Κυριακή 31 Ιουλίου 2016

Φιλανθρωπία χωρίς Θεό ……υπάρχει ?

Κάποιοι συνάνθρωποι μας εμφανίζονται με  ένα πρόσωπο ηθικό και αφιερωμένο προς τον συνάνθρωπο τους με αλληλεγγύη  και αυταπάρνηση.

Όλα καλά μέχρι εδώ και θεάρεστα αλλά όταν αυτές οι ενέργειες είναι εις το όνομα κάποιας οργάνωσης με φιλανθρωπες ιδιότητες κάτι δεν πάει καλά.

Όταν υπάρχει η εκκλησια του Χριστού που έχει όλες τις ιδιότητες που αναφέραμε προηγούμενος και με μια ακόμα ανώτερη όλων  όπως η σωτηρία του ανθρώπου ως δημιούργημα του τότε προς τι η παράλληλη συμπόρευση αφού η εκκλησια του Χρίστου είναι ανώτερη και ποιο σπουδαία ως δημιουργού τον πάντων  ?Μήπως πίσω από όλες αυτές τις ανθρώπινες δραστηριότητες κρύβετε κάτι που δεν είναι και τόσο  φιλάνθρωπο όπως θέλει να ισχυρίζεται ?Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή γιατί να υπάρχει κάτι παράλληλο όταν αυτό που προϋπήρχε είναι ανώτερο ?

Ποιος ο λόγος να κάνεις κάτι που γίνετε και πολύ καλύτερα από αυτό που προσπαθείς εσύ να κάνεις ?Αν ισχυριστούμε ότι προσπαθείς να κάνεις κάτι καλύτερα από τον Θεό τότε η πλάνη είναι σίγουρη και έχεις αυτομάτως περάσει στο πεδίο της αίρεσης.

Αν δεν υπάρχει δόλος τότε τα ελατήρια των ενεργειών μας ειναι φίλαυτα και κρύβουν εγωισμό που όπως ξέρουμε από καταβολής ανθρώπου δεν είναι του Θεού αλλά του πονηρού δημιούργημα . Αν έχουμε και υπόψη ότι η Μασόνοι με αυτό τον τρόπο πλευρίζουν και αναπτύσσονται τότε δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε ότι πράξεις που έχουν την Μασονία ως κινητήρια δύναμη είναι καταδικασμένες από την εκκλησια αιώνες τώρα. Με αυτές τις απλές σκέψεις θα ήθελα να προστατέψω το πλήρωμα της εκκλησιάς από πλάνες που το μονό που θέλουν να καταφέρουν είναι την απώλεια της ψυχής και όχι την σωτηρια της που είναι και το ζητούμενο
dlfanis.blogspot.gr

Διδακτική ιστορία: Ένας «ασήμαντος» μοναχός μέσα στη νύχτα


Μια διδακτική ιστορία που θα μιλήσει διαφορετικά στην καρδιά του καθενός από εμάς…

Ένιωθα να πνίγομαι. Χανόμουν. Κανένα έλεος. Καμία βοήθεια. Απώλεια. Σκότος. Πήρα ανάσα. Ξύπνησα… μέσα στο ιλαρό φως του καντηλιού μου. Η καρδιά μου κτυπούσε σε ρυθμούς φόβου.

«Κύριε, ελέησόν με…» ψιθύριζα δειλά, λες και απέφευγα να με ακούσει κάποιος κρυμμένος εχθρός.

Με την ευχή, σίγα σιγά, γαλήνευσα. Ήρθα στα συγκαλά μου.

«Γιατί φοβήθηκα; Γιατί τόση αγωνία; Όλα αυτά από ένα όνειρο; Όλα αυτά από κάτι το ψεύτικο και φτιαχτό;» αναλογίστηκα. «Χρόνια μοναχός και όμως τίποτα δεν κατάφερα, ακόμα φοβάμαι από ψεύτικους εφιάλτες…» συνέχισα.Η ώρα ήταν τρεις τα ξημερώματα. Πήγα να γυρίσω πλευρό, μα κάτι μου έλεγε να μην το κάνω. Κάτι με παρακινούσε να σηκωθώ από το κρεβάτι μου και να πάω προς το παράθυρο. Κρύο. Ένα τρέμουλο διαπέρασε το σώμα μου καθώς έκανα στην άκρη την κουβέρτα. Σηκώθηκα. Το καντηλάκι στο εικονοστάσι έδινε μία εικόνα θαλπωρής ετούτη την ώρα. Έκανα δύο βήματα και στάθηκα μπροστά στις κλειστές κουρτίνες. Δεν ήθελα να τις ανοίξω, μα κάτι μου έλεγε να το κάνω.Ησυχία. Είναι αρχές του χειμώνα, ούτε πουλιά, ούτε τζιτζίκια. Σιγή. Κάνω να αγγίξω την κουρτίνα και ξάφνου αισθάνομαι μία παρουσία έξω από το δωμάτιό μου. Κάνω τον σταυρό μου. Σιγά σιγά ανοίγω την κουρτίνα και δειλά κοιτώ. Σκοτάδι. Το φεγγάρι φωτίζει ελάχιστα τα ανεμοδαρμένα κυπαρίσσια. Φυσά, όμως δεν ακούω τον άνεμο.

«Θα ανοίξω το παράθυρο» σκέφτομαι, και το κάνω. Ο άνεμος δυνατός, τον ακούω…αλλά δεν ακούω μόνο αυτόν. Σαν να ακούω ανθρώπινη λαλιά. Σαν να βρίσκεται κάποιος εκεί έξω. «Μα, τι γλυκιά φωνή είναι αυτή;» Από πού την φέρνει ο άνεμος; Είναι ανθρώπινη ή αγγελική; Είναι επίγεια ή ουράνια;Ρίχνω στους ώμους μου το χειμωνιάτικο πανωφόρι μου και κάνω να βγω έξω. Κάνω τον σταυρό μου. «Κύριε, τι μου επιφυλάσσει αυτή η έξοδος;».

Είμαι έξω. Μόνος με τον αγέρα. Αρχίζω να βαδίζω προς το καθολικό της μονής. Τίποτα. Ο άνεμος αρχίζει να δυναμώνει. «….ελέησόν, με» ακούω πέρα, από τα κοιμητήρια. Πηγαίνω προς τα εκεί. Κρυώνω, το κομποσχοίνι στο χέρι μου κρατιέται σφιχτά από τα ιδρωμένα χέρια μου. Κρυώνω, όμως δεν με νοιάζει. Θέλω να βρω αυτή την φωνή.Κοντεύω στον κοιμητηριακό ναό του μοναστηριού. Ένα μικρό εκκλησάκι, πετρόκτιστο, παλαιό. Γύρω του οι τάφοι των πατέρων. Ασκητών και γεροντάδων. Κοντοστέκομαι κάτω από την βελανιδιά. Προσπαθώ να δω αν βρίσκεται κάποιος μέσα στο χώρο των κοιμητηρίων. Ο άνεμος δυνατός. Κρυώνω. Κάνω να κοντέψω, όταν ξανακούω τη φωνή. «Κύριε, ελέησόν με τον αμαρτωλό…».Η φωνή ακούγεται καθαρά, γεμάτη πόνο… εκλιπαρεί για έλεος και συγχώρεση. Μένω στην ίδια θέση λέγοντας και εγώ την ευχή. Το κρύο αφόρητο. Στην βιασύνη μου δεν ντύθηκα καλά και τώρα αρχίζω να συνειδητοποιώ ότι το κρυολόγημα δεν το γλιτώνω.Ο νους μου πετά, απ’εδώ και απ’ εκεί. Αρχίζω και πάλι να σκέφτομαι ρηχά και ανούσια πράγματα. Μπροστά μου γίνεται κάτι σημαντικό και εγώ σκέφτομαι το κρυολόγημα. Ανασηκώνομαι. Έχει περάσει μισή ώρα και κανείς δεν έχει εμφανιστεί. Μόνο η φωνή ακούγεται τώρα να προσεύχεται για τις ψυχές των κεκοιμημένων. «Κύριε ανάπαυσον τις ψυχές των δούλων σου…». Η ώρα περνά.

Βλέπω κίνηση. Μία μικρή φλόγα βαδίζει μέσα στους τάφους. Ποιος είναι; Δεν μπορώ να διακρίνω καλά… η φλόγα σταματά. Ένα φαναράκι στα χέρια κάποιου ρασοφόρου. Γνώριμη η σιλουέτα αλλά…



Θέλω να φωνάξω, να δηλώσω την παρουσία μου, όμως δειλιάζω… δεν θέλω να διακόψω την στιγμή. Ο ρασοφόρος ανοίγει την πόρτα απ’ το εκκλησάκι και μπαίνει μέσα. Αρχίζει να ψέλνει το «Χριστός Ανέστη…». Το λέει πολλές φορές.Κάνει να βγει. Το φως από το φαναράκι φωτίζει το πρόσωπό του. Τι έκπληξη! Είναι δυνατόν; Είναι ο γερο-Νικόλας. Ένα από τα λίγα εναπομείναντα γεροντάκια του μοναστηριού. Το βήμα του είναι πολύ αργό. Βρίσκω την ευκαιρία να φύγω καθώς ξαναγονατίζει μπροστά στο ναό.

«Θεέ μου. Γέρος άνθρωπος μέσα στο κρύο; Εγώ ξεπάγιασα. Αυτός έπρεπε να πεθάνει». Μπαίνω στο κελί μου με την απόφαση να διαδώσω ότι είδα και άκουσα σε ολόκληρη την αδελφότητα. Πήγα στο κελί μου σχεδόν τρέχοντας, λόγω του κρύου αλλά και για να με καταλάβει ο γέρο- Νικόλας.Έκλεισα την πόρτα… δεν πρόλαβα να βγάλω το πανωφόρι όταν ξάφνου, στην πόρτα μου ακούστηκε ένα απαλό κτύπημα. Η ώρα ήταν τέσσερις και μισή. «Μα ποιος να είναι; Όποιος και να είναι θα του πω για τον γερο-Νικόλα» είπα μέσα μου. Πετώ το πανωφόρι πάνω στην καρέκλα του γραφείου και κάνω να ανοίξω. Μπροστά μου στέκεται ο γερο-Νικόλας. Στο αριστερό του χέρι κρατά ένα φαναράκι και στο δεξί το κομποσχοίνι του. «Μα… πως; Πότε πρόλαβες να έρθεις;» έχασα τα λόγια μου. Ο γερο-Νικόλας δεν με κοίταξε στα μάτια. Κοιτούσε κάτω, ήρεμος, ειρηνικός.

«Παπά μου, σε παρακαλώ…» είπε ψιθυριστά «…ας μείνει μεταξύ μας».

Τα γόνατά μου λύγισαν, μπροστά στον παπουλάκο. Έπεσα χάμω. Μόλις το αντιλήφθηκε ο γερο-Νικόλας έκανε το ίδιο. Μου έπιασε τα χέρια και μου τα φιλούσε «Έτσι, παπά μου…ας μείνει μεταξύ μας…μόνο ο γέροντας το ξέρει…σε παρακαλώ».Του έγνεψα καταφατικά μιας και δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη. Ο γερο-Νικόλας δεν με κοίταξε στα μάτια, κοιτούσε κάτω. Σαν να ντρεπόταν για το μεγαλείο του. Τα μάτια του μούσκευαν το κατώφλι του κελιού μου. Βάλαμε μετάνοια και έφυγε. Έφυγε, , αφήνοντας πίσω του τα στίγματα ταπείνωσης, ίχνη Θείας Χάριτος.Κλείνοντας την πόρτα του κελιού μου ξέσπασα σε λυγμούς. Δεν άντεξα. Έκλαιγα από χαρά. Έκλαιγα γιατί ο Θεός με αξίωσε να δω τον κρυφό καθημερινό αγώνα ενός «ασήμαντου» μοναχού. Έκλαιγα για εμένα. Για την ακηδία μου, για τους τύπους που κρατούσα ενώ έχανα την ουσία των πραγμάτων. Έκλαιγα μπροστά στο καντηλάκι του κελιού μου που το άναβα μηχανικά χωρίς ίχνος κατάνυξης…έκλαιγα βουβά μέσα στην νύχτα της προσωπικής μου αποκάλυψης…

Έκλαιγα καθώς ο ήλιος άρχισε να βγαίνει και το τάλαντο τάραξε την ησυχία του τόπου. Δεν είπα τίποτα σε κανένα αδελφό. Μίλησα μόνο με τον γέροντα ο οποίος μου έβαλε κανόνα να μην πω τίποτα μέχρι ο γερο-Νικόλας να κοιμηθεί εν Κυρίω.Δεν ξέρω αν από τότε ξύπνησα πνευματικά. Δεν ξέρω εάν έστω και λίγο προόδευσα. Ένα ξέρω, μέχρι το τέλος της ζωής του ο γερό-Νικόλα με απέφευγε. Ήταν το τίμημα της εξόδου μου εκείνο το βράδυ από το κελί μου. Ήταν η ταπείνωση του γερο-Νικόλα μπροστά στην δική μου εγωπάθεια.Ο γερο-Νικόλας μας άφησε. Πήγε να βρει εκείνους που ευχόντουσαν γι’ αυτόν και αυτός προσευχόντας γι’ αυτούς αντίστοιχα. Πήγε να βρει δια του θανάτου την Ζωή που τόσο ποθούσε. Κάποιες βραδιές που δεν έχω ύπνο. Βάζω το πανωφόρι μου και πηγαίνω μέχρι τα κοιμητήρια. Εκεί, κάτω από την βελανιδιά παρατηρώ τους ξύλινους σταυρούς των τάφων… το χώμα, που σκεπάζει μητρικά τα σώματα εκείνων που πόθησαν τον Ουρανό. Κάθομαι και κοιτώ. Κάποιες φορές είναι σαν να βλέπω τον γερο-Νικόλα με το φαναράκι του να γυρίζει από τάφο σε τάφο και να προσεύχεται για τους αδελφούς που φύγαν…να γυρίζει προς το μέρος μου και να με βεβαιώνει ότι εύχεται και για όλους εμάς, τους ανυποψίαστους παρατηρητές των μεγάλων «ασήμαντων» αγίων που βρίσκονται ανάμεσά μας, οι οποίοι ακόμα δεν έφυγαν, μα και όταν φύγουν, θα φύγουν αθόρυβα, μέσα στην ειρήνη μιας νύχτας που θα ξημερώσει γι’ αυτούς, αιωνιότητα.



Αρχιμανδρίτης Παύλος Παπαδόπουλος

Σάββατο 30 Ιουλίου 2016

Μήπως είσαι υποκριτής;

Έχουμε έναν θησαυρό και δεν κάνουμε τίποτα όχι μόνο για να τον μάθουμε αλλά και για να τον ζήσουμε και αυτός δεν είναι άλλος από την Ορθόδοξη αλήθεια. Πάμε να δούμε όμως, πόσο υποκριτές είμαστε. Γεννιόμαστε Ορθόδοξοι Χριστιανοί μέσα δηλαδή στην αληθινή πίστη όπου ο Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος ώστε να μας διδάξει της πνευματικές νουθεσίες για την σωτηρία μας και εμείς σφυρίζουμε αδιάφορα.Δεν ερευνούμε γιατί είμαστε Ορθόδοξοι και τι σημαίνει αυτό. Στην συνέχεια της ζωή μας γινόμαστε άθεοι, δωδεκαθεϊστές ή αιρετικοί έχουμε όμως το βάπτισμα διότι γνωρίζουμε ότι μπας και η Ορθοδοξία είναι η αλήθεια και καλά να έχουμε μια πισινή που λέει ο λαός. Γιορτάζουμε κοσμικά Χριστούγεννα και Πάσχα. Πάμε τα Χριστούγεννα στα μπουζούκια ενώ Χριστούγεννα σημαίνει να συναντήσουμε της ωδές για την αναγγελία γέννησης του θεανθρώπου δηλαδή στην εκκλησία αλλά εμείς τα πίνουμε στις πίστες. Το Πάσχα τρώμε σαν τα μοσχάρια την λαμπρή αντί να αναρωτηθούμε ο Ιησούς σταυρώθηκε για μένα αλλά γιατί; Γιατί λεμέ καλά Χριστούγεννα; αναρωτηθήκαμε ποτέ; ή Χριστός Ανέστη; τι σημαίνουν αυτές οι μέρες; Αρνούμαστε την εκκλησία αλλά όταν το παιδί μας πάθει κάτι τρέχουμε στον παπά να μας κάνει ευχέλαιο ή προσπαθούμε σαν τρελοί να μάθουμε για κάποιον άγιο γέροντα η κάποια προσευχή άγιου για να μας βοηθήσει.

Καλά, δεν διερωτήθηκες ποτέ την ώρα που βλέπεις στην κάσα τον πατέρα σου, την μάνα σου, το παιδί σου, Τι στο καλό γίνεται μετά;Ανάβεις καντήλι παραφινέλαιου διότι απλά λες ότι δεν πειράζει το ίδιο είναι, χωρίς να γνωρίζεις φυσικά ότι ο Ιησούς προσευχήθηκε στο κήπο των ελαιών. Στο Χριστό προσφέρεις και καις αυτό που τρως. Αυτό σημαίνει θυσία και προσφορά αλλά μπας και γκρεμιστεί ο Χριστός που εσύ έχεις κεντήσει μέσα σου αρνείσαι την αλήθεια.Δεν μπορείς να κάνεις νηστεία αλλά κάνεις δίαιτα για να πας Μύκονο το καλοκαίρι και μετά έχεις απαίτηση αν υπάρχει Χριστός με τα δικά σου δεδομένα να σε σώσει.Πας και κοινωνάς ανεξομολόγητος θεωρώντας σαν ημιμαθής και ανόητος ότι αμαρτία είναι μόνο αν πυροβολήσεις άνθρωπο και όχι η σαπίλα του εγωϊσμού και τα πλοκάμια του που έχεις μέσα στην καρδιά σου.

Θεωρείς ότι ο Θεός είναι παντού και μέσα σου Θεοποιώντας τον Εγώ σου και καταδικάζοντας τον εαυτό σου σε απώλεια χωρίς να το συνειδητοποιείς.Αρνείσαι τον Χριστό αλλά όταν σου μιλήσουν για διάβολο και σατανισμό κάνεις χιλιόμετρα μακριά, γιατί; τι φοβάσαι; αν αρνείσαι τον Χριστό δεν πιστεύεις και στο διάβολο. Τοτε γιατί σε τρομάζει το σκότος και οι δυνάμεις του; μήπως χτυπάει η συνείδηση μέσα σου και το εγώ σου δεν την ακούει;Κάνεις τον μάγκα ότι Θεός δεν υπάρχει και άλλα τέτοια, αλλά μόλις σου πει ο γιατρός ότι έχεις 6 μήνες ζωής τότε γυρνάς σαν βρεγμένη γάτα πίσω παρακαλώντας τον να σε κρατήσει ακόμα λίγο για να χορτάσεις την αχόρταγη και αμαρτωλή ζωή σου. Η Ορθοδοξία γεννήθηκε από την ανάσταση του Θεανθρώπου ενώ οι άλλες θρησκείες – αιρέσεις γεννήθηκαν από την ανοησία των ανθρώπων για να χειραγωγήσουν τον εαυτό τους με προϊόν το Θεό.Αρνείσαι το ευαγγέλιο χωρίς να το έχεις διαβάσει έστω μία φορά αλλά σε κουβέντες περί θρησκείας το παίζεις Ραβίνος Αρχιερέας. Από την άλλη, παίρνεις από το ευαγγέλιο ό,τι σε συμφέρει και το θεωρείς σωστό και ότι δεν σε συμφέρει ή το θεωρείς λάθος, το βαφτίζεις αλλοίωση των γραφών δια μέσου των αιώνων.

 Κατηγορείς από τον καναπέ του σπιτιού σου τρώγοντας σουβλάκια τους ιερείς και την εκκλησία σαν Πόντιος Πιλάτος αλλά όποιος πάει να κρίνει εσένα γίνεσαι κέρβερος. Θεωρείς ότι δεν υπάρχει Ανάσταση, αλλά πηγαίνεις σαν κυρα-Κατίνα να πεις το "Χριστός Ανέστη" και να ντερλικώσεις το αρνί και τα κρασιά στο όνομα του Χριστού αλλά χωρίς Χριστό.Όταν βλέπεις ή σου γίνεται θαύμα λες ότι έτυχε, χωρίς να δεις την αιτιοκρατία, το γιατί και το πώς πέτυχε. Αλλά από την άλλη το δέχεσαι με χαρά.

Δεν πας να εξομολογηθείς διότι λες ότι το κάνεις μπροστά στις εικόνες, αγνοώντας ότι μια εικόνα δεν μπορεί να μιλήσει και να δώσει την ευχή της συγχώρεσης, ενώ ο πνευματικός μπορεί. Υπάρχει μια άποψη συνήθως άθεων που αναφέρει ότι “Με βάφτισαν χωρίς να με ρωτήσουν”. Ωραία, τουλάχιστον μάθε γιατί βαφτίστηκες και τι σημαίνει αυτό και μετά μιλάς. Έχεις έφεση στον αρνητισμό και αυτό φαίνεται από το εξής: Αν δώσεις σε κάποιον 2 βιβλία που το ένα θα έχει τίτλο “Ποιος είναι πραγματικά ο Ιησούς” και το άλλο “Ο Ιησούς δεν υπήρξε” θα επιλέξει το δεύτερο και αυτό διότι δεν έχουμε την ταπείνωση να μάθουμε πρώτα κάτι, τι είναι, ώστε να το αρνηθούμε αλλά ο εγωισμός επιλέγει την οδό του αρνητισμού για να τραφεί και να χορτάσει με αοριστολογίες.

 Αγαπητέ αδερφέ μου,

 Μήπως βρήκες τον εαυτό σου μέσα στο κείμενο;

 Ο αρθρογράφος τον βρήκε και πολλές φορές μάλιστα μέχρι την ημέρα της μετανοίας του.

 Μήπως ήρθε η μέρα έστω να ερευνήσεις τα πράγματα;

Ο Χριστός χτυπάει την πόρτα της καρδιά σου κάθε λεπτό ενώ εσύ ακούς τις σειρήνες της αμαρτίας και τον αγνοείς. Άκουσε τον. Για ένα πράγμα να είσαι σίγουρος: Μόνο κακό δεν μπορεί να σου κάνει. Αντίθετα θέλει το καλό σου και την σωτηρία σου. Για αυτή την σωτηρία εκατομμύρια των αγίων μαρτύρησαν με χαρά και μάλιστα κάνοντας θαύματα ακόμα και σήμερα.Μήπως ήρθε η ώρα να δεις και άλλες πλευρές της ύπαρξης και να ερευνήσεις αυτές που αγνοείς ή έχεις ελάχιστη γνώση για αυτήν;Καλό ταξίδι αδερφέ. Όπως έλεγε και ο Πατέρας Παϊσιος ο ίσιος δρόμος είναι ο ανηφορικός. Εμπρός! ξεκίνα και ο Κύριος θα σε βοηθά...

 Αμην
Πηγή:oodegr.com

Συνομιλία για την Κατάθλιψη Γέροντος Πορφυρίου Ιερομονάχου

Η κατάθλιψη αδρανοποιεί τον άνθρωπο, σχεδόν τον νεκρώνει. Γι’ αυτό ας ακούσωμε με προσοχή τις συμβουλές του Γέροντος Πορφυρίου και κυρίως αυτές που μας μιλούν για την αιτία της καταθλίψεως και κυρίως για τη μεγάλη σχέση που έχει αυτή με τον εγωισμό μας  και ας παρακαλέσουμε το Θεό να μας δώσει ταπείνωση, γιατί χωρίς αυτήν θα είμεθα διαρκώς θλιμμένοι. Άλλωστε αν καλοεξετάσουμε τα πράγματα θα δούμε ότι ο εγωισμός είναι κουταμάρα και ότι η ταπείνωση είναι εξυπνάδα, διότι ο εγωιστής ποτέ δεν χορταίνει και γι’ αυτό είναι διαρκώς λυπημένος, ενώ ο ταπεινός είναι πάντοτε ικανοποιημένος. Επί πλέον ο εγωιστής ζει διαρκώς με το άγχος πως τον βλέπουν και πως τον κρίνουν οι άλλοι και αγωνιά να προκαλέσει την προσοχή τους και τον έπαινό τους, πράγμα που στο βάθος σημαίνει ότι δεν έχει αυτοεκτίμηση και ζει με την εκτίμηση που περιμένει από τους άλλους. Αλλά βέβαια οι άλλοι δεν ενδιαφέρονται τόσο πολύ γι’ αυτόν, όσο θα ήθελε και έτσι βασανίζεται στην ψυχή του και καταφεύγει στα χάπια για να πάρει λίγο θάρρος, ή ακόμη χειρότερα στα βαρειά ναρκωτικά, που τον μπάζουν σ’ ένα κόσμο φανταστικό, στον οποίον όλα φαίνονται όπως τα θέλομε, ενώ δεν είναι.

Ξοδεύονται  τεράστια ποσά σε ψυχοφάρμακα και μάλιστα σε αντικαταθλιπτικά, και ακόμη περισσότερα ίσως σε προγράμματα αποτοξινώσεως εξηρτημένων ατόμων. Αλλά δεν επιτυγχάνεται συνήθως μόνιμη θεραπεία, διότι η αληθινή αιτία (ο εγωισμός) όχι μόνον παραμένει ανέπαφος, αλλά και πάρα πολλές φορές υποθάλπεται. Έτσι σπρώχνονται οι πιο ευπαθείς από τους σύγχρονους νέους, αλλά και ώριμους, στην απογοήτευση, στην κατάθλιψη, στα ψυχοφάρμακα και στα ναρκωτικά, διότι δεν αντέχουν την πραγματικότητα που διαψεύδει την ψεύτικη εικόνα που θα ήθελαν να έχουν οι άλλοι για τον εαυτό τους. Φεύγουν λοιπόν από την πραγματικότητα, είτε με την αδράνεια (π.χ. δεν δίνουν εξετάσεις για να μην αποτύχουν), είτε με τις εξαρτησιογόνες ουσίες (που τους μεταφέρουν έξω από τη σκληρή πραγματικότητα). Η ταπείνωση όμως αντιμετωπίζει όλες τις δυσκολίες, ακόμη και τον κοινωνικό εξευτελισμό, την αποτυχία, την υποτίμηση, σαν αναμενόμενα γεγονότα, αντάξια της μικρής αξίας μας, τα οποία μας σπρώχνουν να αγωνισθούμε για να βελτιωθούμε και έτσι αντί να δοθούμε στην κατάθλιψη, δινόμαστε στον αγώνα, στην προσπάθεια, στη δράση, στη ζωή. Τα λόγια του Γέροντος Πορφυρίου μερικές φορές είναι πυκνά σε βαθειά νοήματα. Γι’ αυτό χρειάζεται να τα ακούσωμε πολλές φορές και να εμβαθύνουμε κάθε φορά σε αυτά που λέει. Θα διαπιστώσουμε ότι μερικές μικρές φράσεις, όπως η φράση: «η αιτία είναι ότι έχεις μεγάλο εγωισμό» στην αρχή μας φαίνονται άσχετες με το θέμα και ακατανόητες. Αλλά σιγά-σιγά μας αποκαλύπτουν την πραγματικά αιτία της στενοχώριας μας και της καταθλίψεώς μας, που είναι ότι ο εγωισμός μας δεν μας αφήνει να αντέξουμε κάποια αδιάφορη για το πρόσωπό μας στάση των  γύρω μας ή κάποια εξέλιξη των γεγονότων διαφορετική από τα σχέδια μας και τις επιθυμίες μας.

Ευχόμεθα να βοηθήσει και αυτή η συνομιλία του Γέροντος Πορφυρίου όλους μας να μπούμε στη χριστιανική χώρα της ταπείνωσης και της χαράς, που είναι ο Χριστός. Και παρακαλούμε να εύχεσθε και για μας να μπούμε σ’ αυτή τη χώρα.

Η ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ

Παρουσιαστής:

 Όλοι αναζητούμε τη χαρά και την ειρήνη της καρδιάς μας, όμως, ζούμε καθημερινά, θλίψεις και κατάθλιψη. Ο Γέροντας Πορφύριος με αγάπη και σοφία, συζητά με πνευματικά του παιδιά τον τρόπο με τον οποίο μετατρέπεται η θλίψη σε χαρά. Μας αποκαλύπτει το μεγάλο μυστικό, και έχει πολύ ενδιαφέρον να τον ακούσουμε. Στην ηχογράφηση που ακολουθεί έχει αφαιρεθεί για λόγους πνευματικούς, η φωνή των συνομιλητών του.

Γέροντας Πορφύριος:

- Μία φορά είχε έλθει μία κυρία εδώ και μου έλεγε ότι πάσχει από κατάθλιψη, και μου ζητούσε να τη συμβουλέψω τι πρέπει να κάνει, για να γλιτώσει απ’ αυτό το πράγμα. Τώρα η αιτία που ήλθα εδώ, έλεγε, είναι ότι με μάλωσε ο άνδρας μου, γιατί είχα κάνει κάποιο λάθος, και εκεί αγανάκτησε και μου φέρθηκε πολύ άσχημα και μ’ έπιασε πολύ δυνατή κατάθλιψη. Δεν έφαγα το βράδυ, όλη τη νύχτα ήμουνα μελαγχολική, ζούσα σ’ ένα πέλαγος, μέσα σε μια μαυρίλα σε μία απελπισία, τέτοιοι λογισμοί ότι, τι τη θέλω τη ζωή; Τι τη θέλω ή καλύτερα είναι να μη ζω, όλο τέτοιες ιδέες που μου δυνάμωναν την κατάθλιψη μέχρι αυτοκτονίας. Κοιμήθηκα, αλλά και το πρωί όμως ήμουνα βαριά, ο σύζυγός μου προσπάθησε να μου μιλήσει, αλλά εγώ δε μιλούσα. Λοιπόν, σηκώθηκε, έφτιαξε μόνος του τον καφέ, είπε να μου φέρει καφέ, εγώ δεν ήθελα κι έφυγε. Αυτή τυλιγμένη στο πάπλωμα, σου λέω, όπως μου τα έλεγε, νηστική, ζούσε, ας πούμε, την κατάθλιψη. Είναι ένα αίσθημα δυσάρεστο, το οποίο σε καταλαμβάνει, και σε καθηλώνει. Ούτε να σκεφθείς, ούτε... Σκέφτεσαι αυτό. Νομίζεις ότι εσύ σκέφτεσαι σοβαρά πράγματα. Ενώ εσύ είσαι αιχμάλωτος μιας ιδέας. Πάντοτε όταν έχω καιρό κάτι λέω, αλλά άμα είμαι κουρασμένος δεν μπορώ να μιλήσω.Λοιπόν. Της λέω, ξέρω εγώ ένα πολύ μεγάλο φάρμακο, αλλά, πρέπει να μου δώσεις προσοχή για να σου το πω. Της έκανα την ερώτηση, αν μετά από αυτή την κατάθλιψη συνέβηκε κάποιο ευχάριστο γεγονός. Και μου είπε, ότι ναι, ενώ ήμουνα ξάπλα, κατά τις δέκα και μισή, ακούω το κουδούνι του σπιτιού, να χτυπάει επίμονα, βρου, βρου, βρου. Εγώ έτσι ήμουνα τυλιγμένη, όπως από το βράδυ, και, είδα που επέμενε και σηκώθηκα, έριξα από πάνω το παλτό μου και πήγα και άνοιξα και μπαίνει μέσα μία παλαιά μου φίλη που σπουδάζαμε στο Αρσάκειο, και με χαρά με αγκαλιάζει, με φιλεί, μου λέει, να σου πω ένα ευχάριστο γεγονός, σκιρτούσε από τη χαρά. Ήρθε <η τάδε> από το Κάιρο και είναι στο Ξενοδοχείο Πάγγειο στην Ομόνοια.

Φιληθήκαμε εκεί πέρα, μου ‘λεγε, έτσι τούτο, έτσι εκείνο... Μάλιστα θυμούμαι και λεπτομέρειες, σπουδάσαμε μαζί, και αυτή πήγε καθηγήτρια σε μια σχολή του Καΐρου, ελληνική. Λοιπόν, και ετοιμάστηκα, λέει, με χαρά, μου ‘λεγε όλο χαρούμενα πράγματα και επήγαμε, πήραμε ταξί και πήγαμε στην Ομόνοια, πήγαμε στο Πάγγειο, άλλες χαρές εκεί πέρα, μετά κουβεντιάσαμε εκεί, μετά βγήκαμε έξω για να ψωνίσει διάφορα πράγματα και να κάνει ορισμένες εργασίες που έπρεπε να κάνει. Λέω πως πέρασες; Μου φύγανε όλα, λέει. Όλα μου φύγανε. Λέω, αλήθεια; Από τη στιγμή που μπήκε η φίλη μου μέσα, έφυγαν όλα. Κι εσύ από πότε τα είχες αυτά; Τα είχα από την περασμένη ημέρα το μεσημέρι. Αιχμάλωτη, λέει, αιχμάλωτη. Στενοχωρήθηκα και ο άνδρας μου εψυχράνθηκε και έφυγε ψυχραμένος και εγώ υπόφερνα εκεί πέρα.

Της λέω, πως το βλέπεις αυτό;

 Δεν του έχω δώσει σημασία, μου λέει. Τώρα που εσύ θέλεις να μου πεις πάνω σ’ αυτό το θέμα, βλέπω ότι έχει μεγάλη σημασία αυτό. Της λέω ξέρεις μουσικά; Ήξερα πιάνο, λέει, αλλά τα’ χω εγκαταλείψει όλα ένεκα της καταθλίψεως, ζω όλο με τα φάρμακα. Δεν θέλω, λέει, ούτε το σπίτι κοιτάζω καλά, ούτε μουσικά που ήξερα. Τα παράτησα, τα’ χω ξεχάσει, μου λέει. Λοιπόν, της είπα πολλά πράματα για τα μουσικά και περισσότερο της είπα, απ’ όλα είναι η αγάπη προς το Θεό, είναι το μεγαλύτερο πράγμα, που αιχμαλωτίζει την ψυχή διότι δεν είναι απλώς μία ενέργεια της ψυχής προς το Θεό, αλλά είναι το σπουδαίο ότι είναι η χάρις του Θεού που γεμίζει έπειτα την ψυχή και την κάνει άλλο. Δηλαδή αυτό το οποίο την είχε καταλάβει ήτανε μία ψυχική δύναμις και αντί να γίνει κάτι καλό, ο διάβολος τη δύναμη αυτή την ψυχική, την έκανε κατάθλιψη και βασάνιζε τον άνθρωπο. Λοιπόν, της είπα, σιγά-σιγά ν’ αρχίσει να παίζει πιάνο. Και περισσότερο από όλα της είπα να ασχοληθεί με την προσευχή και να δώσει σημασία στην έννοια ότι πρέπει να γνωρίσει και να αγαπήσει το Χριστό. Της είπα παραδείγματα, πως βλέπουμε πολλές φορές, μια μητέρα να λαχταράει το παιδάκι της, που το ‘χει στην αγκαλιά, να το φιλεί με μια λαχτάρα, είναι κάτι παραδείγματα που μας κάνουνε έτσι... Κάπως, έτσι κι εμείς ν’ αγαπήσαμε το Χριστό, με μία λαχτάρα. Κύριον αίτιον εις την κατάθλιψη και σε όλα αυτά που τα λένε πειρασμικά, σατανικά, όπως είναι η νωθρότης, η ακηδία, η τεμπελιά, που μαζί μ’ αυτά είναι τόσα άλλα ψυχολογικά, δηλαδή πειρασμικά πράγματα, είναι ότι έχεις μεγάλον εγωισμό μέσα σου.Και της είπα, πως θα κατορθώσει, μέσα σ’ αυτή την κατάσταση, να τη μεταβάλει σε χαρά. Μέσα στη θρησκεία μας είναι αυτό το πράγμα πάρα πολύ, και οι Άγιοι μας το είχανε πάρα πολύ. Δηλαδή είχαν εύρει τρόπο να μεταβάλλουν την κατάθλιψη σε χαρά. Και αυτός ο τρόπος ήτανε έτσι, ξέρανε πως θα δοθούνε στο Θεό. Με την αγάπη προς το Θεό, με τη προσευχή και γι’ αυτό εφώναζαν με καύχημα οι Απόστολοι και έλεγον, «χαίρω εν τοις παθήμασί μου». Τόσο δυνατό που ήτανε το αίσθημα της καταθλίψεως για να τους συντρίψει, αυτό το αίσθημα το πολύ δυνατό που ήτανε, ας πούμε, μία ψυχικά δύναμη δική τους, το παίρνανε αυτοί, το δίνανε στο Θεό, το κάνανε προσευχή, το κάνανε χαρά και αγαλλίαση εν Κυρίω. Ένας μασώνος, ας πούμε, έβλεπα που ήτανε εδώ γείτονας, και μου είπε, αυτό το πράγμα είναι μία τρέλα, λέει, τι είναι, λέει, αυτοί οι άνθρωποι... οι Απόστολοι. Του το λέω, για τρέλα, λέω, και του το εξήγησα και ευχαριστήθηκε. Μακάρι, λέει, να μπορούσα κι εγώ να κάνω τη μεταποίηση αυτή, αλλά κατέχομαι πολύ, μου λέει, από κατάθλιψη. Κι έχω ξοδέψει πολλά κι έχω γυρίσει στην Ευρώπη και οι τσέπες μου είναι γεμάτες φάρμακα.

Λοιπόν αυτό είναι το μυστικό. Έχω πολλά να σας πω πάνω σ’ αυτά που έχω ιδεί στη ζωή μου, από ανθρώπους, που κατείχοντο από τέτοια συναισθήματα, δηλαδή σατανικά συναισθήματα, δηλαδή ο διάβολος, ο κακός εαυτός μας, κατορθώνει και παίρνει από τη μπαταρία της ψυχής μας, που έχει τη δύναμη για να κάνομε το καλό, την προσευχή, την αγάπη, τη χαρά, την ειρήνη, την ένωσή μας με το Θεό, αυτός κατορθώνει και μας παίρνει αυτή την ενέργεια και την κάνει θλίψη, κατάθλιψη, και ξέρω πως τα λένε οι λεγόμενοι ψυχίατροι. Εμείς δεν τα λέμε έτσι, τα λέμε σατανική ενέργεια. Λέμε ακηδία, λέμε λογισμοί, και λέμε ο διάβολος της ακηδίας, ο διάβολος της πορνείας, ο διάβολος, ο διάβολος, ο διάβολος. Διάφοροι διάβολοι, για κάθε σατανική ενέργεια που μας δημιουργούν.

Να σας πω. Είχα εδώ ένα παιδί, στο σπίτι του τάκανε άνω-κάτω, παίδευε τους γονείς του και υπόφερνε πάρα πολύ. Και είπαν οι γονείς του να το φέρουν εδώ. Το φέραν εδώ, ασχολήθηκε με τον κήπο, πάνου, κάτου, χαιρότανε να τρέχει ‘πό ‘δώ ‘πό ‘κει και συνήλθε, ούτε στενοχώρια, ούτε τίποτα. Πήρε βιβλία, διάβαζε για κηπουρικά, για τα φυτά, πήρε και βιβλία εκκλησιαστικά, εδιάβαζε και εκείνα και ήτανε πολύ ευχαριστημένος. Μια μέρα λοιπόν, μου λέει, μου μπήκε πολύ ο πειρασμός, μου λέει, Γέροντα, δε μπορώ να καθίσω πια εδώ πέρα, πολύ γνωρίστηκα μαζί σας και πήρα θάρρος και τώρα πολλοί λογισμοί με διαταράσσουν, θέλω να φύγω, δεν μπορώ. Του λέω, τώρα τέτοια ώρα; Λέει θα φύγω, μου λέει. Του λέω, καλά. Δε μπορώ μου λέει, μην επεμβαίνεις, δεν μπορώ, θα φύγω. Του λέω, καλά. Εγώ, λέω, θα ξεκουραστώ. Μπορείς όμως να μου διαβάσεις λίγο; Ν’ ακούσω ψαλτήρι, ν’ αποκοιμηθώ έτσι με την αφοσίωση με το ... Έχω ένα, μία συνήθεια όταν αφοσιώνομαι κάπου, αιχμαλωτίζομαι και το ζω, και το ευχαριστιέμαι. Όταν όμως ακουμπήσω στο στασίδι λίγο πίσω μου, ωώπ με την αφοσίωση που έχω εις το να ακούω, αποκοιμιέμαι. Όπως ένας σωφέρ, όταν είναι ίσιος ο δρόμος, κοιτάζει το δρόμο έτσι, και όταν ακουμπάει πίσω αποκοιμιέται και πάει το αυτοκίνητο έξω. Κι έχω βρει αυτά τα μυστικά και θέλω όταν ακούω να είμαι έτσι, σε προσοχή και όταν τα ακούω να τα απολαμβάνω. Λοιπόν, έτσι και το ψαλτήρι, όταν είμαι ξάπλα και δίνω προσοχή στα ωραία λόγια αποκοιμιέμαι αμέσως. Λοιπόν, του έδωσα να μου διαβάσει. Μου λέει, που να διαβάσω; Άνοιξε λέω κι ‘που βρεις, μόνο να μου τα διαβάζεις καθαρά, λέω, γιατί στεναχωριέμαι, άμα δεν μου τα λες καθαρά. Λοιπόν, άνοιξε το ψαλτήρι και άρχισε: «Κύριος φωτισμός μου και Σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι; Κύριος υπερασπιστής της ζωής μου, από τίνος δειλιάσω;» Και το λέει συνέχεια εκεί πέρα, μέχρι εκεί, που, σ’ ένα σημείο, εκεί, ω! Μου λέει. Γέροντα κοιμήθηκες; Δε φεύγω. Του λέω, τι έπαθες βρε; Πω, πω, λέει, μ’ αυτά που εδιάβασα, λέει, δεν ξέρω, αισθάνθηκα μια χαρά, που είναι τόσο ωραία και δεν θέλω να φύγω, λέει, τώρα. Πω, άρχισε να μου λέει, αυτοί οι παλιονευρολόγοι, οι παλιοψυχίατροι, πρέπει να πάω να τους πω ότι, πόσο λάθος κάνουνε, που δίνουνε ναρκωτικά στους ανθρώπους! Να! ορίστε, ορίστε, τι πήρα εγώ τώρα; Προσευχήθηκα, άκουσα το ψαλτήρι, όπως μου το είπες, και να, ο διάβολος έφυγε, μου λέει. Του λέω, τι θα γίνει; Δε φεύγω, μου λέει, τώρα, θέλω να καθίσω εδώ κοντά σου. Ε! λέω, διάβαζε και, όποτε κουραστείς, σταμάτα, ξεύρω κι εγώ! εγώ θ’ αποκοιμηθώ. Κάθισε λοιπόν· μετά, όταν ξύπνησα, δε φεύγω, μου λέει, τώρα.Λοιπόν και εκείνη εκεί η κυρία, η πρώτη, που σας είπα, άρχισε να ξαναγυρίζει πάλι να μάθει μουσικά, επήγαινε και εξομολογιότανε σ’ ένανε παπά, αυτός ο παπάς ήτανε πολύ καλός και αγιώτατος. Έτρεχε όλην την ημέρα, να πάει να εξομολογήσει, να κάνει... Λοιπόν επήγαινε. Μετά πήγε και τον άντρα της, εξομολογήθηκε κι εκείνος και πήρε μεταβολή σε όλα και ερχότανε. Λοιπόν, αυτό είναι το μυστικό. Πως θα μπορέσει κανείς να γυρίσει; Εκεί που τον έχει καταλάβει κάτι κακό, να σκεφτεί κάτι άλλο. Είναι λίγο δύσκολο, αλλά όταν προετοιμαστεί... Προετοιμασία είναι η ταπείνωση, ε! αυτό είναι. Τέτοιοι άνθρωποι καταθλιπτικοί, νευρικοί, στενόχωροι δεν δέχονται, δεν δέχονται να τους θίξεις, να τους πεις, αυτό θα το κάνεις έτσι. Μα δεν μπορώ, το λέει η επιστήμη. Βρε, του λέω, κάντο καημένε και ας το λέει η επιστήμη. Πες: Εγώ θα κάνω υπακοή στο Γέροντα.

Δεν μπορώ να το κάνω. Κατάλαβες;

Αυτό είναι κάτι, ας πούμε, διαβολικό και κάτι που ο άνθρωπος, δεν ξεύρω, το έχει σαν ο άγριος μέσα στην έρημο. Θέλω να πω, δεν είναι εύκολο πράγμα όμως, λέμε να το γυρίσεις έτσι. Εκεί είναι η τέχνη, που δεν είναι να το γυρίσεις, είναι να έχεις και την δύναμη ν’ αποσπάσεις την χάρη του Θεού. Να σε κάνει να ενωθείς μαζί του. Και όταν ενωθείς με το Θεό και όταν δοθείς στο Θεό, δεν πρόκειται να κοιτάζεις, ούτε να θυμηθείς ότι ήρθε και σε τραβούσε από πίσω το αντίθετο πνεύμα, ε, πάει έφυγε εκείνο, καταλάβατε; Αυτό εδώ μπορείτε να το καταλάβετε; Δηλαδή το διώχνεις χωρίς να το καταλάβεις.

Από εκεί και πέρα τόσο αφοσιώνεσαι στο άλλο και το ζεις, ώστε δεν κοιτάζεις να δεις τι κάνει, είναι πίσω σου; Θα σε τραβήξει; Ιδίως κυρίως όλα αυτά τα συναισθήματα, τα σατανικά που τα λέμε τεμπελιά, νωθρότης, ακηδία, απελπισία, απογοήτευση, πως τα λένε, βρε, παιδί μου;

Τα λένε, ανασφάλεια, τα λένε πολλές ονομασίες και έχουνε βάλει αυτοί οι λεγόμενοι ψυχίατροι και τα έχουνε βγάλει έτσι για να μην λένε τον διάβολο, την λέξη του διαβόλου και πραγματικά η θρησκεία μας, το διάβολο έχει κάνει δόγμα. Άμα βγάλεις τον διάβολο, πάνε όλα της θρησκείας μας.

  Κατάλαβες;

Λοιπόν, αυτή είναι η μεγάλη τέχνη, πως, ας πούμε, θα δοθείς στην αγάπη του Θεού. Περισσότερο απ’ όλα. Βέβαια μπορείς να κάνεις πολλά πράγματα, αλλά ανθρώπινα. Α! το πιο μεγάλο είναι να δοθείς εις την αγάπη του Θεού. Στη λατρεία του Θεού, στην προσευχή, αλλά ό,τι και αν κάνεις, εάν δεν κατορθώσεις ν’ αποκτήσεις ταπείνωση, τίποτα δεν κάνεις. Μόνο με τα ναρκωτικά θα προσπαθείς και να κοιμηθείς και να ηρεμήσεις και όλα. Τίποτα δεν γίνεται, μην βάνετε στο μυαλό σας ότι θα κάνετε κάτι με καλούς γιατρούς ή με καλά φάρμακα. Μπορεί προς στιγμήν, αν σου πούνε, είναι καλό, να εντυπωσιάσεις, να σου δώσει ένα φάρμακο κάτι να γίνει. Αλλά σε βουτάει πάλι ο πειρασμός.

Το μεγάλο μυστικό είναι η ταπείνωση.

 Και πολύ το βλέπουνε, το βλέπουνε αυτοί οι καταθλιπτικοί και όλοι αυτοί, που έχουνε αντιδραστικά μέσα τους και βασανίζονται. Το βλέπουνε ότι, όταν το πεις κάτι για να κόψει το θέλημά του, εκεί πέρα σε βουτάει, αντιδρά, κατάλαβες; Είχε έρθει, ο... τόνε κάλεσα, γιατί είπε ότι δεν πηγαίνει στην εκκλησία, διότι στην εκκλησία παθαίνει κακό, όταν αισθάνεται κλεισμένο χώρο και δεν μπορεί. Του λέω, τώρα τι είναι αυτά, βρε;! Εγώ θέλω να πας στην εκκλησία, να σηκωθείς πρωί για να έρθεις να φυτέψουμε τα δέντρα. Κι εσύ μου λες αυτό;

Α μπα, λέει, δεν μπορώ. Του λέω, άκου να σου πω, να ξέρεις ότι σ’ έχω αφήσει ελεύθερο, δεν σου μιλάω, αλλά αισθάνομαι και τύψεις, διότι εσύ, αντί να συμμορφωθείς πιο πολύ εγωιστής γίνεσαι, γιατί όπου θέλεις πηγαίνεις, όπου σου καπνίσει, και κάνεις ό,τι θέλεις και έτσι ισχυροποιήθηκε το θέλημά σου και ζεις, μέσα στο κακό πνεύμα και βασανίζεσαι. Εγώ, λέω, θ’ αρχίσω να εφαρμόζω κανόνες. Δεν έχεις διαβάσει περί υπακοής; Λέει, έχω διαβάσει. Που διάβασες; Στην Κλίμακα. Ε, δεν θυμάσαι τι λέει; Ε, λέει, θυμάμαι. Αλλά τώρα, έτσι που μου τα λες μ’ εκβιάζεις και δεν μπορώ εγώ. Εγώ, λέω, σ’ εκβιάζω; Γιατί μου είπες ότι θα μου δίνεις τρία παξιμάδια την ημέρα να τρώγω και θα με διώξεις απ’ εδώ. Δεν είναι εκβιασμός; Όχι, είναι κανόνας αυτός, γέροντας είμαι, μπορώ να σου πω αυτό. Τι θέλεις εσύ, να σε πηγαίνουμε όπα όπα; μη μου άπτου, και να λέμε, πρόσεχε μην το στενοχωρήσουμε το παιδί; Να μην το τραυματίσουμε, να μην του πούμε τίποτα, και το πιάσουν τα νεύρα του, η μελαγχολία του; Τ’ αντιδραστικά του;

Δηλαδή, να κοιτάζουμε εσένανε και να σε φοβούμαστε μήπως σου πούμε καμιά λέξη και στενοχωρηθείς. Αυτό είναι μεγάλος εγωισμός, του λέω. Τι μου κουβεντιάζεις;Μ’ εκβιάζεις, μου λέει. Πως σ’ εκβιάζω; Να, που μου λες αυτά. Δεν είμαι πνευματικός σου. Δεν έρχεσαι εδώ, δεν εξομολογείσαι, δεν σου διαβάζω ευχή και πηγαίνεις και μεταλαβαίνεις; Δεν έχω υποχρέωση να σου πω έτσι; Τι θα πει σ’ εκβιάζω; Πρέπει να μάθεις να υπακούεις, να ταπεινώνεσαι.

Τέλος πάντων, μου λέει, καλά. Να πας αύριο, να ξυπνήσεις, στον Παράκλητο να λειτουργηθείτε και να έρθετε να φυτέψουμε. Και έτσι το έκανε. Και του λέω, κοίταξε εδώ, αύριο στην εργασία θα πας, αλλά ξέρεις, λέω, πως θα δουλεύεις; Θα με θυμάσαι εμένανε και θα λες: Ο γέροντας μου είπε να δουλεύω σαν τρελός. Θα παίρνεις το φτυάρι προυπ, προυπ, να πετάς την πέτρα έξω, όταν δεις ξεύρω και εγώ... Μου λέει, τι δουλεύω σαν τρελός; Σαν τρελός, του λέω.

  Άμα έχει ο άνθρωπος ενθουσιασμό, του λέω, κάνει κάτι που οι άλλοι τον βλέπουνε και γελούνε, ενώ αυτός ζει μια ζωή έτσι ενθουσιαστική. Αυτά είναι πολλά μωρέ, ξεύρεις πόσα ξεύρω πάνω σ’ αυτό το θέμα; Είναι σημαντικό θέμα. Άλλος μπορεί να μην δίνει σημασία, εγώ δίνω σημασία. Αυτό, να! Οι άνθρωποι που έχουνε αυτά τα αντιδραστικά, αυτή τη συνήθεια, είναι, τους ανθρώπους που γνωρίζουνε εννοούν να τους παιδεύουνε, με διάφορα καμώματα, δηλαδή, αχ, δεν μπορώ τούτο, εκείνο, ξεύρω κι εγώ και οι γύρω τους βλέπουνε αυτουνούς που υποφέρουν και καταθλίβονται και αυτοί υποφέρουν. Καταλάβατε; Αλλά αυτοί που πάσχουν όμως, όταν βλέπουν τους άλλους να υποφέρουν μαζί τους, ευχαριστιούνται και το κάνουνε πιο πολύ. Θα πεις, μωρέ, γίνεται αυτό; Ε! γίνεται, όμως χωρίς να το καταλαβαίνουμε, ο διάβολος το ενεργεί, δεν ξεύρω, ρε παιδιά, μπορείτε να καταλάβετε αυτά που σας λέω; Γίνεται αυτό χωρίς να το καταλαβαίνουν, να βλέπεις τον άλλον να πέφτει κάτω, να παθαίνει τάχα επιληψία για να τους κάνει να εντυπωσιαστούν, να τον λυπηθούν, ή να καταλάβουν ότι γιατί να δώσουνε στον αδελφό του καλά παπούτσια. Όταν έκανε, αν του δίνανε και μικρή αφορμή, άρχιζε να πετάει τις καρέκλες, να σπάει τα τζάμια, πάει. Δηλαδή αυτά γίνονται μ’ έναν τρόπο μυστηριώδη.

Παρουσιαστής:

 Ο Γέροντας Πορφύριος στην προηγούμενη ενότητα εννοεί ότι πολλές φορές ο άνθρωπος γίνεται ενεργούμενο κακών σκέψεων, είτε δικών του, είτε υποβολιμαίων από το πονηρό πνεύμα, χωρίς να το καταλαβαίνει και τότε παρασύρεται χωρίς αυτοέλεγχο και κάνει αυτό που κάνει, που αργότερα νομίζει ότι δεν το ήθελε, αλλά που στην πραγματικότητα το θέλησε και αυτός. Συνεργάζεται με τον κακό λογισμό, λέει μέσα του για μια στιγμή το ναι και ύστερα αφήνεται και δρα ανέλεγκτα και κάνει πράγματα που ίσως και να μην τα θυμάται μετά. Όμως στην αρχική στιγμή υπέκυψε με το θέλημά του και έτσι κατελήφθη από το πάθος του. Αυτό ο Γέροντας το ονομάζει μυστηριώδη τρόπο. Γιατί δεν είναι αμέσως από όλους αντιληπτό, είναι όμως αλήθεια ότι συμβαίνει. Γι’ αυτό χρειάζεται προσοχή στην πρώτη στιγμή που έρχεται ο κακός λογισμός, να τον περιφρονήσουμε και να στραφούμε αμέσως στον Χριστό, για να μη μας πιάσει και μας αιχμαλωτίσει την θέληση και μας κάνει ό,τι θέλει μετά χωρίς να ελέγχουμε την κατάσταση.

Γέροντας Πορφύριος:

Δηλαδή ο άνθρωπος, ακούστέ με να δείτε, θα σας φέρω ένα άλλο παράδειγμα.

 Μια φορά ήτανε ένα αγόρι, είχε έρθει εδώ και μου ‘λεγε: «Γέροντα, έχουμε την αδελφή μου και υποφέρει πολύ»

 Λοιπόν, του λέω τι;

 «Αυτή, λέει, παθαίνει επιληψία και μας έχει ξετρελάνει όλους στο σπίτι. Λοιπόν, ακούστέ με, είναι ένα ωραίο παράδειγμα και αυτό. Δεν κάνει να λέω ονόματα, αλλά που να καταλάβετε τώρα. Του λέω, κοίτα δω, η αδελφή σου ξεύρεις δεν έχει επιληψία. Μου λέει, έχει και ταράζεται πολύ και δαγκάνει και τα χείλη της η καημένη. Του λέω, το κάνει έτσι. Όχι, μου λέει, δεν γίνεται, δεν το κάνει έτσι. Την πιάνει. Του λέω, να την φέρεις. Λέει, να την φέρω αύριο; Φέρτηνε του λέω. Λοιπόν, την άλλη μέρα πλακώνει η κοπελίτσα, μια ωραία κοπέλα με τα μαλλιά πίσω έτσι, σαν αλογοουρά. Ε! και λέει, μ’ έφερε ο αδελφός μου, να μου πεις συμβουλές, μου λέει, γιατί υποφέρω από επιληψία και στενοχωριούνται στο σπίτι όλοι. Της λέω, έλα εδώ κάτσε. Ξεύρεις τι είδα εγώ από μακριά μόλις μου έλεγε ο αδελφός σου ότι πάσχεις από <επιληψία>; Έβλεπα ότι το κάνεις μόνη σου αυτό το πράγμα. Όχι, μου λέει, δεν το κάνω. Δεν το κάνω, μου λέει. Της λέω, το κάνεις μόνη σου. Όχι δεν το κάνω, μου λέει. Να σκεφτείς, λέει, ότι, όταν συνέρθω πολλές φορές, έχω δαγκάσει τα χείλη μου και βγάζουν αίμα. Μωρέ, το ξέρω, της λέω. Αλλά άκουσε να σου πω, πως γίνεται. Της λέω, εσύ έχεις μεγάλον εγωισμόν μέσα σου, θέλεις να σ’ αγαπούνε όλοι. Και πολλές φορές, όταν δεις του γονείς σου να περιποιούνται κάποιον αδερφό σου, ε! το κάνεις μόνη σου. Ξεύρεις πως γίνεται αυτό το πράγμα, και κάνεις έτσι και το κάνεις. Δηλαδή, ανοίγεις, σε κυριεύει ο δαίμονας και από κει και πέρα τα χάνεις. Πέφτεις κάτω, αφρίζεις, χτυπιέσαι, δαγκάνεις τα χείλη σου, για θυμήσου το, της λέω, ρε κόρη; Ε! αυτό το κάνω, μου λέει. Λέω, πως το κάνεις, γιατί το κάνεις; Να, όταν με στενοχωρήσουν δεν έχω τίποτ’ άλλο να κάνω, κάνω αυτό για να το καταλάβουν να μη με στενοχωρούν, να μ’ αγαπούν και να μου φέρνουνε εκείνο που θέλω. Λέω, καλά τα λες αυτά, το καταλαβαίνεις; Το καταλαβαίνω. Το καταλαβαίνεις ότι το κάνεις μόνη σου; Τώρα, λέει, το κατάλαβα ότι το κάνω μόνη μου. Το προκαλώ, λέει, αλλά έπειτα χάνομαι. Απ’ εκεί και πέρα χάνομαι, με πιάνει αυτό, πάει, δεν ξεύρω τι κάνω, μου λέει, είμαι κατειλημμένη πια από το κακό. Τ’ ακούσατε αυτό; Τ’ ακούσατε; Είναι σπουδαίο. Δηλαδή, πως ανοίγεις την θύρα. Να, μια φορά, να σας πω ένα παράδειγμα. Έλεγα στον κύριο... να κάνει κάτι. Μου λέει, δεν μπορώ. Του λέω, ρε παιδί μου κάνε μου τη χάρη και εγώ, γέρος παπάς είμαι, θέλω να μου κάνεις αυτό το πράγμα. Όχι, δεν μπορώ. Ήμασταν κάτω στο υπόγειο. Λοιπόν, μου λέει, δεν το λέει η επιστήμη αυτό. Του λέω, ρε παιδί μου, τι την θες την επιστήμη; Να πας να κάνεις αυτό το πράγμα, είναι ανάγκη, δεν έχω άλλονε.

Εγώ δεν μπορώ.

  Εκείνη την στιγμή, ρε παιδιά, έτσι μου ήρθε, πως να σου πω, κάτι κακό. Δηλαδή, ν’ αγανακτήσω εναντίον του. Λοιπόν, το κατάλαβα. Το μυστικό είναι, να το προλαβαίνεις. Άμα το αφήνεις και σε πιάσει, πάει σ’ έπιασε. Λοιπόν, εκεί που ήθελα, λοιπόν, να φωνάξω με αγανάκτηση και τέλος πάντων, ξέρω κι εγώ  τι να του κάνω, ενεπνεύσθηκα ωραία προσευχή, εκείνην τη στιγμή. Ξεύρετε πόσο ωφέλιμα είναι αυτά που σας λέγω αυτή την στιγμή, που έχω δει και ξεύρω πάρα πολλά, αλλά που να μου έρθουνε στην μνήμη, αυτά τα πράγματα.

 Α να σας πω για τον... Λοιπόν, ήθελε να παιδεύει τους γονείς του πολύ. Το σπίτι του, τ’ αδέλφια του. Λοιπόν, να δείτε είχε ένα δαιμόνιον, φοβότανε να μπει μέσα στο τραμ, και τον πατέρα του, όταν πηγαίνανε κάτω, διαρκώς τον έβαζε και πλήρωνε και τον εγύριζε με ταξί, και άλλα πολλά. Εν πάση περιπτώσει, ενώ τώρα εγώ τον εκανόνισα να πάει να φύγει από τους γονείς του, για να ελευθερωθεί απ’ αυτά τα πράγματα. Ε, με την ευλάβεια όλη, που εδόθηκε εις την αγάπη του Θεού, τα πέταξε όλα. Καταλάβατε; Και το έχω δει σε πολλούς αυτό το πράγμα. Βρε παιδιά, αυτό βασανίζει σήμερα τον κόσμο, αυτά τα πράγματα τα πειρασμικά που πιάνουνε σαν, σαν διαβολικά πράγματα τους νέους και φεύγουνε από τα σπίτια τους και τα βάζουνε με τους γονείς τους, και παρατάνε τα γράμματα και αυτό. Έπειτα ένα άλλο πράγμα που ήθελα να σας πω είναι η εργασία, είναι το ενδιαφέρον για την ζωή. Η τέχνη, ο κήπος, τα λουλούδια, πολύ σπουδαία πράγματα. Η μελέτη στην Αγία Γραφή, τα ενδιαφέροντα στη Θρησκεία, στην αγάπη του Θεού. Τι να τους κάνεις τους ψυχιάτρους και τους ψυχαναλυτάς και τα ψυχοφάρμακα και τα ναρκωτικά. Λοιπόν, υπάγετε εν ειρήνη.

Παρουσιαστής:

Από τα ωραία παραδείγματα που μας ανέφερε ο Γέροντας Πορφύριος ας συγκρατήσουμε το μεγάλο μυστικό της μετατροπής των θλίψεων σε χαρά. Είναι η ταπείνωση που ελκύει την χάρη του Θεού

Παρασκευή 29 Ιουλίου 2016

Σκοπός της Εκκλησίας Το καλό ή το κακό νοσοκομείο κρίνεται από τους θεραπευμένους Τού π. Ιωάννη Ρωμανίδη

Πηγή: "Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις τού π. Ι. Ρωμανίδη" Τόμος Β΄.  Τού σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου Ιεροθέου.
Ο σκοπός της Εκκλησίας δεν είναι κοινωνικός, ηθικός, φιλοσοφικός κλπ., αλλά κατ’ εξοχήν σωτηριολογικός και θεολογικός. Αυτό, εκτός των άλλων, φαίνεται από την σχέση μεταξύ του Πάσχα, της Πεντηκοστής και της εορτής των Αγίων Πάντων. 

«Ποιος είναι ο σκοπός της Ορθοδοξίας; Φαίνεται σαφώς από το εορτολόγιο. Έχουμε Πάσχα, έχουμε Πεντηκοστή. Το Πάσχα γίνεται το βάπτισμα του ύδατος. Την Πεντηκοστή γίνεται το βάπτισμα του Πνεύματος. Οπότε, μέχρι την Πεντηκοστή γίνεται η επίσκεψη του Αγίου Πνεύματος στους πιστούς. Και το αποτέλεσμα τι είναι; Η Κυριακή των Αγίων Πάντων. Να συγκαταλεγούν, δηλαδή όλοι οι Ορθόδοξοι μεταξύ των Αγίων. Ο καρπός του Αγίου Πνεύματος της Πεντηκοστής είναι η αγιοποίηση του ανθρώπου. Αυτός είναι ο σκοπός του Βαπτίσματος.

Τώρα, αυτό έχει γίνει σκοπός μόνο των μοναχών, έχει γίνει το επάγγελμα των μοναχών. Δηλαδή, δεν είναι για όλους τους ανθρώπους να γίνουν Άγιοι; Μόνο οι καλόγεροι; Αυτό όμως τι σημαίνει; Δεν χρειάζονται όλοι θεραπεία; Είναι σαν να έχουμε καρκίνο και να λέμε πως η θεραπεία χρειάζεται μόνο για τους γιατρούς, όχι για όλους τους άλλους. Ποια ιατρική επιστήμη δέχεται θεραπεία για μια ομάδα ανθρώπων μόνο; Η θεραπεία είναι για όλους τους ανθρώπους που είναι άρρωστοι». Κατά την περίοδο του Πάσχα αναγινώσκεται το κατά Ιωάννην ευαγγέλιο, που χαρακτηρίζεται «πνευματικό ευαγγέλιο», μέσα στο οποίο συγκαταλέγεται η αρχιερατική προσευχή του Χριστού, που αναφέρεται στην θέα της δόξης του Θεού και στο να αποκτήσουν οι Απόστολοι ενότητα μεταξύ τους μέσα στην δόξα του Θεού. Αυτό πραγματοποιήθηκε την ημέρα της Πεντηκοστής και αυτό δείχνει και η εορτή των Αγίων Πάντων, που είναι καρπός της Πεντηκοστής.  Ο σκοπός της Εκκλησίας που απέβλεπε στην θέωση-αγιοποίηση του ανθρώπου είναι ο αρχικός σκοπός της δημιουργίας των Πρωτοπλάστων. Αυτό φαίνεται στο ότι στην αγιότητα μπορούν να φθάσουν και τα μικρά παιδιά. Με την γέννησή τους έχουν φωτισμένο νου, λειτουργεί η νοερά ενέργεια, αλλά η νοερά ενέργεια σκοτίζεται από το σκότος και τις συνθήκες του περιβάλλοντος.

Μερικοί εκλαμβάνουν την Εκκλησία ως μια θρησκεία που ικανοποιεί τα συναισθήματά τους και τις βιοτικές τους μέριμνες. Όμως η Εκκλησία δεν είναι θρησκεία. «Έχουμε απλώς ανθρώπους θρησκευομένους που πάνε στην Εκκλησία και ανάβουν το κερί και προσεύχονται να παντρέψουν τα κορίτσια τους με έναν πλούσιο άνδρα ή τα αγόρια τους να πάρουν μια καλή προίκα. Αυτή είναι η Εκκλησία, δηλαδή; να προσευχόμαστε θρησκευτικά, ας πούμε, για τα αμπέλια μας; Ναι, αυτά είναι βέβαια της θρησκείας, γιατί ο Θεός ενδιαφέρεται για όλες τις φάσεις της ζωής του ανθρώπου. Δεν είναι έτσι; Οπότε, όταν έχουμε προβλήματα, βέβαια θα παρακαλάμε τον Θεό να μάς βοηθήσει». Άλλοι θεωρούν ότι σκοπός της Εκκλησίας είναι απλώς η σωτηρία της ψυχής μετά θάνατον. «Βλέπεις το μεγάλο πρόβλημα σήμερα τι είναι; Ότι ταυτίσθηκε η Ορθοδοξία με το ενδιαφέρον για την σωτήρια της ψυχής μετά τον θάνατο. Αυτό είναι το πρόβλημα. Και εφ' όσον έχει ταυτισθεί με ζωή μετά τον θάνατο και δεν υπάρχουν πλέον κριτήρια σήμερα ποιος είναι μέλος της Εκκλησίας, εάν έχει θεραπεία ή δεν έχει θεραπεία, εάν έχει φώτιση ή δεν έχει φώτιση, δεν εφαρμόζονται σήμερα πλέον τα πατερικά κριτήρια για την τωρινή ζωή του ανθρώπου». Η Εκκλησία αποτελεί ένα πολίτευμα, μέσα στο οποίο υπάρχουν άλλοι νόμοι από εκείνους που ισχύουν στα κοσμικά πολιτεύματα.  «Τι είναι η Ορθοδοξία; Βέβαια, η Ορθοδοξία έχει επικοινωνία με τον Θεό, λατρεύει η Ορθοδοξία τον Θεό και έχει μέθεξη με την δόξα του Θεού κ ο κ. Η Εκκλησία αποτελείται από ανθρώπους που είναι το Σώμα του Χριστού, άλλα διακρίνονται σε διάφορες καταστάσεις. Δηλαδή, δεν υπάρχει στην Ορθοδοξία δημοκρατία και απόλυτη ισότητα των πολιτών του Σώματος του Χριστού. Υπάρχει ανισότητα. Και μάλιστα, πολλές φορές, και μεγάλη ανισότητα. Αυτό σημαίνει ότι το πολίτευμα της Εκκλησίας δεν έχει καμία σχέση ούτε με δημοκρατίες ούτε με δικτατορίες ούτε με τίποτα, Είναι μια χαρισματούχος κοινωνία από ανθρώπους που αποτελούν το Σώμα του Χριστού. Μέσα σε αυτούς διακρίνονται Πατριάρχες, Προφήτες, Απόστολοι, Επίσκοποι, Πρεσβύτεροι, Διάκονοι και λαϊκοί. Και μετά οι Θεούμενοι, οι φωτισμένοι, οι προς κάθαρση, κ.ο.κ. Έχουμε πάρα πολύ μεγάλη ποικιλία».

Επίσης, δεν υπάρχουν όρια μεταξύ Εκκλησίας και κόσμου. Αυτό σημαίνει ότι η κοσμική νοοτροπία μπορεί να εισέλθει και μέσα στα μέλη της Εκκλησίας. Μπορεί μερικά μέλη να μην ανταποκρίνονται στην ενεργοποίηση της Χάριτος του Βαπτίσματος. Μέσα στο πλαίσιο αυτό πρέπει να δούμε ποιοι αποτελούν τα μέλη της Εκκλησίας, που είναι μέλη του Σώματος του Χριστού. Μέλη της Εκκλησίας είναι όσοι βαπτίζονται και χρίονται, όσοι κοινωνούν του Σώματος και Αίματος του Χριστού και έχουν νοερά προσευχή στην καρδιά. «Κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας αυτοί είναι μέλη της Εκκλησίας, όσοι βρίσκονται σε αυτήν την κατάσταση. Αν πάρετε τον Χρυσόστομο ως παράδειγμα, π. χ. εκείνος ο ιδιώτης που λέει το "αμήν" είναι ο λαϊκός της Εκκλησίας. Δηλαδή, όλοι οι άλλοι δεν είναι λαϊκοί. Τότε τι είναι; Τι είναι τότε; Κληρικοί. Διότι υπάρχει κλήρος και λαός στην Εκκλησία. Δεν είναι έτσι;Οπότε, εκείνος που λέει το "αμήν", εκεί στο 13° κεφάλαιο της Α΄ προς Κορινθίους Επιστολής, ο ιδιώτης του Αποστόλου Παύλου στους Πατέρες της Εκκλησίας είναι ο λαϊκός, ο οποίος όμως δεν είναι με τους άλλους "ους έθετο ο Θεός εν τη Εκκλησία", "πρώτον Αποστόλους" και μέχρι "γένη γλωσσών" (Α Κορινθίους ιβ’, 28). Αυτός είναι εκτός, είναι ο ιδιώτης δηλαδή». Μέλη της Εκκλησίας είναι όσοι έχουν λάβει το Άγιον Πνεύμα. Αυτό φαίνεται από το χωρίο του Αποστόλου Παύλου; «ους μεν έθετο ο Θεός εν τη Εκκλησία πρώτον Αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, έπειτα δυνάμεις, είτα χαρίσματα ιαμάτων, αντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσών» (Α Κορινθίους ιβ', 28).

«Ο Θεός θέτει στην Εκκλησία, πρώτον Αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους κλπ. Και τελειώνει με γένη γλωσσών. Ο Θεός έθεσε στην Εκκλησία. Διότι στην αρχαία Εκκλησία θεωρείτο μέλος της Εκκλησίας εκείνος στον οποίο ήλθε και κατοίκησε το Πνεύμα το Άγιον. Και απόδειξη ότι κατοικεί το Πνεύμα το Άγιον μέσα στον άνθρωπο, ήταν η γλωσσολαλία. Δηλαδή, το να λαλεί μέσα στον άνθρωπο το Πνεύμα το Άγιον, να προσεύχεται μέσα στον άνθρωπο, αυτό ήταν το χρίσμα». Έτσι, οποίος δεν έχει το Άγιον Πνεύμα, δεν συνδέεται με τον Χριστό, δεν γνωρίζει τον Χριστό και φθάνει στην άρνηση του Χριστού.«Γι' αυτό στην αρχαία Εκκλησία οποίος αρνιόταν τον Χριστό, ήταν απόδειξη ότι δεν ήταν σε κατάσταση φωτισμού, άρα δεν ήταν μέλος της Εκκλησίας, γι' αυτό ο Απόστολος Παύλος λέει "ους έθετο ο Θεός εν τη Εκκλησία, πρώτον Αποστόλους" και τελειώνει με "γένη γλωσσών". Όποιος δεν είναι ναός του Αγίου Πνεύματος δεν είναι μέλος της Εκκλησίας και απόδειξη ότι δεν είναι μέλος της Εκκλησίας είναι ότι αρνείται και τον Χριστό. Γι' αυτό και στην αρχαία Εκκλησία εκείνοι που αρνούνται τον Χριστό δεν επιτρεπόταν να κοινωνήσουν, εκτός επί κλίνης θανάτου. Γιατί; Όχι επειδή η Εκκλησία ήταν σκληρή, αλλά επειδή ο αρνητής του Χριστού δεν ήταν σε κατάσταση φωτισμού. Δεν ήταν τιμωρία. Είναι αναγνώριση πραγματικότητος ότι δεν είναι φωτισμένος, άρα δεν κοινωνάει». Η βασική διδασκαλία των Πατέρων για την Εκκλησία είναι ότι χαρακτηρίζεται θεραπευτήριο-νοσοκομείο που θεραπεύει τους ανθρώπους από την πτώση τους, η οποία είναι μια βαθειά πληγή. «να φανταστούμε ότι η Εκκλησία από την ίδρυσή της ήταν ένα ιατρείο, δηλαδή ένα νοσοκομείο, στο οποίο μπαίνουν οι άνθρωποι για να θεραπευθούν, και αυτή η θεραπεία ήταν η κάθαρση του νοός, μετά ο φωτισμός του νοός, μετά η θέωση του ανθρώπου, να έρχεται, δηλαδή, ο άνθρωπος σε μια φυσιολογική κατάσταση, που η φυσιολογική κατάστασή του είναι ν' αγαπάει χωρίς να ενδιαφέρεται για τον εαυτό του, ο άνθρωπος δηλαδή να έχει την αγάπη, η οποία "ου ζητεί τα εαυτής" (Α΄ Κορινθίους ιγ: 5)». \«Για να μπορεί κανείς να αξιολογήσει, να εντοπίσει το θέμα της θεολογίας στην Ελλάδα, τις καταστάσεις της Εκκλησίας, μπορεί να χαρακτηρίσει την αρχαία Εκκλησία σαν ένα μεγάλο νοσοκομείο, το οποίο θεραπεύει τους αρρώστους. Οπότε ο αρχηγός του νοσοκομείου αυτού λέγεται Επίσκοπος. Και οι γιατροί λέγονται Πρεσβύτεροι και Διάκονοι. Οι Διάκονοι και Διακόνισσες, ας πούμε, είναι οι νοσοκόμες. Και οι Πρεσβύτεροι είναι οι γιατροί. Και ο Επίσκοπος είναι ο πρόεδρος του Πρεσβυτερίου, δηλαδή του νοσοκομείου, δηλαδή της ενορίας. Οπότε, το νοσοκομείο είναι η ενορία. Μέσα είναι οι προς θεραπεία και οι θεραπευτές. Αυτό είναι το νοσοκομείο. Έτσι δεν είναι; Οπότε, υπάρχει παράδοση που έχουμε ένα σπουδαίο νοσοκομείο, έχουμε όλα τα μέσα θεραπείας των ανθρώπων, πολύ μεγάλη επιτυχία στην θεραπεία και λίγοι είναι αυτοί που ξεφεύγουν από το νοσοκομείο χωρίς να θεραπεύονται. Και, βέβαια, μέσα στο νοσοκομείο υπάρχει και ιατρική σχολή. Όπως στην Αμερική, συνήθως, στα μεγάλα νοσοκομεία υπάρχει ιατρική σχολή μέσα στο νοσοκομείο. Υπάρχει ιατρική σχολή που βγάζει τους ιατρούς.  Για κάποιο λόγο εκάμφθηκε σιγά-σιγά αυτή η ιατρική επιστήμη, και ενώ το ποσοστό των θεραπευομένων στα πρώτα χρόνια του νοσοκομείου ήταν 80-85% που θεραπεύονταν από όλες τις αρρώστιες, αρχίζει με την πάροδο του χρόνου να πέφτει. Ας πούμε από 85% πάει 75%, 55%, 50% μετά φθάνουμε στο 30% κ ο κ. Και αυτό σημαίνει ότι δεν πάει καλά η ιατρική, διότι δεν συνεχίζεται η ιατρική επιστήμη σωστά, δεν υπάρχει παράδοση που να διατηρείται σωστά, διότι μπήκαν μέσα μερικοί σκάρτοι γιατροί που δεν ξέρανε καλά, περιοριστήκανε στα λίγα και δεν αυξήσανε την ικανότητά τους στην ακρίβεια και έγιναν λιγάκι τσαπατσούληδες κ.ο.κ.

Οπότε, οι 30% λένε δεν πάμε καλά τώρα. Και είπαν: Δεν  πάμε να κάνουμε ένα άλλο νοσοκομείο, ένα παράρτημα; Και το κάνουν. Αυτός είναι ο μοναχισμός. Καταλάβατε, όταν εκάμφθηκαν οι ενορίες, έφυγαν από τις ενορίες εκείνοι που είχαν πράξη, κάθαρση, φωτισμό και θέωση, δηλαδή την νοερά προσευχή, το κομποσχοίνι, όλη την ασκητική κλπ. Και φούντωσε ο μοναχισμός.  Βέβαια, οι Προτεστάντες κατ’ ουδένα τρόπο μπορούν να δεχθούν ότι ο μοναχισμός είναι βιβλικός, δηλαδή μπορεί να βγήκε από την Αγία Γραφή ο μοναχισμός. Γι' αυτούς ο μοναχισμός είναι ένα καρκίνωμα που εμφανίζεται στην Εκκλησία, Είναι καρκίνωμα ο μοναχισμός, δεν είναι γνήσιο πράγμα που ανήκει στον Χριστιανισμό. Γι' αυτό οι Προτεστάντες είναι όλοι εναντίον του μοναχισμού.

 Τώρα άρχισαν διάφορα κινήματα και οι Αμερικανοί φθάνουν μέχρι τα Μοναστήρια, επανέρχονται στην ιδέα ότι μάλλον πρέπει να έχουν μοναχούς και μοναχές κ.ο.κ. Αλλά στην Αγγλία υπάρχουν κάτι μοναχοί, που ήσαν μερικοί δικοί μας σε μια δεξίωση και εκεί που ήρθαν, άρχισαν να βλέπουν τους μοναχούς να κάνουν (χορεύουν) Ροκενρόλ, δηλαδή. Οπότε κανείς έχει το δικαίωμα τώρα να υποψιασθεί ότι μήπως δεν πάει καλά και αυτό το θέμα, δηλαδή, για να κάνει Ροκενρόλ… 

Λοιπόν, αυτό το κτίριο που λέγεται νοσοκομείο, έχει εκείνο το παραρτηματάκι που λέγεται Μοναστήρι. Εκεί στο Μοναστήρι όσοι μπαίνουν μέσα σχεδόν όλοι θεραπεύονται, ενώ στο μεγάλο κτίριο πάλι δηλαδή 80% δεν θεραπεύονται. Πριν 80% θεραπεύοντο, τώρα 80% δεν θεραπεύονται πλέον». «Έχουμε νοσοκομείο, όλα τα εξαρτήματα, όλα τα όργανα, ό,τι χρειάζεται για να λειτουργήσει σωστά το νοσοκομείο και να θεραπεύονται οι άνθρωποι. Αλλά έχουμε ένα διευθυντή του νοσοκομείου, ο οποίος δεν ξέρει τι είναι αυτά τα πράγματα. Έχουμε γιατρούς μέσα στο νοσοκομείο, οι οποίοι δεν ξέρουν τι είναι αυτά τα πράγματα και φθάσαμε σε σημείο να πάμε πίσω στην εποχή του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου. Έκαναν ένα παρανοσοκομείο οι καλόγεροι, δηλαδή, αλλά μετά επανέκτησαν την Ιεραρχία και περάσαμε στην Τούρκοκρατία με επανακτημένη την Ιεραρχία, εξ αιτίας του ησυχασμοί), που ξανάφερε μέσα στην Εκκλησία τον θεραπευτή Επίσκοπο και Κληρικό, ο οποίος ξέρει και να κάνει διάγνωση και ξέρει και να θεραπεύει. Αυτός ο Επίσκοπος επανήλθε στην Εκκλησία με την αναβίωση του μοναχισμού εξ αιτίας του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου». «Εκείνο, όμως, που έχει σημασία είναι ότι, εάν κανείς τώρα εξετάσει την αρχαία Εκκλησία και τον κλήρο, τις σχέσεις μεταξύ Επισκόπων, Πρεσβυτέρων, Διακόνων, λαϊκών κ.ο.κ., διαπιστώνει αμέσως κάτι το παράδοξο, ότι η αρχαία Ορθόδοξη θεολογία ομοιάζει πάρα πολύ με την σημερινή ψυχιατρική. Διότι ο σκοπός της θεολογίας και της ψυχιατρικής τι είναι; Είναι η θεραπεία του ανθρώπου. Και η θεραπεία του ανθρώπου γίνεται με συγκεκριμένη μέθοδο». «Η Εκκλησία, αν αφεθεί στον εαυτό της, κάνει το έργο της. Και ποιο είναι το έργο της; να θεραπεύει τους ανθρώπους από την κατάσταση που βρίσκονται, να τους περάσει από την κάθαρση στον φωτισμό. Αυτό είναι το έργο της Εκκλησίας, να φωτίζει τον κόσμο». Η διδασκαλία ότι η Εκκλησία είναι πνευματικό νοσοκομείο, συνδέεται με την άλλη διδασκαλία ότι οι Κληρικοί είναι θεραπευτές-ιατροί και εξασκούν την διάγνωση και θεραπεία. Μερικές φορές οι Κληρικοί ανελάμβαναν και άλλα καθήκοντα, ιδίως κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, που οι Επίσκοποι ασκούσαν και εθναρχικά καθήκοντα, αλλά γνώριζαν σαφέστατα ποιο είναι το έργο των Κληρικών. «Υπάρχει σχέση μεταξύ της Εκκλησίας και της κοινωνίας, ακριβώς όπως θα ήταν μεταξύ ιατρών και κοινωνίας. Ας υποθέσουμε ότι ο κλήρος είναι ένας σύλλογος ιατρών, οι οποίοι ασχολούνται με την διάγνωση και την θεραπεία. Όταν ο γιατρός αυτός, τον οποίο θα τον ονομάσουμε Επίσκοπο, αναλαμβάνει καθήκοντα και πολιτικής φύσεως, δεν θα πούμε ότι παύει να είναι γιατρός. Είναι τώρα και πολιτικός αρχηγός. 

 Το ότι εκτελεί καθήκοντα πολιτικού, δεν επιτρέπεται να γίνεται σύγχυση της ιατρικής επιστήμης και της πολιτικής. Διότι, αυτό το άτομο, όταν λειτουργεί ως γιατρός, λειτουργεί ως γιατρός. Θεραπεύει τις αρρώστιες. Όταν όμως ασκεί καθήκοντα πολιτικού, ξέρουμε όλοι ότι ασκεί καθήκοντα πολιτικού και δεν συγχέουμε τα καθήκοντα του ιατρού με τα καθήκοντα του πολιτικού».  «Η Εκκλησία έχει διάγνωση-θεραπεία. Πρέπει να κάνετε αυτό και αυτό και αυτό για να θεραπευθείτε. Γιατί χρειάζεται θεραπεία; Διότι θα δεις την δόξα του Θεού, και αν δεν έχεις πάθει μια μετατροπή στην προσωπικότητά σου, να μεταβληθεί η ιδιοτελής αγάπη σε ανιδιοτελή αγάπη, τότε, εάν είσαι πεπωρωμένος στην καρδιά σου, αντί να δεις τον Θεό ως δόξα, θα τον δεις ως πυρ καταναλίσκον, σκότος εξώτερον κ.ο.κ. Καταλάβατε;Όλοι θα δούμε τον Θεό, αλλά ο άλλος θα τον δει έτσι και ο άλλος έτσι. Εάν δεν θεραπευθείς, θα τον δεις έτσι, και αρχίζει η μέρα της Κρίσεως και το ένα και το άλλο.Μετάνοια. Τι είναι η μετάνοια, Η μετάνοια σημαίνει αλλαγή του νοός, πρέπει ο νους να αλλάξη, να καθαρισθή κ,ο.κ. ». Δυστυχώς, σε πολλές φάσεις του ιστορικού βίου της Εκκλησίας, χάθηκε αυτός ο θεραπευτικός της χαρακτήρας και αυτό συνιστά εκκοσμίκευση. «Κατάντησε η Εκκλησία αντί να είναι θεραπευτήριο, έχει γίνει ένας χώρος μαγικών τελετών. Και η Ορθοδοξία, χωρίς την θεραπευτική αυτή όψη και αγωγή που είναι κάθαρση-φωτισμός-θέωση, κινδυνεύει να καταντήσει μια δεισιδαιμονία σκέτη. 

Το μόνο πράγμα που μας σώζει είναι όλα τα τελετουργικά μας που κληρονομήθηκαν από ανθρώπους που βρίσκονταν ή στον φωτισμό ή στην θέωση. Οπότε, τα λειτουργικά μας βιβλία είναι πάρα πολύ εντάξει, οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων είναι πάρα πολύ εντάξει, το καλούπι είναι εντάξει κλπ., αλλά το γέμισμα αυτό, η εσωτερική ζωή της Εκκλησίας είναι κάτι που πρέπει να μελετηθεί».  «Αυτό είναι το έργο της Εκκλησίας, αλλά όπως έχει εξελιχθεί η Εκκλησία, αντί να είναι ένα συγκρότημα από Πνευματικούς Πατέρες, όπως ένα νοσοκομείο, που έχει, ας πούμε, πενήντα γιατρούς, πέρασαν δύο χιλιάδες χρόνια και βρέθηκε νοσοκομείο χωρίς γιατρούς, αλλά λέγονται γιατροί αυτοί που δεν θεραπεύουν τίποτα. Δηλαδή, κινδυνεύουμε να φθάσουμε σε αυτό το σημείο και το μόνο πράγμα που θα μας γλυτώσει είναι η επάνοδος στους Πατέρες της Εκκλησίας».

Συνηθίζεται να θεωρείται η επιτυχία της Εκκλησίας στην σχέση της με την κοινωνία και το περιβάλλον. Είναι και αυτή μια πλευρά του αγώνα της Εκκλησίας.  «Σε αυτήν την πορεία η Εκκλησία αντιμετωπίζει και ιστορικά γεγονότα, τα οποία δεν είναι εσωτερικής εκκλησιαστικής μορφής ή χαρακτήρος, αλλά είναι η πάλη της Εκκλησίας με την στρουκτούρα της κοινωνίας. Έχουμε μια κοινωνική στρουκτούρα. Δεν έχουμε μόνο την εκκλησιαστική, έχουμε και την κοινωνική στρουκτούρα». Η επιτυχία, όμως, της Εκκλησίας βρίσκεται στο κατά πόσον αγιάζει τον άνθρωπο. «Το βασικό κριτήριο, αν πάει καλά ή δεν πάει καλά η Εκκλησία, είναι η επιτυχία. Αν σε έναν αιώνα έχουμε χιλιάδες θεούμενους, τότε η Εκκλησία πάει καλά. Αν έχουμε ολιγοστεύσει, τότε κάτι δεν πάει καλά. Έτσι πρέπει να κρίνει κανείς την ιστορία της Εκκλησίας. Σε εποχές που έχουμε πάρα πολλούς θεραπευμένους, δηλαδή φωτισμένους, η Εκκλησία πάει καλά.  Αν είμαστε κάτω από διωγμό, αν έπεσε η Κωνσταντινούπολη, δεν είναι το κριτήριο. Κριτήριο είναι πόσοι φθάνουν στον φωτισμό και στην θέωση, άσχετα με την κατάσταση του έθνους. Στον νεοελληνισμό έχουμε μάθει να κρίνουμε την επιτυχία της Εκκλησίας από την επιτυχία του Κράτους. Οπότε, ταυτίζεται η επιτυχία του Κράτους με την επιτυχία της Εκκλησίας. Από απόψεως πατερικής, μπορεί το Κράτος να έχει απόλυτη επιτυχία και η Εκκλησία να έχει απόλυτη αποτυχία. Δεν μπορούμε να κρίνουμε την ιατρική επιστήμη από το πώς πάει η εθνική οικονομία. Οι Νεοέλληνες όμως έχουν ταυτίσει τις τύχες της Εκκλησίας με την τύχη του Κράτους. Προσπαθούν να εξηγήσουν την καταστροφή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και να ρίξουν τις ευθύνες στην Εκκλησία».

«Πρέπει να έχει κανείς αυτά υπ’ όψη, διότι συνηθίζεται η ιστορία της Εκκλησίας σήμερα να έχει καταντήσει να είναι μια ιστορία εκπληκτικών γεγονότων, όπως μια Οικουμενική Σύνοδος, κάποιο σκάνδαλο κανενός Πάπα της Ρώμης, κάποιος πόλεμος ή διωγμός. Η πραγματική ιστορία της Εκκλησίας είναι η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, μέσα στην καρδιά των πιστών και το ότι οι πιστοί περνάνε από το ένα στάδιο της τελειότητος σε ένα άλλο στάδιο της τελειότητος. Αυτή είναι η ιστορία της Εκκλησίας. Και η μεγάλη εορτή της Εκκλησίας είναι το Αγιολόγιον, το Εορτολόγιον, όταν εορτάζουμε την μνήμη των Αγίων, διότι κάθε άγιος της Εκκλησίας συνιστά τον θρίαμβο της πίστεως από τις δυνάμεις του διαβόλου κλπ. Επομένως, εκτός από το ότι μέσω των Μυστηρίων μετέχουμε όλοι μαζί στο Σώμα του Χριστού και συμπορευόμαστε στην ημέρα της Κρίσεως, κάνουμε αυτόν τον αγώνα να είμαστε εντάξει με τον Θεό την ημέρα της Κρίσεως. Μέσα σε αυτή την πορεία της Εκκλησίας, οι μεγάλοι θρίαμβοι της Εκκλησίας είναι η αγιοποίηση των ανθρώπων. Γι' αυτόν τον λόγο, μετά το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, έχουμε τις εικόνες του Χριστού και της Παναγίας κλπ., αλλά και τα ιερά λείψανα. Είναι τα αποδεικτικά σημεία, που αποδεικνύουν ότι η Εκκλησία βαδίζει σωστά, διότι έχει αυτούς τους ανθρώπους ως αρχηγούς και πνευματικούς οδηγούς.

 Ο σκοπός της Εκκλησίας είναι να κάνει άγια λείψανα. Δεν υπάρχει άλλος σκοπός της Εκκλησίας. Διότι μέσα στα άγια λείψανα συμπεριλαμβάνεται ολόκληρο το οικοδόμημα το δογματικό της Εκκλησίας» . Έτσι, η επιτυχία της Εκκλησίας δεν ταυτίζεται με την επιτυχία του Κράτους, αλλά έχει άλλους προσδιορισμούς για να καθορίζει την επιτυχία της. Επομένως, όταν κάνουμε λόγο για επιτυχία της Εκκλησίας, εννοούμε να υπάρχουν νηπτικοί και ησυχαστές Πατέρες που θεραπεύουν τους Χριστιανούς.  «Αυτή είναι η πνευματικότητα. Εμείς την λέμε "πνευματικότητα", είναι μια μοντέρνα ορολογία. Δεν υπάρχει στους Πατέρες της Εκκλησίας πνευματικότητα και τέτοια πράγματα.

Και δημιουργείται και τώρα μια άλλη ορολογία παράξενη. Λέμε "νηπτικοί Πατέρες της Εκκλησίας". Τι λέμε νηπτικοί Πατέρες της Εκκλησίας; Όλοι οι Χριστιανοί στην αρχαία Εκκλησία ήταν νηπτικοί, διότι εάν δεν ήσουνα νηπτικός, πώς είναι δυνατόν να γίνεις ναός του Αγίου Πνεύματος; Πώς θα φθάσεις στα "γένη γλωσσών"; Αυτά τα "γένη γλωσσών" ήταν το πρώτο στάδιο να είσαι μέλος της Εκκλησίας». Υπάρχουν σαφή τεκμήρια της επιτυχίας της Εκκλησίας, και αυτά, όπως προαναφέρθηκε, είναι τα ιερά λείψανα, που δείχνουν την πραγματοποίηση του σκοπού της Εκκλησίας. «Η εμπειρία της Θεώσεως συμπεριλαμβάνει ολόκληρο τον ανθρωπο. Όχι μόνον την ψυχή, αλλά και το σώμα. Και από τα λείψανα γνωρίζουμε μετά την εκδημία του προς Κύριον ότι πρόκειται περί θεουμένου και αυτομάτως κατατάσσεται μεταξύ των Αγίων της Εκκλησίας. Γι' αυτό και εμείς δεν έχουμε παράδοση, σαν τους Παπικούς, να φτιάχνουμε τους Αγίους, αλλά ο Θεός μας αποκαλύπτει τους Αγίους, συνήθως μέσω των λειψάνων και των θαυμάτων κ.ο.κ.». Η ύπαρξη των Ιερών λειψάνων είναι απόδειξη ότι η Εκκλησία βαδίζει σωστά, ανταποκρίνεται στον σκοπό της, που είναι να αγιάζει τους ανθρώπους. Τα ιερά λείψανα είναι μια πραγματικότητα που δείχνουν την νίκη επί του θανάτου. Διότι το σώμα του ανθρώπου είναι ένα άθροισμα κυττάρων, που με τον θάνατο διαλύονται. Όταν, όμως, σε έναν άνθρωπο παραμένει αδιάφθορο το σώμα, σημαίνει ότι υπάρχει μια υπερτέρα δύναμη που δεν το αφήνει να διαλυθεί. Αυτή η δύναμη είναι η ενέργεια τής ακτίστου Χάριτος του Θεού. Οπότε, αυτό το γεγονός πρέπει να μελετηθεί από πλευράς θεολογικής, αλλά και από πλευράς βιολογικής. «Τα άγια λείψανα τι είναι; Δεν είναι μια χημική πραγματικότητα; Είναι μια πραγματικότητα. Γιατί δεν υπάρχει μια εξήγηση; Γιατί δεν μπορούμε να βρούμε μια βιολογική εξήγηση σε αυτό το θέμα, ιατρική κ.ο.κ;  Δεν υπάρχει εξήγηση. Και αυτό το Άγιο λείψανο δεν αποτελείται από κύτταρα; Αποτελείται από κύτταρα και δεν υπάρχει αποσύνθεση.  Γιατί δεν υπάρχει αποσύνθεση, αφού το σώμα αποτελείται από κύτταρα, όλο το σώμα είναι ένα σύστημα κυττάρων; Λοιπόν, επειδή τα κύτταρα παθαίνουν διάλυση, γι' αυτό τον λόγο εξαφανίζεται το σώμα και γίνεται χώμα κ.ο.κ. Το λείψανο τι έχει πάθει; Έχει πάθει αναστολή της διαλύσεως των κυττάρων, γι' αυτό και βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση. Αυτό δεν είναι θέμα για έναν βιολόγο ή έναν χημικό; Αλλά, δυστυχώς, στην Ελλάδα επειδή είναι κομπλεξικοί οι γιατροί, όσοι έχουν ενδιαφερθεί γι' αυτά τα θέματα είναι οι αντίθετοι. Το άρχισαν και το έχουν αφήσει το θέμα».  Υπάρχουν ολόκληρα σώματα Αγίων που είναι αδιάφθορα, όπως του Αγίου Σπυρίδωνος. Έτσι, το θέμα των αδιάφθορων λειψάνων είναι ένα θεολογικό γεγονός. «Το Άγιο λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνος, που σώζεται ολόκληρο, είναι αναστολή της διαλύσεως του κυτταρικού συστήματος. Δηλαδή, το να υπάρχουν τα δέρματα και όλα αυτά, σημαίνει ότι το κυτταρικό σύστημα δεν διαλύθηκε. Αυτό σημαίνει. 

Γιατί δεν διαλύθηκε; Γιατί έχει αυτήν την ευωδία το Άγιο λείψανο; Απορώ πώς οι βιολόγοι στην Ελλάδα δεν έχουν ενδιαφερθεί για το θέμα. Όσοι έχουν ενδιαφερθεί είναι μόνο για να ρεζιλεύουν τα λείψανα. Όχι να το μελετήσουν αντικειμενικά». Έπειτα, ο σκοπός της Εκκλησίας, που είναι η σωτηρία των μελών της, συνεχίζεται και μετά θάνατον. Γι' αυτό η Εκκλησία προσεύχεται πάντοτε για τα μέλη της, γιατί και μετά θάνατον υπάρχει εξέλιξη στην σωτηρία, δηλαδή υπάρχει συνεχής άνοδος στην μέθεξη της Χάριτος του Θεού, αρκεί ο Χριστιανός να βρίσκεται με την μετάνοια στην προοπτική της καθάρσεως και του φωτισμού του νοός.

Οι τρεις ανεπανάληπτες ημέρες της ζωής μας

                    

                         Οι τρεις ανεπανάληπτες ημέρες της ζωής μας

Ο Χριστιανός ζει τρεις ανεπανάληπτες ημέρες στην ζωή του

Την πρώτη μέρα της γένεσης του,  που  είναι ανεπανάληπτη.

Την ημέρα της κοίμησης του, που  είναι ανεπανάληπτη

Την ημέρα που διανύει, που είναι και αυτή ανεπανάληπτη .

Αν συμπεριλάβουμε  και την πνευματική ημέρα της βάπτισης του, που στην ουσία είναι παράλληλη με της γέννησης του, τότε  έχουμε τρεις ανεπανάληπτες ημέρες ζωής ,άρα όλος ο αγώνας για την σωτηρία μας είναι να ομολογήσουμε την πίστη μας είτε με λόγια είτε (κυρίως )με τα έργα μας και να παραμείνουμε σε όλη την διάρκεια της ημέρας αυτής, προσκολλημένοι προς την σωτήρια μας.

 Αν και για αυτή την ημέρα δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι, δεν ξέρω πως θα μας κρίνει ο Θεός για μια ημέρα που περιμένει και αυτός, για να δει τι μπορούμε να ανταποδώσουμε και εμείς για αυτόν._
dlfanis.gr