηγεσία της Ελλάδος υποστηρίζοντας τους Εβραίους όχι μόνο με επιχειρήματα Βιβλικά αλλά και με επιχειρήματα νομικά, όπως είχαν κάνει με την μεγάλη τους Παιδεία αυτοί οι τρεις Μεγάλοι Ιεράρχες. Και όπως χρησιμοποίησαν και εκείνοι τα αρχαία κείμενα ή τα χωρία της Γραφής προσαρμόζοντάς τα στις συγκυρίες, το ίδιο συμβαίνει και με την περίφημη επιστολή που στέλνει ο Δαμασκηνός προς την ηγεσία τού τόπου για τους Εβραίους, όταν λέει πως «η Αγία ημών Εκκλησία ουδεμίαν διάκρισιν υπεροχήν ή μείωσιν δέχεται λόγω καταγωγής ή θρησκείας». Εκτός από την παιδεία, οι Τρεις Ιεράρχες έχουν, επίσης, ασκήσει τεράστια επίδραση στη βυζαντινή υμνολογία. Επιπλέον, σε πολλές περιπτώσεις τα λόγια τους και η σκέψη τους έχουν επηρεάσει βαθύτατα τη Βυζαντινή αγιογραφία.
Μορφές αναπόσπαστα συνδεδεμένες με την παράδοση
Oι Τρεις Ιεράρχες έχουν περάσει στη λαϊκή παράδοση. Αξίζει να θυμηθεί κανείς ότι στα κρητικά κάλαντα για την πρωτοχρονιά ο πρώτος άνθρωπος που συναντά ο Χριστός στη γη είναι ο Άγιος Βασίλης και τον συναντά να οργώνει τα χωράφια. Επίσης, στους θρήνους της Κωνσταντινουπόλεως, σε έναν περίφημο ποντιακό θρήνο που έχει εμπνεύσει και εντυπωσιάσει και τον Καβάφη, αναφέρεται χαρακτηριστικά για τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο 'κλαίνε οι εκκλησίες, κλαίνε τα μοναστήρια και ο Αϊ Γιάννης ο Χρυσόστομος κλαίει, δερνοκοπιέται'.
Ένα κεράκι θα’ ναι αυτά τα λόγια, μνήμης κεράκι...
Είμαστε μαζί στη Βέροια, μια εβδομάδα πριίν αρχίσει ο Γολγοθάς οου.
Έγινε ένα διήμερο μνήμης για τον αγαπημένο μακαριστό Γέροντα Γεώργιο Παυλίδη, Μητροπολίτη Νίκαιας. Εγκαινιάστηκε ένα διώροφο κτίσμα, στο χωριό καταγωγής του, κτίσμα μουσείου.
θυμάμαι τα κατακόκκινα από δάκρυα μάτια σου. Μείναμε στον ίδιο χώρο και σαν βρεθήκαμε μόνοι, χαμηλόφωνα μου εξομολογήθηκες: «Να’ ξερες πόσα τραβάω, Γαλάτεια. Θα γίνω άραγε σαν κι αυτόν; Φοβάμαι..,». Άλλο δεν είπες γιατί βράχνιασες από κρυφό λυγμό. Για να σε ηρεμήσω και να ηρεμήσω και εγώ, σου θύμισα στην κατασκήνωση στο Πήλιο, τότε πού ως επίσκοπος Δημητριάδος μας φιλοξένησες και μας έψαλες στο τραπέζι σαν αποφάγαμε το: "Που πορευθώ...». Ξαστέρωσε το πρόσωπο του: «Θυμάμαι...», είπες και σίγουρα αν δεν ερχότανε ο σερβιτόρος θα το έψελνες...
Και τι άλλο θυμάμαι. Σου ζήτησα ένα ραντεβού, για ένα παλικάρι με δυο παιδιά πού τον εγκατέλειψε η γυναίκα του και ήταν άνεργος. Σε συναντήσαμε στο γραφείο σου, σε ενημερώσαμε, ευχαριστήσαμε και φύγαμε. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, εσύ ο ίδιος μου τηλεφώνησες για να με ενημερώσεις. Δεν έβαλες κάποιον άλλον αλλά εσύ ο ίδιος. Η μια ψυχή του ταλαιπωρημένου αδελφού είχε το ίδιο βάρος για σένα, είχες την ίδια ευθύνη για τον έναν.
Ένας αρθρογράφος έγραψε, παραποιώντας τον Κλεμανσώ, πώς: «Η πολιτική είναι πολύ σοβαρή υπόθεση ώστε ν' ασχολείται το ράσο με αυτήν». Ευτυχώς δεν είχε διαβάσει Κλεμανσώ ο επίσκοπος Καστοριάς Καραβαγγέλης, κι έτσι όταν έγραψε και ξανάγραψε στην Ελληνική Κυβέρνηση πώς χάνεται η Μακεδονία και απάντηση δεν πήρε, φώναξε νύχτα τον καπετάν Κώττα και : «Χάνουμε τη Μακεδονία μας, πήγαινε στην Αθήνα στον Ίωνα Δραγούμη, στον Παύλο Μελά και πες τους πώς χάνουμε τη Μακεδονία». Έτσι χάρις στο ράσο πού δεν έμεινε αυστηρά στα θρησκευτικά του καθήκοντα, έχουμε σήμερα Ελληνική Μακεδονία. Κι εσύ, μακαριστέ, πλησίασες τον λαό και μίλησες για Χριστό και Ελλάδα. Χάρις στη δουλειά μου, έρχομαι σε συχνότατη επαφή με παιδιά και εφήβους και έχω προσωπική γνώμη για το παράθυρο, σεβαστέ, πού τους άνοιξες. Το άναψα το κεράκι μου και εύχομαι να μη ξεχνάμε κι εμείς Χριστό και Ελλάδα.
Του καθηγητού ΜΑΝΟΛΗ Γ. ΔΡΕΤΤΑΚΗ, πρ. Αντιπροέδρου της Βουλής, Υπουργού
Την Τετάρτη 30.1.08 ώρα 5.45 το πρωί ξεκίνησα από το σπίτι μας για να πάω να προσκυνήσω το σκήνωμα του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου που είχε εκτεθεί σε λαϊκό προσκύνημα στο μητροπολιτικό ναό από τη Δευτέρα το απόγευμα, πιστεύοντας -όπως μου συνέβη σε μία ανάλογη περίπτωση πολιτικού προσώπου - ότι θα ήμουν, στις 6 το πρωί, πριν δηλαδή ξημερώσει, ένας από τους λίγους πού θα είχαν πάει εκεί για τον ίδιο σκοπό. Διαψεύστηκα. Αυτό πού αντίκρισα και έζησα ήταν κάτι το πρωτόγνωρο. Κόσμος πήγαινε από το Σύνταγμα προς το μητροπολιτικό ναό σαν να ήταν μέρα μεσημέρι.Γοργά ή αργά βήματα για να σταθούν στην ουρά, στην οποία εκείνη την ώρα μπορεί να περίμεναν μερικές εκατοντάδες πιστών για να προσκυνήσουν. Στο γυρισμό, ανάμεσα στους πολλούς πού επέστρεφαν αφού προσκύνησαν, είδα μία ανάπηρη γυναίκα να περπατά πολύ αργά με «πι» προς το Σύνταγμα, δεδομένου ότι σε όλη την οδό Μητροπόλεως είχε απαγορευθεί η κίνηση σε λεωφορεία, αυτοκίνητα και ταξί.Αναφέρω την παραπάνω προσωπική μου εμπειρία για να τονίσω ότι, στις 60 περίπου ώρες πού διάρκεσε το λαϊκό προσκύνημα, προσήλθαν πολλές δεκάδες χιλιάδες πιστών όλων των ηλικιών - ανάμεσα στους οποίους και ό Πρόεδρος της Δημοκρατίας - για να αντικρούσω τα όσα έγραψαν εκείνοι πού θέλησαν να μειώσουν τη σημασία του λαϊκού προσκυνήματος και τον αριθμό εκείνων πού προσήλθαν όλες τις ώρες του 24ώρου για να προσκυνήσουν και να προσευχηθούν για την ανάπαυση της ψυχής του εκλιπόντος.
Πολύ μεγάλο ήταν επίσης το πλήθος πού παρακολούθησε την κηδεία του και την εκφορά του σκηνώματος του μέχρι το Α' Νεκροταφείο και ακόμα μεγαλύτερο εκείνων πού δεν μπορούσαν να βρίσκονται εκεί και στάθηκαν ευλαβικά στους δέκτες της τηλεόρασης στα σπίτια τους για να προσευχηθούν, και αυτοί, για την ανάπαυση της ψυχής του. Αυτή η μαζική προσέλευση του λαού δείχνει από τη μία μεριά την πίστη, πού ήταν και εξακολουθεί να είναι το στέρεο θεμέλιο της κοινωνίας μας, και από την άλλη την αγάπη των πιστών προς τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο, ο οποίος συνέβαλε στο να έρθει η Εκκλησία πλησιέστερα στην κοινωνία και αντιμετώπισε με πίστη και καρτερία μέχρι τέλους τη πολύμηνη οδυνηρή δοκιμασία πού του επιφύλασσε ο Θεός για να τερματίσει το βίο του.Δεν είμαι από εκείνους πού εκθειάζουν (και πολύ περισσότερο) αγιοποιούν εν ζωή, η και αγιογραφούν όταν πεθάνουν, άνδρες ή γυναίκες πού (κακώς) ονομάζοναι «επώνυμοι» (όλοι οι άνθρωποι είναι επώνυμοι). Στην περίπτωση του μακαριστού Αρχιεπισκόπου είχα εκφράσει τις απόψεις μου για την πολιτεία του (βλέπε «Ελευθεροτυπία» 3.5.1998) και στάθηκα με κριτική διάθεση σε ό,τι άφορα στην υπερπροβολή του στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και στις τοποθετήσεις του σε θέματα αποκλειστικής αρμοδιότητας των εκλεγμένων από το λαό αντιπροσώπων του (βλέπε «Ελευθεροτυπία» της 18.6.1998 και «Χριστιανική» της 9.12.1999) καθώς και για τις σχέσεις του με το Οικουμενικό Πατριαρχείο (βλέπε «Ελευθεροτυπία» της 30.10.2003).Στα 10, όμως, χρόνια της διακονίας του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος έκανε και άφησε πολύ σημαντικό έργο (χωρίς να λείψουν και περιπτώσεις, στις οποίες ίσχυαν εκείνα τα όποια είχα αναφέρει στα άρθρα μου).
Δεν θα ήθελα εδώ να επαναλάβω αυτά τα όποια κατά κόρον γράφτηκαν στις εφημερίδες και στα περιοδικά για την πολυσχιδή και πραγματικά πολύτιμη συμβολή του Αρχιεπισκόπου στο έργο πού επιτέλεσε τόσο η Αρχιεπισκοπή όσο και οι λειτουργοί της στις ενορίες της όσο και η Εκκλησία της Ελλάδος γενικότερα. Πολύ συνοπτικά αυτά αναφέρθηκαν στους επικήδειους λόγους πού εκφωνήθηκαν στο μητροπολιτικό ναό τόσο από τον Οικουμενικό Πατριάρχη εκ μέρους της Μητρός Εκκλησίας και το Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης εκ μέρους της Εκκλησίας της Ελλάδος όσο και από τον Υπουργό Παιδείας, τον Πρόεδρο της Βουλής και το Δήμαρχο Αθηναίων.Εκτός, όμως, από το έργο του εκλιπόντος Αρχιεπισκόπου πού προαναφέρθηκε, υπάρχει καιμια άλλη - κατά τη γνώμη μου σημαντικότερη - πλευρά της βιοτής του, η οποία είναι λιγότερο γνωστή στο πολύ κοινό. Πρόκειται για την πίστη του, τον εσωτερικό του κόσμο και την πνευματικότητα του, πού η εξωτερική της έκφραση - από τη φύση της δεν ήταν αντικειμενικά δυνατό να αποτυπωθεί στα κηρύγματα του και στα όσα μεταδόθηκαν από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης στη διάρκεια της 7μηνης σκληρής δοκιμασίας του.Κατά τρόπο ευκρινέστερο αποτυπώνεται (χωρίς, φυσικά, να αποκαλύπτεται πλήρως) αυτή η πνευματικότητα του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου σε μια απαντητική του επιστολή προς τον Μητροπολίτη Ναυπάκτου με ημερομηνία 2.11.2007 (δηλαδή δύο μήνες πριν από την κοίμηση του), η οποία δημοσιεύτηκε (μαζί με την επιστολή πού του είχε απευθύνει ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου με ημερομηνία 29.10.2007) στο τεύχος του Νοεμβρίου 2007 του περιοδικού της Μητρόπολης Ναυπάκτου «Εκκλησιαστική Παρέμβαση».Ως κατακλείδα του σύντομου αυτού άρθρου για τον εκλιπόντα, παραθέτω ορισμένα αποσπάσματα από την επιστολή αυτή:«...Νοιώθω ότι η δυσχερέστατη αυτή ασθένεια είναι επίσκεψη του Θεού. Έχω την αίσθηση της φθορτότητας και της θνητότητας του ανθρώπου. Ξέρω ότι είμεθα ταξιδιώτες στο πέλαγος της ζωής και τώρα τα άγρια κύματα της ασθενείας κτυπούν. Όμως στο καράβι, Κυβερνήτης είναι ο Χριστός. Γι'αύτό «πέποιθα τω Κυρίω». Έχω βεβαίαν την εσωτερικήν πληροφορίαν ότι ο Θεός δεν μ' εγκατέλειψε, άλλ’ είναι μετ' εμού τώρα πολύ περισσότερον ευρισκομένου εν θλίψει και μ' ενισχύει, μ' ενθαρρύνει, μου χαρίζει, υπομονή, καρτερία, ολιγόστευση του πόνου, γλυκασμόν, παρηγορίαν και έκβασιν....Έτσι θέλησε ο Θεός.
Δεν αγανακτώ και δεν λέγω τι ουδέν. Ξέρω ο Θεός θέτει τη θεϊκή Του σφραγίδα πάνω μου... Προσεύχομαι, υπομένω, ελπίζω αλλά και δάκρυ αγάπης για τον Ηγαπημένον Νυμφίον της ψυχής μου τον Χριστόν αφήνω να κυλήσει καθ' έκάστην γι' Αυτόν και για την αγίαν Του Εκκλησία. ..."Έμαυτώ έδωκα θεώ". Αυτός ο λόγος του πονεμένου θεολόγου του Γρηγορίου είναι τώρα και ό ιδικός μου αρχιεπισκοπικός λόγος. Εύχεσθε.»Ο Κύριος ας αναπαύσει την ψυχήν του δούλου Του Χριοτοδούλου Αρχιεπισκόπου.ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ
Αγαπήθηκε από τους νέους ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος όσο ίσως κανείς άλλος. Αγαπήθηκε από τους νέους που ζούνε τη ζωή της Εκκλησίας γιατί τους έκανε να μην αισθάνονται ότι είναι εκτός τόπου και χρόνου, στο δικό τους κόσμο, καθώς με την προσωπικότητα του έδειξε στην κοινωνία ότι το να είσαι ταγός της Εκκλησίας, αφιερωμένος στην πίστη, διδάχος του Ευαγγελίου, αρνητής του κοσμικού πνεύματος, δεν σημαίνει ότι είσαι περιθωριακός, απομονωμένος, εσωστρεφής. Ο Χριστόδουλος έδειξε σε όλους αυτούς τους νέους ότι ο λόγος του Κυρίου «ουκ ερωτώ ϊνα αρης αυτούς εκ του κόσμου, άλλ' ίνα τήρησης αυτούς εκ του πονηρού» (Ιωάν. 17, 15) είναι το βίωμα της Εκκλησίας.
Και δεν πρόκειται για ένα συμβιβασμό που νοθεύει το μήνυμα του Ευαγγελίου, χάριν της εκκοσμίκευσης. Γιατί ο Χριστόδουλος δίδαξε πώς μπορούμε τα πάντα να τα μεταμορφώσουμε εν Χριστώ. Την τεχνολογία, την επιστήμη, τα επιτεύγματα, τα ΜΜΕ, τον σύγχρονο τρόπο ζωής να τα μπολιάσουμε με την αγάπη και την πίστη στο Θεό και να τα καταστήσουμε αφορμές συνάντησης με τον συνάνθρωπο. Τις ειδήσεις του κόσμου να τις κάνουμε αφορμές διαλόγου με το Θεό. Τις πτώσεις μας, αφορμές μετάνοιας και επιστροφής. Την θύραθεν παιδεία, αφορμή για άνοιγμα πνευματικό. Τις ξένες γλώσσες, ευκαιρία βοήθειας και μαρτυρίας προς τον ξένο συνάνθρωπό μας. Το χάρισμα της φωνής, αφορμή υμνωδίας στο Θεό. Το χιούμορ και την ικανότητα να ψυχαγωγούμε τον άλλο, αφορμή για γέφυρα ουσιαστικής επικοινωνίας.
Τα πάντα για τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο ήταν αφορμή ποιμαντικής. Αφορμή επικοινωνίας που οδηγεί σε γνήσια κοινωνία. Γι' αυτό αγαπήθηκε και από τους νέους που δεν ενδιαφέρονταν για την Εκκλησία. Όχι μόνο από αυτούς πού φορούνε το σκουλαρίκι η το παντελόνι. Άλλα και τους περιθωριακούς. Και τους πονεμένους. Και τους εξαρτημένους από τις ουσίες. Γιατί στο πρόσωπο του έβλεπαν επιτέλους αυτό που η Εκκλησία προσφέρει όχι μόνο στη νεολαία, αλλά και σε κάθε άνθρωπο: την αληθινή πατρότητα. Όχι αυτή του εισαγγελέα η του κριτή. Αυτή του εύσπλαχνου Πατέρα πού αγκαλιάζει κάθε άσωτο υιό και τον οδηγεί στην Εκκλησία, όχι για να τον τιμωρήσει, αλλά για να τον γιατρέψει, δίδοντας του χαρά και αγάπη.
Γιατί ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ήταν χαμογελαστός πάντοτε. Η ευγένεια της καρδιάς του και η πνευματική του κατάσταση τον έκαναν να αντανακλά τη χαρά που η ζωή της Εκκλησίας και η πίστη στο Χριστό προσφέρουν. Η χαρά πού είναι εν Αγίω Πνεύματι δωρεά του Θεού. Και πού κάνει τους άλλους να αισθάνονται ότι η πίστη σου δίδει την Αλήθεια πού σε ελευθερώνει και ανατρέπει το βόλεμα και τον συμβιβασμό με το κακό και την αμαρτία.
Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος δημιούργησε γέφυρες στη σχέση των νέων με την Εκκλησία. Η αφιέρωση του στο Θεό τον έκανε να αναλώνει όλα τα χαρίσματα και τις δυνάμεις του στη δημιουργικότητα και την προσφορά. Νοιαζόταν προσωπικά ο ίδιος για όλα τα θέματα. Ίσως αυτό να τον κούραζε. Μα έδειχνε τί σημαίνει η κοινωνία των προσώπων μέσα στην Εκκλησία. Δεν ήταν ο άλλος ένα άτομο, ένας αριθμός στην λίστα των ενδιαφερόντων του, αλλά πρόσωπο, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τα προβλήματα, τα προτερήματα και τα ελαττώματα του. Και σε κανέναν δεν αρνήθηκε τη βοήθεια του. Σε κανένα δεν έκλεισε την πόρτα.
Αντίθετα, επισκεπτόταν τους ανθρώπους και ιδίως τους νέους, στο δικό τους χώρο. Στο σχολείο, στο Πανεπιστήμιο, στην εργασία, στη χαρά, στη λύπη. Για να δείξει ότι η Εκκλησία δεν περιμένει αλλά ανοίγεται. Καλεί στην κιβωτό της σωτηρίας με το τάλαντο της αγάπης, του λόγου, της προσευχής, της επικοινωνίας, όλους. Χωρίς φόβο, άλλα με τόλμη. Γιατί όποιος ζει την ελπίδα του Θεού και αγαπά, βγάζει έξω από τη ζωή του τον φόβο.
Η ιστορία θα γράψει για τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο με τη δική της πένα. Η προσευχή όλων και τα δάκρυα κυρίως των νέων ανθρώπων για την εκδημία του αποτελούν το θυμίαμα της αγάπης για το πρόσωπο του, το όποιο κατευθύνεται προς το Θεό. Και Εκείνος, ο Οποίος ελεεί τον κάθε άνθρωπο πού έπλασε, από τον πρώτο έως τον έσχατο, ας κατατάξει τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο εν χώρα ζώντων. Άλλωστε αυτή την μαρτυρία έδωσε και ο ίδιος. Την μαρτυρία της Ανάστασης και της αιωνιότητας. Την μαρτυρία του Χριστού.
Η Εκκλησία από τους ηγέτες της δεν περιμένει να αλλάξουν τον κόσμο, ούτε να ανατρέψουν τις δομές της. Περιμένει όμως να δώσουν εκείνη τη σπίθα πού θα γίνει πυρκαγιά στις καρδιές των ανθρώπων για να ξανασυναντήσουν το Χριστό. Ιδίως οι νέοι έχουν ανάγκη αυτή τη στάλα της αγάπης, της πατρότητας, της συγχωρητικότητας, πού θα δώσει ελπίδα στις καρδιές τους. Πού θα τους κάνει να σκεφτούνε, ακόμη και μέσα στην αδιαφορία τους, ότι υπάρχει Θεός, υπάρχει πίστη πού είναι ζωντανή, Ότι η Εκκλησία δεν είναι μουσείο. Δεν είναι μία ιδεολογία μέσα στις πολλές. Δεν είναι δικαστήριο. Είναι η οικογένειά τους, πού τους περιμένει, ακόμη κι αν έχουν αποδημήσει εις χωράν μακράν. Ακόμη κι αν έχουν καταφάγει τον βίο τους. Ακόμη κι αν βόσκουν τους χοίρους του ψέματος και της ανομίας. Είναι το πανδοχείο όπου θα τους μεταφέρει ο Χριστός, για να λάβουν τον οίνον και το έλαιον. Για την επιστροφή στο δρόμο αυτό αγωνίστηκε με όλες του τις δυνάμεις ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος. Το χρέος απομένει σε όσους συνεχίζουν τον αγώνα.
Πολλά και συγκινητικά γράφονται και λέγονται αυτές τις ήμερες για τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστόδουλο. Και δικαίως. Προσωπικά θα ήθελα να συνοψίσω τις κρίσεις μου σε μια φράση: Ήταν ο Αρχιεπίσκοπος της ελπίδας. Όσο βρισκόταν εν ενεργεία μας χάριζε ελπίδα με τα λόγια του, τα έργα του, το χαμόγελο του. Όταν επί επτάμηνο βρέθηκε αντιμέτωπος με τα σοβαρά προβλήματα της υγείας του, μας δίδαξε υπομονή και πίστη στο Θεό. Με τα έργα του και με τα κείμενα του, με τα λόγια του και με την σιωπή του, με το χαμόγελο και με την περίσκεψη του, ο εκλιπών Ιεράρχης ήταν πηγή ελπίδας και αισιοδοξίας. Ήταν ο χαμογελαστός Αρχιεπίσκοπος, που βοήθησε με το χαμόγελο του τον μέσο Έλληνα να ξεπεράσει πιο εύκολα τα προβλήματα της καθημερινότητας.
Ο λόγος του επηρέαζε πολύ κόσμο. Συγκινούσε, προβλημάτιζε, προκαλούσε μερικές φορές έντονες αμφισβητήσεις. Άλλα οπωσδήποτε μιλούσε στην ψυχή μας. Ανεπιτήδευτα και χωρίς ιδιαίτερη προετοιμασία ο Χριστόδουλος κατόρθωνε να εκφράζει τους καημούς και τους προβληματισμούς του μέσου Έλληνα απλά και κατανοητά, με άριστο χειρισμό της Ελληνικής και με αναφορές στην επικαιρότητα, με βάθος παιδείας, αλλά χωρίς άχρηστη επίδειξη γνώσεων. Εμπλούτισε το λεξιλόγιο μας και απεδείκνυε καθημερινά την συνέχεια του ελληνικού γλωσσικού πλούτου. Γκρεμίζοντας τα τεχνητά τείχη μεταξύ λογίας και καθομιλουμένης κοσμούσε τον χειμαρρώδη λόγο του με φράσεις εκκλησιαστικές συνδυασμένες με λέξεις καθημερινές. Και τελικά πετύχαινε τον σκοπό του. Ήταν χαρακτηριστικό πρότυπο της ευρύτητας πού μπορεί να προσφέρει η ανθρωπιστική παιδεία, η οποία δυστυχώς αρχίζει να σπανίζει στις ημέρες μας. Πίστευε στην αρμονική συνύπαρξη της παραδοσιακότητος με την ανανέωση. Από την μία πλευρά αγαπούσε την Ιστορία, την παράδοση, την εθνική μας κληρονομιά. Από την άλλη προώθησε την χρήση του Διαδικτύου στον εκκλησιαστικό χώρο. Θεσμοποίησε την ενασχόληση της Εκκλησίας της Ελλάδος με την Βιοηθική, έφερε την Ορθοδοξία πιο κοντά προς την Ευρώπη ανοίγοντας Γραφείο Αντιπροσωπείας της Εκκλησίας μας στις Βρυξέλλες. Μέσα στο αίμα του κυλούσε η προσφυγική καταγωγή της οικογενείας του από την Ανατολική Θράκη και έτσι ήταν ευαίσθητος δέκτης των εθνικών και πολιτιστικών ανησυχιών του Ελληνισμού.
Αγάπησε και με την καρδιά και με το μυαλό κάθε τι ελληνικό και κάθε τι πονεμένο. Γι’ αυτό είχε ξεχωριστή ευαισθησία για τις ακριτικές περιοχές του Ελληνισμού, όπως η Βόρειος Ελλάς και η Κύπρος. Είναι συμβολικό, νομίζω, το γεγονός ότι η τελευταία περιοδεία του, λίγο πριν εισαχθεί στο νοσοκομείο, ήταν στην Κεντρική Μακεδονία για να τιμήσει τα 100 χρόνια από τον μαρτυρικό θάνατο των Μακεδονομάχων Καπετάν Άγρα και Αντώνη Μίγγα. Γνώριζε καλά τα σύγχρονα ρεύματα φιλοσοφικού και κοινωνικού προβληματισμού. Διάβαζε βιβλία και εφημερίδες στα αγγλικά και στα γαλλικά και έβλεπε με ανησυχία την ιδεολογική περιδίνηση της Ευρώπης μεταξύ ελπίδας και μηδενισμού, μεταξύ Χριστιανικών ριζών και αθεΐας, μεταξύ πνευματικών ανατάσεων και παρακμιακών φαινομένων. Γι' αυτό στάθηκε αυστηρός κριτής στις αρνητικές πτυχές της παγκοσμιοποίησης. Ήταν αντίθετος με την ισοπέδωση των εθνικών ταυτοτήτων. Δεν ήταν αντίθετος με την επικοινωνία των λαών και με τον διάλογο των πολιτισμών. Διεφώνησε με την διαγραφή του θρησκεύματος από τις ταυτότητες γιατί είχε διαβλέψει, μάλλον σωστά, ότι ήταν η απαρχή μιας σειράς μέτρων κατά της Εκκλησίας και της ελληνορθόδοξης συνιστώσας του πολιτισμού μας. Από την άλλη πλευρά πίστευε στην ειλικρινή επικοινωνία μεταξύ λαών και θρησκειών και δεν δίστασε - παρά τις αντιδράσεις - να συναντηθεί με δύο Πάπες. Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος ήταν εκείνος ο οποίος μίλησε με παρρησία στον Πάπα Ιωάννη Παύλο για τις ευθύνες της Δύσεως στο θέμα των Σταυροφοριών, αλλά και στην χαίνουσα πληγή της ημικατεχομένης Κύπρου. Τουλάχιστον για το πρώτο ζήτημα απέσπασε μία ιστορική συγγνώμη.
Το αισιόδοξο μήνυμα του μακαριστού Αρχιεπισκόπου ήταν : Ναι, μπορεί το ελληνορθόδοξο Γένος μας να κρατήσει τις ρίζες του και την ταυτότητα του παρά τις σειρήνες της ισοπέδωσης, του υλισμού και του ευδαιμονισμού. Αγωνίσθηκε για να διαφυλάξουμε την «ελληνική ιδιαιτερότητα», όπως χαρακτηριστικά τόνισε ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος στον Επικήδειο του προς τον αοίδιμο Πρωθιεράρχη. Και αυτός ο αγώνας του εκτιμήθηκε θετικά από την πλειοψηφία των Ελλήνων. Υπήρχαν, βεβαίως, και οι διαφωνούντες. Ορισμένοι κατηγόρησαν τον Χριστόδουλο ως «οικουμενιστή». Κάποιοι άλλοι τον κατηγόρησαν ως «εθνικιστή». Οι πολυτάλαντοι άνθρωποι εύκολα παρεξηγούνται και παρερμηνεύονται. Η ιστορία θα τον κρίνει. Εμείς ας σεβασθούμε τις παρακαταθήκες που μας άφησε και ας προσευχηθούμε για την ανάπαυση της ψυχής του:
Μακαριστέ Αρχιεπίσκοπε, σε ευχαριστούμε για την ελπίδα και το χαμόγελο που μας χάρισες!
Καιμετηνοδυνηρήτουεπτάμηνη ασθένειαέδειξεότιπάνωαπ’τονβασανισμένοκαιταλαιπωρημένοεαυτότου ήτανκαιπαρέμεινεοπατέραςμας, που δεντονβασάνιζεκαιδεντοναπασχολούσετίποτεπερισσότεροαπότηνπαρηγοριάμαςκαιτηνκατάΘεόναναστροφήμας. Γι' αυτόκαιοΘεόςτου ελέουςτουχάρισετηνμετάνοιατόσων επικριτώντουκαιέφυγεκαιπροπέμφθηκεωςοπολυαγαπημένοςτουλαού καιτηςοικουμένης.
ΞέρουμεότιδενθαπάψουνοιδαίμονεςναμάχονταιτηνΕκκλησία, αλλά ξέρουμεκαιτοότιγι' αυτόδενθαπάψει οΘεόςναμαςχαρίζειιεράρχεςγενναίουςκαιμαρτυρικούς, γιανακρατούντην Εκκλησία σεεγρήγορση.