Στην Βίβλο, στα αρχαία κείμενα και στους
αρχαιολογικούς χώρους υπάρχουν πάρα πολλές και σαφέστατες μαρτυρίες για την
συνεχή παρουσία των Μακεδόνων στην Ελληνική ιστορία και την δεδηλωμένη
Ελληνικότητά τους. Μερικές μόνον από αυτές είναι οι παρακάτω:
α) Ο διάδοχος Αλέξανδρος, υιός του Βασιλέως της
Μακεδονίας Αμύντα Α’, και μετέπειτα Βασιλεύς Αλέξανδρος ο Α’ (498-454 π.χ.)
όταν υποδέχεται Πέρσες φιλοξενούμενους τους λέγει: «…απαγγείλατε ως ανήρ Έλλην
Μακεδόνων ύπαρχος εύ υμέας εδέξατο…» (Ηρόδοτος Ε’ 20) (…να πείτε ότι ένας
άνδρας Έλληνας, ο διάδοχος των Μακεδόνων σας καλοδέχθηκε…). Επίσης λαμβάνει
μέρος στην 71η Ολυμπιάδα, όπου νικά στον αγώνα του σταδίου. Στις Ολυμπιάδες
συμμετείχαν μόνον Έλληνες και να πώς το περιγράφει ο Ηρόδοτος: «…Αλέξανδρος δε,
επειδή απέδειξε ως είη Αργείος, εκρίθη τε είναι Έλλην…» (Ηρόδοτος Ε’. 22). Για
να μην μιλάμε όμως μόνον για Βασιλείς, να πως περιγράφεται η συμμετοχή κάποιου
Μακεδόνα στην 113η Ολυμπιάδα το 328 π.χ. : «…Ολυμπιάδι εκατοστή τρισκαιδεκάτη
Κρίτων Μακεδών ενίκα στάδιον…». Ο ίδιος ο Αλέξανδρος Α’, βασιλεύς πλέον, το 479
π.χ. στην μάχη των Πλαταιών, φανερώνει την πρόθεση των Περσών να επιτεθούν την
επομένη στο στρατόπεδο των ενωμένων Ελλήνων λέγοντας: «…αυτός τε γαρ Έλλην
γένος ειμί τωρχαίον και αντ’ ελευθέρης δεδουλωμένην ουκ αν εθέλοιμι οράν την
Ελλάδα…» (Ηρόδοτος Θ’ 45) (…και εγώ ο ίδιος Έλληνας το γένος είμαι το αρχαίο,
και από ελεύθερη δεν θέλω να την δω υποδουλωμένη…).
β) Ο Μέγας Αλέξανδρος μετά την πρώτη νίκη του εναντίων
των Περσών το 334 π.χ. στον Γρανικό ποταμό έστειλε 300 περσικές πανοπλίες στην
Ακρόπολη των Αθηνών, προσφορά στην θεά Αθηνά. Ο ίδιος διέταξε να γραφεί: «
Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλήν Λακεδαιμονίων από των βαρβάρων των την
Ασίαν κατοικούντων » (Αρριανός. Αλεξάνδρου Ανάβασις Α’ 16.7). Σαφέστατα εδώ ο
ίδιος ο Μέγας Αλέξανδρος δηλώνει την Ελληνικότητά του. Εάν οι Μακεδόνες δεν
ήταν Έλληνες θα έπρεπε να γράψει « οι Μακεδόνες και οι Έλληνες πλην
Λακεδαιμονίων» για να ξεχωρίσει τους Μακεδόνες από τους Έλληνες κάτι το οποίο
όμως δεν έκανε ούτε του ζητήθηκε από κανέναν. Αντιθέτως θεώρησε αυτονόητο να
εντάξει τους Μακεδόνες στους Έλληνες και να τους ξεχωρίσει από τους
βαρβάρους.Επίσης στέλνοντας για δούλους τους Έλληνες μισθοφόρους των Περσών που
αιχμαλώτισε αναφέρει: «…ότι παρά τη κοινή δόξαντα τοις Έλλησιν, Έλληνες όντες,
εναντία τη Ελλάδι υπέρ των βαρβάρων εμάχοντο…» (Αρριανός, Αλεξάνδρου Ανάβασις
Α’ 16.6.) (δηλαδή ότι παρά το κοινώς παραδεκτό από τους Έλληνες, ενώ είναι
Έλληνες, πολέμησαν εναντίον των Ελλήνων υπέρ των βαρβάρων.) Σαφέστατα εδώ ο
Μέγας Αλέξανδρος εντάσσει τον εαυτόν του και τους Μακεδόνες στους Έλληνες.
γ) Ο αρχαίος συγγραφέας, φιλόσοφος και γεωγράφος
Στράβων (65 π.χ. – 23 μ.Χ.) γράφει «…Έστι μεν ουν Ελλάς και η Μακεδονία…»
(Στράβων Γεωγραφικά Ζ’ 9) (…είναι Ελλάδα και η Μακεδονία…) Ο Στράβων, 2000 έτη
πριν, πιο ξεκάθαρα δεν μπορούσε να το δηλώσει.
δ) Ο Απόστολος Παύλος κατά την δεύτερη Αποστολική του
περιοδεία το 50 μ.Χ. ευρίσκεται εις την Τρωάδα της Μικράς Ασίας από όπου
προσκαλείται με όραμα να επισκεφθεί την Μακεδονία «…διαβάς εις Μακεδονίαν…».
Πράγματι ιδρύει εις τους Φιλίππους την πρώτη Χριστιανική Εκκλησία και στη
συνέχεια στη Θεσσαλονίκη και στη Βέρροια. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει για
την Θεσσαλονίκη (κεφ.ΙΖ, στ.4): «…και τινες εξ αυτών επείσθησαν και
προσεκληρώθησαν τω Παύλο και τω Σίλα, των τε σεβομένων Ελλήνων πολύ πλήθος,
γυναικών τε των πρώτων ουκ ολίγαι…», και την Βέρροια (κεφ.ΙΖ, στ.12) «…πολλοί
μεν ουν εξ αυτών επίστευσαν, και των Ελληνίδων γυναικών των ευσχημόνων και
ανδρών ούκ ολίγοι…». Ουσιαστικά ο Ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει ότι ο Απόστολος
Παύλος πήγε εις την Μακεδονία όπου επίστευσαν τον Λόγον του Έλληνες άνδρες και
γυναίκες, θεωρώντας αυτονόητο να ονομάζει τους Μακεδόνες Έλληνες.
Και στα νεότερα
όμως χρόνια η αίσθηση της Ελληνικότητας στους Μακεδόνες είναι εντονότατη, όπως
ενδεικτικά φαίνεται στις παρακάτω περιπτώσεις:
α) Αρχές Μαΐου του 1821, ο Εμμανουήλ Παππάς από τις
Σέρρες και μέλος της Φιλικής εταιρείας, στην Μονή Εσφιγμένου του Αγίου Όρους
ανακηρύσσεται « Αρχιστράτηγος των Μακεδονικών Επαναστατικών Δυνάμεων και
Υπερασπιστής της Μακεδονίας». Στις 17 Μαΐου του 1821 απελευθερώνεται ο
Πολύγυρος και ξεσπά η επανάσταση στην Μακεδονία η οποία όμως καταπνίγεται στο
αίμα από τους Τούρκους.
β) Στις αρχές του 1822 συγκεντρώθηκαν στο μοναστήρι
της Δοβράς κοντά στην Νάουσα ο πρόκριτος της Νάουσας Ζαφειράκης, ο Παναγιώτης
Ναούμ από την Έδεσσα, ο Γεώργιος Νιόπλιος από την Σιάτιστα και άλλοι για να
συντονίσουν τις ενέργειές τους για γενική εξέγερση των Μακεδόνων στον Όλυμπο
και στην Δυτική Μακεδονία. Με την καταστροφή της Νάουσας, που την
υπερασπίζονται οι οπλαρχηγοί Τάσος Καρατάσος από την Δοβρά Ημαθίας και Αγγελής
Γάτσος από τους Σαρακηνούς Αλμωπίας, και αυτή η επανάσταση καταπνίγεται στο
αίμα από τις πολύ μεγαλύτερες τουρκικές δυνάμεις.
γ) Το 1854 και πάλι ξεσπάει γενικευμένη ένοπλη
εξέγερση στην Μακεδονία. Στην Δυτική Μακεδονία με αρχηγό τον Θεόδωρο Ζιάκα,
στον Όλυμπο με αρχηγούς τους Γ. Ζαχείλα, Δ. Ψαροδήμο, Ι. Διαμαντή, Ε. Κοροβάγκο
και Ζήση Σωτηρίου και στην Χαλκιδική με αρχηγό τον Τσάμη Καρατάσο υιό του Τάσου
Καρατάσου.
δ) Το 1878 ξεσπάει και πάλι ένοπλος αγώνας στην
Μακεδονία ο οποίος όμως αυτή την φορά συνοδεύεται από σημαντικότατες πολιτικές
τοποθετήσεις μέσω επιστολών αλλά και σχηματισμό επαναστατικών κυβερνήσεων. Στην
Δυτική Μακεδονία πρωτοστάτησαν ο Ιωσήφ Λιάτης, ο Αναστάσιος Πηχεών και ο
Ιωάννης Γκοβεδάρος και στις 18 Φεβρουαρίου 1878 σχηματίσθηκε στο όρος Βούρινο
της Κοζάνης «Προσωρινή Κυβέρνηση εν τη Μακεδονία Επαρχίας Ελιμείας» η οποία
έστειλε την παρακάτω προκήρυξη στην Ελληνική Κυβέρνηση: «Η ημετέρα επαρχία, μη
δυνάμενη να υποφέρη τον ακατανόμαστον δούλειον τουρκικόν ζυγόν, τας ανηκούστους
βιαιοπραγίας των καταδυναστευόντων την πατρίδα του Μεγάλου Αλεξάνδρου τυράννων,
τας απείρους κακώσεις και τας φοβεράς καταπιέσεις, εις ας ου μόνον η περιουσία
ημών είναι εκτεθειμένη, αλλά και η ζωή αυτή και η τιμή…ήρατο ως εις άνθρωπος τα
όπλα, ίνα κηρύξη ενώπιον θεού και ανθρώπων την ελευθερίαν από του δουλείου
ζυγού και την μετα της Μητρός Ελλάδος ένωσιν αυτής…».
Στην περιοχή
του Ολύμπου με έδρα το Λιτόχωρο σχηματίζεται η «Προσωρινή Κυβέρνηση της
Μακεδονίας» η οποία στις 19 Φεβρουαρίου 1878 κάνει την παρακάτω επαναστατική
προκήρυξη: «Συνελθόντες σήμερον οι αντιπρόσωποι των διαφόρων κοινοτήτων της
Μακεδονίας, κατέλυσαν την τυραννικήν εξουσίαν του Σουλτάνου, ανεκήρυξαν την
ένωσιν της Μακεδονίας μετά της μητρός Ελλάδος και εξελέξαντο ημάς, όπως
σχηματίσωμεν την προσωρινήν Κυβέρνησιν της επαναστάσεως με την υποχρέωσιν ν’αποταθώμεν προς τας Χριστιανικάς δυνάμεις
και να ζητήσωμεν την ισχυράν αυτών προστασίαν υπέρ του δικαίου του αγώνος μας
και το έλεος αυτών υπέρ των κινδυνευόντων εκ της Τουρκικής Θηριωδίας
γυναικοπαίδων ημών».
Την ίδια
περίοδο ο Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Στρωμνίτσης (Σήμερα εντός του κράτους των
Σκοπίων) σε μία επιστολή διαμαρτυρίας εναντίον της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου,
αναφέρει: «Ημείς οι κάτοικοι Στρουμνίσσης (Στρουμνίτσης) δεν θέλομεν να
υπαχθώμεν υφ’ οποινδήποτε σλαβικόν ζυγόν, διότι είμεθα και θέλομεν να ήμεθα
Μακεδόνες και σταθερόν μέλος της μεγάλης Ελληνικής Οικογενείας, αποστρεφόμεθα
και αποτροπιαζόμεθα τον σλαυϊκόν ζυγόν πολύ πλείον του τουρκικού, διότι οι μέν
τούρκοι εσεβάσθησαν τα πάτρια ημών ήθη και έθιμα, άθικτα σχεδόν άφησαν τα
θρησκευτικά καθεστώτα….. τα λείψανα των εν τη χώρα ημών αρχαιοτήτων είναι
άπαντα ελληνικά, αι σκέψεις ημών πάσαι φιλικαί, εμπορικαί, συγγενικαί,
ελληνικαί εν τοις ιεροίς ημών ναοίς
ελληνιστί ποιούμε τας ιεροτελεστίας εν
τοις σχολείοις ημών μόνον η ελληνική γλώσσα διδάσκεται , ενώ σλαυϊκόν σχολείον
ουδέποτε υπήρξεν εν Στρουμνίσση…..».
Οι αγωνιστές
των παραπάνω επαναστάσεων στην Μακεδονία μεταβαίνουν στην Πελοπόννησο και
συνεχίζουν τον αγώνα. Μετά την απελευθέρωση λαμβάνουν τιμητικά στρατιωτικά
αξιώματα και πολλοί από αυτούς εγκαθίστανται βόρεια της πόλεως των Αθηνών σε ένα προάστιο το οποίο ακόμα και
σήμερα ονομάζεται Θρακομακεδόνες και στην περιοχή της Αταλάντης.
ε) Από 1904 έως το 1908 κατά την διάρκεια του ένοπλου
Μακεδονικού Αγώνα αφυπνίστηκε για άλλη μια φορά η Μακεδονική ψυχή και άνδρες,
γυναίκες και παιδιά απ’ άκρη σ’ άκρη της Μακεδονίας αγωνίσθηκαν και έχυσαν το
αίμα τους σε ένα σκληρό ανορθόδοξο πόλεμο
για να υπερασπίσουν την Ορθόδοξη Χριστιανική τους Πίστη και την Ελληνική
Εθνική τους συνείδηση. Πολλοί από αυτούς ήταν σλαβόφωνοι και οι ξένες
προπαγάνδες τους θεωρούσαν Βούλγαρους, αλλά αυτοί σε πείσμα όλων απέδειξαν την
Ελληνική εθνική τους συνείδηση, κάτι που δίνει μεγαλύτερη αξία στην θυσία τους.
Χαρακτηριστικότατη είναι η επιστολή διαμαρτυρίας που έστειλαν το 1903 κάτοικοι
της περιοχής Μοναστηρίου (Σημερινά Bitola) προς την Γαλλική Κυβέρνηση και στην
οποία αναφέρουν μεταξύ άλλων: «…λαλούμεν ελληνιστί, βλαχιστί, αλβανιστί,
βουλγαριστί, αλλά ουδέν ήττον εσμέν άπαντες Έλληνες και ουδενί επιτρέπομεν να
αμφισβητεί προς ημάς τούτο».
στ) Στις 31 Μαΐου 2008 δημοσιεύθηκε επιστολή
διαμαρτυρίας Εδεσσαίου, για μία τηλεοπτική εκπομπή, η οποία μεταξύ άλλων
αναφέρει: «…Είμαι ντόπιος…», «…ξέρουμε καλά ότι καταγόμαστε από τη λαμπρή γενιά
των Ελλήνων Μακεδόνων Βασιλέων…», «…μπορεί να μιλάμε αυτό το ιδίωμα, με τις
όποιες ομοιότητες με τα όμορα κράτη, μπορεί να χορεύουμε αυτούς τους χορούς,
αλλά αισθανόμαστε σε πείσμα πολλών, πολύ περισσότερο Έλληνες από κάποιους
κεντρονοτιοελλαδίτες…», «…καταπληκτικά τραγούδια, που η σύνθεσή τους έγινε εδώ,
που δεν έχουν καμιά σχέση με τα ξενόφερτα προπαγανδιστικά τραγούδια των βορείων
γειτόνων μας…», «…τα τραγούδια που τραγούδαγε η γιαγιά μου, η οποία δεν ήξερε
τα Ελληνικά, αλλά ωστόσο πολέμησε για την απελευθέρωση της Μακεδονίας από τους
Βουλγάρους κομιτατζήδες…», «…αυτή η μάνα η αρχόντισσα, η Ελληνίδα
Μακεδόνισσα…». Μπορούμε να αναφέρουμε χιλιάδες άλλες παρόμοιες περιπτώσεις αλλά
δεν θα τελειώναμε ποτέ.
Από τις λίγες
όμως περιπτώσεις που αναφέραμε γίνεται σαφές ότι από την αρχαιότητα μέχρι
σήμερα οι Μακεδόνες κατοικούν συνεχώς στον Γεωγραφικό χώρο της ιστορικής
Μακεδονίας και σε κάθε ιστορική περίοδο δηλώνουν την Ελληνικότητά τους, παρά
την σλαβοφώνηση ορισμένων, που έγινε για να προστατευθούν από τις θηριωδίες των
Τούρκων κατακτητών κατά τα 500 και πλέον χρόνια της σκλαβιάς.