Πέμπτη 30 Αυγούστου 2018


Ήταν κάποιος Γέροντας που έτρωγε καθημερινά τρία παξιμάδια. Τον επισκέφθηκε κάποιος αδελφός και όταν κάθησαν να φάνε έβαλε και για τον αδελφό τρία παξιμάδια.


Είδε κατόπιν ο Γέροντας ότι ο αδελφός είχε ανάγκη να φάει περισσότερο και του ΄φερε άλλα τρία. Αφού χόρτασαν και σηκώθηκαν, κατέκρινε ο Γέροντας τον αδελφό και του είπε «Δεν πρέπει, αδελφέ, να υπηρετούμε τη σάρκα μας». Ο αδελφός έβαλε μετάνοια στο Γέροντα και έφυγε.

Την επόμενη ημέρα όταν έφθασε η ώρα για φαγητό, έβαλε ο Γέροντας τα τρία παξιμάδια για τον εαυτό του. Αλλά αφού τα έφαγε, αισθάνθηκε πάλι να πεινά αλλά συγκρατήθηκε. Την άλλη μέρα πάλι το ίδιο έπαθε και άρχισε να αισθάνεται εξάντληση. Κατάλαβε τότε ο Γέροντας ότι τον εγκατέλειψε ο Θεός και ρίχνοντας των εαυτό του ενώπιον του Θεού, άρχισε να παρακαλεί μετά δακρύων για την εγκατάλειψη που του έγινε.

Βλέπει τότε έναν άγγελο που του είπε: «Αυτό σου συνέβη, επειδή κατέκρινες τον αδελφό. Να ξέρεις λοιπόν ότι αυτός που μπορεί να εγκρατεύεται ή να κάνει κάποιο άλλο καλό, δεν το κάνει με τη δική του δύναμη, αλλά η αγαθότητα του Θεού είναι που ενισχύει τον άνθρωπο».

Ταπεινώσου για να υψωθείς!
http://zontano istologio.org

Τρίτη 28 Αυγούστου 2018

“Ποτέ δέν είναι αργά γιά ένα νέο ξεκίνημα” (λόγοι αγίου Πορφυρίου)



Ο Γέροντας μού μιλούσε, όχι για κάποια άποσπασματική καλή μας προσπάθεια, άλλα για ένα απο­φασιστικό, οριστικό πέρασμα άπό τήν παλιά ζωή της αμαρτίας στην καινούρια ζωή της αγιότητας, κατά τήν οποία εμείς ζούμε έν Χριστώ και ό Χριστός έν ήμίν και γι΄ αυτό τό πέρασμα χρειαζόταν νά δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις.

Μιά φορά, μέ ρώτησε: «Δε μού λές, για νά σπουδάσει κανείς δικηγόρος, πόσα χρόνια χρειά­ζονται;» Τού απάντησα. Μέ ξαναρώτησε: «Για νά σπουδάσει μηχανικός, χημικός, γιατρός, πόσα χρόνια χρειάζονται;» Τού απάντησα αναλόγως, απορώντας γιά τή φύση των ερωτήσεων του.

Κι ό Γέροντας κατέληξε: «Εμείς, γιά νά σπουδάσουμε, γιά νά μάθουμε τό θέ­λημα τού Θεού καί νά τό εφαρμόσουμε;»

Κατάλαβα τί εννοούσε και ντράπηκα νά τού απαντήσω. Τί νά τού πώ; Ότι οί πιο πολλοί άπό μάς τους πιστούς είμαστε ράθυμοι, χλιαροί, «ερασιτέχνες χριστιανοί»; Τό ήξερε. Καί μού τό είπε: «Δε γίνεται κανείς χριστιανός με την τεμπελιά· χρειάζεται δουλειά, πολλή δουλειά».

Ό ίδιος ήταν υπόδειγμα, χωρίς νά αυτοπροβάλλεται. Είχε αφιε­ρώσει μέ ζήλο, όλα τά χρόνια τής μακράς ζωής του, στο νά σπουδάζει καί νά ζει τό Χριστό. Ήταν εργατικός,σωματικά καί πνευματικά, καί ήθελε νά μεταδώσει τήν φιλεργία καί στους άλλους.

Πίστευε ότι η αργία οδηγεί στην ακηδία κι αυτή σε πολλές αρρώστιες, ψυχικές καί σωματικές. Συνιστούσε τήν εργασιοθεραπεία. Ιδιαί­τερα σ’ όσους είχαν αποδιοργανωθεί καί απελπισθεί. Γιά τό Γέροντα, ποτέ δέν ήταν αργά γιά ένα νέο ξεκίνημα. Θεωρούσε μάλιστα τή διάψευση των κοσμικών ελπίδων καί τή συντριβή τού εγωισμού σάν τήν καλύτερη προϋ­πόθεση γι’  αυτό τό ξεκίνημα. [Γ 399π.].

Όλα αλλάζουν μέ τό κόπο, και η ψυχή καί τό σώμα.

Μήν αφήνεις τήν ευχή. Άπλα, αβίαστα, παρακαλά θερμά γιά όλους. Θά τους ωφελείς μέ τήν προσευχή, όχι μέ λόγια.

Γιά τά προβλήματα μου μού είπε ό Παππούλης: «”Αν μιλούσαμε λίγο στο τηλέφωνο, νά δεις θά σού πέρναγαν αμέσως όλα. Κούραζε τό σώμα, μή φοβάσαι τόν κόπο. Όλα αλλάζουν μέ τόν κόπο, καί ή ψυχή καί τό σώμα.

“Αν σέ ρωτήσουν, πές ταπεινά:

– Έτσι σκέπτομαι. Πάλι, όπως νομίζετε». [Ά 80].

από το βιβλίο:Ανθολόγιο Συμβουλών Γέροντος Πορφυρίου, εκδόσεις: η Μεταμόρφωση του Σωτήρος, Μήλεσι Αττικής
Πηγή: ιστολόγιο “Αντέχουμε…”

Σάββατο 25 Αυγούστου 2018

Η οσιακή κοίμηση του αειμνήστου ιερέως π. Γεωργίου Μπιτσάκου


Πλήρης ημερών κατά το ανθρώπινο εκοιμήθη τις προάλλες ο γνωστός ιερεύς π. Γεώργιος Μπιτσάκος από τα Αργυρά Αχαΐας. Πρόκειται για μια σύγχρονη ιερατική φυσιογνωμία που στο πέρασμα της άφησε βαθιά ίχνη στις καρδιές και στις μνήμες όχι μόνο των ενοριτών του, αλλά και των πολλών πνευματικών του παιδιών και όχι μόνο.
Η μορφή του και η παπαδωσύνη του μας μεταφέρει στα χρόνια του Παπαδιαμάντη που σέβονταν και μιλούσε σε δέος και απεριόριστο σεβασμό για τους ιερείς ιδιαίτερα των χωρίων, αυτούς τους ταπεινούς λειτουργούς του Θεού, όπως λ. χ. τον παπά Νικόλαο Πλανά.
Ο παπά Γιώργης δεν κατείχε την ακαδημαϊκή θεολογία και την κοσμική γνώση, αλλά ήταν ένας κληρικός που είχε όλα τα γνωρίσματα της αληθινής ιερωσύνης και της εμπειρικής θεολογίας.
Υπήρξε ιερεύς ζηλωτής με ευαισθησία στην ιερατική του ιδιότητα, όπως τόνισε στην ομιλία του ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. κ. Χρυσόστομος, ο οποίος προεξείχε της νεκρωσίμου ακολουθίας. Ήταν απλός, με αξιοζήλευτο ζήλο, αφοσιωμένος ψυχή τε και σώματι στην ιερατική του κλήση και τα εφημεριακά του καθήκοντα στην ενορία του Αργυρά Αχαΐας αρχικά και στο Άσυλο Ανιάτων των Πατρών στη συνέχεια ως συνταξιούχος.
Γι αυτόν η θεία Λειτουργία ήταν μυστήριο μέγα το οποίο τελούσε με βαθειά κατάνυξη, με φόβο Θεού, λιτά και ικετευτικά- προσευχητικά “υπέρ των ημετέρων αμαρτημάτων και των του λαού αγνοημάτων”.
Λίγους ιερείς μπορεί κανείς να συναντήσει στις μέρες μας αυτού του ήθους και αυτού του μεγέθους, που με τη χαρακτηριστική θεοσέβεια που τον διέκρινε, το ποιμαντικό χάρισμα την ιεραποστολική συνείδηση, που με την ιεροπρεπή παρουσία του μετάγγιζε χάρη Θεού στους πιστούς και τους οδηγούσε σε νομάς σωτηρίους.
Ο π. Γεώργιος μετά την συνταξιοδότησή του συνέχισε την ιερατική του διακονία στο Άσυλο Ανιάτων Πατρών, όπου εκεί έδωσε ό, τι του είχε απομείνει. Εκεί εργάσθηκε για αρκετά χρόνια αφήνοντας φήμη αγίου κληρικού. Πλήθος πιστών, εκτός των τροφίμων του ιδρύματος, εκκλησιάζονταν στο παρεκκλήσιον της Αγίας Ευφροσύνης της Κυριακές και γιορτές για να συμμετάσχουν σε μια αλλιώτικη θ. Λειτουργία από τα χέρια του ταπεινού ιερέα παπά Γιώργη.
Χρηματιστικό της μεγάλης του αγάπης ήταν το πλήθος των ονομάτων που του προσκόμιζαν οι πιστοί για μνημόνευση σε κάθε θ. Λειτουργία . Του έγινες ένα ψυχοχάρτι για διάβασμα και δεν το πετούσε πλέον, αλλά το κρατούσε για πάντα και κατέγραφε τα ονόματα ζώντων και κεκοιμημένων σε ειδικό δίπτυχο. Ήταν τόσα τα ονόματα που για να προλάβει την μνημόνευση άρχιζε την προσκομιδή από τα βαθιά χαράματα. Ένας νέος παπά Νικόλαος Πλανάς!
Αλλά έτσι είναι. Ο Θεός τους πιστούς δούλους του τους δοκιμάζει κιόλας για να καλλιεργήσουν ακόμη περισσότερο την υπομονή και την καρτερία στις δοκιμασίες. Ο Κύριος επέτρεψε να δοκιμασθεί στο θέμα της υγείας του το οποίο υπέμεινε με θαυμαστή καρτερία, χωρίς να επηρεασθεί στο ελάχιστο η ιερατική του διακονία. Ήταν άνθρωπος με τεράστια αποθέματα υπομονής, μπορεί να έκανε και υπερβολές, αλλά τον συνέπαιρνε ο βιβλικός λόγος “ο ζήλος του οίκου σου κατέφαγέ με”.
Την επίγεια ζωή του τελείωσε στο χώρο που υπηρετούσε με τόση αυταπάρνηση. Άφησε την τελευταία πνοή του εκεί. Ο Κύριος τον ανάπαυσε εκ των κόπων αυτού ήρεμα, οσιακά και χριστιανικά. Έφυγε αλλά έμεινε μαζί μας στην καρδιά μας, στη μνήμη μας, στην ιστορία της Εκκλησίας μας, ως ένας σύγχρονος γέροντας που τελείωσε τη ζωή του υπηρετώντας το Θεό και τους ανθρώπους, ως ένας γνήσιος ποιμένας του Χριστού.
Γέροντα παπά Γιώργη μη παύσεις να πρεσβεύεις υπέρ ημών εις το υπερουράνιο θυσιαστήριο.
Σ’ ευχαριστούμε για ό, τι πρόσφερες σ’ εμάς τους ιερείς και την Εκκλησία.
Ας είναι αιωνία η μνήμη σου.


Πρωτ. Γερασιμάγγελος Στανίτσας

Πέμπτη 23 Αυγούστου 2018

Αγία Γραφή


Ὁ χρόνος, κατά τήν πίστη μας, ἀποτελεῖ δωρεά τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο προκειμένου νά μετανοήσει. Ὅ,τι ζητεῖται ἐντέλει ἀπό τόν ἄνθρωπο εἶναι ἀκριβῶς ἡ μετάνοιά του. Καί μετάνοια σημαίνει νά ἀπομακρυνθῶ ἀπό ὅ,τι εἶναι ἁμαρτωλό καί νά στραφῶ πρός τόν Θεό μέ τή συνεπή τήρηση τοῦ θελήματός Του. Πῶς θά μάθω ὅμως μέ ἀκρίβεια τί εἶναι ἁμαρτία καί ποιό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ; Ἀκριβῶς στό σημεῖο αὐτό ἔχει κατεξοχήν τή θέση της ἡ Ἁγία Γραφή, ἡ μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Μέ τή μελέτη τοῦ αἰώνιου βιβλίου φωτίζεται ὁ σκοτισμένος ἀπό τήν ἁμαρτία νοῦς τοῦ ἀνθρώπου καί ἀρχίζει ὁ πιστός νά βλέπει γύρω του καθαρά: ποιό εἶναι τό ἀληθινό συμφέρον του, τί ζητᾶ ἀπό αὐτόν ὁ Θεός, ποιό εἶναι τό οὐσιῶδες καί ποιό τό ἐπουσιῶδες στή ζωή. 
Γιά τό θέμα τῆς μελέτης τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἔχουν ἀσχοληθεῖ καί ἔχουν γράψει πολλοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Κι ὁ ὅσιος Παΐσιος, μολονότι δέν εἶναι Δάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τήν ἁγιασμένη ἐμπειρία του ἔχει κάτι σημαντικό νά μᾶς πεῖ. Ἄς τόν ἀκούσουμε καί ἄς τόν σχολιάσουμε. 

«Νά μήν προσπαθεῖς νά κατανοήσεις γραφικά χωρία μέ τή λογική. Ἐκεῖ δέν χωρᾶ ἡ λογική. Ἐσύ νά διαβάζεις καί ὅ,τι καταλάβεις. Ὅταν θά εἶναι πρός τό συμφέρον σου, θά σοῦ τό ἀποκαλύψει ὁ Θεός. Καί ἐγώ διαβάζω μερικές φορές καί δέν κατανοῶ κάτι. Καταλαβαίνω μόνο ὅτι ἐδῶ κάτι καλό λέει. Ὅμως φαίνεται ὅτι αὐτό το καλό δέν εἶναι γιά μένα κι ἔτσι τ’ ἀφήνω. 
Ἐκεῖνο πού ἔχει μεγάλη σημασία εἶναι νά κάνουμε αὐτά πού καταλαβαίνουμε, γιατί ἐμεῖς σήμερα ἔχουμε μιά τάση μόνο νά μαθαίνουμε. Στά σπίτια μας ἔχουμε μεγάλες βιβλιοθῆκες, παίζουμε τή “Φιλοκαλία” στά δάχυλα, ὅμως ἀπό πράξη τίποτα. 
Ἕνας μουσουλμάνος, ἐδῶ, στά μέρη τῆς Θράκης, μιά μέρα διάβασε τό Εὐαγγέλιο, ἐνθουσιάστηκε καί ἐπειδή ἦταν καλοπροαίρετος, πίστεψε ἀπό τά λόγια τοῦ Εὐαγγελίου ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός. Κατάλαβε ὅμως ἀπ’ ὅλο τό Εὐαγγέλιο τρία μόνο πράγματα · ὅτι πρέπει: α) νά ἀγαπᾶ τόν Θεό καί νά εὔχεται πρός Αὐτόν συνέχεια, γιά νά τόν βοηθᾶ, β) νά ἀγαπᾶ τόν πλησίον του καί γ) νά κάνει ὑπομονή σ’ ὅ,τι τοῦ συμβαίνει, γιά νά ὠφελεῖται ἡ ψυχή του. Αὐτά μόνο κατάλαβε, ἀλλά πῆγε καί βαπτίστηκε καί προσπαθοῦσε νά τηρεῖ αὐτά τά τρία πού κατάλαβε. 
Ὁ χότζας καί οἱ ἄλλοι μουσουλμάνοι, ἀνάμεσά τους καί οἱ συγγενεῖς, ὅταν κατάλαβαν ὅτι ἀπό μουσουλμάνος ἔγινε χριστιανός, τοῦ κήρυξαν τόν πόλεμο καί δέν τόν ἄφηναν σέ ἡσυχία. Ἐκεῖνος ὅμως ἐφάρμοσε τά τρία πράγματα πού εἶχε καταλάβει. Προσευχόταν συνέχεια στόν Θεό, ἀγαποῦσε τούς πλησίον του καί ἔκανε καί ὑπομονή. Αὐτό ὅμως εἶχε σάν ἀποτέλεσμα νά κάνει τούς μουσουλμάνους νά θαυμάζουν τήν καλωσύνη του καί ν’ ἀρχίζουν νά πιστεύουν στόν Χριστό καί νά βαπτίζονται. Κι ἔτσι καί τόν ἑαυτό του βοήθησε καί τούς συνανθρώπους του. 
Ἐμεῖς ὅμως, ἐπειδή δέν κάνουμε αὐτά πού γνωρίζουμε, ἀλλά γεμίζουμε συνέχεια τήν ψυχή μας μέ γνώσεις, μπερδευόμαστε καί δέν μποροῦμε οὔτε κἄν τόν ἑαυτό μας νά βοηθήσουμε καί νά τόν ἀπαλλάξουμε ἀπό τούς μάταιους λογισμούς. Οὔτε ἕνα “μουσουλμάνο” λογισμό δικό μας δέν μποροῦμε νά τόν κάνουμε “ὀρθόδοξο”». 
(Ἱερομ. Χριστοδούλου, ὁ Γέρων Παΐσιος, σσ. 226-227).
1. Ἡ Ἁγία Γραφή δέν κατανοεῖται μέ τή λογική· ἡ θεοπνευστία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. 
Ἡ προτροπή τοῦ ὁσίου εἶναι σαφής: «Νά μήν προσπαθεῖς νά κατανοήσεις γραφικά χωρία μέ τή λογική». Γιατί ἄραγε; Ἡ Ἁγία Γραφή δέν εἶναι ἕνα ἁπλό βιβλίο γραμμένο ἀπό ταλαντούχους ἔστω ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι στηρίχθηκαν στίς δυνάμεις καί τή φαντασία τους γιά νά τό γράψουν. Οὔτε ὅμως πρόκειται γιά ἕνα σοφό βιβλίο, πού ἀποτυπώνει τήν ἐμπειρία τῆς ἀνθρώπινης σοφίας καί ἱστορίας. Τέτοια βιβλία, ἀνθρωπίνως σοφά καί ἐμπνευσμένα, ὑπάρχουν πολλά, εἶναι πιθανῶς πολλαπλῶς ὠφέλιμα, μά ὑπόκεινται πάντοτε στόν ἔλεγχο τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ λογική του μπορεῖ νά λειτουργήσει ὡς κριτήριο γιά νά τά δεχτεῖ ἤ νά τά ἀπορρίψει. 
Ἡ Ἁγία Γραφή ἀποτελεῖ τό βιβλίο ἐκεῖνο, στό ὁποῖο καταγράφεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Ὁ ἴδιος ὁ Θεός διά τοῦ Πνεύματός Του ἐνέπνευσε πιστούς καί ἁγίους Του ἀνθρώπους, ὥστε νά ἀποτυπώσουν, μέ τίς δικές τους δυνάμεις ἀσφαλῶς, ὅσα Ἐκεῖνος ἔκρινε ἀπαραίτητα γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου. «Οὐ γάρ θελήματι ἀνθρώπου ἠνέχθη ποτέ προφητεία, ἀλλ’ ὑπό Πνεύματος Ἁγίου φερόμενοι ἐλάλησαν ἅγιοι Θεοῦ ἄνθρωποι» (Β΄ Πέτρ. 1, 21). Εἶναι λοιπόν βιβλίο θεόπνευστο καί ὡς θεόπνευστο ἀπαιτεῖ τήν πίστη καί τήν ὑπακοή τοῦ ἀνθρώπου γιά τήν κατανόησή του. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἐκεῖνος πού διά τῆς λογικῆς καί μόνον θά θελήσει νά προσεγγίσει τήν Ἁγία Γραφή, οὐσιαστικά θά τή διαστρέψει. Ἀφοῦ γράφτηκε ἡ Ἁγία Γραφή ἐν Πνεύματι, ἄρα μόνον ἐν Πνεύματι μπορεῖ καί νά κατανοηθεῖ. 
Καί πράγματι· ὅσοι μέχρι σήμερα θέλησαν στηριγμένοι στίς δυνάμεις τους νά ἑρμηνεύσουν τό θεόπνευστο αὐτό βιβλίο, ὁδηγήθηκαν στήν αἵρεση, στή διαστροφή δηλαδή τῆς ἀλήθειας. Διότι ἔθεσαν τόν δικό τους λόγο ὑπεράνω τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ κρίνει τόν ἄνθρωπο· δέν κρίνεται ἀπό αὐτόν. Ἀπό τήν ἄλλη, ὅσοι προσήγγισαν μέ πίστη καί ταπείνωση τήν Ἁγία Γραφή ἔνιωσαν νά διανοίγονται οἱ ὀφθαλμοί τῆς καρδίας τους «τοῦ συνιέναι τάς Γραφάς». Τελικῶς, τό ἴδιο τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ὁδηγός τοῦ ἀνθρώπου στήν κατανόηση τῶν Γραφῶν. 
«Γιά τήν κατανόηση τῶν κειμένων τῆς Ἁγίας Γραφῆς δέν χρειάζεται ἀνθρώπινη σοφία, ἀλλά ἀποκάλυψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὥστε, ἀφοῦ κατανοήσουμε τήν ἀληθινή σημασία τῶν κειμένων της, νά δεχθοῦμε ἀπό ἐκεῖ μεγάλη ὠφέλεια» (ἱερός Χρυσόστομος). 
Κι ἐπειδή τό Πνεῦμα αὐτό ἀποτελεῖ τήν ψυχή τῆς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτό καί ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἔχει σαφῶς ἐκκλησιαστικό χαρακτήρα. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι πρό τῆς ἀναγνώσεως τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς στή Θεία Λειτουργία, ὁ ἱερέας ζητεῖ ἀπό τόν Θεό νά λάμψει στίς καρδιές τῶν πιστῶν καί νά διανοίξει τόν νοῦ τους γιά νά κατανοήσουν τά λόγιά Του: «Ἔλλαμψον ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, φιλάνθρωπε Δέσποτα, τό τῆς σῆς θεογνωσίας ἀκήρατον φῶς, καί τούς τῆς διανοίας ἡμῶν διάνοιξον ὀφθαλμούς εἰς τήν τῶν εὐαγγελικῶν σου κηρυγμάτων κατανόησιν…». Ὅλοι γνωρίζουμε ἄλλωστε τήν ἀντίδραση τῶν δύο μαθητῶν στό χωριό Ἐμμαούς μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ: γεμᾶτοι θάμβος ἀπό τήν παρουσία τοῦ Κυρίου μαζί τους καί τή γιά δεύτερη φορά τέλεση ἀπό Αὐτόν τῆς Θείας Εὐχαριστίας, «ἐπιπλήττουν» τόν ἑαυτό τους λέγοντας: «Οὐχί ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν ἐν ἡμῖν, ὡς ἐλάλει ἡμῖν ἐν τῇ ὁδῷ καί ὡς διήνοιγεν ἡμῖν τά γραφάς;» (Λουκ. 24, 32).
Ὥστε στήν Ἁγία Γραφή «δέν χωρᾶ ἡ λογική. Ἐσύ νά διαβάζεις καί ὅ,τι καταλάβεις. Ὅταν θά εἶναι πρός τό συμφέρον σου, θά σοῦ τό ἀποκαλύψει ὁ Θεός». 
2. Ἁγία Γραφή: ἡ γραπτή παράδοση τῆς Εκκλησίας.
Τό γεγονός ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή κατανοεῖται ὀρθά μέσα στά πλαίσια τῆς Ἐκκλησίας φανερώνει ὅτι τά κείμενά της δέν αὐτονομοῦνται. Μόνον στους αἱρετικούς Προτεστάντες ἔχουμε μιά αὐθαίρετη αὐτονόμηση καί ἀπολυτοποίηση τῆς Ἁγίας Γραφῆς, σάν νά εἶναι ἡ μοναδική πηγή τῆς ἀλήθειας. «Μόνη ἡ Γραφή» εἶναι τό βασικό τους δόγμα, πού ἀνοίγει βεβαίως, μαζί μέ τίς ἄλλες βασικές τους ἀρχές: «μόνη ἡ πίστη, μόνη ἡ χάρη», τόν δρόμο τῆς αὐθαιρεσίας καί τοῦ ἄκρατου ὑποκειμενισμοῦ. Ἀπό τήν ἄλλη, ἡ εὔκολη ὑπέρβαση τῆς αὐθεντίας τῆς Γραφῆς ἀπό τούς Ρωμαιοκαθολικούς, μέ τόν ὑπερτονισμό τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως, ὁδηγεῖ σέ ἄλλου εἴδους αὐθαιρεσίες, γεγονός πού ἱστορικά ἐπισημαίνεται μέ τήν καθιέρωση δογμάτων, (π.χ. τό ἀλάθητο τοῦ πάπα, ἡ ἄσπιλη σύλληψη τῆς Θεοτόκου), ξένων πρός τήν ἀποκάλυψη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τήν ἐμπειρία τῆς πρώτης καί ἑνωμένης στή συνέχεια μιᾶς Ἐκκλησίας. 
Γιά τήν Ὀρθόδοξη πίστη μας, πηγή τῆς ἀποκάλυψης εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός καί φορέας της τό ζωντανό σῶμα Του, ἡ Ἐκκλησία. Στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας λοιπόν ὑπάρχει ἡ παράδοση τῆς ἀποκάλυψης, ἐνῶ τμῆμα τῆς παράδοσης αὐτῆς ἀποτυπώθηκε γραπτῶς καί ἀπετέλεσε τήν Καινή Διαθήκη. Ἡ Καινή Διαθήκη, μαζί μέ τήν προφητεία γι’αὐτήν, τήν Παλαιά Διαθήκη, ἀπαρτίζουν τήν Ἁγία Γραφή. Ἔτσι ἡ Ἁγία Γραφή, ὡς προαναγγελία γιά τόν Χριστό (Π. Δ.) καί ὡς διακήρυξη τοῦ ἐρχομοῦ Του (Κ.Δ.), ἀποτελεῖ γιά τήν Ἐκκλησία τή γραπτή παράδοση, ἡ ὁποία γιά νά κατανοηθεῖ ὀρθά ἀπαιτεῖ τό φῶς τῆς ὅλης ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας, πού ὀνομάζεται Ἱερά Παράδοση. 
Κατά συνέπεια οὔτε μόνη ἡ Γραφή οὔτε μόνη ἡ Ἱερά Παράδοση, ὡς φορεῖς τῆς ἀποκάλυψης, μποροῦν νά μᾶς δώσουν τήν ἀλήθεια περί Χριστοῦ, ἀλλ’ ἡ Γραφή κάτω ἀπό τό φῶς τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως. Αὐτό σημαίνει ὅτι μιά ἀλήθεια εἶναι γνησίως χριστιανική, ὅταν ἀφενός ἔχει στήριγμα στή Γραφή καί ἀφετέρου ἑρμηνεύεται ἀπό τήν Ἱερά Παράδοση. Καί οἱ Προτεστάντες λοιπόν καί οἱ Ρωμαιοκαθολικοί ἐν προκειμένῳ, πού ἀπολυτοποιοῦν τόν ἕνα φορέα τῆς ἀποκάλυψης εἰς βάρος τοῦ ἄλλου, βρίσκονται ἐκτός τῆς ἀληθείας. 
3. Ὁ τρόπος μελέτης τῆς Ἁγίας Γραφῆς. 
Τό μέλος λοιπόν τῆς Ἐκκλησίας, ὁ κάθε χριστιανός, εἶναι ὑποχρεωμένος νά μελετᾶ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, γιά νά φωτίζεται καί νά ὀρθοποδεῖ στόν δρόμο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἀλλ’ ἡ μελέτη αὐτή χρειάζεται νά γίνεται μέ τόν τρόπο πού ὑποδεικνύουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Κι ὁ τρόπος αὐτός ἤδη ἐπισημάνθηκε προηγουμένως: νά γίνεται μέ πίστη καί μέ ταπείνωση. Χωρίς πίστη καί ταπείνωση ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ παραμένει ἑρμητικά κλειστός γιά τόν μελετητή του, καί μάλιστα λειτουργεῖ καί ἀρνητικά γιά τή ζωή του· τόν κάνει ὑπερήφανο καί χειρότερο. 
Ἡ πίστη καί ἡ ταπείνωση αὐτή ὁδηγοῦν τόν χριστιανό στό νά μελετᾶ τήν Ἁγία Γραφή ἔμπρακτα· μέ προσπάθεια ἐφαρμογῆς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ στή ζωή του. Κι ἡ ἐφαρμογή αὐτή θά τοῦ ἀποκαλύπτει σταδιακά τόν Θεό στήν καρδιά του. Διότι ὁ Θεός φανερώνεται ὄχι στόν μελετητή, ἀλλά στόν τηρητή τοῦ θελήματός Του. «Ὁ τηρῶν τάς ἐντολάς Αὐτοῦ, ἐν Αὐτῷ μένει καί Αὐτός ἐν αὐτῷ» (Α΄ Ἰωά. 3, 24). 
«Μή λές, δέν γνωρίζω τό πρέπον καί ἑπομένως δέν ἁμαρτάνω πού δέν τό πράττω. Γιατί ἄν ἔκανες ὅσα καλά γνώριζες, θά σοῦ φανερώνονταν στή συνέχεια καί τά λοιπά, ὅπως βλέπεις καθώς προχωρεῖς τό ἕνα σπίτι μετά τό ἄλλο… Δέν σέ συμφέρει πρίν ἐργασθεῖς τά πρῶτα, νά μάθεις τά δεύτερα. Ἐπειδή ἡ γνώση φουσκώνει, δηλαδή φέρνει ὑπερηφάνεια ἐξαιτίας τῆς ἀργίας, ἐνῶ ἡ ἀγάπη οἰκοδομεῖ, γιατί ὑπομένει τά πάντα. Μελέτα τά λόγια τῆς θείας Γραφῆς μέ τήν πράξη καί μήν ἐπεκτείνεσαι σέ πολυλογία, ὑπερηφανευόμενος γιά σκέψεις θεωρητικές. Ἐκεῖνος πού ἄφησε τήν πράξη καί βασίζεται σέ μιά ἁπλή γνώση, ἀντί γιά δίκοπο μαχαίρι κρατᾶ καλαμένιο ραβδί, τό ὁποῖο σέ καιρό πολέμου, κατά τή Γραφή, θά τοῦ τρυπήσει τό χέρι καί θά μπεῖ μέσα σ’αὐτό καί θά τοῦ βάλει τό φυσικό δηλητήριο προτοῦ τοῦ τό βάλουν οἱ ἐχθροί» (ἅγιος Μάρκος ὁ ἀσκητής). 
Τίς παραπάνω ἀλήθειες ἐπισημαίνει καί ὁ ὅσιος Παΐσιος: «Ἐκεῖνο πού ἔχει μεγάλη σημασία εἶναι νά κάνουμε αὐτά πού καταλαβαίνουμε, γιατί ἐμεῖς σήμερα ἔχουμε μιά τάση μόνο νά μαθαίνουμε». «Πρᾶξίς ἐστιν θεωρίας ἐπίβασις» κατά τούς Πατέρες. Ἀπό τήν πράξη προχωρᾶμε στή θεωρία καί τή γνώση. 
4. Ἡ ἱεραποστολή τοῦ μελετῶντος τόν λόγο τοῦ Θεοῦ.
Τά λεγόμενα τοῦ ὁσίου Παϊσίου μᾶς ἐπισημαίνουν καί μιά ἄλλη πτυχή τοῦ μελετητῆ τῆς Ἁγίας Γραφῆς· τήν ἱεραποστολική του δράση. Αὐτός πού ὀρθά μελετᾶ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἐπιδρᾶ καί στούς γύρω του, πολλές φορές κατά τρόπο ἀνεπίγνωστο στόν ἴδιο. Ὄχι μόνο δηλαδή ἔχει τή δυνατότητα λόγω τῆς γνώσεως τῶν Γραφῶν νά φωτίζει καί τούς ἄλλους μέ τόν λόγο του, μετά τόν φωτισμό τόν δικό του, μά μέ τή φωτισμένη πιά ζωή του γίνεται ὁδοδείκτης καί γι’ ἄλλους συνανθρώπους του. «Οὕτω λαμψάτω τό φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων – εἶπε ὁ Κύριος - ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τά καλά ἔργα καί δοξάσωσι τόν Πατέρα ὑμῶν τόν ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. 5, 16). Ὁ ὅσιος Γέροντας μνημονεύει τόν μουσουλμάνο τῆς Θράκης. Ἐφάρμοσε ἐκεῖνος ὅ,τι κατάλαβε ἀπό τό Εὐαγγέλιο καί ἡ συνέπειά του αὐτή ὁδήγησε σιγά-σιγά καί τούς ἄλλους μουσουλμάνους στήν πίστη στόν Χριστό.
Πρόκειται, πέρα ἀπό τόν παραπάνω λόγο τοῦ Χριστοῦ, καί γιά τήν ἐπισήμανση τοῦ ἀποστόλου Παύλου πρός τόν μαθητή του Τιμόθεο. Μελέτα, τοῦ γράφει, τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, μένε σ’ αὐτόν καί ἡ προκοπή σου θά γίνεται φανερή σέ ὅλους. «Ταῦτα μελέτα, ἐν τούτοις ἴσθι, ἵνα σου ἡ προκοπή φανερά ᾖ ἐν πᾶσι» (Α΄ Τιμ. 4, 15).
Ἄν εἴχαμε διάθεση γιά πραγματική σχέση μέ τόν Χριστό, ἄν ἀγαπούσαμε τόν Θεό καί τόν λόγο Του, ἡ παρουσία μας στόν κόσμο καί τό περιβάλλον μας θά ἦταν καταλυτική. Ὄχι τόσο ὁ λόγος μας, ἀλλά κυρίως ἡ ζωή μας θά κέρδιζε τούς συνανθρώπους μας. Γιατί, ἁπλούστατα, θά τούς ἕλκυε καί θά τούς γοήτευε ἡ ἐκπεμπόμενη ἀπό ἐμᾶς χάρη τοῦ Θεοῦ.

aktines.gr

Δευτέρα 20 Αυγούστου 2018

Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: "Ἂν ἔπεσες, ἀδελφέ μου, ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ θεϊκοῦ νόμου, μὴν ἀπελπίζεσαι. Ἀγωνίσου νὰ ἐπιστρέψεις καὶ ὁ Θεὸς θὰ σὲ στολίσει καὶ θὰ σὲ στερεώσει μὲ τὶς ἀρετές του"


Ἀπόδοση στὴν Νεοελληνικὴ: 
Σάββας Ἠλιάδης - Δάσκαλος
Ἀπὸ τὸ βιβλίο «ΝΕΑ ΚΛΙΜΑΞ»: Ἑρμηνεία τοῦ τετάρτου Ἀναβαθμοῦ τοῦ Α΄ ἤχου: Ἀντίφωνον Β΄
«Εἰς τὰ ὅρη τῶν σῶν, ὕψωσάς με νόμων, ἀρεταῖς ἐκλάμπρυνον, ὁ Θεός, ἴνα ὑμνῶ σε».
Ὁ μὲν Θεοπάτωρ Δαβὶδ ἔτσι ἄρχισε τὸν β΄ Ψαλμὸ τῶν Ἀναβαθμῶν: «Ἦρα τοὺς ὀφθαλμούς μου εἰς τὰ ὅρη, ὅθεν ἤξει ἡ βοήθειά μου» (Ψαλμ. 120,1), ἐννοώντας ὅρη τοὺς οὐρανούς, ἐπειδὴ εἶναι ψηλοὶ καὶ στέκονται πάνω ἀπ` αὐτὸν τὸν κόσμο, ὅπως λένε ὁ Χρυσόστομος καὶ ὁ Εὐθύμιος. Διότι οἱ Ἰουδαῖοι, ποὺ ἦταν αἰχμάλωτοι στὴν Βαβυλώνα, ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς ἔλπιζαν νὰ ἔλθει ἡ βοήθεια τοῦ Κυρίου καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσει στὴν πατρίδα τους, τὴν Ἱερουσαλήμ. Ὁ δὲ Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὁ μελουργὸς τῶν Ἀναβαθμῶν αὐτῶν, ὡς ὅρη ἐννοεῖ τοὺς νόμους καὶ τὰ προστάγματα τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή, ὅπως τὰ ψηλὰ βουνὰ στέκονται ψηλότερα ἀπὸ τὴ χαμηλὴ γῆ καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ γήινα, ἔτσι καὶ οἱ νόμοι καὶ οἱ προσταγὲς τοῦ Θεοῦ εἶναι ψηλότερα ἀπὸ κάθε γήινο νόημα καὶ μᾶς ἀνεβάζουν στὰ ὕψη τῆς πρακτικῆς καὶ τῆς θεωρητικῆς ἀρετῆς, μὲ τὴν προϋπόθεση ὅτι ὅλοι μας καὶ ὁλοκληρωτικὰ εἴμαστε προσηλωμένοι σ` αὐτὲς καὶ τὶς ἐργαζόμαστε μὲ προθυμία(1).
Καὶ μὲ ἄλλα λόγια δέ, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε πὼς οἱ νόμοι καὶ οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ μοιάζουν μὲ ἕναν μεγάλο φάρο, ὁ ὁποῖος ἀνάβει πάνω σὲ ψηλὸ μέρος, γιὰ νὰ ὁδηγεῖ...
στὸ λιμάνι αὐτοὺς ποὺ ταξιδεύουν στὴ θάλασσα. Γι΄ αὐτὸ εἶπε ὁ Προφητάναξ Δαβίδ: «Φωτοβόλος λύχνος στὴν πορεία τῆς ζωῆς μου εἶναι ὁ Νόμος σου. Φῶς πλούσιο στοὺς δρόμους μου». (Ψαλμ. 118,105) καὶ πάλι: «οἱ ἐντολὲς τοῦ Κυρίου σκορπίζουν μέχρι τῶν πλέον μακρινῶν περάτων ἄπλετο τὸ φῶς καὶ φωτίζουν τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ἀνθρώπων» (Ψαλμ. 18,9). Καὶ ὁ Ἠσαΐας ἔλεγε: «διότι γνωρίζω, ὅτι φῶς εἶναι τὰ προστάγματά σου γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τῆς γὴς» (Ἠσ. 26,9).
Ποιὸς δὲ ὑψώνεται στὰ ὅρη τῶν νόμων καὶ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ; Ὅποιος, ὄχι μόνο τοὺς μελετᾶ θεωρητικά, ἐξετάζοντάς τους καὶ περιεργαζόμενος τοὺς θαυμαστοὺς λόγους καὶ τὶς αἰτίες κάθε ἐντολῆς, ἀλλὰ τὶς κάνει πράξεις καὶ ἔργα στὴ ζωή του, ὅσο εἶναι δυνατό, ἄλλοτε μὲν φωνάζοντας μὲ τὸν Δαβίδ: «Στὴ μελέτη τῶν ἐντολῶν σου θὰ ἐπιδοθῶ μὲ χαρὰ καὶ θὰ καταβάλλω κάθε προσπάθεια νὰ κατανοήσω τοὺς δρόμους σου» (Ψαλμ. 118,15), ἄλλοτε δέ: «Μὲ ἱερὸ πόθο σήκωσα τὰ χέρια μου πρὸς τὶς ἐντολές σου, τὶς ὁποῖες ἀγάπησα πάρα πολὺ» (Ψαλμ.118, 48). Ποιὸς ὑψώνεται στὰ ὅρη τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ;
Ὅποιος ἀπορροφηθεῖ κατὰ τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιὰ ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν θεωρία αὐτῶν, ὅπως λέει ὁ ἑρμηνευτὴς τῶν Ἀναβαθμῶν Κάλλιστος. Διότι, κατὰ φυσικὴ συνέπεια, ὅποιο πράγμα σκέφτεται ὁ ἄνθρωπος, συχνὰ καὶ μὲ πόθο καρδιακό, πρὸς ἐκεῖνο ἔχει στραμμένο καὶ τὸν ἑαυτὸ τοὺ` ἔπειτα, σιγὰ σιγά, ἀφοῦ τοῦ γίνει συνήθεια ἐκεῖνο τὸ πράγμα, μεταβάλλεται σὲ μέρος τῆς φύσης του ἡ κλίση αὐτὴ καὶ ἡ ἀγάπη, καὶ γίνεται πραγματικὰ ἴδιος μὲ ἐκεῖνο τὸ πράγμα ποὺ ἀγαπᾶ.
Τί γίνεται δὲ μετὰ ἀπ` αὐτὴν τὴν ὕψωση; Ἄκουσε. Ὅπως ἀκριβῶς ἐκεῖνος ποὺ θὰ ἀνεβεῖ ἐπάνω σὲ ἕνα ψηλὸ βουνό, φωτίζεται πρῶτος ἀπ` ὅλους τούς ἄλλους ἀπὸ τὶς ἀκτίνες τοῦ ἡλίου, διότι ὁ ἥλιος προβάλλει πρῶτα τὸ φῶς του στὰ ψηλὰ βουνά, ἔτσι καὶ ὅποιος ἀνέβει στὰ ψηλὰ βουνὰ τῶν ἐντολῶν, αὐτὸς φωτίζεται πρῶτος ἀπὸ τὸ φῶς καὶ τὶς ἀκτίνες τοῦ ὑπερουσίου Ἡλίου Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος μᾶς ἔδωσε καὶ τὶς ἐντολές. Γι` αὐτὸ καὶ ὁ μελωδὸς ἐπιστρέφοντας ἐδῶ, λέει, ὅτι σὺ Θεάνθρωπε Ἰησοῦ Χριστέ, «ἀφοῦ μὲ ὑψώσεις» (2), δηλαδή, ἀφοῦ μὲ ἀνεβάσεις μὲ τὴ χάρη σου καὶ τὴ βοήθειά σου ἐπάνω στὰ ὅρη τῶν ἐντολῶν σου, ἐκλάμπρυνέ με, δηλαδή, φώτισέ με πολὺ (διότι ἐδῶ ἡ πρόθεση -ἐκ- σημαίνει ὑπερβολὴ) μὲ τὶς ἀρετές σου, ποὺ εἶναι πηγὲς φωτὸς καὶ θεότητας, οἱ ὁποῖες εἶναι σὰν ἀκτίνες ποὺ προέρχονται ἀπὸ σένα τὸ λαμπρὸ Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, ὅπως εἶπε ὁ Μαλαχίας: «Γιὰ σᾶς, οἱ ὁποῖοι εὐλαβεῖσθε τὸ ὄνομά μου, θὰ ἀνατείλει ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης». (Μαάλ. 4,2). Ὀνομάζει δὲ δικαιοσύνη ὁ Προφήτης κάθε ἀρετή. Γι` αὐτὸ εἶπε ὁ θεοφόρος Μάξιμος: «Κάθε ἀρετὴ δὲν ἔχει ἀρχὴ καὶ δὲν ὑπάρχει ἀπὸ αὐτὴν τίποτε παλιότερο στὸ χρόνο, καθὼς ἔχει τὸν μοναδικὸ Θεὸ γεννήτορα, ὁ ὁποῖος εἶναι ἄναρχος καὶ ἀτελεύτητος». (κεφ. μὴ΄ τῆς α΄ἑκατοντάδος τῶν θεολογ.).
Καὶ πάλι: «Ὅλα τὰ ἐνάρετα καὶ αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ ἀρετή, εἶναι προφανῶς ἔργα τοῦ Θεοῦ (αὐτόθι κεφ. ν΄) καὶ ὁ θεολόγος Γρηγόριος εἶπε στὸ ἐγκώμιο γιὰ τὸν Ἀθανάσιο: «Ἂν ἐπαινέσω τὴν ἀρετή, θὰ ἐπαινέσω τὸν Θεό, ἀφοῦ ἀπὸ αὐτὸν δίδεται ἡ ἀρετὴ στοὺς ἀνθρώπους καὶ τὸ νὰ ἀνεβαίνουμε πρὸς αὐτὸν ἢ νὰ ἀπομακρυνόμαστε ἀπ` αὐτὸν μὲ τὴ βοήθεια τῆς οἰκείας γινομένης σὲ ἐμᾶς ἐλλάμψεως». Εἶπε δὲ καὶ ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: «Ὅλα τὰ πράγματα ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Δημιουργὸ τάξη καὶ ἀρχή, μερικὰ δὲ καὶ τέλος, τὸ τέλος ὅμως τῆς ἀρετῆς εἶναι χωρὶς τέλος (τέλος ἀτελεύτητο)» (λόγ. κστ΄). Καὶ ὁ Χρυσόστομος λέει ὅτι ἡ ἀρετὴ εἶναι ἀνώτερη καὶ ἀπὸ αὐτὰ τὰ θαύματα: «Ἂν βέβαια ὅλοι μας ζούσαμε ὅπως ἔπρεπε, θὰ μᾶς θαύμαζαν τὰ παιδιὰ τῶν εἰδωλολατρῶν περισσότερο ἀπὸ ἐκείνους ποὺ θαυματουργοῦν. Διότι, τὰ μὲν θαύματα πολλὲς φορὲς εἶναι καὶ δημιουργήματα τῆς φαντασίας καὶ κάποιας ἄλλης πονηρῆς ὑποψίας, ἂν καὶ τὰ δικά μας θαύματα δὲν εἶναι τέτοιου εἴδους, ἐνῶ ὁ καθαρὸς βίος δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δεχτεῖ καμιὰ παρόμοια ἐπίδραση, ἀλλὰ ἡ ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς, κλείνει τὰ στόματα ὅλων. Ἂς φροντίσουμε λοιπὸν γι` αὐτήν` διότι εἶναι πολὺ μεγάλος ὁ πλοῦτος της καὶ τὸ θαῦμα πολὺ μεγάλο. Αὐτὴ παρέχει τὴν πραγματικὴ ἐλευθερία καὶ ὅταν οἱ ἄνθρωποι εἶναι δοῦλοι, τοὺς κάνει νὰ φαίνονται σπουδαιότεροι ἀπὸ τοὺς ἐλεύθερους, πράγμα ποὺ εἶναι πολὺ ἀνώτερο ἀπὸ τοῦ νὰ τοὺς δώσει τὴν ἐλευθερία. Δὲν κάνει τὸν φτωχὸ πλούσιο, ἀλλά, ἐνῶ ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι φτωχός, τὸν κάνει νὰ φαίνεται πιὸ πλούσιος ἀπὸ τὸν πλούσιο. Ἂν ὅμως θέλεις νὰ κάνεις καὶ θαύματα, ἀπαλλάξου ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες σου καὶ τότε θὰ πετύχεις τὰ πάντα. Καθόσον, ἀγαπητέ μου, ἡ ἁμαρτία εἶναι πολὺ μεγάλος δαίμονας καί, ἂν κατορθώσεις νὰ τὴν ἐκριζώσεις, πέτυχες τότε πολὺ πιὸ μεγάλο κατόρθωμα ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἐκδιώκουν ἀμέτρητο πλῆθος δαιμόνων». Ἄκου καὶ τὸν Παῦλο, ποὺ γράφει γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν κατατάσσει πρὶν ἀπὸ τὰ θαύματα: «Δεῖξτε ζῆλο, λέει, γιὰ τὰ ἀνώτερα χαρίσματα καὶ θὰ σᾶς δείξω μία ἀκόμη πιὸ σπουδαία ὁδό». (ὁμιλ. εἰς τὸ κατὰ Ματθ. λόγ. λγ΄).

Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ ὑψώνεται νοερὰ στὰ ὅρη τῶν νόμων καὶ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς φωτίζεται ἀπὸ ἐκεῖ μὲ τὶς θεῖες φωτοχυσίες, κατὰ τὸν ἑρμηνευτὴ Κάλλιστο καὶ ἔτσι, ἀρχίζοντας πρῶτα ἀπὸ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀρχὴ σοφίας κατὰ τὸν Δαβὶδ καὶ ἀρχὴ ἀρετῆς κατὰ τὸν ἅγιο Ἰσαὰκ (λόγ. α΄), σπουδάζει νὰ φυλάξει ὅλες τὶς ἐντολὲς καὶ ἀγωνίζεται νὰ ἀποκτήσει ὅλη τὴν χρυσὴ σειρὰ τῶν ἀρετῶν, δηλαδή, τὴν κάθαρση τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς, τὴν ἀπάθεια, τὴν ταπείνωση, τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον. Καὶ ἔτσι, ἐπιμένοντας σχολαστικὰ σ` αὐτά, ἀνεβαίνει στὸ Θεό, μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἀνεβαίνουν οἱ ἀγαθὲς ψυχὲς καὶ ἀφοῦ βρεθεῖ κοντὰ σ` αὐτὸ τὸ θεῖο φῶς, φωτίζεται καὶ καταλάμπει ἀπ` αὐτό. Βλέπει τὸν Θεό, ὅσο εἶναι δυνατὸν νὰ τὸν δεῖ καὶ τὸν βλέπει καὶ ὁ Θεός. Γίνεται λοιπὸν μέτοχος τοῦ ἄκρως ποθουμένου, ἱκανοποιεῖ τὸν πόθο καὶ τὸν θεῖο ἔρωτά του καὶ γίνεται ἕνας ἄγγελος. Συνυπάρχει ὁ νοῦς μὲ τὸν Νοῦ, ὁ κτιστὸς μὲ τὸν Ἄκτιστο καὶ ὁ πεπερασμένος μὲ τὸν Ἄπειρο. Καὶ κατ` αὐτὸν τὸν τρόπο διατηρεῖ ἀτελείωτο καὶ ἀεικίνητο στὴν καρδιὰ τοῦ τὸν πόθο καὶ τὸν ἔρωτα αὐτὸν πρὸς τὸν Θεό. Γι` αὐτὸ εἶπε ὁ θεολόγος Γρηγόριος: «ὅπου ὑπάρχει φόβος Θεοῦ, ἐκεῖ ὑπάρχει καὶ τήρηση τῶν ἐντολῶν. Ὅπου δὲ ὑπάρχει τήρηση τῶν ἐντολῶν, ἐκεῖ ὑπάρχει κάθαρση τῆς σάρκας ἀπὸ τὸ νέφος, τὸ ὁποῖο σκεπάζει τὴν ψυχὴ καὶ δὲν τὴν ἀφήνει νὰ δεῖ καθαρὰ τὴν θεία ἀκτίνα. Ὅπου δὲ ὑπάρχει κάθαρση, ἐκεῖ ὑπάρχει ἔλλαμψη. Εἶναι δὲ ἡ ἔλλαμψη ὁλοκλήρωση τοῦ πόθου τῆς μετοχῆς στὰ ποθούμενα μέγιστα, δηλαδή, τῶν τριῶν ὑποστάσεων (τῆς Ἁγίας Τριάδος) ἢ τοῦ μεγίστου, δηλαδή, τῆς μίας φύσεως τῶν τριῶν ἢ ὑπὲρ τὸ μέγα, δηλαδή, ἐπειδὴ ἡ θεότητα εἶναι πάνω ἀπὸ κάθε μέγεθος καὶ ποσότητα». (λόγος εἰς τὰ Φῶτα).
Παρακαλεῖ δὲ ὁ μελωδὸς τὸν Θεὸ νὰ τὸν στολίσει μὲ τὶς ἀρετές. Διότι οἱ ἀρετὲς εἶναι ἀπὸ τὴ φύση τους λαμπρὲς καὶ φωτεινὲς καὶ στὴ συνέχεια λαμπρύνουν καὶ φωτίζουν τοὺς ἐνάρετους. Αὐτὸ δὲ συμβαίνει, διότι ἀπὸ τὴ μία, ὅπως εἴπαμε, οἱ ἀρετὲς εἶναι ἀκτίνες καὶ ἀποτέλεσμα τοῦ πρώτου φωτὸς καὶ τοῦ ὑπερουσίου Ἡλίου, ἀπὸ τὴν ἄλλη δὲ καὶ διότι, ἂν οἱ ἁμαρτίες εἶναι ζοφώδεις καὶ σκοτεινές, ὡς γεννήματα τοῦ σκοτεινοῦ διαβόλου, εἶναι ἑπόμενο ὅτι οἱ ἀρετές, ὡς ἀντίθετες τῶν ἁμαρτιῶν, νὰ εἶναι φωτεινὲς καὶ λαμπρές. Αὐτὰ τὰ δύο δέ, τὰ μαρτυρεῖ ὁ Χρυσόστομος, λέγοντας, γιὰ μὲν τὴν ἁμαρτία τὰ παρακάτω: «Ἂς καθαρίσουμε τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὰ πάθη. Διότι, ἡ ἁμαρτία εἶναι σκοτάδι καὶ μάλιστα σκοτάδι βαθὺ καὶ ἀποδεικνύεται αὐτὸ ἀπὸ τὸ ὅ,τι, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουμε καὶ ἀσυνειδήτως, τὴν διαπράττουμε. «Διότι, κάθε ἕνας ποὺ ἀμετανόητα πράττει ἔργα κακὰ καὶ διεστραμμένα, ἀντιπαθεῖ καὶ ἀποστρέφεται τὸ φῶς καὶ δὲν ἔρχεται στὸ φῶς».(Ἰωάν. 3,20) Καὶ «Διότι ὅσα ἀπὸ τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ἁμαρτωλοὺς γίνονται κρυφὰ καὶ στὸ σκότος, εἶναι αἰσχρὸ καὶ νὰ τὰ ἀναφέρει κανένας». (Ἔφ. 5,12) Καὶ ὅπως μέσα στὸ σκοτάδι δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ξεχωρίσει τὸν φίλο ἢ τὸν ἐχθρό του, ἀλλὰ ἀγνοεῖ ὅλες τὶς φυσικὲς ἰδιότητες τῶν πραγμάτων, ἔτσι καὶ στὴν ἁμαρτία». (ὁμιλ. ε΄ εἰς τὸν Ἰωάννην). Γιὰ δὲ τὴν ἀρετή, ἑρμηνεύοντας τὸ «οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν» (Ματθ. 5,16), «δηλαδή, ἂς εἶναι πολλὴ ἡ ἀρετή, πλούσια ἂς εἶναι ἡ φωτιὰ καὶ τὸ ἀνέκφραστο φῶς. Διότι, ὅταν εἶναι τόση πολλὴ ἡ ἀρετή, εἶναι ἀδύνατο νὰ διαφύγει τῆς προσοχῆς, ἀκόμη καὶ ἂν αὐτὸς ποὺ τὴν κατέχει τὴν ἀποκρύπτει μὲ μύριους τρόπους». (ὁμιλ. ιε΄ εἰς τὸν Ματθαῖον).

Σὲ μερικὰ δὲ ἀντίγραφα τῶν Ἀναβαθμῶν βρίσκεται γραμμένο: «εἰς τὰ ὅρη τῶν σῶν νόμων» καὶ γράφεται «ἑλλάμπρυνον», ὄχι «ἐκλάμπρυνον». Ἀλλὰ αὐτὰ κι ἔτσι νὰ γράφονται, δὲν εἶναι ἀσύμφωνα μὲ τὸ νόημα τοῦ μελωδοῦ. Διότι, ὁ Χριστὸς εἶναι ἀληθινὸς ποιμένας καὶ πρόβατό του εἶναι ὁ χριστιανός, αὐτὸς ποὺ πρόθυμα μαθήτευσε κοντά του. Γι` αὐτὸ λέγεται νομὴ Χριστοῦ ἡ γνήσια τῶν ἐντολῶν καὶ τῶν ἀρετῶν τροφὴ τῆς ψυχῆς, σύμφωνα μὲ τὸ «οὐκ ἒπ ἄρτω μόνω ζήσεται ὁ ἄνθρωπος, ἀλλ΄  ἐπὶ παντὶ ρήματι τῷ ἐκπορευομένω διὰ στόματος Θεοῦ» (Δευτ. 8,3). «Ἑλλάμπρυνον» δέ, θέλει νὰ πεῖ, λάμπρυνέ με μέσα στὴν ψυχὴ καὶ στὴν καρδιά, καθὼς ἡ πρόθεση –ἐν- φανερώνει τὸ μέσα. Βέβαια, δὲν γίνεται ἀπὸ τὸν Θεὸ ἡ ἔλλαμψη ἐξωτερική, ἀλλὰ στὸ ἐσωτερικό της καρδιᾶς. Ὅταν δὲ πλημμυρίσει ἡ καρδιά, τότε ὑπερχειλίζει καὶ ἔξω στὸ πρόσωπο, ὅπως ἔγινε μὲ τὸν πρωτομάρτυρα Στέφανο. Ἐξ αὐτοῦ εἶπε ὁ ἑρμηνευτὴς τῶν Ἀναβαθμῶν Κάλλιστος: «ἔλλαμψη δέ, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε πὼς εἶναι ὁ μυστικὸς καὶ μὲ ταχύτητα ἀστραπῆς πνευματικὸς φωτισμὸς τοῦ νοῦ, καὶ ἡ ὁποία γίνεται μὲ τὴ βοήθεια τῆς ἀπόκτησης τῶν ἀρετῶν». Λέει δὲ καὶ ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: «Ὅταν λοιπὸν ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος συγχωνευτεῖ κατὰ κάποιον τρόπο μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τότε καὶ ἐξωτερικὰ στὸ σῶμα του, σὰν σὲ καθρέπτη δείχνει τὴν ἐσωτερικὴ λαμπρότητα τῆς ψυχῆς του. Κατ` αὐτὸν τὸν τρόπο δοξάστηκε καὶ ἐκεῖνος ὁ θεοπτης Μωυσῆς». (λόγος λ΄). Ἀλλὰ πάλι ὁ ἴδιος, ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, λέει τὰ ἑξῆς: «Ἡ ἄβυσσος τοῦ πένθους ἀντικρίζει τὴν (ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ) παράκληση. Καὶ ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς δέχεται τὴ θεία ἔλλαμψη. Ἔλλαμψη σημαίνει, ἀπερίγραπτη ἐνέργεια, ἡ ὁποία κατανοεῖται χωρὶς νὰ κατανοεῖται καὶ βλέπεται χωρὶς νὰ βλέπεται» (λόγος ζ΄ περὶ πένθους). Καὶ πάλι: «Ἡ ἀγάπη χορηγεῖ τὴ χάρη τῆς προφητείας, ἡ ἀγάπη παρέχει τὴ δύναμη τῆς θαυματουργίας, ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ἄβυσσος τῆς θείας ἐλλάμψεως, ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ πηγὴ τῆς θεϊκῆς φωτιᾶς – ὅσο περισσότερη φωτιὰ ἀναβλύζει, τόσο περισσότερο κατακαίει ἐκεῖνο ποὺ διψάει. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ στάση καὶ ἡ ἑδραίωση τῶν Ἀγγέλων, ἡ προκοπὴ τῶν ἀνθρώπων. Ἀνάγγειλέ μας, ἐσύ, ἡ ὡραία ἀνάμεσα στὶς ἀρετές, ποῦ βόσκεις τὰ πρόβατά σου; Ποῦ κατασκηνώνεις τὸ μεσημέρι; Φώτισέ μας, πότισέ μας, ὁδήγησέ μας, χειραγώγησέ μας, ἐπειδὴ ἐπιθυμοῦμε νὰ ἀνεβοῦμε κοντά σου» (λόγ. λ΄).
Δὲς δέ, ἀδελφέ, ὅτι ἀφοῦ ὁ μελωδὸς εἶπε πρῶτα νόμους, ποὺ σημαίνει τὸ ἴδιο μὲ τὶς ἐντολές, ὕστερα λέει ἀρετές. Διότι, ἀπὸ τοὺς νόμους καὶ τὶς ἐντολὲς γεννιοῦνται οἱ ἀρετές. Γι` αὐτὸ εἶπε ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ ἀσκητής: «Ἄλλο εἶναι ἡ ἐφαρμογὴ τῆς ἐντολῆς καὶ ἄλλο ἡ ἀρετή, ἔστω καὶ ἂν παίρνουν ἡ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη τὴν ἀφορμὴ γιὰ τὶς ἀγαθὲς πράξεις. Πράξη τῆς ἐντολῆς λέγεται, τὸ νὰ κάνεις τὸ διατεταγμένο, ἀρετὴ δέ, τὸ νὰ ἀπολαμβάνεις πραγματικὰ αὐτὸ ποὺ κάνεις». (κεφ. 193,194, περὶ νόμου πνευματικοῦ).
Ποιὸ δὲ ὠφέλιμο νόημα μπορεῖς νὰ κερδίσεις ἐσύ, ἀγαπητέ, ἀπὸ τὸν Ἀναβαθμὸ αὐτό; Ἄκουσε. Εἴπαμε πιὸ πάνω ὅτι ὁ νόμος καὶ οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ εἶναι κατὰ φύση ψηλὲς καὶ μετέωρες, ὄχι μόνο γιατί δόθηκαν ἀπὸ τὸν ὕψιστο Θεό, ἀλλὰ καὶ διότι διδάσκουν τὰ θεία καὶ ὑψηλὰ πράγματα, καὶ καθιστοῦν ὑψηλὰ πνευματικούς, αὐτοὺς ποὺ τὶς ἐργάζονται(3). Λοιπόν, γιὰ νὰ γίνει φανερὸ τὸ πνευματικό τους ὕψος, δόθηκαν στοὺς ἀνθρώπους σὲ μέρη καὶ ὅρη ψηλά. Ἔτσι, ὁ πρῶτος καὶ ἄγραφος νόμος ποὺ δόθηκε στὸν Ἀδάμ, δόθηκε μέσα στὸν Παράδεισο, ὁ ὁποῖος ἦταν ψηλότερος ἀπὸ ὅλα τὰ βουνὰ τῆς γής, ὅπως λέει γι` αὐτὸ ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός: «Στὴν Ἀνατολὴ βρίσκεται, ψηλότερα ἀπὸ κάθε σημεῖο τῆς γὴς (δηλ. ὁ Παράδεισος) (βιβλ. Β΄ κεφ. κη΄). Ἔτσι ὁ γραπτὸς νόμος δόθηκε στὸ ψηλὸ ὅρος τοῦ Σινᾶ. Ἔτσι καὶ ὁ νόμος τῆς χάριτος δόθηκε ἀπὸ τὸ ὅρος Σιῶν, ὅπως λέει ὁ Ἠσαΐας: «ἐκ Σιῶν ἐξελεύσεται νόμος» (Ἠσ. 2,3). Ὁμοίως καὶ ὁ Μιχαίας: «ἐκ Σιῶν ἐξελεύσεται νόμος» (Μιχ. 4,2). Ἀλλὰ καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος διηγεῖται ὅτι ὁ Κύριος ἐπάνω ἀπὸ τὸ ὅρος ἐκφώνησε τοὺς Μακαρισμοὺς καὶ τὶς περισσότερες ἀπὸ τὶς ἐντολές του: «Ἰδὼν δὲ τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὅρος καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα αὐτοῦ ἐδίδασκεν αὐτοὺς» (Ματθ. 5, 1).
Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ Ἀδὰμ παρέβη τὸν πρῶτο καὶ ἄγραφο νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ ἔπεσε ἀπὸ τὸ ὕψος κάτω στὴ γῆ καὶ στὰ γήινα, γὶ` αὐτὸ ὁ Θεὸς σπλαχνίστηκε τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων καὶ τοῦ ἔδωσε τὸν γραπτὸ νόμο, γιὰ νὰ τὸ βοηθήσει νὰ ἀνεβεῖ πάλι στὸ ὕψος ἐκεῖνο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἔπεσε. Φανερώνοντας αὐτὸ τὸ νόημα ὁ Ἠσαΐας ἔλεγε: «νόμον γὰρ εἰς βοήθειαν ἔδωκεν» (Ἠσ. 8,20). Ἐπειδὴ δέ, οὔτε μὲ τὸν γραπτὸ νόμο μπόρεσε ὁ ἄνθρωπος νὰ βοηθηθεῖ, γιὰ νὰ ἀρθεῖ στὸ ὕψος τοῦ θείου νόμου, ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε καὶ τὸν νόμο τῆς χάριτος καὶ ἔτσι τὸν ἀνέβασε στὸ ὕψος ἀπὸ τὸ ὁποῖο κατρακύλισε.
Τώρα καὶ σὺ ἀδελφέ, ἂν ἔπεσες ἀπὸ τὸ ὅρος, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ θεϊκοῦ νόμου καὶ ἔκανες παράβαση στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, μὴν ἀπελπίζεσαι γιὰ τὴ σωτηρία σου καὶ μὴν ἀφήνεσαι ὁλοκληρωτικὰ ἔκθετος στὰ πάθη καὶ στὰ γήινα. Ὄχι! Ἀλλὰ πὲς στὸν ἑαυτό σου ἐκεῖνο ποῦ εἶπε ὁ Ἱερεμίας: «Μήπως ἐκεῖνος ποῦ πέφτει, δὲν σηκώνεται; Μήπως ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος χάνει τὸ δρόμο του καὶ παραπλανᾶται, δὲν προσπαθεῖ νὰ ἐπιστρέψει στὸ δρόμο του;» (Ἱερ. 8,4). Καὶ θέλει νὰ πεῖ πὼς ναί, σηκώνεται καὶ ἐπιστρέφει. Λοιπόν, ἂς ἀγωνιστῶ κι ἐγώ, γιὰ νὰ ἀνεβῶ ξανὰ στὸ ὅρος τοῦ θείου νόμου ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἔπεσα. Ἂς μιμηθῶ κι ἐγὼ τοὺς Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι, μολονότι σκλαβώθηκαν στὴν Βαβυλώνα, ὅμως μὲ τὴ θλίψη ποὺ ἐνίωσαν, σήκωσαν τὰ μάτια τους στὸν οὐρανὸ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ τους ἦρθε βοήθεια καὶ ἔτσι γύρισαν πάλι στὴ Ἱερουσαλήμ, τὴν πατρίδα τους καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς συγκεφαλαιώνει ὁ δεύτερος αὐτὸς Ἀναβαθμός.
Γι` αὐτὸ εἶπε ὁ Χρυσορρήμονας: «Ἂν οἱ πνευματικὰ παχεῖς καὶ προσκολλημένοι στὴ γῆ Ἰουδαῖοι ἔγιναν τόσο σπουδαῖοι καὶ ἔβλεπαν πρὸς τὸν οὐρανό, ἐξαιτίας τῆς αἰχμαλωσίας καὶ τῆς ταλαιπωρίας τους, δὲν θὰ μᾶς διορθώσει πολὺ περισσότερο ἐμᾶς ἡ θλίψη; Ἑρμηνεύει δὲ καὶ ὁ ὅσιος Νικήτας ὁ Στηθάτος: «Αὐτὴν τὴν φωνὴ τὴν στέλνει ψηλά, δηλαδὴ τό, «Ἦρα τοὺς ὀφθαλμούς μου εἰς τὰ ὅρη», αὐτὸς ποὺ μόλις τώρα ἀνεβαίνει ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία τῶν Βαβυλωνίων παθῶν καὶ δαιμόνων πρὸς τὴν νοητὴ πόλη τῆς ἀπαθείας, τὴν Ἱερουσαλήμ, δηλαδή, ὁ κάθε πιστὸς ἀπὸ ἐμᾶς. Ὅρη δὲ εἶναι οἱ ψηλὲς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς ὁ πιστός, λοιπόν, σηκώνει τὰ μάτια του καὶ τὰ χέρια του στὰ ψηλὰ ὅρη τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν ἐργασία τους. Ἀπὸ ἐκεῖ δὲ ἔρχεται πρὸς αὐτὸν κάθε βοήθεια κατὰ τῶν δαιμόνων καὶ τῶν παθῶν, ὡς στήριγμα στὴν ἀδυναμία του». Ἔτσι, λοιπόν, ἀγαπητέ, ἀνεβαίνοντας στὰ ὅρη τῶν θείων νόμων καὶ φωτιζόμενος μὲ τὶς ἀρετές, θὰ συνεχίσεις νὰ ὑμνεῖς πάντοτε τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος σὲ ὕψωσε καὶ σὲ φώτισε, ψέλνοντας καὶ εὐχαριστώντας τὸν Κύριο μαζὶ μὲ τὸν Δαβίδ: «ἄσω τῷ Κυρίω ἐν τὴ ζωή μου, ψαλῶ τῷ Θεῷ μου ἕως ὑπάρχω» (Ψαλμ. 103,33).

(1) Ἔχε ὑπόψη ὅτι, κατὰ τὸν μέγιστο ὀνομαζόμενο Μάξιμο: «εἶναι ἀνάγκη, τὶς μὲν ἐντολὲς τοῦ νόμου νὰ τὶς φυλάσσουμε καὶ σωματικῶς καὶ πνευματικῶς, τὶς δὲ πνευματικῶς μόνο. Ὅπως, τὸ οὐ μοιχεύσεις, οὐ φονεύσεις, οὐ κλέψεις καὶ τὰ παρόμοια καὶ πνευματικῶς καὶ σωματικῶς πρέπει νὰ τὶς φυλάσσουμε. Καὶ πνευματικῶς μέν, μὲ τρεῖς τρόπους (ἴσως κατὰ προσβολή, πάλη καὶ συγκατάθεση ἢ κατὰ τὸ λογιστικό, τὸ θυμικὸ καὶ ἐπιθυμητικό). Τὸ δὲ τῆς περιτομῆς καὶ τὸ νὰ φυλάσσεις τὸ Σάββατο καὶ νὰ σφάξεις τὸ ἀρνὶ καὶ νὰ φᾶς ἄζυμα μὲ πικρὰ χόρτα καὶ τὰ παρόμοια, μόνο πνευματικά.
(2) Ἔτσι γράφεται στοὺς χειρόγραφους Ἀναβαθμούς, στὰ δὲ ἤδη τυπωμένα, γράφεται «ὕψωσας μέ», σωστότερο ὅμως εἶναι τὸ πρῶτο.
(3) Καὶ πῶς δὲν εἶναι πνευματικὰ ψηλὰ αὐτοὶ πού ἐργάζονται τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ; Διότι, ὅποιος δεχτεῖ τὴν ἐντολὴ καὶ τὴν ἐφαρμόσει, πῆρε μέσα του τὴν Ἁγία Τριάδα. Θέλεις νὰ τὸ βεβαιωθεῖς; Ἄκουσε τὸν θεηγόρο Μάξιμο, ποὺ τὸ λέει αὐτό: « Θεὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ Πατέρα βρίσκεται μυστικὰ μέσα σὲ κάθε μία ἀπὸ τὶς ἐντολές του. Θεὸς καὶ Πατέρας εἶναι ὅλος ἀχώριστος σὲ ὅλο τὸ Λόγο τοῦ ἐκ φύσεως. Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ δέχεται μία θεία ἐντολὴ καὶ τὴν πράττει, δέχεται τὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὑπάρχει μέσα σ` αὐτήν. Ἐκεῖνος ποὺ δέχτηκε τὸ Λόγο διὰ μέσου τῶν ἐντολῶν, διὰ μέσου Αὐτοῦ δέχτηκε καὶ [τὸν Πατέρα ποὺ ὑπάρχει ἐκ φύσεως μέσα σ` Αὐτόν, ὅπως ἐπίσης καὶ] τὸ Πνεῦμα, ποὺ ἐκ φύσεως ὑπάρχει μέσα σ` Αὐτόν. Γιατί λέει: «Σᾶς λέω ἀλήθεια, ὅποιος δέχεται αὐτὸν ποὺ θὰ στείλω, δέχεται ἐμένα καὶ ὅποιος δέχεται ἐμένα, δέχεται αὐτὸν ποὺ μ` ἔχει στείλει» (Ἰω. 13,20) Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ ἔλαβε ἐντολὴ καὶ τὴν τήρησε, ἔλαβε καὶ ἔχει μυστικὰ τὴν Ἁγία Τριάδα». (κεφ. οα΄τῆς β΄ἑκατοντάδ. Τῶν θεολογικῶν).

Σάββας Ἠλιάδης
Δάσκαλος
Κιλκίς, 15-12-2017
http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2018/07/blog-post_31.html