Δευτέρα 31 Αυγούστου 2009

Βαθύτερη έρευνα

Πολλοί νιώθουν ευτυχισμένοι απολαμβάνοντας κάτι που οι άλλοι το θεωρούν λάθος. Και μόλις τους αφαιρέσουν αυτό το «λάθος», τους αφαιρούν την ευτυχία τους.

Είναι όμως λάθος αυτό που δίνει μια τόσο μεγάλη ευλογία στον άνθρωπο; Μια ευτυχία που δεν μπορεί να του τη δώσει κανένα «αλάθητο»;

Ή μήπως κάνουν λάθος όσοι κρίνουν το «λάθος»; Και μήπως η ευτυχία δεν πρέπει να μετριέται με «αντικειμενικότητα», μήπως αυτό το μέλημα είναι το πραγματικό λάθος;

Η ευτυχία είναι κατάσταση υποκειμενική. Αυτό που κάνει τον ένα ευτυχισμένο, τον άλλο τον κάνει δυστυχισμένο. Έτσι είναι, όταν «αντικειμενοποιείται» η ευτυχία, καταστρέφεται.

Μήπως αυτή η πτυχή θέλει βαθύτερη έρευνα για να μην γίνονται φοβερά λάθη σε βάρος της ανθρώπινης ευτυχίας;

Εκτός βέβαια και βρισκόμαστε μπροστά σε τέτοια γεγονότα που οδηγούν μόνα τους στο μόνο αναμφισβήτητο λάθος, την διάλυση, την καταστροφή της ανθρώπινης ύπαρξης.

Γιατί καμιά ηδονή και ευχαρίστηση, οσοδήποτε μεγάλη και αν είναι δεν μπορεί να ξεπεράσει την αξία της ύπαρξης. Προηγείται η ύπαρξη και ακολουθεί η ευτυχία. Χωρίς ύπαρξη δεν γίνεται λόγος για ευτυχία. Καταστροφή της ύπαρξης σημαίνει καταστροφή της ευτυχίας. Μετά από αυτό το ξεκαθάρισμα πιστεύουμε πως είναι ελεύθερη η έρευνα, να προχωρήσει σε βάθος, να ανακαλύψει και νέες πτυχές στο πελώριο θέμα της ευτυχίας και της ηδονής.

Πτυχές που θα μας κάνουν πολύ πιο προσεκτικούς, ώστε όχι μόνο να μην κρίνουμε αλλά κυρίως να μη χαλάμε τόσο εύκολα την ευτυχία των άλλων. Γιατί χαλώντας την ευτυχία των άλλων, σίγουρα χαλάμε και τη δική μας.


π.Γ.Στ.




«Η θάλασσα βάφτηκε κόκκινη απ' το αίμα»



Σφαγή. 320 αιχμάλωτοι Ελληνοκύπριοι σφαγιάστηκαν δίχως έλεος από Τούρκους στρατιώτες τον Αύγουστο του '74, σύμφωνα με νέα μαρτυρία Τουρκοκύπριου, που δημοσιεύει η εφημερίδα «Άφρικα».

Πλέον περισσεύουν τα λόγια για την αγριότητα του Αττίλα.

Όταν Τουρκοκύπριος τολμά να αποκαλύψει την αλήθεια για την αγριότητα του Τουρκικού Στρατού κατά την εισβολή στην Κύπρο, το καλοκαίρι του 1974, τότε τα λόγια περισσεύουν.


Όταν Τουρκοκύπριος δηλώνει ευθέως ότι η θάλασσα στην Κερύνεια βάφτηκε κόκκινη από το αίμα 320 Ελληνοκυπρίων αιχμαλώτων, τότε τα λόγια περισσεύουν.

Όταν οι αποκαλύψεις για τα απανωτά εγκλήματα πολέμου του Τουρκικού Στρατού εισβολής το 1974 στην Κύπρο πέφτουν σαν βροχή και η διεθνής κοινότητα αλληθωρίζει, τότε τα λόγια περισσεύουν.

Στις τόσες αποκαλύψεις που έχουν δει το φως της δημοσιότητας αυτό το καλοκαίρι, έρχεται να προστεθεί η πιο συγκλονιστική μαρτυρία για τη βαρβαρότητα των εγκλημάτων πολέμου που διέπραξε ο Τουρκικός Στρατός κατοχής στην Κύπρο.

Ο Τουρκοκύπριος -που για προφανείς λόγους κράτησε την ανωνυμία του- μίλησε στη γνωστή τουρκοκυπριακή εφημερίδα «Άφρικα» για μια πρωτοφανή πράξη που διαδραματίστηκε μπροστά στα μάτια του, τον Αύγουστο του 1974.

Σύμφωνα με τη συγκλονιστική του μαρτυρία, 320 Ελληνοκύπριοι αιχμάλωτοι πολέμου σφαγιάστηκαν εν ψυχρώ από Τούρκους στρατιώτες, στην ακτή δυτικά της Κερύνειας.

Πρόκειται για την πιο άγρια πράξη που έχει καταγραφεί από αυτόπτη μάρτυρα.


Σύμφωνα με τα όσα δήλωσε ο Τουρκοκύπριος, ο ίδιος ήταν ένας από τους συνοδούς των αιχμαλώτων, που μεταφέρθηκαν με οκτώ λεωφορεία (40 αιχμάλωτοι στο κάθε λεωφορείο) στο σημείο όπου είχε γίνει η απόβαση, δυτικά της Κερύνειας, προκειμένου να οδηγηθούν με πλοία σε φυλακές της Τουρκίας.

Όμως, οι 320 Ελληνοκύπριοι αιχμάλωτοι δεν επρόκειτο να μεταφερθούν ποτέ στην Τουρκία. Θα τους προλάβαινε η βαρβαρότητα των ορδών του τουρκικού Αττίλα.

Όπως γράφει η «Άφρικα», όταν τα λεωφορεία έφθασαν στο λιμάνι είχε ήδη καταπλεύσει ένα πλοίο με Τούρκους στρατιώτες, οι οποίοι μόλις είχαν αποβιβαστεί.

Όταν οι στρατιώτες πληροφορήθηκαν ότι στα λεωφορεία βρίσκονταν Ελληνοκύπριοι αιχμάλωτοι, έβγαλαν τις ξιφολόγχες και τους σκότωσαν με αγριότητα -μέχρις ενός!

«Η θάλασσα βάφτηκε κόκκινη από το αίμα των αιχμαλώτων» είναι η συγκλονιστική δήλωση-μαρτυρία του Τουρκοκύπριου, που αποτυπώνει ανάγλυφα το μέγεθος της αγριότητας των Τούρκων εισβολέων.

Ο Τουρκοκύπριος δήλωσε στην εφημερίδα ότι ακόμη και ο ίδιος φοβήθηκε για τη ζωή του, καθώς η μανία των Τούρκων στρατιωτών ήταν τόση, ώστε υπήρχε κίνδυνος να σφάξουν ακόμη και τους Τουρκοκύπριους που συνόδευαν τους αιχμάλωτους!

Σύμφωνα με τον αυτόπτη μάρτυρα, οι 320 Ελληνοκύπριοι αιχμάλωτοι ίσως να θάφτηκαν σε κάποιο χώρο κοντά στο ξενοδοχείο Μάρε Μόντε, το οποίο είχε λειτουργήσει λίγους μόνο μήνες πριν από την εισβολή.

Στη μαρτυρία του, ο Τουρκοκύπριος ανέφερε ότι η σφαγή έγινε στα τέλη Αυγούστου του 1974, δηλαδή λίγες μέρες μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης φάσης της τουρκικής εισβολής.

πηγή


Αφιέρωμα στη Μικρασιατική Καταστροφή (στ')


Αρχίσαμε να βαδίζουμε πιασμένοι απ΄ το χέρι , κοντά ο ένας στον άλλον, χαμένοι, μουδιασμένοι, δισταχτικοί, σαν να ΄μαστε τυφλοί και δεν ξέρουμε που θα μας φέρει το κάθε βήμα που αποτολμούσαμε. Γυρεύαμε ξενοδοχείο στο λιμάνι για ν΄ ακουμπήσουμε και να περιμένουμε τους δικούς μας. Όπου όμως κι αν ρωτούσαμε, παίρναμε την ίδια στερεότυπη απόκριση:
-Απ΄τη Σμύρνη έρχεστε; Δε δεχόμαστε πρόσφυγες.
-Μα θα σας πληρώσουμε καλά, άνθρωποι του Θεού, έλεγε η θεία Ερμιόνη.
Εκείνοι επέμεναν στην άρνησή τους:
-Φοβόμαστε τις επιτάξεις . Δε μάθατε λοιπόν πως στη Χίο, στη Μυτιλήνη, στη Σάμο έφτασε προσφυγολόι, κι επιτάξανε όλα τα σχολεία, τα ξενοδοχεία, τα πάντα;
-Τι θέλαμε, τι γυρεύαμε μεις να ΄ρθούμε σε τούτον τον αφιλόξενο τόπο, έλεγε η κυρία Ελβίρα. Τι θέλαμε και τι γυρεύαμε να χωριστούμε από τους άνδρες μας!
Στο τέλος βρέθηκε ένας αναγκεμένος ξενοδόχος και μας έδωσε ένα σκοτεινό, άθλιο δωμάτιο με έξι κρεβάτια. Για πότε γινήκαμε πραγματικοί πρόσφυγες δεν το καταλάβαμε. Μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα όλος ο κόσμος αναποδογύρισε.
Βαπόρια φτάναν το ένα πίσω από τ΄ άλλο και ξεφόρτωναν κόσμο, έναν κόσμο ξεκουρντισμένον, αλλόκοτο, άρρωστο, συφοριασμένο, λες κι έβγαινε από φρενοκομεία, από νοσοκομεία, από νεκροταφεία. Έπηξαν οι δρόμοι, το λιμάνι οι εκκλησιές, τα σχολειά, οι δημόσιοι χώροι. Στα πεζοδρόμια γεννιόνταν παιδιά και πέθαιναν γέροι .
Ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι βρεθήκανε ξαφνικά έξω απ΄ την προγονική τους γη. Παράτησαν σκοτωμένα παιδιά και γονιούς άταφους. Παράτησαν περιουσίες, τον καρπό στα δένδρα και στα χωράφια το φαΐ στη φουφού, τη σοδειά στην αποθήκη το κομπόδεμα στο συρτάρι, τα πορτρέτα των προγόνων στους τοίχους. Και βάλθηκαν να τρέχουν να φεύγουν κυνηγημένοι απ΄ το τούρκικο μαχαίρι και τη φωτιά του πολέμου. Έρχεται μια τραγική στιγμή στη ζωή του ανθρώπου, που το θεωρεί τύχη να μπορέσει να παρατήσει το έχει του, την πατρίδα του το παρελθόν του και να φύγει, να φύγει λαχανιασμένος αποζητώντας αλλού τη σιγουριά. Άρπαξαν οι άνθρωποι βάρκες, καΐκια, σχεδίες, βαπόρια, πέρασαν τη θάλασσα σ΄ έναν ομαδικό, φοβερό ξενιτεμό. Κοιμήθηκαν αποβραδίς νοικοκυραίοι στον τόπο τους και ξύπνησαν φυγάδες, θαλασσοπόροι, άστεγοι άποροι, αλήτες και ζητιάνοι στα λιμάνια του Πειραιά, της Σαλονίκης, της Καβάλας του Βόλου, της Πάτρας.
Ενάμισι εκατομμύριο αγωνίες και οικονομικά προβλήματα ξεμπαρκάρανε στο φλούδι της Ελλάδας, με μια θλιβερή ταμπέλα κρεμασμένη στο στήθος: «Πρόσφυγες!» Που να ακουμπήσουν οι πρόσφυγες; Τι να σκεφτούν; τι να ξεχάσουν; τι να πράξουν; που να δουλέψουν; πώς να ζήσουν;


Τρέμαν ακόμα απ΄ το φόβο. Τα μάτια τους ήταν κόκκινα απ΄ το αιμάτινο ποτάμι της κόλασης που διάβηκαν. Και σαν πάτησαν σε στέρεο έδαφος, μετρήθηκαν να δουν πόσοι φτάσανε και πόσοι λείπουν. Κι οι ζωντανοί δεν το πιστεύανε, μόνο άπλωναν τα χέρια τους στο κορμί τους και το ψάχνανε, για να βεβαιωθούνε πως δεν ήταν βρικόλακες. Και ψάχναν και για την ψυχή τους, να δουν αν ήταν στη θέση της. Μ΄ αυτή ήταν άφαντη. Είχε μείνει πίσω στην πατρίδα κοντά στους αγαπημένους νεκρούς και στους αιχμαλώτους, κοντά στα σπιτάκια, στα
χωράφια, στις δουλειές….
Κι είπαν : περαστικοί είμαστε, ας βολευτούμε όπως όπως , κι αύριο θα ματαγυρίσουμε στα μέρη μας. Κι αποζητούσαν, τούτη την ελπίδα, με την ίδια λαχτάρα σαν το ψωμί το νερό και τ΄ αλάτι.
Τόσοι ήταν, ενάμισι εκατομμύριο ρωμιοί μικρασιάτες, που στριφογύριζαν τώρα στο καύκαλο της Ελλάδας, σαν περιπλανώμενοι ιουδαίοι διωγμένοι από τη γη της Χαναάν. Χωρίς πατρίδα χωρίς δουλειά χωρίς σπίτι. Και μόλις χτες να θυμάσαι πως ήσουνα νοικοκύρης.
Ψάχναν για τον αίτιο , αναθεμάτιζαν τον ουρανό, τη γης ,τον Κεμάλ το Βενιζέλο τον Κωνσταντίνο, την Αντάντ, τον πόλεμο. Μα πριν απ΄ όλα τον ύπουλο τον Άγγλο ,τον υπολογιστή ,το διπλοπρόσωπο, το σφετεριστή που έκανε μπίζνες και αυτοκρατορική πολιτική με το αίμα και τη δυστυχία ενός λαού….

ΔΙΔΩ ΣΩΤΗΡΙΟΥ "Οι νεκροί περιμένουν"


Σαν σήμερα

31 - 8 - 1788

Ο Λάμπρος Κατσώνης καταναυμαχεί και τρέπει σε φυγή τουρκική μοίρα κοντά στην Κάρπαθο.

31 - 8 - 1866

Κρήτες επαναστάτες υποχρεώνουν σε συνθηκολόγηση τον Ισμαήλ Πασά στις Βρύσες Αποκορώνου.

31 - 8 - 1923

Η Ιταλία εκμεταλλευόμενη τη δολοφονία του Στγού Τελλίνι σε ελληνικό έδαφος καταλαμβάνει μετά από βομβαρδισμό την Κέρκυρα.


Αφιέρωμα στη Μικρασιατική Καταστροφή (ε')



Τ σπίτι κοντ στ θάλασσα
Τ σπίτια πο εχα μο τ πραν.
τυχε νά ναι τ χρόνια δίσεχτα πολέμοι χαλασμο ξενιτεμο
κάποτε
κυνηγς βρίσκει τ διαβατάρικα πουλι
κάποτε δ
ν τ βρίσκει τ κυνγι
ε
ταν καλ στ χρόνια μου, πραν πολλος τ σκάγια
ο
λλοι γυρίζουν τρελαίνουνται στ καταφύγια.

Μ
μο μιλς γι τ᾿ ηδόνι μήτε γι τν κορυδαλλ
μήτε γι
τ μικρούλα σουσουράδα
πο
γράφει νούμερα στ φς μ τν ορά της
δ
ν ξέρω πολλ πράγματα π σπίτια
ξέρω π
ς χουν τ φυλή τους, τίποτε λλο.

Καινούργια στ
ν ρχή, σν τ μωρ
πο
παίζουν στ περβόλια μ τ κρόσια το λιου,
κεντο
ν παραθυρόφυλλα χρωματιστ κα πόρτες
γυαλιστερ
ς πάνω στ μέρα
ταν τελειώσει ρχιτέκτονας λλάζουν,
ζαρώνουν
χαμογελον κόμη πεισματώνουν
μ
᾿ κείνους πο μειναν μ᾿ κείνους πο φυγαν
μ
᾿ λλους πο θ γυρίζανε ν μποροσαν
πο χαθκαν, τώρα πο γινε
κόσμος να πέραντο ξενοδοχεο.

Δ
ν ξέρω πολλ πράγματα π σπίτια,
θυμ
μαι τ χαρά τους κα τ λύπη τους
καμι
φορά, σ σταματήσω κόμη
καμι
φορά, κοντ στ θάλασσα, σ κάμαρες γυμνς
μ
᾿ να κρεββάτι σιδερένιο χωρς τίποτε δικό μου
κοιτάζοντας τ
βραδινν ράχνη συλλογιέμαι
π
ς κάποιος τοιμάζεται ν ρθε, πς τν στολίζουν
μ
᾿ σπρα κα μαρα ροχα μ πολύχρωμα κοσμήματα
κα
γύρω του μιλον σιγ σεβάσμιες δέσποινες
γκρίζα μαλλι
κα σκοτεινς δαντέλες,
π
ς τοιμάζεται ν ρθε ν μ᾿ ποχαιρετήσει

μία γυνακα λικοβλέφαρη βαθύζωνη
γυρίζοντας
π λιμάνια μεσημβρινά,
Σμύρνη Ρόδο Συρακο
σες λεξάντρεια,
π κλειστς πολιτεες σν τ ζεστ παραθυρόφυλλα,
μ
ρώματα χρυσν καρπν κα βότανα,
π
ς νεβαίνει τ σκαλι χωρς ν βλέπει
κείνους πο κοιμήθηκαν κάτω π᾿ τ σκάλα.

Ξέρεις τ
σπίτια πεισματώνουν εκολα, σν τ γυμνώσεις.

Γ. Σεφέρης(αναφέρεται στήν Μικρασιατικη καταστροφη τής οποίας υπηρξε και ο ίδιος θύμα και η οικογένεια του)


Αφιέρωμα στη Μικρασιατική Καταστροφή (δ')


Φρικτές σκηνές !


Δεν είναι εύκολο βρει κανείς λόγια να περιγράψει τις φρικτές σκηνές εκείνων των ημερών. Μόνο η αμεσότητα της περιγραφής των αυτοπτών μαρτύρων μπορεί να δώσει, ίσως, το μέτρο της ανθρώπινης τραγωδίας:

«Ήμασταν στην Πούντα. Στέκαμε γραμμή για να μπαρκάρουμε. Ό,τι είχαμε, μπόγους, βαλίτσες, τα πατούσαν για να περάσουν. Πέρασε η μητέρα μου, η αδερφή μου έπεσε κάτω, ο κόσμος την πατούσε, δεν μπορούσε να σηκωθεί. Ένας στρατιώτης, καθώς βάσταγε το μωρό της, το τρύπησε με την ξιμφολόγχη. Το πέρασε από τη μια άκρια της φασκιάς έως την άλλη. Τι να κάνει; Το ‘βαλε σε μιαν ακρούλα. «ζήσε κόρη μου για τα άλλα σου παιδιά», της είπε η μάνα μας. Εγώ ακόμη δεν είχα περάσει τη ζώνη και με τραβά ένας Τουρκαλάς από το χέρι και μου λέει: «Ντουρ μωρή». Βάζω κάτι φωνές, κάτι κλάματα, φωνές και η μάνα μου. Πέρασαν πεντέξι, εμένα που να μ αφήσει να περάσω. «Αχ παιδάκι μου», λέει η μάνα μου. Πέφτει κάτω και λιποθυμά. Στο μεταξύ ο Τούρκος μου δίνει ένα σκαμπίλι, που άστραψε το φως μου. «Τσικάρ παρά», λέει. Θυμήθηκα το πεντόλιρο, τουτόδωσα. Μ αυτό γλίτωσα. Μου δίνει μια σπρωξιά. Πέφτω κάτω. Κι έσπασα τα γόνατά μου. Έχασα και το ένα μου παπούτσι. Εκεί πια οι Ιταλοί μας ανέβασαν αγκαλιά στο καράβι.

Οι Γάλλοι δείξαν βρωμερή στάση. Όσοι κατάφερναν να σκαρφαλώσουν στα καράβια τους, τους ρίχναν πίσω στη θάλασσα. Και παλικάρια, πιο πολύ τα παλικάρια ξανάριχναν στο νερό. Σαν τους βλέπαν να ζυγώνουν, τους πετούσαν ζεματιστό νερό, για να μη μπορέσουν ν’ ανέβουν. Οι Εγγλέζοι κάναν ό,τι κάναν, μα σα πήγαινε κανείς στα πλοία τους να σωθεί, τον δέχονταν καλά. Δεν τον διώχναν…»


(Αφήγηση: Άννα Καραμπέτσου, Νυμφαίο) .


Κυριακή 30 Αυγούστου 2009

Περιήγηση στην Στεμνίτσα α'











Αφιέρωμα στη Μικρασιατική Καταστροφή (γ')

Πριν από ογδόντα χρόνια έλαβε χώρα η μεγαλύτερη καταστροφή που γνώρισε ο Ελληνισμός. Το Γένος δεν έχασε τότε απλώς ένα τμήμα του, αλλά στην κυριολεξία, απώλεσε τον μισό εαυτό του. Σε όλες τις εποχές της ιστορίας μας, η Μ. Ασία αποτελούσε το ένα από τα δύο βάθρα του Ελληνισμού. Μετά το 1922, έχει μείνει το ένα μόνο βάθρο, η κυρίως Ελλάδα, και γι’ αυτό χωλαίνουμε. Σε ένα σύντομο κείμενο όπως αυτό, δεν μπορούν να γίνουν αναφορές στα αίτια της Καταστροφής και στις συνέπειές της. Εκείνο που πρέπει να επισημανθεί είναι, ότι όλοι οι Δυτικοί «Σύμμαχοι» (Άγγλοι, Γάλλοι, Ιταλοί)
στήριξαν τον Κεμάλ, τον σφαγέα του Μικρασιατικού Ελληνισμού για δύο λόγους.

Πρώτον, επειδή η Ελλάδα με την προσάρτηση της Μ. Ασίας θα ανερχόταν αμέσως σε μεγάλη δύναμη, πράγμα που δεν συνέφερε καμία από τις Μ. Δυνάμεις.

Δεύτερον, επειδή από εκείνη την εποχή ήθελαν η Τουρκία να αποτελεί, όπως συμβαίνει και σήμερα, τον ενδιάμεσο ανάμεσα στον Δυτικό Κόσμο και στο Ισλάμ.
Πέραν όμως από αυτά, σε βάρος των Μικρασιατών προσφύγων δεν έγιναν μόνο οι τουρκικές φρικαλεότητες, αλλά και δύο βασικότατες παραβιάσεις των ανθρωπίνων τους δικαιωμάτων από την Διεθνή Κοινότηα. Οι Έλληνες της Μ. Ασίας υποχρεώθηκαν σε ανταλλαγή, άρα αναγκάστηκαν να φύγουν από τη Μ. Ασία, σύμφωνα με όσα συμφωνήθηκαν στη Λωζάννη. Η παραμονή σε έναν οποιονδήποτε τόπο είναι, αναφαίρετο δικαίωμα κάθε ανθρώπου, σύμφωνα με τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως αυτά τα έχει καθορίσει ο δυτικός κόσμος. Αλλά ακόμη χειρότερα παραβιάστηκαν τα δικαιώματα τους, όταν υπό την πίεση των Μ. Δυνάμεων, το 1930, η ελληνική κυβέρνηση ουσιαστικά χάρισε στο στρατοκρατικό κεμαλικό δημόσιο τις περιουσίες τουλάχιστον 1.500.000 Μικρασιατών Ελλήνων. Η επαίσχυντη αυτή συμφωνία αποτελεί μοναδικό παράδειγμα παγκοσμίως απροκάλυπτης ληστείας, που έλαβε χώρα με τη συγκατάθεση της Κοινωνίας των Εθνών.

Έτσι, σήμερα, η Τουρκική «Δημοκρατία» ―δικτατορία στην πραγματικότητα― βρίσκεται στα πρόθυρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τα δικά μας χρήματα. Εάν η Τουρκία είχε πληρώσει τις περιουσίες των προσφύγων, αυτή τη στιγμή θα βρισκόταν στην οικονομική κατάσταση του Αφγανιστάν.
Κλείνοντας αυτή τη σύντομη αναφορά στο τεράστιο αυτό ζήτημα, δεν πρέπει να λησμονούμε ―παρά την επίσημη πολιτική της λήθης― τα δεινά που επισώρευσε όχι ο τουρκικός λαός, αλλά η κεμαλική ― στρατοκρατική του ηγεσία στον Μικρασιατικό Ελληνισμό.

Αφιέρωμα στη Μικρασιατική Καταστροφή (β')


Η άνοδος του τουρκικού εθνικισμού και οικονομικά συμφέροντα συνδεόμενα σε μεγάλο βαθμό με την οικονομική διείσδυση της Γερμανίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία οδήγησαν σε συστηματικούς διωγμούς του ελληνικού στοιχείου που διήρκεσαν από το 1913 ως τη Μικρασιατική Εκστρατεία.
Οι διωγμοί μπορούν να διακριθούν σε τρεις φάσεις ως προς το είδος, την ένταση και το αποτέλεσμά τους. Έτσι, στο διάστημα 1913-14 έχουμε την πρώτη φάση διωγμών. Οι σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας ήταν τότε σε ένταση εξαιτίας της κατακύρωσης των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου στην Ελλάδα. Οι διωγμοί άρχισαν με τη βίαιη εκτόπιση των Ελλήνων της ανατολικής Θράκης, ενώ από το Μάιο του 1914 επεκτάθηκαν και στη δυτική Μικρά Ασία. Στη θέση των Ελλήνων εγκαταστάθηκαν τούρκοι πρόσφυγες από τα εδάφη που έχασε η Τουρκία στους Βαλκανικούς Πολέμους. Μεθοδευμένοι από τους Γερμανούς, οι διωγμοί έδιωξαν τότε 130.000 Έλληνες από την περιοχή της Ερυθραίας. Πολλοί κατέφυγαν στην Ελλάδα, ενώ οι υπόλοιποι μεταφέρθηκαν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Τότε αποφασίστηκε και μερική ανταλλαγή των πληθυσμών, ενώ Μεικτή Επιτροπή δημιουργήθηκε για την εκτίμηση της περιουσίας των ανταλλαξίμων.

Σύμφωνα με τη στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου, 153.890 Έλληνες εκτοπίστηκαν στο εσωτερικό από τα παράλια της Μικρασίας ως τα τέλη του 1914. Η δεύτερη φάση των διωγμών εγκαινιάζεται με την εμπλοκή της Τουρκίας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Εκδηλώθηκε αρχικά με εξοντωτική οικονομική αφαίμαξη των Ελλήνων για τις ανάγκες του πολέμου. Άλλο μέτρο, το οποίο αρχικά προβλήθηκε ως εφαρμογή της αρχής της ισότητας ανάμεσα στις εθνότητες της αυτοκρατορίας, ήταν οι στρατιωτικές υποχρεώσεις του αντρικού πληθυσμού από 20 έως 45 ετών, ενώ οι μεγαλύτεροι θα επάνδρωναν τα περίφημα αμελέ ταμπουρού, τα τάγματα εργασίας, που σήμαινε αγγαρεία σε λατομεία, αγρούς, ορυχεία και δημόσια έργα στο εσωτερικό της Μικρασίας. Οι κακουχίες εξόντωσαν πολλούς Έλληνες. Υπολογίζεται ότι 250.000 Έλληνες έχασαν τη ζωή τους σε αυτά τα εργατικά τάγματα ως το τέλος του 1918. Άλλο μέτρο ήταν οι εκ νέου μετατοπίσεις από τα παράλια στο εσωτερικό, με σκοπό τη διαφοροποίηση της εθνολογικής σύστασης των παραλίων, καθώς κυκλοφορούσε η φήμη για παραχώρηση των περιοχών στην Ελλάδα από τους Συμμάχους. Οι πορείες ήταν τόσο εξαντλητικές και προσχεδιασμένα εξοντωτικές που λίγοι έφτασαν στον προορισμό τους, σε περιοχές με αμιγή τουρκικό πληθυσμό. Εκεί οι περισσότεροι εξαναγκάστηκαν σε εξισλαμισμό. Το σύνολο των θυμάτων των διωγμών, νεκροί και εκτοπισμένοι, τα χρόνια αυτά υπολογίζονται σε 750.000. Η τρίτη φάση των διωγμών συμπίπτει χρονικά με τη Μικρασιατική Εκστρατεία και κορυφώνεται με την οριστική Καταστροφή του μικρασιατικού Ελληνισμού το Σεπτέμβρη του 1922.


Αφιέρωμα στη Μικρασιατική Καταστροφή (α')


«Ο Κεμάλ γιόρτασε το θρίαμβό του με τη μεταβολή της Σμύρνης σε τέφρα και την τεράστια σφαγή του εκεί χριστιανικού πληθυσμού», έγραψε στα απομνημονεύματά του ο Ουΐνστον Τσόρτσιλ. Η σφαγή της Σμύρνης συγκλόνισε ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο. Ακόμα και στη Γαλλία -η φιλοτουρκική πολιτική της οποίας καθόριζε την πληροφόρηση που παρείχαν οι δημοσιογράφοι- διογκώθηκαν τα αντιτουρκικά συναισθήματα. Όμως, περισσότερο από τις ανταποκρίσεις και τις ψυχρές επισημάνσεις των διπλωματών, το τρομερό τοπίο εκείνων των ημερών αποκαλύπτεται μέσα από τις μαρτυρίες όσων το έζησαν. Η συλλογή και η έκδοση των αυθεντικών μαρτυριών έγινε από το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών. Μαρτυρίες συγκλονιστικές, που πιστοποιούν την ύπαρξη του Μικρασιατικού Ολοκαυτώματος. Τυχαία επιλέξαμε και δημοσιεύουμε τις αναμνήσεις της Ελένης Καραντώνη από το Μπουνάρμπασι, έντεκα χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Σμύρνης.

Το Μπουνάρμπασι είχε χίλιους κατοίκους, από τους οποίους οι οκτακόσιοι ήταν Ελληνες:


«...Αρχισε ο στρατός μας να φεύγει. Χτυπούσαν τις πόρτες μας και ζητούσαν ρούχα για να βγάλουν το χακί από πάνω τους. Πόσους δεν ντύσαμε! Οι μεγάλοι οι δικοί μας ξεκουμπίστηκαν και φύγανε κι αφήσαν τον κόσμο στο έλεος του Θεού. Εφταναν οι στρατιώτες ξυπόλυτοι, γυμνοί, κουρελιασμένοι, πρησμένοι, νηστικοί. Οι Τούρκοι κατεβαίναν και σφάζαν τους Ελληνες. Το ίδιο έκαναν και οι δικοί μας. Παντού φωτιά και μαχαίρι άκουες και έβλεπες. Από τους κατοίκους του Μπουνάρμπασι έμειναν καμιά δεκαριά οικογένειες... Μερικοί κατάφεραν να φύγουν, σέρνοντας με την κοιλιά προς το Σικλάρι και από κει στη Σμύρνη. Τους άλλους όλους τους ατιμάσανε, τους σφάξανε, τους κρεμάσανε, τους κάψανε. Κι εκείνους που κατάφεραν από το Σικλάρι να φτάσουν στη
Σμύρνη, όταν ήρθε ο Κεμάλ, τους έπιασε και τους έσφαξε.


Εμείς βρισκόμασταν στη Σμύρνη. Πλημμύρα οι μαχαλάδες στο αίμα. Βάλανε φωτιά οι Τούρκοι, μια ώρα μακριά. «Μη φοβάστε είναι μακριά», μας είπε ο νοικοκύρης του σπιτιού που μέναμε. Σ' ένα τέταρτο η φωτιά είχε έρθει σε μας. Ρίχνανε βενζίνη και προχωρούσε. Βγήκαμε στο δρόμο. Φωτιά από τη μια, θάλασσα από την άλλη. Βρισκόμασταν στη μέση. Και οι Τσέτες (σ.τ.σ. οι άτακτοι Τούρκοι) βρίσκονταν στη μέση, και σφάζαν και σκοτώναν. Τη νύχτα οι Τσέτες έκαναν επίθεση ν' αρπάξουν, να σφάξουν, ν' ατιμάσουν. «Βοήθεια! Βοήθεια!», φώναζε ο κόσμος. Τα εγγλέζικα πλοία ήταν απέναντι. Εριχναν τους προβολείς. Σταματούσαν για λίγο. Τη νύχτα θέλαμε να πάμε προς νερού μας. Πήγαμε λίγο πιο έξω, φρίκη! Βρεθήκαμε σε μια χαβούζα (σ.τ.σ. μεγάλο ανοιχτό λάκκο). Γύρω γύρω, στα χείλια της χαβούζας σπαρταρούσαν κορμιά, και μέσα η χαβούζα ήταν γεμάτη κεφάλια. Επαιρναν όποιον έπιαναν, τον πήγαιναν στην άκρια της χαβούζας, έκοβαν το κεφάλι και το έριχναν μέσα στη χαβούζα και τα κορμιά τα άφηναν να σπαρταρούν γύρω γύρω. Ηταν φοβερό. Οσοι το είδαν τρελάθηκαν. Το τρελοκομείο γέμισε από τρελούς σαν ήρθαμε. Εκεί σ' αυτό το μέρος χάσαμε και τον πατέρα μου. Τον αδελφό μου τον έσφαξαν στο χωριό. Εβγαλαν, μετά, ιταλικά και ελληνικά πλοία και μας πήραν. Πόσους; Ούτε ένα είκοσι τοις εκατό δεν επήραν. Τέτοια καταστροφή δεν είδαν τα μάτια μου!».

img.pathfinder

Σαν σήμερα

30 - 8 - 1826

Ο Ελληνικός στόλος, υπό τον Ναύαρχο Α.Μιαούλη, προξενεί σοβαρές ζημιές και απωθεί τον Τουρκοαιγυπτιακό στον κόλπο της Σμύρνης.

30 - 8 - 1905

Το Σώμα του Ανθλγου Μπουκουβάλα εξοντώνει 19 κομιτατζήδες κοντά στο χωριό Γυμνά.

30 - 8 - 1922

Αρχίζει η πυρπόληση της Σμύρνης, από τους Τούρκους, που κράτησε 5 μέρες και προκάλεσε σοβαρότατες καταστροφές και εκατοντάδες θανάτους, βιασμούς και άλλες βιαιοπραγίες.

Σάββατο 29 Αυγούστου 2009

Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης -Δημητσάνα


Το ΥΜΥ προβάλλει τη σημασία της υδροκίνησης στην παραδοσιακή κοινωνία, παρουσιάζοντας τις βασικές προβιομηχανικές τεχνικές που χρησιμοποιούν το νερό ως κύρια πηγή ενέργειας για την παραγωγή ποικίλων προϊόντων. Σε έκταση ενός στρέμματος, μέσα σε πυκνή βλάστη­ση και άφθονα τρεχούμενα νερά, έχουν αποκατασταθεί εγκαταστάσεις και υδροκίνητοι μηχανισμοί, με σκοπό τη μουσειακή αξιοποίηση τους. Κάθε αναστηλωμένο κτήριο των παλιών παραδοσιακών εργαστηρίων φιλοξενεί μόνι­μη έκθεση με θεματικό περιεχόμενο, σχετικό με το εργαστήριο στο οποίο στεγάζεται.

Το πρώτο κτήριο στεγάζει νεροτριβή και νερό­μυλο με οριζόντια φτερωτή. Εδώ ο επισκέπτης μπορεί να ρίξει σπόρους καλαμποκιού στη σκαφίδα και να παρακολουθήσει πώς ο καρπός αλέθεται από τις μυλόπετρες και πέφτει στην αλευροδόχη. Το διπλανό δωμάτιο με το τζάκι στέγαζε την κατοικία του μυλωνά. Απέναντι από το μύλο κατασκευάστηκε πρόχειρο στέγαστρο, όπως αυτό που προφύλασσε το ρακοκάζανο, το οποίο στηνόταν στο ύπαιθρο μετά τον τρύγο, για την παραγωγή τσίπουρου από τα στέμφυλα.

Ακριβώς απέναντι βρίσκεται ένα διώροφο κτήριο, η κατοικία του Βυρσοδέψη, που σήμερα στεγάζει ένα μικρό καφενείο. Πιο χαμηλά συναντάμε το βυρσοδεψείο, το εσωτερικό του οποίου είναι χωρισμένο σε «ζώνες», που αντιστοιχούν στα διάφορα στάδια επεξεργασίας των δερμάτων. Η πρώτη είναι για τα «νερά», τον ασβέστη, και γενικά τις προπαρασκευαστικές εργασίες. Στην επόμενη βρίσκεται η σειρά με τις λίμπες (γούρνες) για τη δέψη. Μια ευάερη ζώνη προορίζεται για το άπλωμα και το στέγνωμα των δερμάτων στη σκιά. Τέλος, υπάρχει και μια καλά φωτισμένη γωνιά για τις εργασίες της μετάδεψης.

Το λιθόστρωτο οδηγεί σε πλάτωμα, όπου διαμορφώνεται φυσική δεξαμενή, και καταλήγει στον μπαρουτόμυλο. Η Δημητσάνα ήταν ένα από τα πολ­λά χωριά που γνώριζαν τη συλλογή του ακάθαρτου νίτρου ήδη από τον 16ο αιώνα και το παρείχαν αντί για φόρο στους Τούρκους. Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821, οι Δημητσανίτες δραστηριοποιήθηκαν για να τροφοδοτήσουν τον αγώνα με το απαραίτητο πολεμικό υλι­κό. Ο Κολοκοτρώνης γράφει χαρακτηριστικά: «Μπαρού­τι είχαμε, έκαμνε η Δημητσάνα». Το μπαρούτι αποτελεί ισχυρό στοιχείο της πολιτισμικής ταυτότητας της περιοχής και διατηρείται ζωντανό στη μνήμη και στίς αφηγήσεις των κατοίκων της. Αυτήν ακριβώς την ιστορική ταυτότητα αναδεικνύει το ΥΜΥ, αναπαριστώντας τον τύπο του μπαρουτόμυλου με κοπάνια, που χρησιμοποιήθηκε στη Δη­μητσάνα κατά την Επανάσταση αλλά και έως τις αρχές του 20ού αιώνα, και ταυτόχρονα διασώζοντας τη συγκεκριμέ­νη τεχνολογία παραγωγής της μπαρούτης, η οποία στην Ευρώπη είχε εξαφανιστεί από τον 1 8ο αιώνα.


Περιήγηση στην Δημητσάνα - Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης







Περιήγηση στην Δημητσάνα




«ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ» ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ


Λέγει ο σοφός Σολομών ότι ο Χριστός «ευρίσκεται τοις μη πειράζουσιν Αυτόν». Οι «πειράζοντες» τον Θεόν είναι όσοι αμφιβάλλουν, διστάζουν ή και χειρότερα ακόμη, ανθίστανται στην παντοδυναμία Του και πανσοφία Του. Δεν πρέπει η ψυχή μας ν’ αντιστέκεται και να λέει, «γιατί το έκανε έτσι αυτό ο Θεός, γιατί το άλλο αλλιώς, δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά;». … Αυτά τα «γιατί» πολύ βασανίζουν τον άνθρωπο, δημιουργούν αυτά που λέει ο κόσμος «κόμπλεξ»· παραδείγματος χάριν, «γιατί να είμαι πολύ ψηλός;» ή και το αντίθετο «πολύ κοντός;». Αυτό δεν φεύγει από μέσα. Και προσεύχεται κανείς και κάνει αγρυπνίες, αλλά γίνεται το αντίθετο. Και υποφέρει κι αγανακτεί χωρίς αποτέλεσμα. Ενώ με το Χριστό, με την χάρι φεύγουν όλα. Υπάρχει αυτό το «κάτι» στο βάθος, δηλαδή το «γιατί», αλλ’ η χάρις του Θεού επισκιάζει τον άνθρωπο κι ενώ η ρίζα είναι το κόμπλεξ, εκεί πάνω φυτρώνει τριανταφυλλιά με ωραία τριαντάφυλλα κι όσο ποτίζεται με την πίστη με την αγάπη με την υπομονή με την ταπείνωση τόσο παύει να έχει δύναμη το κακό παύει να υπάρχει δηλαδή δεν εξαφανίζεται αλλά μαραίνεται. Όσο δεν ποτίζεται η τριανταφυλλιά τόσο μαραίνεται, ξηραίνεται, χάνεται κι αμέσως ξεπετάγεται το αγκάθι.

Δεν είναι, όμως μόνο η αντίδραση και τα «γιατί», που δείχνουν ότι εκπειράζομε τον Θεόν. Εκπειράζομε τον Θεό, όταν ζητούμε κάτι από Εκείνον, αλλά η ζωή μας είναι μακράν του Θεού. Τον εκπειράζομε όταν ζητούμε κάτι αλλά η ζωή μας δεν είναι σύμφωνη με το θέλημά Του –πράγματα, δηλαδή ενάντια στον Θεό· άγχος αγωνία απ’ το ένα μέρος κι απ’ το άλλο παρακαλούμε.

Δεν γίνεσθε άγιοι κυνηγώντας το κακό. Άστε το κακό. Να κοιτάζετε προς τον Χριστό κι αυτό θα σας σώσει. Εκείνο που κάνει άγιο τον άνθρωπο είναι η αγάπη, η λατρεία προς τον Χριστό η οποία δεν μπορεί να εκφρασθεί δεν μπορεί δεν μπορεί … Και προσπαθεί ο άνθρωπος να κάνει ασκήσεις, να κάνει τέτοια πράγματα και να καταπονεί τον εαυτό του για την αγάπη του Θεού.

Κανείς ασκητής δεν αγίασε χωρίς ασκήσεις. Κανείς δεν μπόρεσε ν’ ανέλθει στην πνευματικότητα χωρίς ν’ ασκηθεί. Πρέπει να γίνονται ασκήσεις. Άσκηση είναι οι μετάνοιες, οι αγρυπνίες κ.λπ. αλλά όχι με βία. Όλα να γίνονται με χαρά. Δεν είναι οι μετάνοιες που θα κάνομε δεν είναι οι προσευχές είναι το δόσιμο ο έρωτας για τον Χριστό για τα πνευματικά.

Υπάρχουν πολλοί που τα κάνουνε αυτά όχι για τον Θεό αλλά για άσκηση, για ωφέλεια σωματική. Όμως οι πνευματικοί άνθρωποι το κάνουνε για ψυχική ωφέλεια, για τον Θεό.

Αλλά και το σώμα ωφελείται πολύ δεν αρρωσταίνει. Πολλά καλά έρχονται.

Μέσα στην άσκηση τις μετάνοιες τις αγρυπνίες και τις άλλες κακουχίες είναι και η νηστεία. «Παχεία γαστήρ λεπτόν ου τίκτει νόον».

Λένε ότι το προβατάκι τρώει τα χορταράκια της γης κι είναι τόσο ήσυχο. … Ενώ ο σκύλος ή η γάτα κι όλ’ αυτά τα σαρκοφάγα, είναι όλα τους άγρια ζώα. Το κρέας κάνει κακό στον άνθρωπο. Κάνουν καλό τα χόρτα, τα φρούτα κ.λπ. Δεν είναι το φαγητό δεν είναι οι καλές συνθήκες διαβιώσεως που εξασφαλίζουν την καλή υγεία. Είναι η αγία ζωή, η ζωή του Χριστού.

Για να τα κάνετε όμως αυτά πρέπει να έχετε πίστη. Αλλιώς σας πιάνει λιγούρα. Η νηστεία είναι και ζήτημα πίστεως. Δεν παθαίνετε μ’ αυτήν κακό, όταν το χωνεύσετε καλά το φαγητό σας. Οι ασκητές μεταποιούν τον αέρα σε λεύκωμα και δεν τους πειράζει η νηστεία.

Όταν έχετε τον έρωτα τον θείον, μπορείτε να νηστεύετε με ευχαρίστηση κι όλα είναι εύκολα· αλλιώς σας φαίνονται όλα βουνό. Όποιοι έδωσαν την καρδιά τους στον Χριστό και με θερμή αγάπη έλεγαν την ευχή, κυριάρχησαν και νίκησαν τη λαιμαργία και την έλλειψη εγκράτειας.

Απόψεις για τη Μονή Βατοπαιδίου