«Εἶπεν ὁ ἀββᾶς Ποιμήν ὅτι τό θέλημα τοῦ ἀνθρώπου τεῖχος ἐστί χαλκοῦν
ἀναμέσον αὐτοῦ καί τοῦ Θεοῦ καί πέτρα ἀντιδέρουσα».
Σαστίζει ἀπό θαυμασμό καί ἰλιγγιᾶ ἀπ’ τήν ὑπέρμετρη ἔκπληξη ὁ νοῦς τοῦ
χοϊκοῦ ἀνθρώπου, καθώς ἀντιλαμβάνεται ὅτι τό θέλημά του, ὁ καρπός αὐτός τῆς
θεόσδοτης ἐλευθερίας του, εἶναι ὁ μοναδικός ρυθμιστικός παράγοντας, πού
καθορίζει τήν ἐπιθυμητή ἀπόσταση σχέσεως ἤ πλήρους ἀκοινωνησίας ἀνάμεσα σ’
αὐτόν καί τόν Θεό.
Παραλογίζεται, καθώς ἀρχίζει νά προσπερνᾶ τήν ἄρνηση ἤ τήν ἀδυναμία τοῦ
Παντοδυνάμου νά παραβιάσει τήν πύλη κάθε ἀνθρώπου πού ἀναγράφει: «Ἀνθρώπινη
ἐλευθερία καί βούληση».
Τεῖχος ἀδιαπέραστο, ἀπαραβίαστο, ἀπροσπέλαστο ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου
μπορεῖ νά κρατᾶ μακριά της τόν Κύριο τῶν δυνάμεων, παρά τήν ἀσίγαστη ἐπιθυμία
Του νά συμπορευθεῖ μαζί της. Νά Τόν ἀφήνει ἀκατάπαυστα νά κρούει τήν πόρτα τῆς
καρδιᾶς της, ἀρνούμενη συνεχῶς νά δεχθεῖ τήν εἴσοδό Του.
Τό μέλλον τοῦ Θεοῦ σάν Θεοῦ ἐνθρόνου ἐν καρδίαις ἀνθρώπων ἐξαρτᾶται
ἀποκλειστικά ἀπό τό «γεννηθήτω» τοῦ ἀνθρώπου. Ἐκεῖνος, γιά νά ἐξασφαλίσει αὐτό
τό ἀνθρώπινο «γεννηθήτω», πού διψασμένο ἀποζητᾶ ἀκατάπαυστα ἐξ αἰτίας τῆς
ἀκατανόητης θείας ἀγάπης Του, κενώνεται καί πάσχει ἀπαθῶς.
Ὁ ἄνθρωπος καί πάλι μπορεῖ νά ἀρνηθεῖ αὐτή τήν ἀβυσσαλέα ἀγάπη καί νά
οἰκοδομήσει τή ζωή του πάνω στήν ἄρνηση, φωνάζοντας καταπρόσωπο στό Θεό:
«Ἀπόστα ἀπ’ ἐμοῦ, ὁδούς σου εἰδέναι οὐ βούλομαι» (Ἰώβ κα΄14).
Ὁ Θεός ὅμως εἶναι ἀγάπη ἀχόρταγη! Ψυχές εὐλογημένες ἀποτίμησαν τό νόημα
αὐτῆς τῆς ζωῆς, ἐννόησαν τό μέγεθος τῆς θείας ἀγάπης καί ἀγωνίσθηκαν καί
μάχονται νά νικηθοῦν ἀπ’ Αὐτήν.
Ἔθεσαν σκοπό τῆς ζωῆς τους τήν ἐκμηδένιση τῆς ἑωσφορικῆς «ἐλευθερίας»,
πού κωφεύει ἑκούσια στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ τραγικός Ν. Καζαντζάκης μᾶς
παραδίδει ἕνα διάλογο πού εἶχε μέ κάποιον φτασμένο μοναχό. Γράφει:
«–Παλεύεις ἀκόμα μέ τόν διάβολο, πάτερ Μακάριε; τόν ρώτησα.
–Ὄχι πιά, παιδί μου, τώρα γέρασα, γέρασε κι αὐτός μαζί μου· δέν ἔχει
δύναμη· παλεύω μέ τόν Θεό.
–Μέ τόν Θεό, ἔκαμα ξαφνιασμένος· κι ἐλπίζεις νά νικήσεις;
–’Ελπίζω νά νικηθῶ, παιδί μου· ἀπόμειναν ἀκόμα τά κόκκαλα, αὐτά
ἀντιστέκονται» (Ἀναφορά στόν Γκρέκο, σελ. 222).
Ὁ διάλογος αὐτός ― πού δέν συγκίνησε δυστυχῶς ἀποφασιστικά τήν ψυχή τοῦ
συγγραφέα ― περιγράφει ἀποκαλυπτικότατα τήν πολιορκία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί
τήν ἐλεύθερη ἐπιθυμία τοῦ μοναχοῦ νά νικηθεῖ τελικά ἀπ’ αὐτήν τήν ἀχόρταγη θεία
ἀγάπη.
Κάποιος σύγχρονος μοναχός εὐχόταν στούς προσκυνητές πού ἔφθαναν στό
κελλί του: «Νά σᾶς φάει ὅλους ὁ παράδεισος».
Τό ἐρώτημα ὅμως συνεχίζει νά παραμένει τυραννικό μέσα μας γιά κείνους
πού δέν θά ἀνοίξουν τήν πόρτα στόν κρούοντα Κύριο. Στίς περιπτώσεις τῶν
ἀνθρώπων πού ἐπιδεικτικά «ἠγάπησαν τό σκότος μᾶλλον ἤ τό φῶς» (Ἰω. α΄ 12) καί
πού καθημερινά συναντᾶμε γύρω μας. Ποιά θά ᾽ναι ἡ ἔκβαση τῆς μάχης; Τῆς μάχης
πού ὁρίζουν οἱ δύο ἑκατέρωθεν ἀπειροδυνάμεις. Τό στρατόπεδο τῆς θείας ἀγάπης
πού πολιορκεῖ τόν ἄνθρωπο καί ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία πού ἀντιστέκεται. Ποιός
ἀλήθεια θά νικήσει;
Θά ᾽ναι οἱ ἀρνητές οἱ νικητές τῆς θείας ἀγάπης; Θά ᾽ναι οἱ κολασμένοι,
οἱ κερδισμένοι στόν ἀγώνα τῆς ἀγάπης μέ τήν ἐλευθερία;
Ὄχι. Ἡ ἐλευθερία ἔχει ὅρια, τά ὅρια τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ ἡ ἀγάπη εἶναι
ἄπειρη. Ὤ, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πού καρτερικά καταδιώκει καί ὑπομονετικά
καιροφυλακτεῖ τήν αὐτόνομη ἀνθρώπινη ἐλευθερία! Εἶναι αὐτή πού ξέρει νά
μεταβάλλει κάθε ἁμαρτωλή ἄρνηση σέ θετική συνέπεια γιά τόν ἄνθρωπο «ὅτι καί
τοῖς γινομένοις κακοῖς ἀγαθοπρεπῶς κέχρηται πρός διόρθωσιν ἡμῶν» (ἁγ. Μαξίμου
Ὁμολογητοῦ, Σχόλια εἰς τό περί θείων ὀνομάτων, PG 4 305D). Εἶναι αὐτή ἡ ἴδια
καί σήμερα πού «ἦν ἐν ἀρχῇ, καί ἔστι καί ἔσται». Ὅμως τό μεγαλεῖο της δέν
ἔγκειται μόνο στό «ἐν ἀρχῇ» τῆς ἱστορίας.
Τότε πού πρώτη αὐτή κίνησε σ’ ἐκεῖνο τό «ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα
ἡμετέραν καί καθ’ ὁμοίωσιν» (Γεν. α΄ 26). Οὔτε προσμετρᾶται μέχρι τότε πού
ἔθεσε «τήν ψυχήν αὐτῆς ὑπέρ τῶν φίλων αὐτῆς» ( Α΄ Ἰω. δ΄ 8), ἀλλ’ ἐκτείνεται
μέχρι τό ἄληκτο ἀεί τῶν ἐσχάτων ἡ ἄφθαστη, ἀπερινόητη θεία ἀγάπη!!!
Κι αὐτούς πού θά τήν ἐπιθυμήσουμε, θά τήν προσκαλέσουμε καί θά τήν
ἀκολουθήσουμε, ἀλλά κι αὐτούς πού θά τήν ἀρνηθοῦμε, θά τήν προδώσουμε καί θά
τήν σταυρώσουμε. Θωρώντας ἐταστικά τό μέλλον ἀντιλαμβάνεται εὔκολα κανείς ὅτι
τό ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς σύγκρουσης δημοσιεύεται καί κατανοεῖται στή μεταθανάτια
ἐκείνη κατάσταση πού ὁδηγεῖ ἡ ἐν ὀνόματι τῆς ἐλευθερίας ἄρνηση τοῦ Θεοῦ. Στήν
κόλαση.
Ἀλλ’ ἀκόμη κι ἐκεῖ «ἄτοπον ἐστί λογίζεσθαι (...) ὅτι οἱ ἁμαρτωλοί ἐν τῇ
γεέννῃ στεροῦνται τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ...»
(Ἰσαάκ Σύρου, Λόγος 84, Τά εὑρεθέντα ἀσκητικά, ἐπιμέλεια Νικηφόρου
Θεοτόκη, Ἀθῆναι 1895, σελ. 326-327).
Δέν θά στερηθοῦν οὔτε στόν αἰώνιο τόπο αὐτό τῆς βασάνου οἱ κολασμένοι
τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά θά τήν γεύονται ἀκατάπαυστα, μόνο πού δυστυχῶς θά τήν
ἐκλαμβάνουν ὡς κόλαση. Ἔτσι, αὐτοί πού παρανόησαν ἐν ζωῇ τήν ἐν Χριστῷ
ἐλευθερία καί τήν ταύτισαν μέ τήν ὑποταγή καί τή δουλεία, στήν ἀτελεύτητη
αἰώνια ζωή καί πάλι θά παρεξηγοῦν τή θεία ἀγάπη, θά ἀδυνατοῦν νά τήν
κοινωνήσουν ὡς «ἀνενόητη ἡδονή» καί θά τήν γεύονται ὡς «ἀνεκλάλητη ὀδύνη»
(Μαξίμου τοῦ ῾Ομολογητοῦ, κεφάλαια διάφορα θεολογικά τε καί οἰκονομικά PG 90,
1321C).
Καί τοῦτο γιατί, σύμφωνα μέ τήν Πατερική θέση, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ
«...ἐνεργεῖ ἐν τῇ δυνάμει αὐτῆς κατά διπλοῦν τρόπον· τούς μέν ἁμαρτωλούς
κολάζουσα... τούς δέ τετηρηκότας τά δέοντα εὐφραίνουσα ἐν ἑαυτῇ» (Ἰσαάκ τοῦ
Σύρου, Λόγος 84, σελ. 326· 327 ὅπ. Παρ.).
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Πηγή: Περιοδικό Η Δράση μας, Μάιος 2011