Πώς καὶ πὼς περιμένω
ρὲ φίλε νὰ φθάσουν τὰ Χριστούγεννα!
Μὴν μοῦ πεῖς πὼς
ξαφνικὰ ἔγινες καλὸς Χριστιανός, γιατί θὰ τρελαθῶ…
Ὄχι, ὄχι μακρυὰ ἀπὸ
μένα αὐτὲς οἱ ἀνοησίες. Στὸ λέω γιὰ νὰ προετοιμαζόμαστε γιὰ καμιὰ ἐπιπλέον οἰνοποσία.
Καλὰ καὶ περιμένεις
τὰ Χριστούγεννα; Ποιὸς μᾶς ἐμποδίζει νὰ τὸ ρίξουμε ἀπὸ τώρα λίγο ἔξω!
Δὲν ξέρω ρὲ φίλε ἀλλὰ
τὴν οἰνοποσία τὸ διάστημα τῶν Χριστουγέννων τὴν νιώθω πιὸ εὐχάριστα, σὰν νὰ εἶναι
πιὸ γευστικὸ τὸ ποτό! Μὲ τραβάει περισσότερο τὸ μπαράκι.
Τώρα ποὺ τὸ λὲς καὶ ἐγὼ
ἔτσι νιώθω. Περίεργα πράγματα. Ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες αὐξάνεται ἡ θλίψη καὶ μέσα στὴ
σκέψη μου διογκώνονται ὅλα τὰ προβλήματα.
Χειμώνας φίλε μου.
Καταχνιὰ κρύο, ἐρημιά! Ἡ φύση εἶναι ποὺ μᾶς τὰ δημιουργεῖ γιατί καὶ ἐγὼ τὰ ἴδια
περνάω. Νὰ γιατί τρελαίνομαι γιὰ καλοκαίρι…
Θυμᾶσαι Νίκο τὸν Ἀποστόλη;
-Ποιὸν αὐτὸν ποὺ
ξέκοψε ἀπὸ τὴν παρέα μας καὶ δὲν μάθαμε ποτὲ τὸ γιατί;
– Ναὶ αὐτόν. Τὸν εἶδα
προχθὲς παντελῶς ἀλλαγμένο. Τὸν εἶχα δεῖ καὶ πέρυσι τὰ Χριστούγεννα καὶ εἶχα
παραξενευτεῖ. Ὁ ἄνθρωπος λὲς καὶ ἔπαιρνε ληγμένα φάρμακα. Ἔλαμπε ὁλόκληρος.
Χαμογελοῦσε. Φοὺλ εὐτυχία, σοῦ λέω.
Τί μοῦ λές; Κέρδισε
κανένα λαχεῖο ἢ πῆρε καμιὰ βαρβάτη κληρονομιά καί ἔριξε πέτρα!
Ὄχι ρὲ Νίκο! Ἀκολούθησε,
ὅπως μοῦ εἶπε ἕνα ἀπόγευμα τὴν γυναίκα του γιατί νόμιζε ὅτι τὸν ἀπατάει.
Καὶ τί ἀποκάλυψε;
– Ἡ γυναίκα του
πήγαινε σὲ μία συγκέντρωση ποὺ ἔκανε ἕνας παπάς, μία φορὰ τὴν ἑβδομάδα. Μιλοῦσαν
γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ συναφῆ μὲ τὴν πίστη. Ὁ Ἀποστόλης νόμιζε ἀρχικὰ ὅτι
ἡ γυναίκα του ἐκεῖ συναντιέται μὲ τὸ «φίλο» της καὶ κάθισε πίσω ἀπὸ μία κολόνα
γιὰ νὰ δεῖ τί συμβαίνει.
Καὶ τί ἀνακάλυψε πές
μου, μὴν μὲ κρατᾶς σὲ ἀγωνία.
Τίποτε τὸ σπουδαῖο.
Κάτι ἀλλόκοτά μοῦ εἶπε. Πιθανὸν νὰ μὲ κορόιδευε καὶ δὲν ἔδωσα σημασία.
Τί ἀλλόκοτα, θὰ μὲ
τρελάνεις!
Νὰ ἀπὸ ὅτι θυμᾶμαι ἔλεγε
πὼς ὁ παπὰς ἐξιστοροῦσε μία ἱστορία γιὰ κάποιον ποὺ ξέπεσε ἀπὸ τὴν πίστη καὶ
βασανίζεται. Καὶ πὼς ὄχι μόνο βασανίζεται ὁ ἴδιος ἀλλὰ πληγώνει καὶ τὴν οἰκογένειά
του, σπαταλώντας τὰ χρήματά του σὲ ἀνούσια πράγματα, ὅπως ἡ οἰνοποσία. Αὐτὸς
νόμιζε πὼς τὰ ἔλεγε γι’ αὐτόν. Εἶπε κι ἄλλα πράγματα ὁ παπὰς ποὺ συγκλόνισαν τὸν
Ἀποστόλη.
Καὶ τελικά…
Ἡ κατάληξη ἦταν νὰ
ζητήσει ἀπὸ τὴ γυναίκα του νὰ τοῦ κλείσει ἕνα ραντεβοὺ μὲ τὸν παπά.
Τί τὸν ἤθελε;
Ἤθελε νὰ διερευνήσει
ἂν τοῦ εἶχε πεῖ κάτι ἡ γυναίκα του καὶ τὸν ἀναγνώρισε μόλις τὸν εἶδε καὶ γιὰ νὰ
μὴν τὸν κάνει ρόμπα μιλοῦσε σὲ τρίτο πρόσωπο.
Κλείστηκε τὸ
ραντεβού;
Ναί, πῆγε.
Καὶ τί τοῦ εἶπε ὁ
παπάς;
Κατ’ ἀρχὴν
διαπίστωσε πὼς δὲν τὸν γνώριζε. Μίλησαν ἀρκετὴ ὥρα. Καὶ μοῦ εἶπε, τὸ ἀλλόκοτο. Ὅτι
δῆθεν ὁ παπὰς αὐτὸς ξεκλείδωσε τὴν καρδιά του μὲ τὴν εἰλικρίνεια καὶ τὴν
καλοσύνη του. Καὶ ὄχι μόνο τὴν ξεκλείδωσε ἀλλὰ ἐπιπλέον τοῦ «ἔβγαλε» πράγματα ἀπὸ
μέσα του ποὺ τὸν βάραιναν χρόνια. Κι αὐτὰ τὸν ὁδηγοῦσαν στὴν ἀσυδοσία καὶ οἰνοποσία.
– Πέτυχε μᾶλλον σὲ
«κλειδαρὰ» παπά!
– Δὲν ξέρω ἂν ἦταν
«κλειδαρὰς» πρὶν γίνει παπάς. Τὸ μόνο ποὺ ξέρω εἶναι ὅτι ὁ Ἀποστόλης ἔγινε ἀπὸ
τότε ἄλλος ἄνθρωπος. Ἀκόμη καὶ στὸ μαγαζὶ του ὅλα πᾶνε ρολόι.
Ρὲ Μῆτσο μοῦ ἦρθε
μία ἰδέα. Δὲν παίρνεις τηλέφωνο τὸν Ἀποστόλη νὰ μᾶς πάει στὸν παπά. Εἶμαι πολὺ
περίεργος νὰ μάθω τί τοῦ εἶπε καὶ τὸν γύρισε 180 μοῖρες. Λὲς ὁ παπὰς νὰ διακινεῖ
κανένα χάπι εὐτυχίας. Νὰ τὸ πληρώσουμε ἅμα εἶναι κάτι τέτοιο γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦμε
ἀπὸ τὰ ἄγχη καὶ τὸ βάρος τῶν ἡμερῶν. Γιατί τὸ ποτὸ φίλε ἐγὼ δὲν τὰ ἀφήνω. Θὰ μὲ
συντροφεύει μέχρι ποὺ νὰ κλείσω τὰ μάτια μου…
Πλάκα κάνεις; Τί
χάπι εὐτυχίας νὰ πουλᾶ ρὲ Νίκο ὁ παπάς. Θὲς καὶ τὰ λὲς ἢ ἦταν μπόμπα τὸ οὐίσκι
καὶ σὲ βάρεσε στὸ «δόξα πατρί»!
Ὄχι δὲν εἶμαι
ζαλισμένος. Μοῦ κίνησες ἁπλὰ τὴν περιέργεια ἀπ’ ὅσα μοῦ εἶπες. Τηλεφώνησε τώρα
στὸν Ἀποστόλη. Εἶχες πάντα καλύτερη σχέση ἀπὸ ἐμένα. Ἐμεῖς ποτὲ δὲν τὰ βρίσκαμε
λόγω καὶ τοῦ ποδοσφαίρου. Ὀλυμπιακὸς ἐγὼ , ΑΕΚ ἐκεῖνος καταλαβαίνεις.
Ξαφνιάστηκε ὁ Ἀποστόλης
ὄχι τόσο ἀπὸ τὸ τηλεφώνημα τοῦ πάλαι ποτὲ φίλου του, ὅσο κυρίως ἀπὸ τὸ αἴτημα
τοῦ Νίκου νὰ τοὺς πάει στὸν παπά. Ἀρχικὰ δίστασε γιατί πίστεψε πὼς ἦταν
πιωμένοι καὶ τοῦ ἔκαναν πλάκα. Κατάλαβε ὅμως στὴ συνέχεια ὅτι δὲν εἶχαν πιεῖ καὶ
τὸ ἔλεγαν σοβαρά. Καὶ πάλι ὅμως ἦταν διστακτικός. Γι’ αὐτὸ τοὺς εἶπε ὅτι θὰ τὸ
κανονίσει, ἐπιχειρώντας διὰ τοῦ τρόπου αὐτοῦ νὰ τοὺς ἀποφύγει…
Πέρασαν λίγες ἡμέρες
ἀπὸ τὸ τηλεφώνημα ὅταν ἕνα πρωὶ ὁ Ἀποστόλης καθὼς ἦταν στὸ μαγαζί του, βλέπει τὸ
Νίκο καὶ τὸν Μῆτσο, τὰ πάλαι ποτὲ φιλαράκια του νὰ μπαίνουν μέσα.
Τοὺς ὑποδέχθηκε μὲ ἕνα
πλατὺ χαμόγελο καὶ τοὺς πρόσφερε καφέ. Ὁ Μῆτσος εἶχε ξαναπεράσει ἀπὸ τὸ μαγαζὶ
καὶ εἶχε ψωνίσει ἐνῶ ὁ Νίκος πρώτη φορὰ ἐρχόταν. Ἡ συζήτηση ἀρχικὰ περιστράφηκε
γιὰ τὴν οἰκονομικὴ καὶ πολιτικὴ κατάσταση. Μίλησαν καὶ γιὰ τὰ ἐθνικὰ θέματα…
-Μῆτσο δὲν ἀφήνουμε
τὸν ἄνθρωπο νὰ δουλέψει καὶ τὸν ἀπασχολοῦμε μὲ ἀνούσιες συζητήσεις. Πὲς στὸν Ἀποστόλη
τὸ λόγο τῆς ἐπίσκεψης καὶ ἄσε τὰ ὑπόλοιπα.
Ἐντάξει Νίκο, δίκαιο
ἔχεις. Ἀποστόλη σοῦ ζητήσαμε κάτι. Νὰ μᾶς πᾶς σ’ αὐτὸν τὸν παπὰ καὶ ἐσὺ τὸ
ξέχασες. Σὲ παρακαλοῦμε νὰ τὸ κάνεις γιατί μετὰ τὸ τηλεφώνημα ἐκεῖνο τό βράδυ ἔγιναν
κάτι περίεργα πράγματα ποὺ πιθανὸν νὰ σχετίζονται…
-Τί ἔγινε ρὲ παιδιά;
Ὁ Νίκος κοίταξε τὸν
Μῆτσο καὶ εἶπε:
-Μῆτσο νὰ τὰ πῶ ἐγὼ ἢ
ἐσύ;
Πὲς τα ἐσὺ Νίκο εἶσαι
καλύτερος στὸ λόγο.
– Ἐκεῖνο τὸ βράδυ Ἀπόστολε
πού σοῦ τηλεφωνήσαμε φύγαμε σχετικὰ νωρὶς ἀπὸ τὸ μαγαζί. Μπήκαμε στὸ αὐτοκίνητο
καὶ καθὼς πήγαμε νὰ ξεκινήσουμε χτύπησε τὸ τζάμι τοῦ συνοδηγοῦ ἕνας καλόγερος.
Παιδιὰ μπορεῖτε νὰ μὲ πᾶτε λίγο πιὸ κάτω γιατί δὲν βρίσκω ταξί. Εὐχαρίστως τοῦ
εἴπαμε καὶ ἀλληλοκοιταχθήκαμε ἔχοντας ζωγραφισμένη στὸ πρόσωπό μας τὴν ἀπορία
τί δουλειὰ εἶχε ὁ παπὰς μέσα στὰ ἄγρια μεσάνυχτα. Λὲς καὶ διάβασε τὴ σκέψη μας ἐκεῖνος
καί μᾶς εἶπε: «Θὰ ἀναρωτιέστε Νικόλαε καὶ Δημήτριε τί κάνει τέτοια ὥρα ἕνας
καλόγερος στὸ δρόμο»! Φαντάσου Ἀπόστολε, ὁ καλόγερος αὐτὸς ἤξερε καὶ τὰ ὀνόματά
μας. Κόντευε νὰ μοῦ φύγει τὸ τιμόνι ἀπὸ τὸ χέρι. Πάθαμε σόκ.
-Καὶ ἐγὼ παιδιὰ τὸ ἴδιο
θὰ πάθαινα. Τί σᾶς εἶπε;
-Μᾶς ζήτησε νὰ μὴν πᾶμε
κόντρα στὸν Χριστὸ καὶ στὴν Παναγία μας. Νὰ μὴν βλασφημοῦμε. Νὰ κοιτᾶμε τὶς οἰκογένειές
μας. Νὰ πᾶμε νὰ ἐξομολογηθοῦμε σύντομα. Νὰ νηστέψουμε καὶ νὰ κοινωνήσουμε ἀνήμερα
τὰ Χριστούγεννα. Ἤξερε τὰ πάντα γιά μᾶς, τὶς γυναῖκες μας, τὰ παιδιά μας. Εἶχε
τόσο γλυκὸ λόγο ποὺ θὰ ἄντεχα νὰ ὁδηγῶ μέχρι καὶ τὰ πεθερικά μου στὴ Γερμανία
γιὰ νὰ τὸν ἀκούω. Οὔτε κἄν τολμήσαμε νὰ τὸν ρωτήσουμε πῶς γνωρίζει τόσα πολλὰ
γιὰ τὴ ζωή μας. Τὸ μόνο ποὺ κατάφερε νὰ πεῖ ὁ Μῆτσος ἦταν νὰ τὸν ρωτήσει πῶς τὸν
λένε καὶ σὲ ποιὰ ἐκκλησία λειτουργεῖ. Κι ἐκεῖνος εἶπε χαμογελώντας: «Νὰ ἐδῶ
παρακάτω εἶναι τὸ σπίτι μου καὶ ἡ Ἐκκλησιά μου. Σταματήσαμε στὴν Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου
Νεκταρίου. Ἄνοιξε τὴν πόρτα τοῦ αὐτοκινήτου καὶ κατευθύνθηκε στὴν κεντρικὴ
πόρτα τῆς ἐκκλησίας. Εἰσῆλθε μέσα χωρὶς νὰ ἀνοίξει τὴν εἴσοδο. Ἀλληλο-κοιταχθήκαμε
μὲ τὸ Μῆτσο γεμάτοι ἀπορία. Νόμιζα ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ ὀνειρεύτηκα. Ἀλλὰ τὸ
περίεργο εἶναι ὅτι καὶ ὁ Μῆτσος εἶδε ἀκριβῶς τὸ ἴδιο ὄνειρο. Ξέχασα νὰ σοῦ πῶ ὅτι
μόλις βγῆκε ἀπὸ τὸ αὐτοκίνητο μυρίσαμε καὶ οἱ δύο ἕνα ἄρωμα…
-Εὐωδία θὰ ἦταν.
-Μὴν διακόπτεις ρὲ Ἀποστόλη
τὸν Νίκο. Ἄστον νὰ σοῦ τὰ πεῖ.
Πὲς το καὶ εὐωδία.
Μέχρι νὰ πᾶμε σπίτια μας τὸ μυρίζαμε ἔντονα μετὰ ἐξαφανίστηκε. Τὸ ἑπόμενο πρωὶ
τηλεφωνήθηκα μὲ τὸν Μῆτσο καὶ τοῦ πρότεινα νὰ πᾶμε νὰ βροῦμε τὸν παπὰ καὶ νὰ ἐξομολογηθοῦμε.
Πήγαμε στὴν ἐκκλησιὰ τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου. Ἀνάψαμε ἕνα κεράκι καὶ πήγαμε νὰ
προσκυνήσουμε τὶς εἰκόνες. Τότε εἴδαμε τὸν παπὰ ποὺ μᾶς συνάντησε νὰ ἀπεικονίζεται
σὲ φωτογραφία ποὺ ἔγραφε ἅγιος Νεκτάριος. Ἦταν μία γυναίκα στὸ ναό, μᾶλλον
καντηλανάφτισσα καὶ τὴν ρωτήσαμε ἐὰν γνωρίζει τὸν παπὰ-Νεκτάριο, τὸν παπὰ ποὺ
μοιάζει μὲ τὴν εἰκόνα. Κι ἐκείνη ἔκπληκτη μᾶς ἀπάντησε πὼς στὸ ναὸ ὑπηρετοῦν
δύο ἱερεῖς ὁ πατὴρ Κωνσταντῖνος καὶ ὁ πατὴρ Γεώργιος. Παπὰ Νεκτάριος δὲν ὑπῆρχε.
Τέσσερις ἡμέρες τώρα σπάζουμε τὸ κεφάλι μας γιὰ τὸ ποιὸς ἦταν ὁ παπάς.
-Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἦταν.
Ἀφοῦ σᾶς τὸ εἶπε ξεκάθαρα. Θέλει καὶ συζήτηση τό πρᾶγμα.
-Ὁ Νίκος ξέχασε νὰ
σοῦ πεῖ καὶ τὸ πιὸ σημαντικό. Ἀπὸ τότε πού σοῦ τηλεφωνήσαμε κόψαμε τὸ ποτὸ
τελείως. Ἔχεις ἐσὺ καμιὰ περαιτέρω ἐξήγηση γιατί θὰ τρελαθοῦμε. Ἐγὼ τὸ εἶπα στὴ
γυναίκα μου καὶ ἐκείνη ἔβαλε τὰ γέλια, λέγοντάς μου νὰ προσέχω νὰ ἀποφεύγω νὰ
πίνω «μπόμπες» (ἀλλοιωμένα ποτά)!
– Δὲν ὑπάρχει παιδιὰ
καμιὰ ἀμφιβολία ὅτι ὁ παπὰς ἦταν ὁ Ἅγιος Νεκτάριος. Στὸ ναὸ ἐκεῖνο λειτουργάει ὁ
παπὰς πού σοῦ ἔλεγα Μῆτσο, ὁ παπὰ Γιώργης. Ἐκεῖ πάει ἡ γυναίκα μου ἐδῶ καὶ δύο
χρόνια καὶ ἐκεῖ πάω καὶ ἐγὼ ἕνα χρόνο τώρα. Κάτσε νὰ πάρω τὸν παπὰ –Γιώργη καὶ
νὰ τοῦ ποῦμε ὅλα αὐτὰ ποὺ σᾶς συνέβησαν. Σήμερα εἶναι Πέμπτη καὶ νομίζω εἶναι
στὸ ναὸ ἀπὸ τὸ πρωί.
Ὁ Ἀποστόλης τηλεφώνησε
στὸν παπὰ-Γιώργη καὶ ἔκλεισαν ραντεβοὺ γιὰ τὸ ἀπόγευμα τῆς ἴδιας ἡμέρας.
Ὁ Ἀποστόλης καὶ οἱ
δύο παλιοὶ συνδαιτημόνες του στὸ ποτὸ ἐξιστόρησαν μὲ κάθε λεπτομέρεια στὸν παπὰ
–Γιώργη τί εἶχε συμβεῖ. Ὁ γέροντας ἱερέας τοὺς ἄκουγε μὲ προσοχή. Ἦταν ἐμφανῶς
συγκινημένος καὶ μὲ δυσκολία κρατοῦσε τὰ δάκρυά του.
-Θυμᾶσαι Ἀπόστολε
πέρυσι παραμονὲς Χριστουγέννων τί κουβεντιάζαμε.
-Ὄχι γέροντα, πού νὰ
θυμᾶμαι;
-Μοῦ μίλησες μὲ πόνο
γιὰ τὸ Δημήτρη καὶ τὸ Νικόλαο καὶ μοῦ ζήτησες νὰ τοὺς μνημονεύω στὴν πρόθεση.
-Τώρα ποὺ τὸ λὲς
παππούλη τὸ θυμᾶμαι. Τότε ἄναψα καὶ ἐγὼ ἕνα κεράκι στὸν ἅγιο Νεκτάριο καὶ τὸν
παρακάλεσα νὰ κόψουν μαχαίρι τὸ ποτὸ καὶ νὰ γιορτάσουν Χριστούγεννα μὲ τὶς οἰκογένειές
τους. Πού καὶ ποὺ προσευχόμουν γι’ αὐτούς. Κολλητοὶ ἀπὸ παιδιὰ ἤμασταν…
-Ἐ ὁ ἅγιός μας, δὲν
τοὺς ξέχασε. Παρακολουθοῦσε τὰ βήματά τους καὶ μόλις εἶδε τὴ διάθεση τῆς καρδιᾶς
τους νὰ ἀναζητᾶ –ἔστω καὶ μέσα ἀπὸ σένα- νὰ ἀνακαλύψουν τὴν αἰτία τῆς εὐτυχίας
σου, τὸν γλυκύτατο Ἰησοῦ Χριστὸ τότε τοὺς φανερώθηκε. Παιδιά μου αὔριο θὰ
γιορτάσουμε τὸν Ἅγιο Σπυρίδωνα. Θὰ ἤθελα νὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ ἀναφερθῶ στὸ
θαυμαστὸ αὐτὸ γεγονὸς πρὸς οἰκοδομή τῶν πιστῶν, χωρὶς φυσικὰ νὰ ἀναφέρω τὰ ὀνόματά
σας.
-Γέροντα θὰ ἔλθω καὶ
ἐγὼ στὸ ναὸ ἀλλὰ ὄχι μόνος. Θὰ ἔρθω μὲ τὸν Μῆτσο καὶ τὸν Νίκο, ἂν φυσικὰ
θέλουν.
Τὸ ρωτᾶς κιόλας ρὲ Ἀπόστολε.
Φυσικὰ καὶ θὰ ἔρθουμε.
Οἱ τρεῖς τους
συναντήθηκαν μισὴ ὥρα πρὶν χτυπήσει ὁ παπὰς γιὰ τὸν ὄρθρο. Ἡ Ἐκκλησία ἦταν ἀνοικτὴ
ἀφοῦ ὁ παπὰ-Γιώργης συνήθιζε νὰ πηγαίνει στὸ ναὸ γύρω στὶς 5 π. μ. γιὰ νὰ
προλάβει νὰ διαβάσει τὰ ὀνόματα στὴν Ἁγία Πρόθεση. Περιέργως ἡ Ἐκκλησία ἂν καὶ ἦταν
Παρασκευὴ εἶχε πολὺ κόσμο. Ὁ παπὰ Γιώργης στὸ κήρυγμα ἀναφέρθηκε στὸ θαῦμα τοῦ Ἁγίου
Νεκταρίου κλαίγοντας. Ὁ Δημήτρης μισή ὥρα μετὰ πέρασε γιὰ πρώτη φορὰ στὴ ζωὴ
του τὴν πόρτα τοῦ Ἐξομολογητηρίου. Δύο ὧρες μιλοῦσε μὲ τὸν παπὰ –Γιώργη. Ἀμέσως
μετὰ εἰσῆλθε στὸ μυστήριο τῆς Μετανοίας καὶ ὁ Νικόλαος. Κι ἐκεῖνος ἔμεινε πολὺ
χρόνο.
Ἦταν ἀργὰ τὸ
μεσημέρι ὅταν οἱ δύο φίλοι, μὲ χαμογελαστὰ πρόσωπα πῆγαν στὸ μαγαζὶ τοῦ Ἀποστόλη.
Ἔκλαιγαν καὶ οἱ τρεῖς τους σάν τὰ μωρὰ παιδιά. Τὰ Χριστούγεννα ἐκεῖνα οἱ τρεῖς
φίλοι μὲ τὶς οἰκογένειες τους γυναῖκες καὶ παιδιὰ ἐκκλησιάστηκαν στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου
Νεκταρίου καὶ ἐν συνέχεια συγκεντρώθηκαν στὸ σπίτι τοῦ Νικόλαου, γιὰ τὸ
χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Ἔνιωθαν χαρούμενοι καὶ εὐτυχισμένοι γιατί μέσα τους ἄρχισε
νὰ φωτίζει τὸ ἄστρο τῆς Βηθλεὲμ καὶ ἡ καρδιὰ τοὺς εἶχε μετατραπεῖ σὲ Φάτνη, στὴν
ὁποία γεννήθηκε ὁ Χριστός. –
http://orthodoxathemata.blogspot.com/2018/12/blog-post_51.html#more