Στο Άγιον Όρος του Άθω υπάρχει και μια
άλλη μορφή εορτασμού χωρίς την βυζαντινή λειτουργική λαμπρότητα των Μοναστηριών
και των Σκητών. Είναι ο σχεδόν αποφατικός, ο σιωπηλός εορτασμός των Ησυχαστών,
που τελείται μέσα στα σπήλαιά τους. Χωρίς μουσικά βιβλία και ψαλμωδίες
θεολογικών τροπαρίων και ωδών, χωρίς φαιδρές φωταγωγίες, αλλά μόνο με το αμυδρό
και αλαμπές μελιχρό και γλυκύτατα υποβλητικό φέγγος της ιερής κανδήλας, κλίνουν
τα γόνατα «προς τον πατέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού», υψώνουν «οσίας
χείρας άνευ οργής και διαλογισμών» και, μέσα στην απόλυτη και ακουομένη σιωπή
και το κατανυκτικόν ημίφως, προσεύχονται «αλαλήτως», νοερά, θεωρητικά, πενθικά,
«εν αισθήσει ψυχής», «εν ψαλμοίς και ύμνοις και ωδαίς πνευματικαίς, άδοντες και
ψάλλοντες εν τη καρδία τω Κυρίω». Και οι προσευχές τους, σαν πύρινες φλόγες,
φωτίζουν τα πάντα.
Μετά
τη θ. Λειτουργία, που ετέλεσεν ο σοφός και άγιος ιερεύς- Ησυχαστής με βαθύτατη
κατάνυξη και μεταρσίωση, και μεταλάβαμε τα Άχραντα Μυστήρια, τις πρωινές ώρες
μιας καθαροτάτης ερημικής αυγής, αφού πήραμε ένα ασκητικό πρόγευμα, καθίσαμε σε
ένα καθαρόν, αδιακόσμητον αλλά υποβλητικό κελλάκι, που θερμαινόταν από μικρή
κτιστή σομπούλα.
«...Ο Ιησούς», άρχισε με τη βαθειά και
γλυκειά του φωνή να λέει, «είναι η εκπλήρωση της προφητείας του Ισραήλ και όλων
των εθνών, γιατί αυτή είναι η φανέρωση της θείας βουλής για την σωτηρία των
ανθρώπων. Αλλά είναι και η εκπλήρωση της καρδιακής μας προφητείας, το μυστήριο
των ιερών πόθων μας. Στο πρόσωπο του Ιησού η ανθρωπότης βρήκε την ενότητά της,
η ιστορία βρήκε το τέλος της, δηλ. τον σκοπόν της, που είναι η θέωση του
κόσμου»…
Με πνεύμα συντετριμμένο και καρδιά
ταπεινωμένη, ερωτώ, Ιησού μου, γιατί γεννήθηκες μέσα στις συνθήκες αυτές της
ακρότατης πτωχείας. Θέλησες να διδάξεις τους ανθρώπους την άκρα ταπείνωση με
την ασύλληπτη σε ανθρώπινο και αγγελικό νου Σάρκωση του απείρου Θεού. Αλλά και
αυτή η ενανθρώπισή Σου, τι άλλο είναι από άρρητη κένωση; Πώς μπορούμε να
αξιολογήσουμε εμείς οι ταπεινοί, όχι απλώς θείας τάξεως ενέργειες, αλλ’ αυτή
την σαρκωμένην Αγάπη, τον ανθρωποποιημένον Θεόν;
Η σάρκωση είναι μυστήριον και
υπερβαίνει την καταληπτικήν ικανότητα και αυτών των αγγέλων. Και πρέπει με
δέος, με κατάνυξη, με χαρά, με θαυμασμό, με αγάπη, φλογισμένοι, αλλοιωμένοι την
καλήν αλλοίωση, ταπεινωμένοι και γονυκλινείς, με πλήρη σιωπή στόματος και νου,
κλαίοντες από ευγνωμοσύνη και εκστατικοί να υποδεχόμαστε τα Μυστήρια του θεού.
Γι’ αυτό και «εκχέω την καρδίαν μου», Λόγε, μπροστά στη φάτνη των αλόγων, όπου
ανάκεισαι σπαργανωμένος, συ ο «βασιλεύς των βασιλευόντων» «εν δούλου μορφή».
Πηγή:
Μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης. «Χριστούγεννα στο Άγιον Όρος»