Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2019

ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΖΩΗ κατά τους Άγιους Πατέρες



ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΙ ΜΕΛΛΟΝΤΑ 

          Όλος ο πνευματικός πόλεμος γίνεται ανάμεσα στις δύο αυτές όχθες της ζωής, ανάμεσα στις δύο φωνές, που μας καλούν  με το μέρος τους: είναι τα παρόντα αγαθά και τα μέλλοντα. Τα παρόντα  είναι τα μάταια, τη γήινα, τα υλικά. Ενώ τα μέλλοντα είναι τα αιώνια, τα ουράνια, τα πνευματικά. Στην “Φιλοκαλία”-Β΄ τόμος- διαβάζουμε το εξής σχετικό, που γράφει ο Όσιος  Θαλάσσιος ο Λίβυος : “Η προσδοκία των μελλοντικών αγαθών ενώνει τον νουν με όσα προσδοκά. Όταν χρονίσει σ’ αυτά λησμονεί τα παρόντα. Απορρίπτει τα παρόντα εκείνος, που γεύτηκε τα ελπιζόμενα, γιατί μετάγγισε όλον τον πόθον του σ’ εκείνα. Ο Θεός είναι εκείνος που υποσχέθηκε τα μέλλοντα αγαθά, στον οποίο πιστεύοντας ο εγκρατής ποθεί τα μέλλοντα σαν να είναι παρόντα.

          Σημείον ότι ο νους μένει στα ελπιζόμενα αγαθά είναι να φθάσει σε τέλεια λήθη των εδώ και να επεκτείνεται στην γνώσιν των μελλόντων”. Και σε άλλο σημείο τονίζει: “ Τρία πράγματα είναι που σου προκαλούν λογισμούς: η αίσθηση, η μνήμη και η κράση του σώματος. Βαρύτεροι λογισμοί είναι εκείνοι που έρχονται από την μνήμη”. Γι’ αυτό ας αρχίσουμε τον καλό αγώνα από την μνήμη, για να ξεχνούμε τα παρόντα και να ποθούμε τα μέλλοντα.



          Π. Μ. Σωτήρχος

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2019

Δανιήλ Δανιηλίδης, Παναγία Δέσποινα, Αγιορειτική Ηχοθήκη


Δανιήλ Δανιηλίδης ιερομόναχος (1880-1951)

Παναγία Δέσποινα

Ψάλλει ο Ιερομόναχος Πρόδρομος

Παναγία Δέσποινα, υπό την σκέπην σου πάντες,

οι δούλοι σου τρέχομεν, και παρακαλούμεν σε οι ανάξιοι.

Πρόφθασον και λύτρωσαι ημάς, από πάσης περιστάσεως

και από θάνατον, τον εξαφνικόν και πανώλεθρον.

Οίδαμεν ότι δύνασαι πάντα όσα αν θέλεις και βούλεσαι.

Δέσποινα του κόσμου, Ελπίς και Προστασία των πιστών, Χαριτωμένη, επάκουσον των παρακαλούντων σε.

Δανιήλ Δανιηλίδης ιερομόναχος Κατουνακιώτης (1880-1951)

Καταγόταν από το Φρένελι Κυδωνιών της Μικράς Ασίας, ήλθε περί το 1900 στο Άγιον Όρος κοντά στον φημισμένο Γέροντα Δανιήλ τον Σμυρναίο († 1929), στο ησυχαστήριο των Αγιορειτών Πατέρων (των Δανιηλαίων) στα Κατουνάκια. Εδώ εκάρη μοναχός και αργότερα έγινε ο Γέροντας της Αδελφότητας.

Ήταν εξαιρετικός ιεροψάλτης και χαρισματικός μελουργός.

Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2019

Το μαντρί το βλογημένο, του Φώτη Κόντογλου



Κάθε χρόνο ο Άγιος Βασίλης, τις παραμονές της Πρωτοχρονιάς γυρίζει από χώρα σε χώρα κι από χωριό σε χωριό και χτυπά τις πόρτες, για να δει ποιος θα τον δεχτεί με καθαρή καρδιά.  Μια χρονιά λοιπόν, πήρε το ραβδί του και τράβηξε.  Ήτανε σαν καλόγερος ασκητής, ντυμένος με κάτι μπαλωμένα παλιόρασα, με χοντροπάπουτσα στα ποδάρια του και μ’ ένα ταγάρι περασμένο στον ώμο του. Γι’ αυτό τον παίρνανε για διακονάρη και δεν τ’ ανοίγανε την πόρτα. Ο Άγιος Βασίλης έφευγε λυπημένος, γιατί έβλεπε την απονιά των ανθρώπων και συλλογιζότανε τους φτωχούς που διακονεύουνε, επειδής έχουνε ανάγκη, μ’ όλο που αυτός ο ίδιος δεν είχε ανάγκη από κανέναν κι ούτε πεινούσε ούτε κρύωνε.
Αφού βολόδειρε από δω κι από κει κι αφού πέρασε από χώρες πολλές κι από χιλιάδες χωριά και πολιτείες, έφταξε στα ελληνικά τα μέρη, που ‘ναι φτωχός ο κόσμος.  Απ’ όλα τα χωριά πρόκρινε τα πιο φτωχά και τράβηξε κατά κει, ανάμεσα στα ξερά βουνά, όπου βρισκόντανε κάτι καλύβια, πεινασμένη λεμπεσουριά.
Περπατούσε νύχτα κι ο χιονιάς βογκούσε, η πλάση ήτανε πολύ άγρια.  Ψυχή ζωντανή δεν ακουγότανε, εξόν από κανένα τσακάλι που γάβγιζε.
Αφού περπάτηξε κάμποσο, βρέθηκε σ’ ένα απάγκιο, που έκοβε ο αγέρας από ‘να μικρό βουνό κι είδε ένα μαντρί κολλημένο στα βράχια. Άνοιξε την αυλόπορτα που ήτανε καμωμένη από άγρια ρουπάκια και μπήκε στη μάντρα. Τα σκυλιά ξυπνήσανε και πιάσανε και γαβγίζανε. Πέσανε απάνω του να τον σκίσουνε,  μα, σαν πήγανε κοντά του, σκύψανε τα κεφάλια τους και σερνόντανε στα ποδάρια του, γλείφανε τα χοντροπάπουτσα του, γρούζανε φοβισμένα και κουνούσανε παρακαλεστικά τις ουρές τους.
Ο Άγιος σίμωσε στο καλύβι του τσομπάνου και χτύπησε την πόρτα με το ραβδί του και φώναξε:
– Ελεήστε με, χριστιανοί, για τις ψυχές των αποθαμένων σας. Κι ο Χριστός μας διακόνεψε σαν ήρθε σε τούτον τον κόσμο.
Η πόρτα άνοιξε και βγήκε ένας τσομπάνης, παλικάρι ως είκοσι πέντε χρονώ, με μαύρα γένια.  και δίχως να δει καλά καλά ποιος χτυπούσε την πόρτα, είπε στον γέροντα:
– Πέρασε μέσα στ’ αρχοντικό μας να ζεσταθείς! Καλημέρα και καλή χρονιά!
Αυτός ο τσομπάνης ήτανε ο Γιάννης ο Μπάικας, που τον λέγανε Γιάννη Βλογημένον, άνθρωπος αθώος σαν τα πρόβατα που βόσκαγε, αγράμματος ολότελα.
Μέσα στην καλύβα έφεγγε με λιγοστό φως ένα λυχνάρι. Ο Γιάννης, σαν είδε στο φως πως ο μουσαφίρης ήτανε γέροντας καλόγερος, πήρε το χέρι του και τ’ ανασπάστηκε και το έβαλε πάνω στο κεφάλι του. Ύστερα φώναξε τη γυναίκα του, ως είκοσι χρονώ κοπελούδα, που κουνούσε το μωρό τους μέσα στην κούνια. Και κείνη πήγε ταπεινά και φίλησε το χέρι του γέροντα κι είπε:
– Κόπιασε, παππού, να ξεκουραστείς.
Ο Άγιος Βασίλης στάθηκε στην πόρτα και βλόγησε το καλύβι κι είπε:
– Βλογημένοι να ‘σαστε, τέκνα μου, κι όλο το σπιτικό σας. Τα πρόβατα σας να πληθαίνουνε ως του Ιώβ μετά την πληγήν και ως του Αβραάμ και ως του Λάβαν. Η ειρήνη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού να είναι μαζί σας.
Ο Γιάννης έβαλε ξύλα στο τζάκι και ξελόχισε η φωτιά. Ο Άγιος απίθωσε σε μια γωνιά το ταγάρι του, ύστερα έβγαλε το μπαλωμένο ράσο του κι απόμεινε με το ζωστικό του. Τον βάλανε κι έκατσε κοντά στη φωτιά κι η γυναίκα του ‘βαλε και μια μαξιλάρα ν’ ακουμπήσει.
Ο Άγιος Βασίλης γύρισε κι είδε γύρω του και ξανάπε μέσα στο στόμα του:
– Βλογημένο να ‘ναι τούτο το καλύβι.

Ο Γιάννης μπαινόβγαινε, για να φέρει το ‘να και τ’ άλλο. Η γυναίκα του μαγείρευε. Ο Γιάννης ξανάριξε ξύλα στη φωτιά. Μονομιάς φεγγοβόλησε το καλύβι με μιαν αλλιώτικη λάμψη και φάνηκε σαν παλάτι. Τα δοκάρια σαν να ‘τανε μαλαμοκαπνισμένα κι οι πυτιές που ήτανε κρεμασμένες, σαν να γινήκανε χρυσά καντήλια και τα τυροβόλια κι οι καρδάρες και τ’ άλλα τα σύνεργα που τυροκομούσε ο Γιάννης, λες κι ήτανε διαμαντοκολλημένα. Και τα ξύλα που καιγόντανε στη φωτιά ευωδιάζανε σαν μοσκολίβανο και δεν τρίζανε όπως τρίζανε τα ξύλα της φωτιάς, παρά ψέλνανε σαν τους αγγέλους που ‘ναι στον Παράδεισο.
Ο Γιάννης ήτανε καλός άνθρωπος, όπως τον έφτιαξε ο Θεός. Φτωχός ήτανε, είχε λιγοστά πρόβατα μα πλούσια καρδιά. Τῇ  πτωχείᾳ τά πλούσια.  Ήτανε αυτός καλός, μα είχε και καλή γυναίκα. Κι όποιος τύχαινε να χτυπήσει την πόρτα τους έτρωγε κι έπινε και κοιμότανε.  Κι αν ήτανε και πικραμένος, έβρισκε παρηγοριά. Γι’ αυτό κι ο ΄Άγιος Βασίλης κόνεψε στο καλύβι τους ξημερώνοντας Πρωτοχρονιά, παραμονή της χάρης του, κι έδωσε την ευλογία του.
Κείνη τη νύχτα τον περιμένανε όλες οι πολιτείες και τα χωριά της οικουμένης, αρχόντοι, δεσποτάδες κι επίσημοι άνθρωποι, πλην εκείνος δεν πήγε σε κανέναν τέτοιον άνθρωπο, παρά πήγε στο μαντρί του Γιάννη του Βλογημένου.
Σαν βολέψανε τα πρόβατα, μπήκε μέσα ο Γιάννης και λέγει στο γέροντα:
– Γέροντα, μεγάλη χαρά έχω απόψε που ήρθες, ν’ ακούσουμε κι εμείς κανένα γράμμα, γιατί δεν έχουμε εκκλησιά κοντά μας μήτε καν ρημοκλήσι. Εγώ αγαπώ πολύ τα γράμματα της θρησκείας μας κι ας μην τα καταλαβαίνω, γιατί είμαι ξύλο απελέκητο. Μια φορά μας ήρθε ένας γέροντας Αγιονορείτης και μας άφησε τούτη την αγιοτική φυλλάδα, κι αν λάχει να περάσει κανένας γραμματιζούμενος καμιά φορά, τον βάζω να τη διαβάζει. Εγώ όλα όλα τα γράμματα που ξέρω είναι τρία λόγια που τα ‘λεγε ένας γραμματιζούμενος, που έβγαζε λόγο στο χωριό, δυο ώρες από δω κι απ’ τις πολλές φορές που τα ‘λεγε τυπωθήκανε στη θύμησή μου. Αυτός ο γραμματικός έλεγε και ξανάλεγε: «Σ’κώνιτι ου μήτηρ του κι τουν ανισπάζιτι κι του λέγ: Τέκνου μου! Τέκνου μου! Αυτά τα γράμματα ξέρου…».

Ήτανε μεσάνυχτα. Ο αγέρας βογκούσε. Ο Άγιος Βασίλης σηκώθηκε απάνω και στάθηκε γυρισμένος κατά την ανατολή κι έκανε τον σταυρό του τρεις φορές. Ύστερα έσκυψε και πήρε από το ταγάρι του μια φυλλάδα κι είπε:
– Εὐλογητός ὁ Θεός ἡμῶν πάντοτε, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων.
Ο Γιάννης πήγε και στάθηκε από πίσω του και σταύρωσε τα χέρια του. Η γυναίκα του βύζαξε το μωρό και πήγε και κείνη και στάθηκε κοντά στον άντρα της.
Κι ο γέροντας είπε το «Θεός Κύριος» και τ’ απολυτίκιο της Περιτομής «Μορφήν ἀναλλοιώτως ἀνθρωπίνην προσέλαβες», χωρίς να πει και το δικό του τ’ απολυτίκιο που λέει: «Εἰς πᾶσαν τήν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου». Έψελνε γλυκά και ταπεινά κι ο Γιάννης κι η Γιάνναινα τον ακούγανε με κατάνυξη και κάνανε τον σταυρό τους. Κι είπε ο Άγιος Βασίλης τον Όρθρο και τον Κανόνα της εορτής «Δεῦτε, λαοί, ἄσωμεν», χωρίς να πει τον δικό του κανόνα «Σοῦ τήν φωνήν ἔδει παρεῖναι, Βασίλειε». Κι ύστερα είπε όλη τη Λειτουργία κι έκανε απόλυση.
Καθίσανε στο τραπέζι και φάγανε, ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας, ο Γιάννης ο Βλογημένος, η γυναίκα του κι ο μπαρμπα-Μάρκος ο Βουβός, που τον είχε συμμαζέψει ο Γιάννης και τον βοηθούσε.
Και, σαν αποφάγανε, έφερε η γυναίκα τη βασιλόπιτα και την έβαλε απάνω στον σοφρά. Κι ο Άγιος Βασίλης πήρε το μαχαίρι και σταύρωσε τη βασιλόπιτα κι είπε: «Είς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Κι έκοψε το πρώτο κομμάτι κι είπε: «Του Χριστού», έκοψε το δεύτερο κι είπε: «Της Παναγίας», κι ύστερα έκοψε το τρίτο και δεν είπε: «Του Αγίου Βασιλείου», αλλά είπε: «Του νοικοκύρη του Γιάννη του Βλογημένου». Πετάγεται ο Γιάννης και του λέγει:
– Γέροντα, ξέχασες τον Αϊ-Βασίλη!  Του λέγει ο Άγιος:
– Αλήθεια, τον ξέχασα!
Κι έκοψε ένα κομμάτι κι είπε:

– Του δούλου του Θεού Βασιλείου.
Ύστερα έκοψε πολλά κομμάτια και σε καθένα που έκοβε έλεγε: «Της νοικοκυράς», «Του μωρού», «Του δούλου του Θεού Μάρκου του μογιλάλου», «Του σπιτιού», «Των ζωντανών», «Των φτωχών».
Λέγει πάλι ο Γιάννης στον Άγιο:
– Γέροντα, γιατί δεν έκοψες για την αγιοσύνη σου; Του λέγει ο Άγιος:
– Έκοψα, ευλογημένε!
Μα ο Γιάννης δεν κατάλαβε τίποτα, ο καλότυχος.
Έστρωσε η γυναίκα, για να κοιμηθούνε. Σηκωθήκανε να κάνουνε την προσευχή τους. Ο Άγιος Βασίλης άνοιξε τις απαλάμες του κι είπε τη δική του την ευχή, που τη λέγει ο παπάς στη Λειτουργία: «Κύριε ὁ Θεός μου, οἶδα ὅτι οὐκ εἰμι ἄξιος οὐδέ ἱκανός ἵνα ὑπό τήν στέγην εἰσέλθῃς τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς μου...»
Σαν τελείωσε την ευχή κι ετοιμαζόντανε να πλαγιάσουν, του λέγει ο Γιάννης:
– Εσύ, γέροντα, που ξέρεις τα γράμματα, πες μας σε ποια παλάτια άραγες πήγε απόψε ο Αϊ-Βασίλης; Οι αρχόντοι κι οι βασιλιάδες τι αμαρτίες μπορεί να ‘χουνε; Εμείς οι φτωχοί είμαστε αμαρτωλοί και κακορίζικοι, επειδής η φτώχεια μάς κάνει να κολαζόμαστε.
Ο Άγιος Βασίλης δάκρυσε. Σηκώθηκε πάλι απάνω, άπλωσε τις απαλάμες του και ξαναείπε την ευχή του αλλιώτικα: «Κύριε ὁ Θεός μου, οἶδας ὅτι ὁ  δοῦλος σου Ἰωάννης ὁ ἁπλοῦς, ἐστίν ἄξιος καί  ἱκανός ἵνα ὑπό τήν στέγην αύτοῦ εἰσέλθῃς, ὅτι νήπιος ὑπάρχει, καί τῶν τοιούτων ἐστίν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».
Και πάλι δεν κατάλαβε τίποτα ο Γιάννης ο καλότυχος, ο Γιάννης ο Βλογημένος.
Πεμπτουσία

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2019

Το παιχνίδι και η σημασία του



Τα παιδία παίζει! Και επιβάλλεται να παίζει, όπως μας εξηγεί σε άρθρο της η οικογενειακή σύμβουλος, Ερατώ Χατζημιχαλάκη…

Συχνά ακούμε γονείς να επιπλήττουν τα παιδιά τους λέγοντας: «Το μυαλό σου το έχεις στο παιχνίδι, συγκεντρώσου, σοβαρέψου επιτέλους!»

Αλήθεια αυτό είναι το ζητούμενο για τα  παιδιά μας; Να συγκεντρωθούν και να σοβαρευτούν;  Μήπως θα έπρεπε να είναι ακριβώς το αντίθετο;

Το παιδί μέσα από το παιχνίδι μαθαίνει: να εκφράζεται, να ανακαλύπτει, να συνεργάζεται, να ανταγωνίζεται, να εισπράττει, να προσφέρει, να διασκεδάζει, να οργανώνει και να οργανώνεται, να ταυτίζεται με ρόλους, πρόσωπα και πράγματα. Διαμορφώνει δηλαδή την προσωπικότητά του. Με άλλα λόγια μαθαίνει να ζει. 

Πως μπορεί λοιπόν κανείς να στερήσει τη ζωή από το παιδί;  Το παιχνίδι για το παιδί είναι τόσο σημαντικό όσο και η τροφή. 

Η δραστηριότητα αυτή αρχίζει σχεδόν από τη στιγμή που το παιδί θα γεννηθεί, αργότερα εξελίσσεται, αλλάζει μορφές και κορυφώνεται στην ηλικία που θα συναντηθεί με άλλα παιδιά. Στις μέρες μας το παιχνίδι είναι  εξαιρετικά περιορισμένο στα παιδιά της σχολικής ηλικίας.  Η έλλειψη χώρου οδηγεί στην ολοκληρωτική στέρηση του ομαδικού παιχνιδιού και η έλλειψη χρόνου στην απουσία ακόμη και του μοναχικού παιχνιδιού. Θα είναι αξιοσημείωτες οι παρατηρήσεις που θα γίνουν στις μελλοντικές γενιές ειδικά των παιδιών που μεγαλώνουν σε πόλεις για την ισορροπία και την εξέλιξή τους ως προσωπικότητες.


Μεγαλώνουμε αυριανούς ενήλικες με  εξαιρετική στέρηση  μιας από τις πρωταρχικές τους ανάγκες. Θα ήταν ωφέλιμο να σκεφτούμε πώς και πότε μπορούμε να διορθώσουμε το λάθος μονοπάτι που η κοινωνία μας έχει πάρει. Μας οδηγεί στη λεωφόρο της απομόνωσης, της μοναξιάς, της μοναχικότητας και του ανταγωνισμού. Είναι αυτό που επιθυμούμε για τα παιδιά μας;  Εξαιρετικές επιδόσεις στα μαθήματα, στον αθλητισμό, στις γλώσσες και στέρηση της πρωταρχικής τους ανάγκης;  Γονείς επιτρέψτε στα παιδιά να χαλαρώσουν, να έχουν ελεύθερο χρόνο, να βρεθούν με φίλους και συμμαθητές, να εκφραστούν μέσα από το παιχνίδι έστω δύο-δύο μέσα σε ένα διαμέρισμα.  Ας ενοχληθεί ο «από κάτω» ο «από πάνω» και ο «από δίπλα».  Μην γεμίζετε το πρόγραμμά τους με όλων των ειδών τις δραστηριότητες με στόχο την πολλαπλή τους επιμόρφωση.  Μόρφωση είναι η πνευματική και ηθική καλλιέργεια, δεν είναι η συλλογή γνώσεων.  Ένα παιδί μορφώνεται πολύ περισσότερο επικοινωνώντας με διάφορους τρόπους με το περιβάλλον του, παρά με την απόδοσή του  στο σχολείο.  Και το παιχνίδι είναι η επικοινωνία!
www.flowmagazine.gr

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2019

Ποιὸ χαρακτηρίζεται ὡς τὸ πιὸ μεγάλο ραντεβού;


Ποῦ κατάντησε ἡ σύχρονη ζωή!
Ζοῦμε σέ ἕνα κόσμο γεμᾶτο «παλαβομάρες». Ὁ θόρυβος καί τό τρέξιμο ἔγιναν πλέον τρόπος ζωῆς.
Οἱ γιατροί μᾶς φωνάζουν:
Ἡ ἠχορύπανση βλάπτει τήν ὑγεία. Ἐσύ ὅμως, πού πιστεύεις στόν Θεό, τήν προσοχή σου πρέπει νά τήν στρέψεις σέ κάτι ἄλλο, πιό σοβαρό: στήν διάλυση τοῦ ἐσωτερικοῦ σου κόσμου. Καί ἄν δέν τό ἔχεις συνειδητοποιήσει, δέν ἔχεις καταλάβει τίποτα ἀπό τήν μεγάλη ἀξία τῆς ἀρετῆς πού λέγεται ἡσυχία. Καί ἀσφαλῶς, θά ἔχει πέσει στήν ἀντίληψή σου, ὅτι πολλοί ἄνθρωποι αἰσθάνονται ἄβολα, ὅταν κάποια στιγμή χρειασθῆ νά τηρήσουν σιωπή.
Γιατί ἄραγε;
* * *
Τό κεφάλι μας ἔχει καταντήσει σφηκοφωλιά· γιά πράγματα μάταια καί ἀνώφελα. Γι’ αὐτό καί δέν μποροῦμε νά εἴμαστε οὔτε λεπτό ἤρεμοι καί εἰρηνικοί. Οὔτε μέ τόν ἑαυτό μας. Οὔτε μέ τούς ἄλλους. Πόσα περιττά λόγια ξεστομίζουμε, ὅταν ἀνοίγουμε ἀπερίσκεπτα τό στόμα μας!.. Οἱ παλαιοί ἤξεραν, τί ἐννοῦσαν, ὅταν ἔλεγαν: Τά λόγια εἶναι ἄργυρος· καί ἡ σιωπή χρυσάφι.
Ἡ κατάσταση αὐτή, ἡ σύγχυση, ἡ φασαρία, ὁ θόρυβος, εἶναι φοβερή· εἶναι μιά στροφή πρός τά ἔξω, καί κάνει τόν ἄνθρωπο νά μή μπορεῖ νά ἰδεῖ, ἔστω γιά λίγο, τόν ἑαυτό του. Νά γνωρίσει τόν ἑαυτό του. Γιατί ὁ ἄνθρωπος μόνο τότε ἀρχίζει νά κατανοεῖ οὐσιαστικά τόν ἑαυτό: ὅταν κλείσει τά αὐτά τῆς καρδιᾶς του στήν «ἠχορύπανση» καί τά ἀνοίξει στόν «ἦχο» τῆς συνείδησης.
Καί ἄς μήν ἔχωμε ψευδαισθήσεις. Ὁ ἐξωτερικός θόρυβος θά μᾶς συνοδεύει μέχρι καί τήν τελευταία μας ἀναπνοή.
* * *
Λοιπόν. Τότε πού ἡ ἀρρώστια σέ «δένει» στό κρεβάτι καί σέ ξεκόβει ἀπό τό καθημερινό «τρέξιμο»· τότε πού εἶσαι μόνος σου μέ τόν ἑαυτό σου, ἐκμεταλλεύσου τήν εὐκαιρία. Κάνε μιά ἐνδοσκόπηση. Ἰδέ τόν ἑαυτό σου. Καί εἰπέ στόν ἑαυτό σου:
• Ποῦ τρέχεις, ψυχή μου;
• Ποῦ βαδίζεις;
• Πῶς βαδίζεις;
• Τί σκέπτεσαι;
• Τί σέ βασανίζει;
Ὁ Θεός βρίσκεται στήν ἡσυχία· στήν ἠρεμία· στήν σιωπή!
Γιά νά ἀκούσεις τήν φωνή Του, ὀφείλεις νά «κλέβεις» λίγα λεπτά τήν ἡμέρα· γιά νά ἔχεις μιά συνάντηση, ἕνα ραντεβού, μέ τόν ἑαυτό σου. Ἄφησε τούς ἄλλους καί τά ἄλλα. Ἀλήθεια! Ὑπάρχει στόν κόσμο πρᾶγμα πιό πολύτιμο ἀπό τόν ἑαυτό σου; Ἀπό τήν ψυχή σου;
Λοιπόν. Θέλεις νά γνωρίσεις τόν ἑαυτό σου; Θέλεις νά συναντήσεις τόν Θεό; Ψάξε νά Τόν βρεῖς στήν ἡσυχία· στήν ἠρεμία· στήν σιωπή. Ὅταν σκέψεις καί συναισθήματα ἐναρμονισθοῦν καί γίνουν ἕνα, τότε θά ἀκούσεις στά βάθη τῆς καρδιᾶς σου μιά φωνή, νά σέ καλεῖ: Δεῦρο, (=ἔλα) πρός τόν Πατέρα!
Ἄν ἀφήσεις τήν ζωή σου νά κυλάει ἀνάμεσα στόν «θόρυβο» καί στόν διασκορπισμό τοῦ σύγχρονου τρόπου ζωῆς, ἡ ζωή σου θά μείνει χωρίς νοήμα. ε
• Δν εἶναι κρῖμα νά ἀσχολούμαστε μέ ὅλους τούς ἄλλους ἐκτός ἀπό τόν ἑαυτό μας;
• Δέν εἶναι κρῖμα νά ἀσχολούμαστε μέ ὅλα τά ἄλλα, ἐκτός ἀπό τήν ψυχή μας;
* * *
Ἄς κάνομε σύνθημά μας τήν προτροπή τῆς Ἐκκλησίας μας: «Εἰς ἑαυτόν ἐπανάγου, ἄνθρωπε». Κάμε στροφή, ἄνθρωπε! ξαναγύρισε στόν ἑαυτό σου!
Καλό χρόνο λοιπόν! Μέ κάποια αὐτοσυγκέντρωση, μέ κάποια στροφή στά ἔσω, ἤ μέ μιά ὅλο καί πιό ξέφρενη διάσπαση;
Αγία Ζώνη

Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2019

Κυριακή του Ασώτου ,Η πνευματική κατάντια της αμαρτίας



Όταν ο άνθρωπος λησμονεί τον Θεό, ξεχνάει και τον Νόμο Του και το θέλημά Του.

          Πολλοί παρασυρόμενοι από μια κοινωνία που ενθαρρύνει την αθλιότητα , ακολουθούν τον δρόμο της απόλυτης ελευθερίας παραθεωρώντας τους πνευματικούς κινδύνους που εγκυμονεί μια τέτοια συμπεριφορά. Αποτέλεσμα: ποτέ άλλοτε η ανθρώπινη ιστορία δεν έχει καταγράψει τόσο πόνο, τέτοια φρίκη και πρωτοφανή εγκλήματα και συμπεριφορές.

          Κι’ όμως ο σύγχρονος άνθρωπος επιμένει να αγκαλιάζει την ποικίλη αμαρτία, αντί να την πολεμά, αρνούμενος να παραδεχθεί ότι αυτή είναι η καταστροφή του.

          Σήμερα το Ευαγγέλιο μέσα από την γνωστή παραβολή του Ασώτου μας παρουσιάζει αυτόν τον παραλογισμό τη αμαρτίας.

          Ένας πατέρας είχε δύο γιους. Κάποια μέρα ο νεώτερος με επιτακτικό τρόπο ζήτησε από τον πατέρα του το μερίδιο της περιουσίας που του αναλογούσε. Ο πατέρας σεβόμενος την ελευθερία του παιδιού του δεν του το αρνήθηκε. Λυπάται βέβαια για τη φυγή και τον αποχωρισμό, αλλά η αρχοντική αγάπη του τον κάνει να δεχθεί το αίτημα του γιου του.

          Γι’ αυτό “διήλεν αυτοίς τον βίον”. Μοιράζει την περιουσία, γιατί κατάλαβε, ότι ο απαιτητικός γιος δεν παίρνει από λόγια. Αυτός πρέπει να πάθει για να μάθει.

          Και σε λίγες μέρες αποχωρεί έχοντας εμπιστοσύνη στον εαυτό του. “Και απεδήμησεν εις χώραν μακράν”. Έτσι έγινε το πρώτο βήμα προς την αμαρτία. Για τους Πατέρες “αναχώρησις” σημαίνει απομάκρυνση από τον Θεό και το θέλημά Του.

          Ποια είναι η συνέχεια;

          Ακολουθεί αθλιότητα. Πάντα η αμαρτία προκαλεί πνευματική κατάντια, η οποία χαρακτηρίζεται από την προσβολή της αξίας του ανθρώπου. Το δόλωμα μιας αρχικής ευχαρίστησης γίνεται  αγκίστρι οδύνης του ψυχικού μαρτυρίου.

          Η κόλαση δεν βιώνεται μόνον στην άλλη ζωή. Η εμπειρία της αμαρτίας  είναι η βίωση της κόλασης. Είναι μια φρίκη χωρίς τέλος. Γι’ αυτό και οι ανειρήνευτες καταστάσεις της καθημερινής ζωής, η αύξηση των ψυχοπαθολογικών φαινομένων στην εποχή μας και η κλιμάκωση του μαρτυρίου του συγχρόνου ανθρώπου, είναι αποτέλεσμα αυτής της αμαρτωλής καταστάσεως.

          Πως ελευθερώνεται ο άνθρωπος απ’ όλα αυτά;

          Η παραβολή μας λέει, ότι ο Άσωτος συνήλθε στον εαυτό του. “Ελθών εις εαυτόν”. Δηλαδή συνειδητοποίησε την κατάσταση του, όχι τόσο την εξωτερική , όσο την πνευματική του κατάντια. Έτσι ξεκινά η μεταμέλεια, η οποία είναι μια πρώτη μορφή μετάνοιας, που όταν ωριμάσει οδηγεί στην αληθινή μετάνοια.

          Τι έκανε στη συνέχεια ο Άσωτος;

         Επανέρχεται στην οικία του πατρός. Αποφασίζει να επιστρέψει, όχι ως γιος, αλλά σαν μίσθιος, υπηρέτης. “Ποίησόν με ως έναν των μισθίων σου”. Κακή αναχώρηση, καλή επιστροφή. Η επιστροφή θέλει ταπείνωση. Η ταπείνωση δίνει μετάνοια. Ξέρει καλά που επιστρέφει  Άσωτος, δεν αμφιβάλλει για την ευσπλαχνία του πατέρα του, ελπίζει στην αγάπη του. Αυτή υπήρχε στο υπόβαθρο της συνειδήσεως του και πήρε το δρόμο της επιστροφής. Επανέρχεται να ομολογήσει τα λάθη του.

          Τι συμβαίνει μετά;

          Πραγματοποιείται η αποκατάσταση του.

          Μεταμέλεια- επάνοδος- αποκατάσταση.

          Αυτά είναι τα τρία στάδια της μετάνοιας που σηματοδοτούν την πνευματική ζωή και ωριμότητα.

          Η προαιώνια εμπειρία της Εκκλησίας μας προειδοποιεί για το καταστροφικό έργο της αμαρτίας. Ο επιπόλαιος άνθρωπος νομίζει ότι “ξέρει καλύτερα”. Αντί να αντλήσει από την πνευματική πείρα, περιφρονεί διδάγματα, αρχές, αξίες και πορεύεται προκλητικά και αλαζονικά με όπλο την έπαρση και τον εγωϊσμό.

          Είναι θέμα πλέον χρόνου να καταστεί θύμα του διαβόλου, να πονέσει και να γευτεί την απελπισία και την απογοήτευση.

          Ο Θεός περιμένει και η αγάπη Του γνωρίζει να τα θεραπεύει όλα.

          Γι’ αυτό ας μιμηθούμε τον “όσιο Τελώνη και τον Άγιο Άσωτο”.

          π. γ.στ.

ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΖΩΗ, κατά τους Άγιους Πατέρες



Οι παγίδες των πράξεων

          Άνοιξα την “Φιλοκαλία” και διάβασα ένα θαυμάσιο κείμενον του Οσίου Πέτρου του Δαμασκηνού, που είναι πολύ διδακτικό για όλους. Γράφει λοιπόν ανάμεσα στα άλλα ψυχωφελέστατα και τα εξής για τις παγίδες των πράξεών μας: “Ανάμεσα σε έξι παγίδες περνά κάθε σωματική και ψυχική πράξη: δεξιά και αριστερά, δηλαδή ανάμεσα στην υπερβολή και στην έλλειψη των κόπων, πάνω και κάτω, δηλαδή ανάμεσα στην υψηλοφροσύνη και στην απόγνωση. Εσωτερικά και εξωτερικά, δηλαδή ανάμεσα στη δειλία και στο θράσος, για το οποίο λέγει ο Θεολόγος ότι απέχει πάρα πολύ από το θάρρος, αν και στο όνομα είναι παρόμοιο. Στο μέσον αυτών των έξι παγίδων είναι η μετρημένη εργασία, που γίνεται με ταπείνωση και υπομονή.” Αποκαλυπτική η διδασκαλία του Αγίου Πέτρου του Δαμασκηνού για τις παγίδες, που απειλούν τις πράξεις μας . Γι’ αυτό ας αποφεύγουμε τις ακρότητες με υπομονή και ταπείνωση.



          Π. Μ. Σωτήρχος

Εκοιμήθη ο Πρωτ. Αθανάσιος Σταματόπουλος



Τα μεσάνυχτα της Τετάρτης, 20 Φεβρουαρίου μετά από οδυνηρά και πολυχρόνια  αρρώστια, μετέστη ο μακαριστός πλέον π. Αθανάσιος Σταματόπουλος, εφημέριος του Ι. Ν. Αγ. Παντελεήμονος Μποζαϊτίκων Πατρών στη Βασιλεία του Θεού.

          Της εξοδίου ακολουθίας προέστη ο Σεβ. Μητροπολίτης Πατρών κ. κ. Χρυσόστομος, ο θεοφιλέστατος επίσκοπος κ. κ. Χρύσανθος και πλειάδα κληρικών και ασυνήθιστο πλήθος λαού που προσήλθε για να κατευοδώσει τον αείμνηστο ιερέα- ποιμένα  στην τελευταία του κατοικία. Ο Σεβασμιώτατος με λόγους   καρδιακούς και βαθύτατα συγκινητικούς ανεφέρθη στην ιερατική φυσιογνωμία του π. Αθανασίου που συγκλόνισε τις καρδιές μας.

          Χωρίς υπερβολή ο μακαριστός ιερέας διακρίνονταν για την καλοσύνη του, την ταπείνωση, την υπομονή και την πραότητά του. Όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος ήταν “ εν απλότητι καρδίας φοβούμενος τον Θεόν”. Για τον ταπεινό αυτό ιερέα ήταν όλοι καλοί και όλα καλά  καμωμένα. Έτσι τον έβλεπαν τα δικά του μάτια  και έτσι το αισθανόταν η ιερατική καρδιά του.

          Χαρακτηριστικό γνώρισμα η υπομονή του  που μεταφραζόταν σε δοξολογία του Θεού, σε ιλαρό μειδίαμα, σε υπερνίκηση του πόνου. Κάτω από την ιλαρότητά του κρυβόταν μια ανδρεία ψυχή και με αυτό το σθένος αντιμετώπιζε τις οδύνες της αρρώστιας του.

          Το κυριότερο  γνώρισμα της ιερατικής του διακονίας ήταν το πάθος  της λατρευτικής ζωής. Αγαπούσε την ακρίβεια και την συχνότητα των ιερών ακολουθιών. Ήταν ένας λειτουργικός παπάς που πρωταρχικό του μέλημα ήταν η λατρευτική και δοξολογική  ζωή. Κάτι που πρέπει να διακρίνει κάθε λειτουργό του Θεού.

          Ο π. Αθανάσιος διακόνησε για μεγάλο χρονικό διάστημα την ενορία του Αγίου Παντελεήμονος με ξεχωριστό ζήλο, με αγάπη, με αυταπάρνηση και με προσήλωση στις παραδόσεις της Εκκλησίας μέχρι τις τελευταίες στιγμές της επίγειας ζωής του.

          Ήταν οδυνηρό το γεγονός της εκδημίας του ιδιαίτερα για την τιμίαν οικογένειά του, την ευλαβέστατη πρεσβυτέρα και τα παιδιά του, αλλά και για την ενορία του την οποία υπηρέτησε με πιστότητα  ως ένας τίμιος πρεσβύτερος εργάτης της Εκκλησίας  του Χριστού.

          Εμείς οι περιλειπόμενοι ευχόμαστε και προσευχόμαστε να αναπαύεσαι με τον χορό των δικαίων στο αιώνιο Φως της δόξας του Θεού.

          Η μόνη και πραγματική παρηγορία είναι η συνέχεια της ζωής στην αιωνιότητα, εκεί όπου θα συναντήσεις τον Νυμφίο Χριστό που τόσο πιστά και θυσιαστικά υπηρέτησες. Εκεί στην μακαριότητα της Βασιλείας του Θεού ας είναι αιωνία η μνήμη σου αξιομακάριστε και αείμνηστε αδελφέ και συλλειτουργέ π. Αθανάσιε.



          Πρωτ. Γερασιμάγγελος Στανίτσας

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2019

Η μάσκα,

Γράφει ο π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Ο καθένας μας κρύβει τον αληθινό εαυτό του φορώντας μάσκες. Από μικροί μαθαίνουμε να υποδυόμαστε τα “καλά παιδιά” ενώπιον των άλλων.
Να είμαστε ευγενικοί, να μην παρουσιάζουμε την αληθινή μας γνώμη γι᾽ αυτούς, να κάνουμε καλή εντύπωση.
Στόχος της ανατροφής είναι να πετύχουμε ο ρόλος μας να γίνει πραγματικότητα. Να μην υποδυόμαστε μόνο, αλλά και να ζούμε. Να είναι ο εαυτός μας έτσι όπως θέλουμε να φαίνεται.
Το πόσο αυθεντικό είναι αυτό διαφαίνεται στις φιλίες. Όταν χαλαρώνουμε. Όταν μπορούμε να συζητήσουμε τα πάντα, τον κρυπτό της καρδίας άνθρωπο που υπάρχει εντός μας.
Εκεί, αν προσέξουμε, θα διαπιστώσουμε ποιοι πραγματικά είμαστε. Τι μας εκφράζει. Ανάλογη χαλάρωση υπάρχει και στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης.
Όταν μπορούμε να αναρτήσουμε φωτογραφίες μας, όταν σχολιάζουμε τι και ποιοι μας αρέσουν, όταν αδιαφορούμε σε αναρτήσεις, όταν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ψευδώνυμα και να γράψουμε την γνώμη μας ή να προσβάλουμε, να βρίσουμε, να ειρωνευτούμε.
Όταν μπορούμε να αναρτήσουμε τραγούδια ή εικόνες που μας εκφράζουν. Τα μέσα ουσιαστικά αποκαλύπτουν την αλήθεια μας.
Κάποτε μας τρομάζει αυτή η αλήθεια. Το αντίθετο θα έπρεπε να συμβαίνει. Να μας τρομάζει η μάσκα που φορούμε, διότι αυτή δεν μας επιτρέπει να κάνουμε την αυτοκριτική μας, να πάρουμε απόφαση μετανοίας, να δούμε τι μας χωρίζει από την αυθεντικότητά μας. Η υποκρισία μας γίνεται η αλήθεια μας, ενώ η αλήθεια καταχωνιάζεται στα βάθη της ψυχής μας.
Και αυτό επιτείνεται όταν μένουμε εμείς κι ο εαυτός μας. Το βράδυ, πριν κοιμηθούμε. Όταν βιώσουμε μια αποτυχία. Όταν διαπιστώνουμε την μοναξιά μας, κάποτε χωρίς να φταίμε πραγματικά. Ίσως και στην προσευχή μας στον Θεό, αν αφήσουμε τον εαυτό μας να γαληνέψει, να δει τι μας λείπει, όχι υλικά, αλλά στο νόημα της ζωής.
Το πέταγμα της μάσκας, αν γίνει με σκοπό την έξοδο στο φως, είναι μία κίνηση απίστευτα δημιουργική. Οι άνθρωποι, μικρότεροι και μεγαλύτεροι, μπορεί να βλέπουμε ποιοι πραγματικά είμαστε, όμως αυτή η θέαση είναι δύσκολο να έχει διάρκεια.
Είναι μεταμέλεια πρόσκαιρη, διότι οι ρόλοι που άλλοτε υποδυόμαστε, άλλοτε μας εκφράζουν, άλλοτε είμαστε αναγκασμένοι να ακολουθούμε, δεν μας αφήνουν το περιθώριο για μια ριζική επανάσταση αλήθειας.
Δοσμένοι στον κατεξουσιασμό των άλλων και του εαυτού μας, δοσμένοι στους στόχους να κερδίσουμε, δεν μπορούμε, ακόμη κι αν το καταλαβαίνουμε, να γκρεμίσουμε το ψευτοείδωλό μας, γιατί φοβόμαστε το τίμημα, το οποίο κάποτε είναι η άρνηση της ζωής που έχουμε ζήσει, της εικόνας που έχουμε οικοδομήσει, της αποδοχής που κερδίσαμε χωρίς να μας αξίζει.
Στις Απόκριες οι άνθρωποι αποθεώνουμε τις μάσκες. Ίσως γιατί αυτές τουλάχιστον είναι μιας χρήσης. Δεν μας συνοδεύουν καθόλη την διάρκεια της ζωής μας, αλλά μας κάνουν να ξεσκάμε. Στην εκκλησιαστική ζωή κατακρίνουμε την μεταμφίεση, χωρίς να συνειδητοποιούμε τον συχνό φαρισαϊσμό μας.
Ενώ μας χρειάζεται η τελωνική απογύμνωση και ειλικρίνεια, η αποτίναξη της μάσκας που κρύβει τον εαυτό μας, η απόφαση για καινούργιο ξεκίνημα, προτιμούμε την επανάπαυση στην μεγάλη ιδέα για το εγώ μας.
Μα αν παρουσιάσουμε το αληθινό μας πρόσωπο, θα κάνουμε κακό και σε μας και στους άλλους. Έτσι δικαιολογούμαστε.
Το πέταγμα της μάσκας όμως είναι ευκαιρία για μεταμόρφωση. Άλλωστε, η ταπείνωση της μοναξιάς, της αποδοχής του λάθους, της εκζήτησης του ελέους του Θεού ανοίγει τον δρόμο για το σεσωσμένο πρόσωπο! Ό,τι μας λείπει!
ρομφεα

Τό πρόσωπο καί ἡ «διόρθωση τοῦ φύλου», Μητρ.Ιεροθέου



Τό νομοσχέδιο μέ τίτλο «Νομική Ἀναγνώριση τῆς Ταυτότητας τοῦ Φύλου» πού συζητήθηκε ἔντονα τόν τελευταῖο καιρό καί ψηφίσθηκε ἀπό τήν Βουλή τῶν Ἑλλήνων, καί μετά τήν ὑπογραφή ἀπό τόν Πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας καί τήν δημοσίευσή του στήν Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως θά εἶναι νόμος τοῦ Κράτους, ἔχει πολλά σημεῖα τά ὁποῖα δέχονται κριτική ἀπό θεολογικῆς, ἀνθρωπολογικῆς καί ψυχολογικῆς πλευρᾶς. Παρά τό ὅτι ἔχει γίνει κριτική ἀπό πολλούς στό νομοσχέδιο αὐτό, ἐν τούτοις δέν ἔχει ἐντοπισθῆ ἕνα ἐνδιαφέρον σημεῖο, γιά τό ὁποῖο θά ὑπογραμμισθοῦν ἐδῶ τά δέοντα μέ σύντομο τρόπο, ἐννοῶ τήν «φιλοσοφία» τοῦ νομοσχεδίου.

Σέ κάθε νομοσχέδιο πού εἰσάγεται πρός ψήφιση στήν Βουλή γιά νά γίνη νόμος τοῦ Κράτους, στά πρῶτα ἄρθρα δίνονται οἱ ἀπαραίτητοι ὁρισμοί, οἱ ὁποῖοι, ὅπως καί ὅλα τά ἄλλα ἄρθρα πού ἀκολουθοῦν, ἑρμηνεύονται ἀπό τήν «Αἰτιολογική Ἔκθεση» πού τό συνοδεύει.

Νομίζω, λίγοι διάβασαν προσεκτικά ὅλο τό νομοσχέδιο μέ τίς ὑπογραφές τῶν Ὑπουργῶν καί ἴσως ἐλάχιστοι διάβασαν τήν «Αἰτιολογική Ἔκθεση». Ἔτσι, πολλοί ὁμίλησαν χωρίς οὐσιαστική γνώση τοῦ νομοσχεδίου, ἴσως ἀρκέσθηκαν σέ ἀναλύσεις ἄλλων, γι’ αὐτό καί ἀστόχησαν στούς λόγους τους. Γιά παράδειγμα στό νομοσχέδιο δέν γινόταν λόγος γιά «ἀλλαγή φύλου», ἀλλά γιά «διόρθωση τοῦ καταχωρισμένου φύλου».

Ἐκεῖνο ὅμως πού μέ ἐνδιαφέρει στό κείμενό μου αὐτό εἶναι οἱ ὁρισμοί πού δίνονται στό νομοσχέδιο γιά τήν «ταυτότητα τοῦ φύλου» καί τήν «διόρθωση τοῦ καταχωρισμένου φύλου» καί τήν ὅλη «φιλοσοφία» του. Αὐτό εἶναι γιά μένα γεγονός ἰδιαίτερης σημασίας.

Κατ’ ἀρχάς, στό νομοσχέδιο αὐτό συνεχῶς γίνεται λόγος γιά τό «πρόσωπο» καί τά «δικαιώματα τοῦ προσώπου». Παρατήρησα τίς λέξεις καί τίς φράσεις: «πρόσωπο»∙ «τό πρόσωπο ἔχει δικαίωμα στό σεβασμό τῆς προσωπικότητάς του μέ βάση τά χαρακτηριστικά φύλου του», τό ὁποῖο ὅμως πρέπει νά διορθωθῆ∙ «ἡ ταυτότητα φύλου» μέ τά χαρακτηριστικά πού «ἀντιστοιχοῦν στήν βούληση τοῦ προσώπου»∙ «τό πρόσωπο μπορεῖ νά ζητήσει τή διόρθωση τοῦ καταχωρισμένου φύλου του, ὥστε αὐτό νά ἀντιστοιχεῖ στή βούληση»∙ τά «δικαιώματα, ὑποχρεώσεις καί κάθε εἴδους εὐθύνη τοῦ προσώπου». Αὐτό σημαίνει ὅτι ὅλο τό νομοσχέδιο στηρίζεται στό πρόσωπο, τήν βούληση τοῦ προσώπου καί τά δικαιώματα τοῦ προσώπου.

Ἐπίσης, στήν «Αἰτιολογική Ἔκθεση» γίνεται λόγος γιά τά «διεμφυλικά πρόσωπα (τρανσέξουαλ, τράνς)»∙ γιά «μιά μεγάλη ὑστέρηση στήν ἀπόλαυση τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων τῶν διεμφυλικῶν προσώπων»∙ γιά «τόν ἰδιαίτερα προσβλητικό ἀκρωτηριασμό τοῦ προσώπου», ὅταν «παρακολουθῆται ἀπό ψυχίατρο» καί ὅταν «ἔχει ὑποβληθεῖ σέ χειρουργική ἐπέμβαση μέ πλήρη ὁριστική ἐπικράτηση τοῦ ἀντιθέτου ἀπό τό βιολογικό του φύλο»∙ γιά τό «ὅτι τό πρόσωπο ἔχει δικαίωμα στόν σεβασμό τῆς προσωπικότητάς του μέ βάση τά χαρακτηριστικά τοῦ φύλου του», τό ὁποῖο φύλο πρέπει νά «διορθωθῆ»∙ «ὁ ἐσωτερικός καί προσωπικός τρόπος μέ τόν ὁποῖο τό ἴδιο τό πρόσωπο βιώνει τό φύλο του»∙ «τά βιολογικά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου»∙ «γιά μεσοφυλικό ἄτομο»∙ γιά «τό πρόσωπο» πού αἰσθάνεται τή «δυσφορία τοῦ γένους»∙ γιά «τή βούληση τοῦ προσώπου», «τά δικαιώματα τοῦ κάθε προσώπου» καί ἄλλες παρόμοιες ἐκφράσεις. Ἑπομένως, καί στήν «Αἰτιολογική Ἔκθεση» τονίζονται οἱ ὅροι πρόσωπο, βούληση τοῦ προσώπου, δικαιώματα τοῦ προσώπου.

Θά σχολιάσω τούς τρεῖς αὐτούς ὅρους.

Πρῶτον. Διαβάζοντας τό νομοσχέδιο καί τήν «Αἰτιολογική Ἔκθεση» παρατηρῶ ὅτι ἀποφεύγεται ἐπιμελῶς ἡ λέξη «ἄνθρωπος» καί δίνεται σημασία στήν λέξη «πρόσωπο» μέ τά χαρακτηριστικά βεβαίως τοῦ γένους ἤ τοῦ φύλου του, τό ὁποῖο ὅμως πρέπει νά «διορθωθῆ». Αὐτό δέν εἶναι οὔτε τυχαῖο οὔτε ἀθῶο.

Πρόκειται γιά μιά ἐπιμελῆ προσπάθεια παράκαμψης τῆς λέξης ἄνθρωπος, μέ ὅλη τήν βιβλική καί παραδοσιακή σημασία τοῦ ὅρου, καί τήν ἀντικατάστασή της μέ τήν λέξη πρόσωπο, πού μπορεῖ νά ἀποδοθῆ καί μέ τήν λέξη «περσόνα», ὅπως λέγεται στόν προφορικό ἤ γράφεται στόν γραπτό λόγο, καί νά ἐξυπηρετοῦνται ἄλλοι σκοποί. Αὐτό δέν εἶναι ἄσχετο μέ τό ὅτι τά λεγόμενα «διεμφυλικά πρόσωπα» ἤ «ἄτομα» χρησιμοποίησαν κατά κόρον τήν λέξη πρόσωπο μέ τήν ὅλη φιλοσοφική του σημασία καί τήν ἰδιαιτερότητα.

Δεύτερον. Αὐτό συνδέεται μέ τόν ὑπερτονισμό τῆς «βούλησης τοῦ προσώπου». Ὅσο ὁμιλοῦν γιά τήν βούληση καί τήν ἐλευθερία τοῦ προσώπου, ὑποτιμοῦν τήν φύση, τήν ὁποία θεωροῦν ἀναγκαστική, ἀφοῦ δημιουργεῖ ἀνελευθερία, «δυσφορία», «βία». Μέ αὐτήν τήν ἔννοια θεωρεῖται, ὅπως ἔχει γραφῆ ἀπό ἀνθρώπους αὐτῆς τῆς νοοτροπίας, ὅτι καί ὁ γάμος, ὅπως τόν γνωρίζουμε καί ὅπως λειτουργεῖ μέ τόν τρόπο ἐκφράσεως τῶν δύο φύλων –ἀρσενικοῦ καί θηλυκοῦ– καί τήν γέννηση τῶν παιδιῶν, θεωρεῖται ὡς μιά «ἀναγκαιότητα τοῦ ἐνστίκτου», πράγμα πού δεσμεύει ἤ καταργεῖ τήν «ἐλευθερία τοῦ προσώπου». Ὁπότε, ἡ «διόρθωση τοῦ φύλου» συνδέεται, κατ’ αὐτούς, μέ τήν «ἐλευθερία τοῦ προσώπου».

Στήν προοπτική αὐτή ὑπάγεται ἡ σχολαστική θεωρία περί τῆς «βουλήσεως τοῦ προσώπου», ὁ γερμανικός ἰδεαλισμός μέ τήν «ἐλευθερία τοῦ προσώπου», ἀλλά καί ἡ ὅλη φιλοσοφία τοῦ βολονταρισμοῦ (βουλησιοκρατίας) καί τῆς ἐλευθερίας τοῦ προσώπου.

Νά θυμίσω τίς φιλοσοφικές ἀπόψεις τοῦ Κάντ γιά τήν ἀπόλυτη ἀξία τοῦ προσώπου καί τήν αὐτονομία του, πού εἶναι ἡ βάση τῆς «ὑπερβατολογικῆς ἀρχῆς» του, ἡ ὁποία δέν ἀσχολεῖται μέ τά ἀντικείμενα, ἀλλά μέ τόν τρόπο γνώσης τῶν ἀντικειμένων ἀπό τόν καθένα, καθώς ἐπίσης καί γιά τήν «ὑπερβατολογική ἐλευθερία», ἡ ὁποία λειτουργεῖ ἀνεξάρτητα «ἀπό τόν μηχανισμό τῆς φύσης», ὅπως ἔχουν ἀναλύσει πολλοί σύγχρονοι θεολόγοι, μεταξύ τῶν ὁποίων ὁ π. Νικόλαος Λουδοβῖκος καί ὁ Γεώργιος Παναγόπουλος.

Τρίτον. Μέσα σέ αὐτήν τήν νοοτροπία ὑπάγεται καί ἡ συχνά τονιζόμενη σήμερα ἄποψη περί τῶν «δικαιωμάτων τοῦ προσώπου». Ἀφοῦ τό πρόσωπο εἶναι ἐλεύθερο, ἀπαλλαγμένο «ἀπό τήν ἀναγκαιότητα τῆς φύσης», ἀλλά καί τήν ἀναγκαιότητα τοῦ φύλου, σημαίνει ὅτι ἔχει τό δικαίωμα τῆς ἐπιλογῆς καί τοῦ φύλου του. Ἔτσι, γίνεται κατανοητό ὅτι ἀπό τήν ἄποψη αὐτή τό δικαίωμα τοῦ προσώπου λειτουργεῖ ἀνεξάρτητα ἀπό τίς συνέπειες καί τίς εὐθύνες τῶν χαρακτηριστικῶν τοῦ ἰδιαιτέρου φύλου μέ τήν σύλληψη καί τήν γέννηση τῶν παιδιῶν.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἔλεγε ὅτι ἕνα ἀπό τά προβλήματα πού θά ἀπασχολήσουν τήν ὀρθόδοξη θεολογία καί τήν Ἐκκλησία στήν ἐποχή μας καί τήν ἐποχή πού ἔρχεται εἶναι τό θέμα τῶν δικαιωμάτων τοῦ προσώπου ἤ τοῦ ἀνθρώπου. Φυσικά, δέν ἐννοοῦμε τά δικαιώματα πού ἔχει ὁ καθένας στήν παιδεία, τήν ὑγεία, τήν κοινωνική ζωή κλπ., ἀλλά τόν τονισμό τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων μέ τήν παράλληλη καταστρατήγηση «τῶν δικαιωμάτων τοῦ Θεοῦ» στήν ζωή μας, καί τήν βίωση τῆς ἀπόλυτης «ἐλευθερίας» ὡς πρός τίς εὐαγγελικές ἐντολές.

Συνεπῶς, ὁ ὑπερβολικός τονισμός τῆς ἔννοιας τοῦ προσώπου μέ τήν βούληση τοῦ προσώπου καί τά δικαιώματά του καί στό θέμα τῶν «διεμφυλικῶν προσώπων», στό ὁποῖο ἐκμηδενίζονται οἱ διαφορές τῶν φύλων, πού εἶναι ἡ βάση τοῦ νομοσχεδίου αὐτοῦ, δέν εἶναι τόσο ἀθῶος ἀπό θεολογικῆς καί ἀνθρωπολογικῆς πλευρᾶς, ἀλλά κρύβει κάποιες σκοπιμότητες, πολιτικές καί θεολογικές.

Μοῦ ἔκανε δέ ἰδιαίτερη ἐντύπωση ὅτι κατά τήν συζήτηση πού ἔγινε τίς ἡμέρες αὐτές πού ψηφιζόταν τό νομοσχέδιο αὐτό στήν Βουλή, οἱ ἐκκλησιαστικοί παράγοντες πού ἀσχολήθηκαν μέ τήν κριτική τοῦ νομοσχεδίου δέν ὑποψιάσθηκαν καθόλου αὐτήν τήν βάση στήν ὁποία στηρίζεται τό νομοσχέδιο, μάλιστα δέ μερικοί πού ἄσκησαν κριτική στό νομοσχέδιο, τό ἔκαναν μέ βάση τήν «θεολογία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου», χωρίς νά καταλάβουν ὅτι μέ τόν τρόπο αὐτόν ἐκφράζουν τήν ἴδια νοοτροπία καί ἐμπλέκονται στήν ἴδια φιλοσοφική καί θεολογική προοπτική.

Θέλω νά διευκρινίσω ὅτι γράφοντας τά ἀνωτέρω γιά τήν λεγόμενη «διόρθωση τοῦ φύλου», δέν ἐννοῶ τίς περιπτώσεις ἐκεῖνες πού ὑπάρχουν προβλήματα ἀπό βιολογικῆς πλευρᾶς, τά ὁποῖα προέρχονται ἀπό τίς ὁρμόνες, γιά τίς ὁποῖες ἤδη ὑπάρχει ἡ σχετική νομοθεσία, οὔτε ἐννοῶ τίς ψυχολογικές καί κοινωνικές καταστάσεις πού δημιουργοῦν τήν λεγόμενη «ταυτότητα τοῦ φύλου» καί τήν «διαταραχή τοῦ φύλου», πού περνοῦν πολλοί στήν μικρή τους ἡλικία καί ἀντιμετωπίζονται μέ μιά καλή ἀγωγή καί παιδεία. Κυρίως ἐννοῶ τίς περιπτώσεις ἐκεῖνες πού τέτοιες συμπεριφορές ὀφείλονται σέ διάφορες φιλοσοφικές καί ψυχοπαθολογικές καταστάσεις, οἱ ὁποῖες συνδέονται μέ τόν ὑπερβολικό τονισμό τῆς ἐλευθερίας καί τῶν δικαιωμάτων τοῦ προσώπου.

Νομίζω ὅτι ἀπό πλευρᾶς ὀρθοδόξου θεολογίας πρέπει νά εἴμαστε πολύ προσεκτικοί ὡς πρός τήν καθιέρωση τέτοιων νέων ἐκφράσεων, ὅπως «ἐλευθερία καί δικαιώματα τοῦ προσώπου», «βούληση τοῦ προσώπου», «κοινωνία τῶν προσώπων», «ἐλευθερία ἀπό τήν ἀναγκαιότητα τοῦ ἐνστίκτου» κλπ., οἱ ὁποῖες ἐφράσεις κρύβουν διάφορες ἐπικίνδυνες σκοπιμότητες, φιλοσοφικές, θεολογικές καί πολιτικές.

Εἶναι βασική θεολογική ἀρχή ὅτι ἡ ἐλευθερία βιώνεται μέσα ἀπό τήν ἔκφραση τῆς ἀγάπης ὡς κενωτικῆς προσφορᾶς, καί μέσα ἀπό τήν κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεάνθρωπο Χριστό, ὅπως ἐκφράζεται μέσα στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας, μέ τήν μυστηριακή καί εὐαγγελική ζωή, πού εἶναι πρόγευση τῆς ἐσχατολογικῆς ζωῆς, ὅπου οἱ ἄνθρωποι θά ζοῦν ὡς ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ.

Τέλος, ὀφείλω νά σημειώσω τήν σημαντική διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ γιά τήν ὑπέρβαση τῶν πέντε «διαιρέσεων». Συγκεκριμένα, ὁ ἅγιος Μάξιμος γράφει ὅτι ὁ Ἀδάμ ἀπέτυχε νά ὑπερβῆ τίς «πέντε διαιρέσεις» ἤ ἀντιθέσεις ἤτοι μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστῆς φύσεως, νοητῶν καί αἰσθητῶν, οὐρανοῦ καί γῆς, παραδείσου καί οἰκουμένης, ἄρρενος καί θήλεος. Αὐτή ἡ ὑπέρβαση τῶν διαιρέσεων-ἀντιθέσεων ἔγινε μέ τόν Νέο καί Ἔσχατο Ἀδάμ, δηλαδή τόν Χριστό, μέ τήν ἐνανθρώπησή Του, καί ἔτσι ὁ ἄνθρωπος πού συνδέεται μέ τόν Χριστό στήν Ἐκκλησία, τό Σῶμα Του, μέ τήν εὐαγγελική καί μυστηριακή ζωή, ὑπερβαίνει αὐτές τίς διακρίσεις πού ὑπάρχουν στόν κόσμο καί ζῆ τήν πραγματική ἐλευθερία. Ὅλα τά ἄλλα εἶναι καταστάσεις τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου.
www.parembasis.gr

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2019

«– Πήγαινε ρίξε τον γιο σου στο ποτάμι και έπειτα έλα να γίνεις μοναχός»



Πήγε κάποτε ένας Θηβαίος στον αββά Σισόη θέλοντας να γίνει μοναχός. Ο γέροντας τον ρώτησε αν έχει κανένα στον κόσμο. Αυτός είπε:

– Έχω ένα γιό.

Του λέει ο γέροντας:

– Πήγαινε ρίξε τον στο ποτάμι και έπειτα γίνεσαι μοναχός.

Όταν έφυγε αυτός για να ρίξει τον γιό του, ο γέροντας έστειλε ένα αδελφό για να τον εμποδίσει.

Του λέει ο αδελφός:

– Σταμάτα τι κάνεις εκεί;

Κι εκείνος απάντησε:

– Ο αββάς μου είπε να τον ρίξω.

Λέγει τότε ο αδελφός:

– Ναι, αλλά ύστερα είπε να μην τον ρίξεις.

Και αφού τον άφησε πήγε στο γέροντα και έγινε δόκιμος μοναχός χάρη στην υπακοή του.
paraklisi.blogspot.com