Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2015

Από τις δηλώσεις Σύρων Ορθοδόξων


          «Ελπίζουμε να συνεχίσουμε να υπάρχουμε, ειδικά στο λίκνο της Συριακής Ορθοδοξίας. Αυτή είναι η προσευχή και η ελπίδα μας. Παρακαλούμε τους χριστιανούς αδελφούς μας να μας σκέπτονται και να προσεύχονται, ώστε ο Χριστιανισμός να μην εξαφανισθεί απ’ αυτή τη μοναχική γωνιά του κόσμου. Εδώ κάθε σταυρός και κάθε λείψανο δείχνει πόσο αρχαίος είναι ο Χριστιανισμός σ’ αυτή τη γη. Και είναι πεποίθησή μας ότι ο Χριστιανισμός δεν θα τερματισθεί μέχρι τη Δευτέρα παρουσία του Χριστού….
          Η πιο σημαντική και ιδιαίτερη αποστολή του μοναχισμού στο Τουρ Αμπντίν- νοτιοανατολική Τουρκία-, είναι να υπηρετεί την ανθρωπότητα και να διδάσκει την ανθρωπότητα να αγαπά… Προσευχηθείτε για μας, προσευχηθείτε με μας, προσευχηθείτε για τους  γείτονές μας, διότι δεν έχουμε εχθρούς».


Αυτό είναι το μεγαλείο της χριστιανοσύνης!

Η Παιδεία δεν χρειάζεται «ισοδύναμα», Χρ.Γιανναράς

   

"...Oι στιγμές είναι κυριολεκτικά ιστορικές, θανάσιμα κρίσιμες. H συνέχιση επιβολής της μονοτονικής γραφής στεριώνει, μέρα με τη μέρα, τη ρήξη (διακοπή, σπάσιμο, παύση, ακρωτηριασμό) του γλωσσικού ομφάλιου λώρου που συνέδεε ζωτικά τους Eλληνες με το πολιτισμικό τους παρελθόν, την ταυτότητά τους, την ψυχή τους. Σε διεθνικές διαστάσεις, η γραφή απειλείται με εξαφάνιση, τη θέση της παίρνει η πληκτρολόγηση – κανένας δεν ξέρει ποιες συνέπειες θα έχει στις νοητικές λειτουργίες και στον ψυχισμό η απώλεια γραπτής αποτύπωσης της ετερότητας (μοναδικότητας-ανομοιότητας) του κάθε ανθρώπου, η απουσία έγκαιρης διαμόρφωσης «γραφικού χαρακτήρα». 
    Aραγε είναι οπισθοδρομικοί οι Γάλλοι, που επιμένουν στο Δημοτικό Σχολείο τα παιδιά να ασκούνται, επί δύο χρονιές, τις πρώτες, στην «καλλιγραφία», με ειδικά τετράδια και ειδικές πένες;
Oχι να πιθηκίσουμε, μια ακόμα φορά, μόνο να προβληματιστούμε: Γιατί άραγε, ο μεγαλύτερος από τους ζώντες ποιητές της Γαλλίας, ο Yβ Mπονφουά (Yves Bonnefoy) να επιμένει ότι πρέπει να επιστρέψει στα σχολειά η απομνημόνευση; Oχι βέβαια η στείρα παπαγαλία χρονολογιών ή υλικού που θα μεταφερθεί κατά λέξη στο «διαγώνισμα», αλλά η αποστήθιση ποίησης, όσο γίνεται περισσότερης και πολυποίκιλης, όπως και γνωμικών, παροιμιωδών φράσεων, φιλοσοφικών αποφθεγμάτων.

   Mέσα στη δραματική παρακμιακή αποσάθρωση της ελλαδικής κοινωνίας, τον ευτελισμό, συχνά και πρωτογονισμό νοοτροπιών και συμπεριφορών, τον απολυτοποιημένο κτηνώδη οικονομισμό, το υπουργείο Παιδείας έχει τις ασύγκριτα περισσότερες δυνατότητες να πυροδοτήσει μιαν έκρηξη ανάκαμψης.

Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2015

Η εκκλησία είναι χώρος ταπεινώσεως.


Είναι αλήθεια πέρα για πέρα, πως , όπως οι λόγοι του διδάσκαλου οσίου Εφραίμ απώτερο σκοπό έχουν να φέρουν τον άνθρωπο σε καλή πνευματική κατάσταση, που θα τον οδηγήση στην μετάνοια, αυτό επιδιώκουν και οι ακολουθίες της Μεγάλης Τεσσαρακοστής (τα τροπάρια, τα ιδιόμελα, οι κανόνες, οι αναγνώσεις, τα πολλά σταυροκοπήματα, οι άπειρες μετάνοιες).
 Σκοπό έχουν να σπάσουν το εγώ, να κάμψουν τον αγέρωχο νου, ώστε οι πιστοί να σταθούν σεβίζοντες ενώπιον του Θεού, ζητώντας συγγνώμη των πεπραγμένων. Το σκύψιμο της κεφαλής και πολύ περισσότερο την κάμψη των γονάτων την φοβούνται μόνον οι ετερόδοξοι, γιατί είναι αιρετικοί και ο όσιος Ιωάννης ο Σιναϊτης λέγει ότι είναι αδύνατον να βρεθή ταπείνωση σε αιρετικό.
Την περίοδο αυτήν της Τεσσαρακοστής η όλη διακόσμηση της εκκλησίας με τα πένθιμα ζεσταίνει την καρδιά. Νιώθει πως είναι μια άλλη περίοδος του χρόνου. Οι φαιδρότητες και οι χαρές έπειτα από αυτά. Νυν ήλθε καιρός μετανοίας και εξομολογήσεως, δακρύων και στεναγμών. Σκεπάστηκαν οι εικόνες με μαύρα. Γύρισαν ανάποδα, αφού εγώ δεν γυρίζω στον Χριστό.
Και αυτό το άγιο Θυσιαστήριο μελανοφορεί για τη δική μου σκληρότητα, πώρωση και απανθρωπιά. Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια σταμάτησε ο πένθιμος διάκοσμος την Μεγάλη Σαρακοστή, για να μην μελαγχολούμε. Ξέχασαν πως η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι χώρος δακρύων, μετανοιών και εργαστήριο ταπεινώσεως. Μακαριστός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο έλεγε:
– Σχολίασα το πρώτο και το τελευταίο «και» της Αγίας Γραφής και κατάλαβα? κατάλαβα πως ο Θεός δεν ζητά τίποτε άλλο από τον άνθρωπο παρά ταπείνωση.
Τα μοναστήρια που έχουν πατερική παράδοση, διατηρούν την πένθιμη πράξη την Μεγάλη Σαρακοστή. Ρώτησα στην Πάτμο ένα Γάλλο:
– Τί σ’ έκανε να γίνης ορθόδοξος;
– Η διακόσμηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Πήγα στην ρωσική εκκλησία σ’ ένα μνημόσυνο ενός φίλου μου Ρώσου. Ζεστάθηκε η καρδιά μου. Ενώ στην καθολική και προτεσταντική, Άλπεις. Μπορείς να ζήσης εκεί; Άλλο τόσο σ’ αυτήν την «εκκλησία».

Έτσι, στο μικρό μοναστήρι όπου διακονούσαμε ολίγοι αδελφοί, ήρθε κάποτε την ώρα του Μεγάλου Αποδείπνου γέρος, αλλά καρδαμωμένος. Πήρε μια καρέκλα και κάθισε σχεδόν στο μέσον του μικρού Καθολικού. Βλέποντας τους μοναχούς να κάνουν ακατάπαυστα σταυρούς και μετάνοιες, προσπάθησε κι αυτός, αλλά γρήγορα απογοητεύθηκε. Είδε πως δεν μπορούσε και άρχισε το «ωχ, ωχ».
– Τί έχεις, παππού , πονάς;
– Όχι, παιδί μου. Συντρίβεται η ψυχή μου βλέποντας πόσες μετάνοιες κάνετε εσείς, σαν να είστε οι μεγαλύτεροι αμαρτωλοί, κι εγώ ο πανάθλιος μια μετάνοια δεν έχω κάνει στη ζωή μου. Και τον σταυρό κουτσουρεμένο τον έκανα, σαν να το θεωρούσα ντροπή να σταυροκοπιέμαι.
Ζήτησε στο τέλος της ακολουθίας εξομολόγηση. Ήρθε σε μεγάλη συναίσθηση. Έκλαιε σαν μικρό παιδί.
– Έπαθα – έλεγε- την πλάκα μου μαζί σας. Ήρθα να μου διαβάσης μια ευχή να κοινωνήσω και εγώ έγινα ράκος. Μου υπενθυμίσατε όλες τις αμαρτίες μου. Μωρέ τί είστε εσείς εδώ πέρα; Ψυχοβγάλτες. Θα τα πω όλα και ας γίνω ρεζίλι μπροστά σου.
Ο γέρος άνοιξε ανώγεια, ισόγεια και κατώγεια και υπόγεια σκοτεινά. Είπε τα πάντα από την παιδική του ηλικία. Για μια στιγμή φώναξε:
– Δεν έχω άλλα να σου πω δεν έχω άλλα να σου δείξω. Συγχώρα με και δώσε μου ένα ποτήρι νερό.
Έτρεξα στο Ιερό να του φέρω.
– Όχι αυτό. Την δροσιά της ευχής να μου διαβάσης και να επιστρέψω στο κονάκι μου.
Έφυγε ο γέρος , φωνάζοντας «ωχ, ωχ» έξω φωνή ως το χωριό. Τον ακούει η Αλεξάνδρα η ανάπηρη.
– Τί έχεις ,γέρο, και αναστενάζεις; Τί σου είπαν οι καλόγεροι; Δεν σου φέρθηκαν καλά;
– Είδα αυτά που κάνουν και οίκτιρα τον εαυτό μου. Αν υπήρχε μόνον αυτή η ζωή, καλά θα ήταν. Όμως υπάρχει και μια άλλη…
Σε λίγες μέρες πορεύθηκε την μακαρία οδό. Μακάρι εκεί να είναι μακάριος ανήρ.

Πηγή: «Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας» – Ιερά Μονή Δοχειαρίου, Άγιον Όρος

Άγιος Αναστάσιος ο Σιναΐτης: Με ποιά δύναμη οι αιρετικοί θαυματουργούν ή προφητεύουν;


ΕΡΩΤΗΣΗ 20η

Με ποια δύναμη αυτοί που πιστεύουν και κάνουν τα αντίθετα, πολλές φορές προφητεύουν και θαυματουργούν;


ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Τα διάφορα σημεία και θαύματα και οι προφητείες πολλές φορές γίνονται και από ανάξιους, σύμφωνα με κάποια ανάγκη ή οικονομία, όπως συνέβη με τον Βαρλαάμ και την εγγαστρίμυθο. Και αλλού, οι  απόστολοι, όταν βρήκαν κάποιον άπιστο, «ο οποίος έδιωχνε δαιμόνια με το όνομα του Χριστού», και τον εμπόδισαν και το ανάφεραν στον Χρι­στό, ο Χριστός τους είπε «Μη τον εμποδίζετε, γιατί όποιος δεν είναι ενα­ντίον σας, είναι με το μέρος σας». Επομένως, όταν δης να γίνεται ένα θαύμα και από αιρετικούς και από άπιστους, να μην απορήσεις ούτε να μετακινηθείς από την ορθόδοξη πίστη. Γιατί πολλές φορές εκείνη που κάνει το θαύμα είναι η πίστη αυτού που προσέρχεται, και όχι η αξία εκείνου που το κάνει. Άλλωστε ο Ιωάννης, ο μεγαλύτερος από όλους όσους γεννήθηκαν από γυναίκες, δεν φαίνεται να έχει κάνει θαύμα, ενώ ο Ιούδας οπωσδήποτε έκανε, αφού ήταν και αυτός ανάμεσα σ’ εκείνους που στάλθηκαν να αναστήσουν νεκρούς και να θεραπεύσουν λε­προύς. Γι’ αυτό να μη θεωρήσεις σπουδαίο, εάν δεις κάποιον ανάξιο ή αιρετικόν να κάνει θαύμα. Ούτε φυσικά πρέπει να κρίνουμε τον ορθόδο­ξο άνθρωπο από τα θαύματα και τις προφητείες, αν είναι άγιος ή όχι, αλλά από τη διαγωγή του. Γιατί πολλές φορές πολλοί όχι μόνο ορθόδο­ξοι αμαρτωλοί, αλλά και αιρετικοί και άπιστοι, έκαναν θαύματα και προφήτευσαν σε ειδικές περιπτώσεις, όπως ειπώθηκε, ύστερα από παρα­χώρηση του Κυρίου, όπως στην περίπτωση του Βαλαάμ και του Σαούλ και του Ναβουχοδονόσορα και του Καϊάφα, στους οποίους μπορούμε να βρούμε, ότι το άγιο Πνεύμα ενήργησε, αν και ήταν ανάξιοι και βέβη­λοι, για δικαιολογημένες αιτίες.
 Αφού λοιπόν, όπως αποδείχτηκε, και από αμαρτωλούς και άπι­στους γίνονται πολλές φορές θαύματα και προφητείες, κατ’ οικονομία, δεν πρέπει από τα γεγονότα αυτά, όπως είπα, να δοκιμάζουμε κάποιον, αν είναι άγιος, αλλά από τους καρπούς του, όπως λέγει ο Κύριος «Θα τους αναγνωρίσετε από τους καρπούς τους». Τους καρπούς του αληθινού και πνευματικού ανθρώπου τις φανέρωσε ο Απόστολος, λέγο­ντας· «Ο καρπός του Πνεύματος είναι αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστοήθεια, αγαθωσύνη, πίστη, πραότητα, εγκράτεια. Εναντίον αυτών δεν υπάρχει νόμος». Εάν λοιπόν ο άνθρωπος έχει τις αρετές αυτές, είτε κάνει θαύματα, είτε δεν κάνει, είναι φανερό ότι ο άνθρωπος αυτός είναι άγιος και φίλος του Θεού. Γιατί στους αληθινούς φίλους του Θεού δεν υπάρχει χάρη χωρίς πνευματικό χάρισμα. Γιατί δέχεται ή λόγο σοφίας, ή λόγο γνώσης, ή πίστη, ή χάρισμα να θεραπεύει, ή κάποιο άλλο από αυτά που αναφέρει ο Απόστολος στα όσα λέγει περί των δωρεών του αγίου Πνεύματος. Χωρίς τους καρπούς αυτούς, αυτός που κάνει  θαύματα ή προφητεύει, είναι ένας από εκείνους που θα λένε την ημέρα εκείνη· «Κύριε, Κύριε, στο όνομά σου δεν κάναμε πολλά θαύματα; Και θα ακούσει. Ομολογώ πως ποτέ δεν σε γνώρισα. Απομακρύνσου από εμένα, συ ο εργάτης της ανομίας». Και αυτά βέβαια ειπώθηκαν για τους ορθόδοξους Χριστιανούς που κάνουν θαύματα.

Ο αιρετικός όμως που κάνει θαύματα ή προφητεύει, είναι φανερό ότι εμπαίζεται από τους δαίμονες, αν και νομίζει ότι από τον Θεό γίνο­νται τα θαύματά του. Οι δαίμονες φυσικά δεν γνωρίζουν εκ των προτέρων τίποτε από αυτά που θα γίνουν ή είναι απόρρητα, αλλά μόνο ο Κύριος, ο οποίος τα γνωρίζει όλα πριν να γίνουν, όπως λέγει μέσω του προφήτη· «Δεν υπάρχει κανείς που να προλέγει αυτά που θα γίνουν, εκτός από μένα». Οι δαίμονες λένε στους ανθρώπους αυτά που βλέπουν και ακούνε, ή φανερώνουν τα περισσότερα πράγματα υποθέτοντάς τα από κάποια σύμβολα. Φανερώνουν δηλαδή την παρουσία οδοιπόρων βλέποντάς τους να περπατούν στον δρόμο, και προηγούμενοι αυτών που πρόκειται να έρθουν, αναγγέλλουν την άφιξή τους. Επίσης κρυφακούο­ντας λόγια ανθρώπων που συζητούν ιδιαιτέρως με κάποιους, τα ανακοι­νώνουν σε όποιους θέλουν, και άλλα όμοια με αυτά, βλέποντας και ακούοντάς τα τα φανερώνουν στους ανθρώπους, και την ευφορία των καρπών της γης και την ακαρπία και τις κινήσεις των ανέμων και τις βροχές, και την εποχή των ραγδαίων βροχών και τις ξηρασίες και τις βαρυχειμωνιές και όλα τα παραπλήσια με αυτά τα προλέγουν, διαπιστώνοντάς τα από κάποια διακριτικά σημάδια, όπως και οι άνθρωποι. Αλλά και σκέψεις και αποφάσεις των ανθρώπων συμβαίνει να βλέπουν από κάποια σύμβολα στον άνθρωπο, ή από λόγια κάποιων. Και όχι μόνο αυτά βρίσκουν να πουν οι ακάθαρτοι δαίμονες, αλλά ακόμα και θανά­τους ανθρώπων. Γιατί υπάρχουν μερικά σημάδια που έχουν τοπο­θετηθεί από τη θεία Πρόνοια στο ανθρώπινο σώμα, ιδιαίτερα μάλιστα στο πρόσωπό του, και πριν από πολύ χρόνο, αλλά και πριν από λίγο, όπως λένε αυτοί που ασκούν την ιατρική επιστήμη με δεξιοτεχνία και ακρίβεια. Μερικοί μάλιστα βεβαιώνουν ότι οι πολύπειροι από τους Σαρακηνούς έχουν αυτή την ικανότητα της πρόγνωσης, οι οποίοι στον πόλεμο γνωρίζουν ολοκάθαρα εκείνον που πρόκειται να πεθάνει από κάποιο διακριτικό σημάδι. Έτσι λοιπόν και οι δαίμονες, σαν πιο διορα­τικοί από τα υλικά σώματα, προαναγγέλλουν τους θανάτους των ανθρώ­πων. Επειδή δηλαδή είναι πνεύματα λεπτά και ασώματα, ερευνούν και  γνωρίζουν καλύτερα από κάθε ιατρική επιστήμη τις δυνάμεις των ανθρώπων και τις ενέργειες και τα πλεονάσματα και τις ελλείψεις της ζωτικής ύπαρξής τους μέσω του αίματος, και από αυτά με συλλογι­σμούς, όχι βέβαια ακριβείς, προσδιορίζουν τον θάνατο του ανθρώπου. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τους μάντεις και τους εγγαστρίμυθους. Βλέποντας δηλαδή οι δαίμονες ποιος είναι ο κλέφτης και που βρί­σκονται τα κλοπιμαία, μπορούν να τα πουν. Όπως πολλές φορές, βλέπο­ντας τις πολλές βροχές που έγιναν στην Ινδική χώρα, προλέγουν σε κάποιον ότι στην Αίγυπτο θα ανέβει πολύ η στάθμη του Νείλου. Αν όμως τους ρωτήσει κάποιος πόσους πήχεις και δακτύλους θα έχει η άνο­δος της στάθμης του, δε μπορούν να απαντήσουν, και αποδεικνύονται ότι δεν γνωρίζουν τίποτε.

Δίνουν επίσης την εντύπωση, ότι μέσω των ψευδοπροφητών ανθρώ­πων, που πιστεύουν σ’ αυτούς, κάνουν και θαύματα με αυτούς και θε­ραπείες σωματικών ασθενειών, για να εξαπατήσουν και αυτούς και άλλους, και παρουσιάζουν νεκρόν άνθρωπο να ανασταίνεται και το προαναγγέλλουν αυτό στους ζωντανούς με τη φαντασία. Διεισδύοντας δηλαδή ο δαίμονας στο νεκρό σώμα του ανθρώπου και κουνώντας το, παρουσιάζει τον νεκρό, ότι δήθεν ανασταίνεται με την ανώφελη προ­σευχή του απατεώνα ανθρώπου. Ακόμα και συζητά ο δαίμονας εκ μέρους του νεκρού με τον άνθρωπο που εξαπατάται από αυτόν γι΄’ αυτά που θέλει και γι’ αυτά που ερωτάται από αυτόν, φανερώνοντάς του πράγματα που έγιναν και ειπώθηκαν κρυφά από ανθρώπους, επειδή τα γνωρίζει επακριβώς λόγω του ότι ήταν κρυφά παρών μέσα σ’ αυτόν που γινόταν αυτά από τους ανθρώπους εκείνους, και τα έβλεπε και τα άκουε. Αλλά ας μας γλυτώσει ο Θεός από αυτή την πλάνη των αιρετικών επισκόπων.

Γνωρίσαμε μάλιστα και αιρετικόν επίσκοπο στην Κύζικο, την πόλη των οπαδών του Μακεδονίου, των Πνευματομάχων, ότι ένα δένδρο ελιάς το μετέφερε με μια δήθεν προσευχή από τον τόπο που ήταν σε άλλον τόπο, επειδή σκοτείνιαζε το παράθυρο του ασεβούς οίκου προσευχής τους. Και σε κάποιον άδικο δανειστή, που εξεβίαζε μια γυναίκα χήρα, εξαιτίας χρέους της που είχε κάνει ο άνδρας της, και απαιτούσε ποσόν όχι όσο ήταν το δάνειο, αλλά περισσότερο, όταν το πληροφορήθηκε αυτό ο αιρετικός επίσκοπος που προαναφέρθηκε, πριν ακόμα θαφτεί ο άνδρας της, αλλά ενώ ακόμα τον πήγαιναν για ταφή, σταμάτη­σε το νεκρικό κρεββάτι και έκανε δήθεν τον νεκρό να μιλήσει και να πει πόσο ήταν το χρέος που ώφειλε στον δανειστή του. Όταν αυτός ο αιρε­τικός πέθανε, ακόμα και στο μνήμα του έγιναν διάφορα φανταστικά πράγματα και θαύματα.

Γι’ αυτό λοιπόν δεν πρέπει να παραδεχόμαστε ως άγιον κάθε θαυμα­τοποιό, αλλά να τον δοκιμάζουμε, σύμφωνα με εκείνον που λέγει  «Να μη πιστεύετε σε κάθε πνεύμα, αλλά να δοκιμάζετε τα πνεύματα, αν είναι από τον θεό, γιατί παρουσιάστηκαν πολλοί ψευδοπροφήτες στον κόσμο»24. Και ο Απόστολος λέγει· «Οι άνθρωποι αυτοί είναι ψευδαπό­στολοι, εργάτες δόλιοι, που μεταμορφώνονται σε αποστόλους του Χρι­στού»25. Και δεν είναι να απορούμε γιατί «ο ίδιος ο Σατανάς μεταμορ­φώνεται σε άγγελο φωτεινό». Δεν είναι σπουδαίο λοιπόν, αν και οι υπηρέτες του μεταμορφώνονται σε υπηρέτες της δικαιοσύνης, των οποί­ων το τέλος θα είναι ανάλογο με τα έργα τους. Άλλωστε και ο Αντίχρι­στος όταν θα έρθει, κατά παραχώρηση του θεού, με τη συνεργασία των δαιμόνων θα κάνει πάρα πολλά σημεία και τέρατα ψεύτικα, προς απώλεια των απίστων και δοκιμασία των πιστών. Και τι το παράξενο αν, με τη βοήθεια του διαβόλου, θα κάνει φανταστικά θαύματα, τη στιγμή που έχουμε ήδη γνωρίσει και κάποιους άλλους μάγους και αγύρτες που έκα­ναν διάφορα θαύματα με την ενέργεια των δαιμόνων, μεταξύ των οποί­ων είναι ο Ίαννης και Ίαμβρης, οι οποίοι την εποχή του Μωυσή, μετα­βάλλοντας τις ράβδους τους σε φίδια και τα νερά σε αίμα, έβγαλαν πλήθος βατράχων από τα νερά, ώστε να γεμίσουν όλη την χώρα της Αίγυπτου;

Και ο Σίμων επίσης, ο μάγος την εποχή των αποστόλων, πόσα φανταστικά θαύματα έκανε; Έκανε πραγματικά αγάλματα να περπα­τούν και να πέφτουν στη φωτιά χωρίς να καίονται. Πετούσε στον αέρα και έκανε ψωμιά από πέτρες. Γινόταν φίδι και μεταμορφωνόταν και σε άλλα ζώα. Γινόταν με δύο πρόσωπα, μεταβαλλόταν σε χρυσάφι, άνοιγε κλειστές πόρτες, έσπαζε σιδερένια δεσμό, σε δείπνα παρουσίαζε τις μορ­φές διαφόρων ειδώλων, έκανε τα οικιακά σκεύη να έρχονται μόνα τους και να υπηρετούν χωρίς να φαίνονται αυτοί που τα μετέφεραν. Έκανε να προπορεύονται πριν από αυτόν πολλές σκιές, που έλεγε πως ήταν ψυχές των νεκρών. Πολλούς επίσης, που τον αποκαλούσαν αγύρτη, τους συμφιλίωσε μαζί του, και στη συνέχεια με την δικαιολογία ξεφαντώματος, θυσίασε βόδι και αφού τους παρέθεσε γεύμα, τους έκανε υποχείρι­ους διαφόρων ασθενειών και δαιμόνων. Όταν λοιπόν κάποτε τον κα­ταζητούσε ο βασιλιάς, φοβήθηκε και δραπέτευσε, δίνοντας το πρόσωπό του σε άλλον.

Αλλά και οι μάγοι Ιουλιανός, Απολλώνιος και Απουλήϊος, κατά την εποχή του βασιλιά Δομετιανού έκαναν διάφορα φανταστικά πράγ­ματα, ένα από τα οποία σώζεται στις διηγήσεις των παλαιοτέρων ανδρών. Όταν κάποτε διαδόθηκε στη Ρώμη θανατηφόρα ασθένεια και όλοι πέθαιναν εδώ και εκεί, παρακινούνταν οι μάγοι αυτοί από τον βασιλιά και από τους προκρίτους του να βοηθήσουν την πόλη που κατα­στρεφόταν. Λέγει λοιπόν ο Απουλήιος «Εγώ την επιδημία που απλώθηκε στο ένα τρίτο της πόλης θα την σταματήσω σε δεκαπέντε μέρες». Έπειτα ο Απολλώνιος «Και εγώ θα σταματήσω, είπε, την επιδημία που διαδόθηκε στο άλλο ένα τρίτο σε δέκα μέρες». Απαντώντας και ο διαπρε­πέστερος από αυτούς και πιο κοντινός στον διάβολο, λόγω της ματαιοδοξίας του, Ιουλιανός, είπε «Μέσα σε δεκαπέντε μέρες η πόλη ολόκλη­ρη θα καταστραφεί, και δεν θα περιμένει τη δική μας βοήθεια. Για μένα λοιπόν το άλλο τρίτο της πόλης που μου ανήκει, θα παύσει από τώρα η καταστροφή της επιδημίας». Και πραγματικά σταμάτησε. Και όταν παρακλήθηκε από τον βασιλιά σταμάτησε και των άλλων δύο μερών την ταχύτητα διάδοσης της επιδημίας.


Σε μερικά μέρη μάλιστα τα τελετουργικά τεχνάσματα του Απολ­λώνιου μέχρι και τώρα κάνουν θαύματα, άλλα για να αποστρέψουν τε­τράποδα ζώα και πτηνά, που μπορούν να βλάψουν τους ανθρώπους, άλλα πάλι για να συγκρατήσουν τα ρεύματα ποταμών που κυλούν άτα­κτα, και άλλα για να αποστρέψουν άλλα περιστατικά που προκαλούν φθορά και βλάβη στους ανθρώπους. Αυτά όμως δεν τα έκαναν οι δαίμο­νες μέσω αυτού μόνο όσο ήταν στη ζωή, αλλά και μετά τον θάνατό του, παραμένοντας στο μνήμα του, έκαναν κάποια θαύματα στο όνομά του, για να εξαπατήσουν αυτούς που εύκολα βλάπτονταν με αυτά από τον διάβολο. Τι θα μπορούσε όμως να πει κανείς για τα μαγικά έργα του Μανέθωνα, ο οποίος έγινε τόσο διάσημος στη μαγική απάτη, ώστε διαρ­κώς να περιγελά τον Απολλώνιο Τυανέα, ότι δήθεν δεν κατείχε την ακριβή εμπειρία της τέχνης Γιατί έπρεπε και αυτός, λέγει, όπως και εγώ, να κάνει μόνο με λόγο του αυτά που ήθελε να κάνει, και να μη παραδίνει σε κάποιες τελετές αυτά που κάνει.

Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015

Τὸ νόημα τῆς ἀγάπης


Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Τὸ νόημα τῆς ἀγάπης εἶναι τὸ νόημα τῆς ζωῆς, ἐπειδὴ ἀγάπη, παρότι πολὺ συχνὰ πιστεύουμε ἤ φανταζόμαστε, δὲν εἶναι ἕνα ἁπλὸ συναίσθημα. Ὅταν μιλᾶμε γιὰ τὸν Θεὸ, καὶ λέμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη, δὲν ἐννοοῦμε ὅτι Αὐτὸς εἶναι ἕνα συναίσθημα δίχως τέλος. Ἐννοοῦμε κάτι βαθύτερο ἀπ’ αὐτὸ: ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι πλοῦτος ζωῆς και ὕπαρξης. Καὶ αὐτὸ βρίσκει ἐφαρμογὴ στὴν δική μας ἀνθρώπινη ἀγάπη.
Κάποιος ποὺ κατέχεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη εἶναι ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἔχει μέσα του πλοῦτο ζωῆς, στὸν ὁποῖο ἡ αἴσθηση τῆς ζωῆς, ἡ δύναμη τῆς ζωῆς εἶναι τόσο πλήρης, τόσο σπουδαία, ὥστε αὐτὴ ἡ ἀγάπη εἶναι σίγουρη γιὰ τὸν ἑαυτό της. Καὶ αὐτὸ γεννάει χαρά, κουράγιο, ἐνθουσιασμό, καὶ πηγαίνει τόσο βαθιὰ ὥστε φτάνει πέρα ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ θάνατο.
Ἡ Ἁγία Γραφὴ λέει ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι πιὸ δυνατὴ ἀπὸ τὸν θάνατο. Πράγματι εἶναι πιὸ δυνατὴ ἐπειδὴ ἔχει τοποθετήσει τὸν ἑαυτό της μέσα ἀπὸ τὴν πληρότητα της, τὴν δύναμή της, τὴν ἔνταση της στὸ βασίλειο τῆς ἀνάστασης, στὸ βασίλειο τῆς αἰώνιας ζωῆς. Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἡ ἀγάπη εἶναι ἱκανὴ γιὰ μιὰ ἔσχατη θυσία, ὄχι μόνο ὅταν προσφέρουμε καὶ δεχόμαστε, ἀλλὰ μὲ τὸ νὰ θυσιάζει κάποιος τὴν ἴδια του τὴ ζωή, γιατὶ αὐτὴ ἡ ζωή, ἐὰν προσφέρεται, σημαίνει ὅτι τὴν κατέχει κάποιος στὴν πληρότητα της. Εἶναι πλοῦτος ζωῆς ποὺ ἐκφράζεται μέσα ἀπὸ τὴν ἔσχατη θυσία. Ἴσως νὰ θυμόσαστε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ: « Κανεὶς δὲν μοῦ ἀφαιρεῖ τὴν ζωή, τὴν προσφέρω ὁ ἴδιος ἐλεύθερα ». Ἡ ἀγάπη, ἡ πληρότητα τῆς ζωῆς ποὺ αὐτὴ ἐκφράζει, εἶναι ἄτρωτη. Οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νὰ μᾶς πάρουν τὴ ζωή, μποροῦν νὰ μᾶς ὑποβάλλουν σὲ ὁποιαδήποτε δοκιμασία, καὶ ὅμως ἕνας ἄνθρωπος παραμένει ἀλώβητος ἐπειδὴ κανένας στὴ πραγματικότητα δὲν τοῦ ἀφαιρεῑ τὴν ζωή· τὸ πρόσωπο ποὺ ἀγαπάει προσφέρει.
Θὰ ἤθελα νὰ σᾶς δώσω ἕνα παράδειγμα. Στὴ διάρκεια τῆς Ρωσικῆς Ἐπανάστασης μία μητέρα μὲ δύο παιδιὰ κρυβόταν σὲ μιὰ μικρὴ πόλη. Ἕνα βράδυ ἦλθε μιὰ γυναίκα, τόσο νέα, στὰ εἴκοσι της χρόνια, καὶ τῆς εἶπε ὅτι ἐπρόκειτο νὰ συλληφθεῖ τὴ νύχτα γιὰ νὰ ἐκτελεστεῖ. Ἡ μητέρα κοίταξε τὰ παιδιά, καὶ ἡ καινούργια της φίλη τῆς εἶπε, « Μὴν ἀνησυχεῖς, πήγαινε καὶ κρύψου.» Καὶ ἡ μητέρα εἶπε, « Πῶς θὰ μποροῦσα νὰ φύγω μὲ αὐτὰ τὰ παιδιά. Θὰ μὲ εὕρισκαν σὲ δυὸ ὧρες.» «Ὄχι », εἶπε ἡ ἄγνωστη φίλη της, «Θὰ μείνω πίσω, θὰ δώσω τὸ δικό σου ὄνομα καὶ ἴσως νὰ ἐκτελεστῶ, ἀλλὰ ἐσὺ θὰ δραπετεύσεις.» Καὶ ἔτσι ἔκανε.
Αὐτὴ ἦταν μιὰ πράξη ἀγάπης, ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ μιὰ τέτοια πληρότητα ζωῆς, ἀπὸ μιὰ τέτοια βεβαιότητα ὅτι ἡ ζωὴ δὲν τελειώνει, καὶ ὅτι μονάχα μὲ τὴν ὁλοκλήρωση ποὺ θὰ εὕρισκε στὸ θάνατο της θὰ μποροῦσε νὰ κάνει αὐτὴν τὴν πράξη.
Κανένας δὲν ἔχει μεγαλύτερη ἀγάπη ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ θυσιάζει τὴν ζωὴ του γιὰ τοὺς φίλους του. Αὐτὸς ποὺ τὸ κάνει μόνος του ἐλεύθερα, προσεγγίζει τὴν ἐκπλήρωση τοῦ νοήματος τῆς ζωῆς, ἐπειδὴ ἡ ζωὴ ἀξίζει μόνο γι’ αὐτὸ ποὺ κάποιος ζεῖ, καὶ ἡ ζωὴ φτάνει τούτη τὴν πληρότητα ὅταν ὅλα τὰ πράγματα ποὺ μποροῦν ἀνθρώπινα νὰ γίνουν, γίνονται πέρα ἀπὸ τὸ φόβο, μὲ χαρά, μὲ βεβαιότητα.
Αὐτὸ εἶναι γιὰ μένα τὸ νόημα τῆς ἀγάπης. Τέτοια πληρότητα ζωῆς, ποὺ θὰ μοῦ ἐπιτρέψει νὰ δεχτῶ νὰ γίνω ἀπόλυτα εὐάλωτος, ποτὲ νὰ μὴν κάνω πίσω, ποτὲ νὰ μὴν ἀντιστέκομαι, νὰ προσφέρω τὸν ἑαυτό μου μέχρι τὴν τελευταία στιγμή, δίχως διάκριση σὲ κανέναν μὲ μιὰ βεβαιότητα ὅτι ἡ ἀγάπη ποτὲ δὲν θὰ νικηθεῖ, ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι πιὸ δυνατὴ ἀπὸ τὸν θάνατο· γιατὶ ἀγαπᾶμε σημαίνει ὅτι ἔχουμε ἤδη ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό μας καὶ γινόμαστε κοινωνία, αὐτὴ εἶναι ἡ κοινωνία ζωῆς μὲ τὸν Θεό, ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος ἀγάπη. Ἀμήν.


Ὁ Γέροντας Χριστοφόρος Γρηγοριάτης γιὰ τὴν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἀλλὰ καὶ τὸ νομοσχέδιο συμβίωσης ὁμοφυλοφίλων


«Ἐπεφάνη ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σωτήριος πάσιν ἀνθρώποις, παιδεύουσα ἠμᾶς ἴνα ἀρνησάμενοι τὴν ἀσέβειαν καὶ τὰς κοσμικᾶς ἐπιθυμίας σωφρόνως καὶ δικαίως καὶ εὐσεβῶς ζήσωμεν ἐν τῷ νῦν αἰώνι, προσδεχόμενοι τὴν μακαρίαν ἐλπίδα καὶ ἐπιφάνειαν τῆς δόξης τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Τίτ. β΄ 11-13).

Ὅσοι πιστοὶ πανηγυρίζουμε θεοπρεπῶς καὶ ἐφέτος τὰ ἅγια Χριστούγεννα τοῦ Κυρίου μας. Χαιρόμαστε, διότι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ φανερώθηκε στὸν κόσμο μας στὸ πρόσωπο τοῦ «μορφὴν δούλου» λαβόντος καὶ νηπιάσαντος Θεοῦ Λόγου καὶ κατέλυσε τὸ σκότος τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ διαβόλου. Χαιρόμαστε καὶ πανηγυρίζουμε τήν «ἐν Χριστῷ» σωτηρία μας.
Ὅμως, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου μας, ἂν καὶ «τὸ φῶς (ὁ Χριστὸς) ἦλθε στὸν κόσμο», «οἱ ἄνθρωποι ἀγάπησαν περισσότερο τὸ σκότος παρὰ τὸ φῶς, γιατί τὰ ἔργα τους ἤσαν πονηρὰ» (πρβλ. Ἰω. γ΄ 19).
Ἐφέτος τὴν χαρὰ μας ἔρχεται νὰ σκιάση τὸ ψηφισθὲν ἐπαίσχυντο νομοσχέδιο, τὸ λεγόμενο «Σύμφωνο συμβίωσης τῶν ὁμοφιλοφύλων», μὲ ἁπλὰ λόγια ἡ «νομιμοποίησις τῆς ἀνομίας».
Αὐτὴ ἡ νομιμοποίησις τῆς ἀνομίας, ἡ νομιμοποίησις τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ...
ἀποκορύφωσις τῆς ἀποστασίας μας ἀπὸ τὸν Θεό.
Ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ περιφρονεῖται. Ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ ἐκδιώκεται. Καὶ ἐν τέλει θεωρεῖται παράνομος.
Ὁ Θεός, μᾶς λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες, κρύπτεται μέσα στὶς ἐντολές Του, μέσα στὸν Νόμο Του. Ὅταν ἐκδιώκουμε τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ζωή μας, ἐκδιώκουμε τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Ἐκδιώκουμε τὴν Ἀγάπη, ἐκδιώκουμε τὴν Εἰρήνη, ἐκδιώκουμε τὴν ἴδια τὴν Ζωή.
Ἔτσι μένουμε νεκροὶ πνευματικά, καὶ ἐντὸς ὀλίγου ἡ δυσωδία τῆς ἀποσυνθέσεως τῆς νεκρῆς πνευματικὰ ζωῆς μας γίνεται ἀποπνικτική.
Ἔλεγε ὁ μακαριστὸς καὶ διαπρεπὴς λόγιος ζωγράφος Φώτης Κόντογλου: «Τὸν σημερινὸν ἄνθρωπο, ποὺ δὲν πιστεύει σὲ τίποτα, θαρρεῖς πὼς τὸν ἔπιασε μιὰ ἑωσφορικὴ μανία νὰ συντρίψει τὰ πάντα, γιὰ νὰ γυρίσει ὁ κόσμος στὸ χάος ἀπ’ ὅπου ἐβγῆκε… τώρα ὁ ἄνθρωπος δὲν παραδέχεται οὔτε Θεό, οὔτε τάξη στὸν κόσμο, οὔτε σκοπὸ κανέναν καὶ θέλει νὰ βυθιστεῖ στὸ ἔρεβος τῆς ἀνυπαρξίας» (Φ. Κόντογλου, «Τὸ φρέαρ τῆς ἀβύσσου», ἐν Ευλογημένο καταφύγιο, σελ. 224-225).
Ποιὸς λοιπὸν μπορεῖ νὰ μᾶς λυτρώση ἀπὸ αὐτὸ τὸ σκότος, ἀπὸ αὐτὴ τὴν δυσωδία, ἀπὸ αὐτὴ τὴν σῆψι, ποὺ ὅλο καὶ πιὸ πολύ μᾶς πνίγει;
Μόνον ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Αὐτός, ποὺ ἐμεῖς ἀποστρεφόμαστε καὶ συστηματικὰ καὶ μὲ πεῖσμα καὶ μίσος τὸν διώχνουμε ἀπὸ τὴν ζωή μας.
Ἀπὸ ἐμᾶς δὲν ζητάει τίποτε ἄλλο ὁ Θεὸς παρὰ νὰ μετανοοῦμε. Ζητάει τὴν μετάνοιά μας. «Ἤγγικεν ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ» (Μάρ. α΄ 15). Νὰ ἀλλάξουμε τρόπο σκέψεως, νὰ ἀλλάξουμε τρόπο ζωῆς.
Τὰ νομοσχέδια ἀλλάζουν, ὅταν ἐμεῖς θὰ ἀλλάξουμε. Ἡ μετάνοια εἶναι τὸ ἀντίδοτο καὶ τὸ ἀντίβαρο σὲ ὅλη αὐτὴ τὴν ἀποστασία, σὲ ὅλη αὐτὴ τὴν πνευματικὴ σῆψι. Ἡ ὁδὸς τῆς ἁγιότητος εἶναι τὸ ἀντίβαρο στὴν ἀποστασία.
Ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μᾶς ἔδειξε τὸν δρόμο. Ἦλθε στὴν γῆ, ἔγινε ἄνθρωπος, ἔζησε μαζί μας, ἔπαθε, ἀπέθανε, καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα ἀνέστη ἐκ νεκρῶν γιὰ τὴν σωτηρία μας, «ἠμὶν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμὸν» (Α΄ Πέτ. β΄ 21), δείχνοντάς μας δηλαδὴ μὲ τὴν παναγία ζωὴ Του τὸν δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὴν Ἀγάπη, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν Ζωὴ τὴν αἰώνιο.
Αὐτὸν τὸν δρόμο καλούμαστε καὶ ἐμεῖς νὰ ἀκολουθήσουμε.
Αὐτὸν τὸν δρόμο ἀκολούθησαν οἱ Ἅγιοί της Πίστεώς μας.
Ἀς «προευτρεπίσωμε», λοιπόν, τόν «ἔσω ἄνθρωπον», γιὰ νὰ ὑποδεχθῆ τὸν Λυτρωτή μας, ποὺ μᾶς ἐξαγόρασε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ μᾶς ἔκανε «καινὸν ἄνθρωπον», καινούριο ἄνθρωπο (Ἐφ. δ΄ 24). Ἂς «εὐτρεπίσωμε τὸ σπήλαιο» τῆς ψυχῆς μας ἀρνούμενοι «τὴν ἀσέβεια καὶ τὶς κοσμικὲς ἐπιθυμίες» καὶ κάθε μολυσμὸ «σαρκὸς καὶ πνεύματος», γιὰ νὰ τὸ προσφέρωμε ἔτσι στὸν Κύριό μας.
Ὁ Κύριος ἐτέχθη καὶ ἐπλήρωσε τὰ σύμπαντα μὲ τὴν θεϊκή Του εὐωδία. Ἂς τρέξουμε ὀπίσω Του μὲ τὴν σύμφωνη μὲ τὶς ἐντολὲς Του ζωή μας.




Μετὰ πολλῆς ἐν Κυρίῳ ἀγάπης καὶ εὐχῶν
Ἅγια Χριστούγεννα 2015
Ὁ Καθηγούμενος τῆς ἐν Ἁγίῳ Ὄρει
Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου
Ἀρχιμ. Χριστοφόρος

καὶ οἱ σὺν ἐμοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοὶ

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2015

Χριστούγεννα με νόημα και ψυχή ή «για να κινηθεί η αγορά»;


Πρωτογονισμός και «εποικοδόμημα»

Η απογύμνωση του Ιστορικού Υλισμού



Ε​​βδομάδα γιορτής των Χριστουγέννων και μια «σφυγμομέτρηση» της κοινής γνώμης για το γεγονός της γιορτής θα πρόσφερε, σίγουρα, πλούσιο υλικό κοινωνιογνωσίας. Ποιο ποσοστό του πληθυσμού σώζει ακόμα ίχνη «υπαρξιακού προβληματισμού», έχει ερωτήματα που μπορεί να επιφέρουν ρωγμές στην απανθρωπία της ιστορικο-υλιστικής μονοτροπίας των καιρών μας, ποιο ποσοστό εξακολουθεί να ανέχεται τα στερεότυπα μιας κατεστημένης «γιορτινής» κενολογίας.
Αντιπαλεύοντας τον «τρόπο» του «υπαρκτού σοσιαλισμού» οι κοινωνίες της «φιλελεύθερης οικονομίας» είχαν επιστρατεύσει ρομαντικά ρητορικά προσχήματα ιδεαλισμού. Έκρυβαν επιμελέστατα την κοινή καταγωγή καπιταλισμού και μαρξισμού από την ίδια μήτρα: τον Ιστορικό Υλισμό. Επινόησαν την ετικέτα της «χριστιανοδημοκρατίας» καλλιεργώντας με θαυμαστή αποτελεσματικότητα την ψευδαίσθηση ότι οι στυγνοί νόμοι της «ελευθερίας των αγορών» (νόμοι φυσικής επιλογής, επιβίωσης του ισχυροτέρου, άτεγκτης ανταγωνιστικότητας) μπορούν να συνταιριαστούν με έναν θρησκειοποιημένο Χριστιανισμό, ατομοκεντρικής, «πνευματικά» αιτιολογημένης, ωφελιμοθηρίας.
Η παράσταση κράτησε ώς τα τέλη της δεκαετίας του ’80. Τότε, στις κοινωνίες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» οι συγκυρίες ξεγύμνωσαν αποκαλυπτικά τα ιδεολογήματα που συντηρούσαν την ψευδαίσθηση της αντιπαλότητας: Αποκάλυψαν τους εμφανιζόμενους ως αντιπάλους, μαρξισμό και καπιταλισμό, σε σιαμαία συμφυΐα – δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, του Ιστορικού Υλισμού. Τα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού» κατέρρευσαν, όχι γιατί απέρριπταν πια τον Ιστορικό Υλισμό, αλλά επειδή λαχταρούσαν περισσότερον Ιστορικό Υλισμό: Ηθελαν μπλου-τζηνς, καλλυντικά, πορνογραφία, «ελευθερία» ανεμπόδιστων ατομικών καταναλωτικών επιλογών.
Τότε και ο «υπαρκτός καπιταλισμός» απέβαλε επιτέλους τα προσωπεία: αρνήθηκε κάθε χαλινό στην κατάφαση των ενστικτωδών ενορμήσεων, των νόμων της ζούγκλας: Οι εκλεγμένες κυβερνήσεις, οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί, ο συνδικαλισμός, οι διακηρύξεις των «δικαιωμάτων», η «τέταρτη εξουσία» της πληροφόρησης, απόμειναν ανυπόστατες σκιές, διακοσμητικό ντεκόρ στην απάνθρωπη, πλανητική εξουσία των κερδοσκόπων. Το νόμισμα αυτονομήθηκε από τις παραγωγικές και ανταλλακτικές ανθρώπινες σχέσεις, έγινε αφηρημένο «λογιστικό» χρήμα υπηρετικό ενός τερατώδους, ανίερου τζόγου με ανεξέλεγκτους παίκτες.
Οπως στα κομμουνιστικά καθεστώτα η «κεντρικά ελεγχόμενη οικονομία» κατάργησε την πολιτική και την υποκατέστησε με αυθαίρετες τυραννικές δικτατορίες που η καθεμιά επέβαλε τη δική της «νομενκλατούρα», έτσι και η «φιλελεύθερη» οικονομία καταργεί σήμερα απροκάλυπτα την πολιτική, την υποκαθιστά με παντοδύναμα παντελώς ανεξέλεγκτα οικονομικά «διευθυντήρια». Ιδιωτικοί οίκοι αξιολογούν τις οικονομίες κρατών, βαθμολογούν τη δανειοληπτική τους αξιοπιστία – δηλαδή αποφασίζουν ποια κοινωνία θα ευνοηθεί να ευημερήσει, ποια θα βυθιστεί σε λιμό, σε απόγνωση. Με φρενήρη ρυθμό εκποιούνται κοινωνικές περιουσίες λαών, εισάγονται στο πλανητικό καζίνο του χρηματιστηριακού παιγνίου, με ευφημισμούς ιταμής αναίδειας: όπως, το να θεωρείται ο παλιμβαρβαρισμός των «ιδιωτικοποιήσεων» κορύφωμα «εκσυγχρονισμού» και «προόδου».
Ισως για πρώτη φορά στα χρόνια μας, δυο χιλιετίες μετά Χριστόν, οι άνθρωποι να «γιορτάζουμε» Χριστούγεννα με ριζικά αντεστραμμένους, σε παγκόσμια κλίμακα, τους όρους κατανόησης της Γιορτής. Γιορτή, τώρα πια, είναι μια σύμβαση καθαρά χρηστική: συντηρούμε γραφικότητες συναισθηματικού χαρακτήρα, μόνο για την απόλαυση λίγης αργίας από τη βιοπάλη (αν η βιοπάλη δεν έχει ακυρωθεί από το μαρτύριο της ανεργίας) και με κυρίως στόχο «να κινηθεί η αγορά». Η Γιορτή αρχίζει και τελειώνει στον διάκοσμο –«δέντρο», δώρα, κάλαντα, τραπέζι ευωχίας, γιρλάντες στα μπαλκόνια και στις εξώθυρες– όλα συναρτήσεις του δείχτη καταναλωτικής ευχέρειας. Οι άνθρωποι μοιάζει να έχουμε παλινδρομήσει σε έναν απίστευτο πρωτογονισμό, δίχως καν ερωτήματα για «νόημα» (αιτία και σκοπό) της ύπαρξης, του κόσμου, της Ιστορίας.
Η λέξη «απανθρωπία» κυριολεκτεί: Χάνεται «το κυρίως ανθρώπινον» –ο άνθρωπος προσπερνάει την όποια χαρά ή θλίψη, την επιτυχία ή την απόγνωση, τον έρωτα ή τη μοναξιά, τις προοπτικές της ζωής ή την εγγύτητα του θανάτου, χωρίς περιέργεια ή κριτήριο για την ποιότητα, την αλήθεια ή την ψευδαίσθηση. Προσπερνάει αδιάφορος το αίνιγμα του κάλλους –γιατί τα χρώματα, γιατί η ετερότητα, γιατί η ενεργούμενη μοναδικότητα στο βλέμμα, στο χαμόγελο, στη χειρονομία, στη ζεστασιά της φωνής. Τα μετράμε όλα σήμερα με μέτρο την ωφελιμότητα της χρήσης, όχι την έκπληξη (αλλά και το ρίσκο) της σχέσης. Είναι ο θρίαμβος του Ιστορικού Υλισμού, ο «μετά θάνατον» του μαρξισμού θρίαμβος.
Στην Ελλάδα έχουμε ιστορικο-υλιστικό πρωτογονισμό ακατέργαστον. Αλλά και ιδεαλιστικό «εποικοδόμημα» υπερτροφικό: Υποχρεωτικό μάθημα θρησκευτικών στα σχολειά. Δύο Θεολογικές Σχολές, με τέσσερα Τμήματα, στα πανεπιστήμια Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Τέσσερις Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες. Κάθε Κυριακή τη λειτουργία με κήρυγμα από την κρατική τηλεόραση. Ραδιοφωνικούς σταθμούς της αρχιεπισκοπής και μητροπόλεων. Πλημμυρίδα θρησκευτικών εντύπων – κάθε μητρόπολη το περιοδικό της, αλλά και ενορίες, χώρια τα έντυπα των ποικιλώνυμων θρησκευτικών οργανώσεων. Και με όλον αυτόν τον κηρυγματικό καταιγισμό, η ελλαδική κοινωνία σήμερα είναι ανατριχιαστικά ακατήχητη. Αγνοεί ακόμα και τα στοιχειώδη της εγκυκλοπαιδικής ενημέρωσης.
Το αποδείχνουν οι πολιτικοί, όταν τολμάνε διαγγέλματα Πάσχα, Χριστούγεννα, Δεκαπενταύγουστο. Το ίδιο και οι δημοσιογράφοι, δημοσιογραφούντες λόγιοι, ραδιοτηλεοπτικοί σχολιαστές, συγγραφείς και κορυφαίοι των Γραμμάτων που φιλοδοξούν αναμέτρηση με μεταφυσικά ερωτήματα...
Ομως σώζεται, ακόμα, η έμπρακτη μαρτυρία της λατρείας: Η αποκαλυπτική δραματουργία, η ιλιγγιώδης ποίηση της υμνολογίας. Ο έρωτας που χωράει στη γλώσσα. Ο «τρόπος» εισόδου στη ρεαλιστική χαρά της Γιορτής.



Του Χρήστου Γιανναρά
Απόσπασμα από την Επιφυλλίδα της Εφημερίδας "Καθημερινή της Κυριακής" 21-12-2014.
Αναδημοσίευση από: http://www.kathimerini.gr, ΟΟΔΕ

Ένας ομοφυλόφιλος μιλάει με τον άγιο Ανδρέα το διά Χριστόν σαλό


Ενώ ο άγιος καθόταν μπροστά στην είσοδο, πλησίασε κάποιος νεαρός ευνούχος, θαλαμηπόλος ενός πλουσίου. Το πρό­σωπό του ήταν ρόδινο και το δέρμα του λευκό σαν χιόνι. Ήταν ωραίος, μάλλον ξανθός, υπερβολικά μαλθακός και μύριζε από μακριά αρώματα. Με τον Επιφάνιο ήσαν πολύ αγαπημένοι, ήσαν γείτονες και συνομήλικοι. Κρατούσε στο χέρι τριάντα χουρμάδες που φαίνονταν σαν ξερά σύκα. Βλέποντας τον όσιο γυμνό, απόρησε και ρώτησε ταραγμένος:

—Αγαπημένε μου Επιφάνιε, ποιος είναι αυτός; Γιατί γυρίζει γυμνός μέσα στο αφόρητο κρύο και μοιάζει θαλασσοδαρμένος;
—Δεν ξέρω, φίλε μου, τι να σου πω. Τον νου του πάντως τον έχει αιχμαλωτίσει ο πονηρός και γυρίζει σαν τρελός. Γι’ αυτό όλοι οι δαιμονισμένοι γυρίζουν με σχισμένα ρούχα, χωρίς να αισθάνονται το κρύο ή τον καύσωνα.

Ο Επιφάνιος γνώριζε καλά τον άγιο Ανδρέα και ήξερε ότι είναι άγιος. Μίλησε όμως έτσι, επειδή δεν ήθελε να αποκαλύψει την αρετή του δικαίου. Ο ευνούχος τότε ηρέμησε, συμπάθησε τον όσιο σαν φτωχό και του πρόσφερε όσους χουρμάδες είχε:

—Δέξου για την ώρα αυτά, του είπε, δεν έχω τίποτε άλλο.

Ο όσιος όμως, που με τους νοερούς οφθαλμούς έβλεπε την κατάσταση της ψυχής του, τον κοίταξε βλοσυρά και του είπε:

—Οι σαλοί δεν δέχονται δώρα από κωλο-φωνίους.

Με τη σύνθετη αυτή λέξη ο όσιος εννοεί τους αρσενοκοίτες, κάνοντας συγχρόνως λογοπαίγνιο με το φυτό κολοφώνιο (είδος λαχάνου). Εκείνος δεν κατάλαβε και είπε:

—Πραγματικά είσαι τρελός. Βλέπεις χουρμάδες και τους λες κολοφώνια;
—Φύγε δόλιε! του απαντά ο μακάριος. Πήγαινε στον κοιτώνα τού κυρίου σου να κάνεις μαζί του τη βδελυρή αμαρτία των Σοδομιτών, και θα σου δώσει και άλλους χουρμάδες. Ταλαίπωρε! Τις ακτίνες της βασιλείας των ουρανών δεν τις βλέπεις. Την αγριότητα της κολάσεως δεν την γνωρίζεις. Τον άγγελό σου τουλάχιστον, που σ’ ακολουθεί σαν Χριστιανό, δεν τον ντρέπεσαι; Αχ, να ήξερες τι τιμωρία σε περιμένει, ακάθαρτε, που συχνάζεις σε απόμερες γωνιές μαζί με άλλους και κάνεις πράξεις αφύσικες, που ούτε οι σκύλοι και οι χοίροι ούτε τα ερπετά και τα φίδια τις κάνουν! Ποιος σου τα έμαθε αυτά; Κρίμα στα νιάτα σου! Σε πλήγωσε ο σατανάς και σε γκρέμισε αγέρωχα στα τρίσβαθα του Άδη. Πρόσεξε! Μην προχωρείς περισσότερο, για να μη ρίξει φωτιά ο Θεός και σε κάψει πρόωρα κι έτσι από τη μια φωτιά πέσεις στην άλλη, της κολάσεως.

Ο ευνούχος άκουσε και έφριξε. Το πρόσωπό του κοκκίνισε.

—Αλίμονό μου του άθλιου, ψέλλισε καταντροπιασμένος.
—Τι έπαθες αγαπητέ μου; ρώτησε ο Επιφάνιος. Γιατί ντράπηκες και κοκκίνισες έτσι; Δεν σου είπα ότι αυτός είναι τρελός και λέει ό,τι φθάσει; Πάντως για ό,τι απ’ αυτά που άκουσες σε ελέγχει η συνείδησή σου, φρόντισε να το διορθώσεις και να μην περιφρονήσεις τα λόγια του. Είσαι νέος και ο σατανάς είναι φοβερός. Μας σπρώχνει να κάνουμε την αμαρτία όχι για τίποτε άλλο, αλλά για να έχει κι εμάς μέσα στη φωτιά τής κολάσεως και να παρηγοριέται.

Ο ευνούχος, ύστερα απ’ αυτά που άκουσε, ανεχώρησε. Τότε ο Επιφάνιος βοήθησε τον όσιο να σηκωθεί και πήγαν στο δωμάτιό του. Εκεί βρήκαν έτοιμο το τραπέζι και κάθισαν να ευφρανθούν. Μετά το φαγητό ρώτησε ο Επιφάνιος:

—Γιατί, σεβαστέ μου φίλε, μίλησες τόσο απότομα στον αγαπητό μου;
—Επειδή είναι φίλος σου, γι’ αυτό του μίλησα έτσι. Αν δεν ήταν, δεν θα άκουγε ούτε μία λέξη. Σκοπός μου δεν είναι να ελέγχω τους αμαρτωλούς, αλλά να τρέχω στον ίσιο δρόμο που οδηγεί στον ουρανό.
—Γνωρίζω κι εγώ τα σχετικά με τον ευνούχο, είπε ο Επιφάνιος. Αφού όμως ο καημένος είναι δούλος και βιάζεται από τον κύριό του, τι μπορεί να κάνει;
—Το ξέρω, είπε ο όσιος, καταλαβαίνω τη θέση του. Ο δούλος όμως πρέπει να εξυπηρετεί τον αφέντη του μόνο στις υλικές του ανάγκες, όχι στα έργα του διαβόλου και στις άτιμες πράξεις του, και μάλιστα σ’ αυτό το καταραμένο, το σιχαμερό αμάρτημα που ούτε στα ζώα το συναντάμε! Γιατί λοιπόν ο άνθρωπος να μην αισθάνεται τη δυσωδία αυτής της ακαθαρσίας και να μην την αποστρέφεται;
—Όταν ο αφέντης, είπε πάλι ο Επιφάνιος, προστάξει τον δούλο να κάνει κάποια υπηρεσία είτε σωματική είτε πνευματική είτε ακόμη και αμαρτωλή, κι αυτός δεν υπακούσει, ξέρεις τότε τι κατάρες τον περιμένουν, τι ξύλο, τι απειλές και πόσα άλλα δεινά;
—Αυτό, παιδί μου, είναι το μαρτύριο του Χριστού. Αυτό εννοούσε ο Κύριος όταν έλεγε: «Μακάριοι όσοι διώκονται εξ αιτίας της αρετής τους, γιατί δική τους είναι η Βασιλεία των Ουρανών» (Ματθ. 5:10). Αν οι δούλοι δεν υποχωρούν στη σιχαμερή σοδομιτική επιθυμία των κυρίων τους, είναι μακάριοι και τρισμακάριοι, γιατί τα βασανιστήρια που θα υποφέρουν θα τους κατατάξουν στη χορεία των μαρτύρων.



πηγή:Απόσπασμα από το βιβλίο «Άγιος Ανδρέας ο διά Χριστόν σαλός» της Ιεράς Μονής Παρακλήτου