Ο καλύτερος
τρόπος για ν’ αλλάξεις μια κοινωνία είναι ν’ αλλάξεις τους βασικούς
προσανατολισμούς τη κρατικής παιδείας. Ο Γκουστάβ Λε Μπον στο βιβλίο του
«Ψυχολογία των μαζών» γράφει: «Η παιδεία που παρέχεται στη νεολαία μιας χώρας,
επιτρέπει να προεικάσουμε λίγο το πεπρωμένο αυτής της χώρας». Γι’ αυτό η
Εκκλησία έχει ενδιαφέρον για την ποιότητα της παιδείας που παρέχεται από το
κράτος.
Προφανώς η
Εκκλησία δεν περιμένει από το σχολείο να την υποκαταστήσει στο διδακτικό της έργο.
Το σχολείο δεν μπορεί να κάνει ποιμαντική. Προσφέρει γνώσεις και δεξιότητες .
Μαθαίνει στους μαθητές του το πώς να μαθαίνουν. Τους διδάσκει στοιχειωδώς την
ανθρώπινη πείρα σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης επιστήμης και
δραστηριότητας.
Ένας τέτοιος τομέας
όμως, ένα ερευνήσιμο επιστητό με πλούσια κοιτάσματα πνευματικών και
πολιτισμικών θησαυρών, είναι η ιστορία της Εκκλησίας σε όλες τις πτυχές της.
Όχι, δηλ., μόνον ως προς τους αγώνες της με τους αιρετικούς, τους διωγμούς και
τις άλλες αναστατώσεις της, αλλά και ως προς την ευεργετική επίδρασή της στις
δομές του Κράτους, στον εμπλουτισμό, για
παράδειγμα, του κοσμικού δικαίου, υπό την επίδραση της διδασκαλίας της, με
προοδευτικές αρχές κοινωνικής δικαιοσύνης.
Πέραν τούτου
έχει έναν πλούτο λόγου και ποικιλία
λατρευτικών τελετών, που δεν μπορεί κανείς εύκολα να αγνοήσει, εκτός και αν
είναι ιδεολογικά τοποθετημένος στην αντίπερα όχθη και θέλει να αγνοήσει ή και
να αντιστρατευθεί ότι γεννήθηκε ή μεταφυτεύθηκε και ευδοκίμησε σ’ αυτόν τον
τόπο.
Στις μέρες μας οι άνθρωποι
γίνονται μέλη της Εκκλησίας κατά τη βρεφική ηλικία με το άγιο Βάπτισμα. Η θ.
Κοινωνία επίσης προσφέρεται στη βρεφική ηλικία. Γι’ αυτό και η είσοδος στο
πνεύμα της θ. Λειτουργίας και η συνειδητή συμμετοχή στο μυστήριο της
απολύτρωσης εξαρτάται κατ’ αρχάς από τους γονείς και τους αναδόχους του
παιδιού., βάσει της πίστης των οικείων τα παιδί βαπτίσθηκε. Οι πρακτικές
συμβουλές που δίνονται στο σπίτι σ’ ένα μικρό παιδί που πάει να κοινωνήσει στην
Εκκλησία συνεχίζονται αργότερα στο μάθημα των θρησκευτικών στο σχολείο.
Επειδή η θ. Κοινωνία
προφέρεται κατά τη βρεφική ηλικία, η ορθόδοξη Εκκλησία δεν συντηρεί ιδιαίτερα
τμήματα κατήχησης-όπως στους προτεστάντες- αλλά λειτουργεί κατηχητικό σχολείο
για νέους. Το σπουδαιότερο καθήκον αυτών των σχολείων καθώς και του μαθήματος
των θρησκευτικών στα σχολεία είναι να διδάσκει ό, τι είναι σχετικό με τη
Λειτουργία, όλα αυτά που δίδασκε η αρχαία Εκκλησία για την προετοιμασία του
Βαπτίσματος.
Όταν επιθυμεί κάποιος ενήλικος
να εισέλθει στην ορθόδοξη Εκκλησία κάνει την ίδια προετοιμασία με εκείνη της
αρχαίας Εκκλησίας, εξοικειωνόμενος με τη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας. Αυτό
είναι που συνήθως συμβαίνει στην πραγματικότητα. Καθώς παρακολουθεί την
Εκκλησία, εξοικειώνεται κατ’ αρχάς με τις ακολουθίες και μαθαίνει να παίρνει
μέρος σ’ αυτές. Κατόπιν «εν καιρώ ευθέτω», όπως το θέτει και η ευχή υπέρ των
κατηχουμένων, η χάρη του Θεού θα αφυπνίσει μέσα του την επιθυμία να μπορέσει να συμμετάσχει στην
ευχαριστιακή κοινότητα των πιστών. Καθίσταται δυνατή αυτή η συμμετοχή, αρκεί να
έχει ήδη βαπτισθεί, μέσω του μυστηρίου του Χρίσματος. Επειδή το Χρίσμα
υποδηλώνει την ένωση με την Εκκλησία, θα πρέπει να μετατεθεί, όπως συνέβαινε
στην αρχαία Εκκλησία στη Λειτουργία, όταν η Εκκλησία είναι συγκεκριμένα παρούσα
ως σύναξη, ως ευχαριστιακή κοινότης.
Η βαπτισματική πρακτική της
αρχαίας Εκκλησίας μας βοηθά να
καταλάβουμε πως η βάπτιση ενός βρέφους,
η ανάδειξη του σε μέλος της Εκκλησίας δεν είναι μία ιδιωτική υπόθεση μόνο γα το
σπίτι του, αλλά είναι πασιφανώς μια γιορτή για όλο το εκκλησίασμα. Όταν
βαπτίζεται ένα παιδί στην Εκκλησία κατά τη διάρκεια της Λειτουργίας, ζούμε
ακόμη και σήμερα το γεγονός, πως το Βάπτισμα και η απόκτηση της δωρεάς του
αγίου Πνεύματος μεταβάλλουν ένα πρόσωπο σε μέλος του λαού του Θεού. Το
νεοβάπτιστο παιδί, όπως και ο ενήλικος που γίνεται μέλος της Εκκλησίας, κατά τα
παραπάνω, μπορεί αμέσως κατόπιν, στην ίδια Λειτουργία, να πάρει μέρος στο
μυστήριο της απολύτρωσης, στην θ. Κοινωνία. Στο πλήρωμα κάθε πνευματικής
αναζήτησης.
Ο θάνατος δεν είναι
μόνο ένα απλό βιολογικό φαινόμενο, αλλά πολυσύνθετο συμβάν με μεταφυσικές,
δεδομένου ότι η εκκλησία τον βλέπει ως «φοβερώτατον μυστήριο», ενώ η
φιλοσοφούσα διάνοια του ανθρώπου ήδη από τα αρχαία χρόνια τον είδε σαν λογική
συνέπεια της φθοράς της ζωής.
Για την
αγιοπνευματική μας παράδοση ο βιολογικός θάνατος είναι απόροια της πτώσεως και
της αποστασίας του ανθρώπου από την πηγή της ζωής, τον Θεό. Ο άνθρωπος κάνοντας
κακή χρήση του αυτεξουσίου του, εισπράττει ως τίμημα τη φθορά και τον
θάνατο.256 Η διακοπή της κοινωνίας με τον Θεό είχε ως αποτέλεσμα την στέρηση
της ζωής και στέρηση της ζωής σημαίνει θάνατος, «…όσον γαρ αφίστατο της ζωής,
τοσούτον προσήγγισε τω θανάτω. Ζωή γαρ ο Θεός, στέρησις δε της ζωής θάνατος…»
διδάσκει ο Μ. Βασίλειος.257
Από βιολογικής
άποψης ο θάνατος ορίζεται ως το στιγμιαίο γεγονός, που χωρίζει δύο διαδικασίες,
τη διαδικασία του θανάτου από την διαδικασία της αποσύνθεσης. Κατά την
διαδικασία του θανάτου ο οργανισμός είναι ζωντανός και πορεύεται προς τον
θάνατο. Στο τέλος αυτής της δοκιμασίας επισυμβαίνει ο θάνατος και την επόμενη
στιγμή αρχίζει η διαδικασία της αποσύνθεσης.258
Κατά την διδασκαλία
της εκκλησίας μόνο το σώμα παραδίδεται στην φθορά του θανάτου. Το αθάνατο
στοιχείο στον άνθρωπο, η ψυχή, εξακολουθεί, και μετά τον φυσικό θάνατο, να ζει
με άλλο τρόπο. Η ετερότητα αυτή προσδιορίζεται από στοιχεία ξένα προς την
καθημερινή μας αντίληψη και περιβάλλεται από πέπλο μυστηρίου, που μόνο η
αποκάλυψη του Θεού μπορεί να ανασύρει για λίγο. 259
Πότε επέρχεται ο
θάνατος
Το πότε επέρχεται ο
θάνατος δεν είναι πλέον υπόθεση της ιατρικής επιστήμης. Το όλο θέμα εμπλέκεται μέσα στα ενδιαφέροντα
της ηθικής, της πολιτικής, της κοινωνιολογίας και της νομικής, ενδεχομένως και
άλλων επιστημών, που η κάθε μια το βλέπει κάτω από το δικό της πρίσμα.260 Το
ερώτημα πότε επέρχεται ο θάνατος στον άνθρωπο, ο πραγματικός θάνατος, ο
οριστικός θάνατος ή ο καθολικός θάνατος, πότε το σώμα είναι νεκρό, είναι
μεγάλο, δύσκολο, σύνθετο και φοβερό, γιατί ο θάνατος είναι μυστήριο. Πότε
λοιπόν επέρχεται ο οριστικός σωματικός θάνατος; Όταν δεν λειτουργεί η
συνείδηση, όταν δεν λειτουργεί η καρδιά ή οι πνεύμονες, ή κάποια άλλη στιγμή
ή όλες αυτές τις στιγμές και άλλες
διαδοχικώς και βαθμιαίως; Και ποιος θάνατος προηγείται πράγματι; Ο εγκεφαλικός
ή ο καρδιακός, ώστε να καθορίσουμε ποιος είναι ο οριστικός;
Είναι βασικό
πρόβλημα και από ιατρικής-βιολογικής πλευράς, γιατί υπάρχει διαφωνία ως προς
την στιγμή της έλευσης του θανάτου μεταξύ των βιολόγων και των ιατρών. Όπως
επίσης είναι και θεμελιώδες πρόβλημα από νομικής-θεολογικής-χριστιανικής
πλευράς, γιατί κανείς δεν θέλει να είναι ένοχος επισπεύσεως του θανάτου ενός
ανθρώπου, ή ένοχος φόνου, ή ακόμα ένοχος της αιώνιας καταδίκης ενός προσώπου
ένεκα του ότι με την επίσπευση του θανάτου του δεν τον άφησε να μετανοήσει.
Ένα χωρίο της Αγ.
Γραφής σχετικά με τον θάνατο του ανθρώπου λέει: «…ώσπερ το σώμα χωρίς πνεύματος
νεκρόν εστίν…».261 Αυτό σημαίνει ότι όσο το πνεύμα ή η ψυχή είναι στο σώμα,
αυτό δεν είναι νεκρό. Όταν αποχωρισθεί, τότε νεκρώνεται. Αλλά τίθεται το
ερώτημα: Πότε αναχωρεί το πνεύμα ή η ψυχή από το σώμα; Δεν είμαστε βέβαιοι, αν
η απάντηση στο ερώτημα αυτό μπορούμε να την
πάρουμε από τα τέσσερα ευαγγέλια, τα οποία μας δίνουν πληροφορίες για
τον θάνατο του Ιησού επάνω στο Σταυρό. Αυτά είναι:
«Ο δε Ιησούς πάλιν
κράξας φωνή μεγάλη αφήκε το πνεύμα»262
«Ο δε Ιησούς αφείς
φωνήν μεγάλην εξέπνευσε… Ιδών δε ο κεντυρίων…ότι ούτω κράξας εξέπνευσεν…»263
«Και φωνήσας φωνή
μεγάλη ο Ιησούς είπε πάτερ, εις χείρας σου παρατίθεμαι το πνεύμα μου. Και ταύτα
ειπών εξέπνευσεν»264
«Ότε ουν έλαβε το
όξος ο Ιησούς είπε, τετέλεσται, και κλίνας την κεφαλήν παρέδωκε το πνεύμα».265
Από το συνδυασμό
των χωρίων αυτών συμπεραίνουμε ότι ο θάνατος του Ιησού δεν συνέβη βαθμιαίως,
αλλά επήλθε μάλλον στιγμιαίως ή ακαριαίως. Ο Χριστός έδειξε με αυτό τον τρόπο
ότι ο θάνατος ο σωματικός ο βιολογικός θάνατος, ο χωρισμός δηλαδή της ψυχής από
το σώμα, επέρχεται στιγμιαία. Έτσι και ο θάνατος του κάθε ανθρώπου επέρχεται
στιγμιαία. Η πορεία ενός βαριά ασθενή προς τον θάνατο ναι μεν είναι σταδιακή, ο
θάνατος όμως καθ’ εαυτός επέρχεται στιγμιαία. Ο θάνατος του ανθρώπου ως
πολυκύτταρου οργανισμού θα πρέπει να κριθεί με βάση την ύπαρξη ή μη βασικών
λειτουργιών στο σύνολο του οργανισμού και συνεπώς μόνο η αμετάκλητη παύση της
λειτουργίας του οργανισμού ως σύνολο στοιχειοθετεί τον θάνατο του ανθρώπου. Από
αυτή την άποψη ο θάνατος του ανθρώπου επέρχεται στιγμιαία, όταν οι βασικές
λειτουργίες της ζωής, όπως τις δέχεται η επιστήμη της βιολογίας, παύσουν να
υφίστανται στο σύνολο του ανθρώπινου οργανισμού.266
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
256 Πρωτ.
Καλλιακμάνη Β., «Το μυστήριο του θανάτου στην Ορθόδοξη Θεολογία», 9ο Πανελλήνιο
Λειτουργικό Συμπόσιο «Το μυστήριο του θανάτου στη λατρεία της εκκλησίας», Βόλος
5-7 Νοεμβρίου 2007
Παρατήρηση: η ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ συνεχίζει την παρουσίαση με τη μορφή
σειράς άρθρων της μελέτης “Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ Η ΑΠΟΨΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ”, του θεολόγου και νοσηλευτή Νικόλαου Στανίτσα. Πρόκειται για αναθεωρημένης έκδοση του
κειμένου που κατατέθηκε ως διπλωματική εργασία στη Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών
του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστήμιου με επιβλέποντες καθηγητές τους ΚΟΪΟ
ΝΙΚΟΛΑΟ, ΦΑΝΑΡΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟ και ΛΟΗ ΝΕΚΤΑΡΙΟ.
Η Πάτρα γιορτάζει τον Πολιούχο
της και ο Ιερός Ναός του Αγίου Ανδρέα, ένας από τους μεγαλύτερους και
σημαντικότερους ναούς των Βαλκανίων, σε επιβλητικότητα, αρχιτεκτονική και
τοιχογραφίες, «ντύνεται» στα γιορτινά του.
Ήδη από το μεσημέρι του Σαββάτου
έχουν ξεκινήσει να φτάνουν στο ναό πιστοί και προσκυνητές από διάφορα μέρη της
Ελλάδας, ενώ η προσέλευση του κόσμου αναμένεται να κορυφωθεί από την Κυριακή
και μετά όπου θα αρχίσουν οι θρησκευτικές εκδηλώσεις από την Ιερά Μητρόπολη,
για τον εορτασμό του Πολιούχου της Πάτρας.
Ο Απόστολος Ανδρέας έχει συνδεθεί
άρρηκτα με την ιστορία της Πάτρας και σύμφωνα με την παράδοση είναι ο προστάτης
της που την έχει προστατέψει όλα αυτά τα χρόνια από καταστροφές, λοιμούς και
σεισμούς. Οι δύο Ναοί του Πολιούχου της Πάτρας, Αγ. Ανδρέα αποτελούν Πανελλήνιο
και Πανορθόδοξο προσκύνημα. Ο παλιός Ναός οικοδομήθηκε στο διάστημα 1836-1843
στη θέση όπου μαρτύρησε ο Απόστολος Ανδρέας.
O νέος Ιερός Ναός του Αγίου
Ανδρέα εγκαινιάστηκε τον Σεπτέμβριο του 1974 από τον τότε Αρχιεπίσκοπο Αθηνών
Σεραφείμ. Δίπλα στον παλιό Ναό είναι το πηγάδι του Αγίου Ανδρέα. Στη θέση του
προϋπήρχε η πηγή της Δήμητρας στην οποία λειτουργούσε και μαντείο μόνο για
αρρώστους.
Η περιοχή της μαντικής πηγής ήταν
ο τόπος όπου δίδασκε ο Απόστολος Ανδρέας. Σύμφωνα με την παράδοση δίπλα σε αυτή
την πηγή σταυρώθηκε. Ο Απόστολος Ανδρέας, σύμφωνα με την θρησκευτική παράδοση,
είναι ένας από τους Αγίους της εκκλησίας μας που θεωρείται θαυματουργός και που
βοηθά τους άρρωστους και τους αδυνάτους.
Για αυτό και κάθε χρόνο συρρέουν
πιστοί από όλη την Ελλάδα για να προσκυνήσουν, ενώ γύρω από τον ναό γίνεται
θρησκευτικό πανηγύρι και εμποροπανήγυρη. Οι πάγκοι για το πανηγύρι έχουν
ξεκινήσει να στήνονται με τους μικροπωλητές να βάζουν τις πραμάτειες τους.
Η Πάτρα γιορτάζει τον Πολιούχο
της Απόστολο Ανδρέα - Στα γιορτινά του ο ναός
Το πρόγραμμα των θρησκευτικών
εκδηλώσεων
Το πρόγραμμα των θρησκευτικών
εκδηλώσεων για το διήμερο εορτασμό του Αγίου Ανδρέα έχει ως εξής:
Ο Ανδρέας, ψαράς στο επάγγελμα και αδελφός του Αποστόλου Πέτρου,
ήταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας και τον πατέρα του τον έλεγαν Ιωνά. Επειδή
κλήθηκε από τον Κύριο πρώτος στην ομάδα των μαθητών, ονομάστηκε πρωτόκλητος.
Ο Ανδρέας (μαζί με τον Ιωάννη τον ευαγγελιστή) υπήρξαν στην αρχή
μαθητές του Ιωάννου του Προδρόμου. Κάποια μέρα μάλιστα, που βρισκόντουσαν στις
όχθες του Ιορδάνη κι ο Πρόδρομος τους έδειξε τον Ιησού και τους είπε «ἴδε ὁ ἀμνὸς
τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», οι δύο απλοϊκοί εκείνοι ψαράδες
συγκινήθηκαν τόσο πολύ, που χωρίς κανένα δισταγμό κι επιφύλαξη αφήκαν αμέσως
τον δάσκαλο τους κι ακολούθησαν τον Ιησού.
Η ιστορία της ζωής του Ανδρέα μέχρι την Σταύρωση, την Ανάσταση και
την Ανάληψη, υπήρξε σχεδόν ίδια με εκείνη των άλλων μαθητών. Μετά το σχηματισμό
της πρώτης Εκκλησίας, ο Ανδρέας κήρυξε στη Βιθυνία, Εύξεινο Πόντο (μάλιστα ο
Απόστολος, είναι ο ιδρυτής της Εκκλησίας του Βυζαντίου αφού εκεί εγκατέστησε
πρώτο επίσκοπο, τον απόστολο Στάχυ (βλέπε 31 Οκτωβρίου) κι αυτού διάδοχος είναι
ο Οικουμενικός Πατριάρχης), Θράκη, Μακεδονία και Ήπειρο. Τελικά, κατέληξε στην
Αχαΐα.
Στην Αχαΐα, η διδασκαλία του καρποφόρησε και με τις προσευχές του
θεράπευσε θαυματουργικά πολλούς ασθενείς. Έτσι, η χριστιανική αλήθεια είχε
μεγάλες κατακτήσεις στο λαό της Πάτρας. Ακόμα και η Μαξιμίλλα, σύζυγος του
ανθύπατου Αχαΐας Αιγεάτου, αφού τη θεράπευσε ο Απόστολος από τη βαρειά αρρώστια
που είχε, πίστεψε στο Χριστό. Το γεγονός αυτό εκνεύρισε τον ανθύπατο και με την
παρότρυνση ειδωλολατρών ιερέων συνέλαβε τον Ανδρέα και τον σταύρωσε σε σχήμα Χ.
Έτσι, ο Απόστολος Ανδρέας παρέστησε τον εαυτό του στο Θεό «δόκιμον ἐργάτην» (Β΄
προς Τιμόθεον, 2: 15). Δηλαδή δοκιμασμένο και τέλειο εργάτη του Ευαγγελίου.
Οι χριστιανοί της Αχαΐας θρήνησαν βαθιά τον θάνατο του. Ο πόνος
τους έγινε ακόμη πιο μεγάλος, όταν ο ανθύπατος Αιγεάτης αρνήθηκε να τους
παραδώσει το άγιο λείψανο του, για να το θάψουν. Ο Θεός όμως οικονόμησε τα
πράγματα. Την ίδια μέρα, που πέθανε ο άγιος, ο Αιγεάτης τρελάθηκε κι αυτοκτόνησε.
Οι χριστιανοί τότε με τον επίσκοπο τους τον Στρατοκλή, πρώτο επίσκοπο των
Πατρών, παρέλαβαν το σεπτό λείψανο και το 'θαψαν με μεγάλες τιμές.
Αργότερα, όταν στον θρόνο του Βυζαντίου ανέβηκε ο Κωνστάντιος, που
ήταν γιος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, μέρος του ιερού λειψάνου μεταφέρθηκε από
την πόλη των Πατρών στην Κωνσταντινούπολη και κατατέθηκε στον ναό των αγίων
Αποστόλων «ένδον της Αγίας Τραπέζης». Η αγία Κάρα του Πρωτοκλήτου φαίνεται πως
απέμεινε στην Πάτρα.
Όταν όμως οι Τούρκοι επρόκειτο να καταλάβουν την πόλη το 1460 μ.Χ.,
τότε ο Θωμάς Παλαιολόγος, αδελφός του τελευταίου αυτοκράτορας Κωνσταντίνου του
Παλαιολόγου και τελευταίος Δεσπότης του Μοριά, πήρε το πολύτιμο κειμήλιο και το
μετέφερε στην Ιταλία. Εκεί, αφού το παρέλαβε ο Πάπας Πίος ο Β, το πολύτιμο
κειμήλιο εναποτέθηκε στον ναό του αγίου Πέτρου της Ρώμης.
Τον Νοέμβριο του 1847 μ.Χ. ένας Ρώσος Πρίγκηπας, ο Ανδρέας
Μουράβιεφ δώρησε στην πόλη της Πάτρας ένα τεμάχιο δακτύλου του χεριού του
Αγίου. Ο Μουράβιεφ είχε λάβει το παραπάνω ιερό Λείψανο από τον Καλλίνικο, πρώην
Επίσκοπο Μοσχονησίων, ο οποίος μόναζε τότε στο Άγιο Όρος.
Στην πόλη της Πάτρας, επανακομίσθηκαν και φυλάσσονται από την 26η
Σεπτεμβρίου 1964 μ.Χ. η τιμία Κάρα του Αγίου και από την 19ην Ιανουαρίου 1980
μ.Χ. λείψανα του Σταυρού, του μαρτυρίου του. Η αγία Κάρα του Πρωτοκλήτου ύστερα
από ενέργειες της Αρχιεπισκοπής Κύπρου μεταφέρθηκε και στην Κύπρο το 1967 μ.Χ.
για μερικές μέρες κι εξετέθηκε σε ευλαβικό προσκύνημα.
Όπως αναφέρει μια Κυπριακή παράδοση, σε μια περιοδεία του, ο
Απόστολος Ανδρέας, πήγε και στην Κύπρο. Το καράβι, που τον μετέφερε στην
Αντιόχεια από την Ιόππη, λίγο πριν προσπεράσουν το γνωστό ακρωτήρι του
αποστόλου Ανδρέα και τα νησιά, που είναι γνωστά με το όνομα Κλείδες,
αναγκάστηκε να σταματήσει εκεί σ' ένα μικρό λιμανάκι, γιατί κόπασε ο άνεμος.
Τις μέρες αυτές της νηνεμίας τους έλειψε και το νερό. Ένα πρωί, που ο πλοίαρχος
βγήκε στο νησί κι έψαχνε να βρει νερό, πήρε μαζί του και τον απόστολο. Δυστυχώς
πουθενά νερό. Κάποια στιγμή, που έφτασαν στη μέση των δύο εκκλησιών, που υπάρχουν
σήμερα, της παλαιάς και της καινούργιας, που 'ναι κτισμένη λίγο ψηλότερα, ο
άγιος γονάτισε μπροστά σ' ένα κατάξερο βράχο και προσευχήθηκε να στείλει ο Θεός
νερό. Ποθούσε το θαύμα, για να πιστέψουν όσοι ήταν εκεί στον Χριστό. Ύστερα
σηκώθηκε, σφράγισε με το σημείο του Σταυρού τον βράχο και το θαύμα έγινε. Από
τη ρίζα του βράχου βγήκε αμέσως μπόλικο νερό, που τρέχει μέχρι σήμερα μέσα σ'
ένα λάκκο της παλαιάς εκκλησίας κι απ' εκεί προχωρεί και βγαίνει από μια βρύση
κοντά στη θάλασσα. Είναι το γνωστό αγίασμα. Το ευλογημένο νερό, που τόσους
ξεδίψασε, μα και τόσους άλλους, μυριάδες ολόκληρες, που το πήραν με πίστη
δρόσισε και παρηγόρησε. Και πρώτα-πρώτα το τυφλό παιδί του καπετάνιου.
Ήταν κι αυτό ένα από τα πρόσωπα του καραβιού που μετέφερε ο
πατέρας. Γεννήθηκε τυφλό και μεγάλωσε μέσα σε ένα συνεχές σκοτάδι. Ποτέ του δεν
είδε το φως. Δένδρα, φυτά, ζώα αγωνιζόταν να τα γνωρίσει με το ψαχούλεμα.
Εκείνη την ήμερα, όταν οι ναύτες γύρισαν με τα ασκιά γεμάτα νερό κι εξήγησαν
τον τρόπο που το βρήκαν στο νησί, ένα φως γλυκιάς ελπίδας άναψε στην καρδιά του
δύστυχου παιδιού. Μήπως το νερό αυτό, σκέφτηκε, που βγήκε από τον ξηρό βράχο
ύστερα απ' την προσευχή του παράξενου εκείνου συνεπιβάτη τους, θα μπορούσε να
χαρίσει και σ' αυτόν το φως του που ποθούσε; Αφού με θαυμαστό τρόπο βγήκε,
θαύματα θα μπορούσε και να προσφέρει. Με τούτη την πίστη και τη βαθιά ελπίδα
ζήτησε και το παιδί λίγο νερό. Διψούσε. Καιγόταν απ' τη δίψα. Ο απόστολος, που
ήταν εκεί, έσπευσε κι έδωσε στο παιδί ένα δοχείο γεμάτο από το δροσερό νερό.
Όμως το παιδί προτίμησε, αντί να δροσίσει με το νερό τα χείλη του, να πλύνει
πρώτα το πρόσωπο του. Και ω του θαύματος! Μόλις το δροσερό νερό άγγιξε τους
βολβούς των ματιών του παιδιού, το παιδί άρχισε να βλέπει!
Κι ο απόστολος, που τον κοίταζαν όλοι με θαυμασμό, άρχισε να τους
μιλά και να τους διδάσκει τη νέα θρησκεία. Το τέλος της ομιλίας πολύ καρποφόρο.
Όσοι τον άκουσαν πίστεψαν και βαφτίστηκαν. Την αρχή έκανε ο καπετάνιος με το
παιδί του, που πήρε και το όνομα Ανδρέας. Κι ύστερα όλοι οι άλλοι επιβάτες και
μερικοί ψαράδες που ήσαν εκεί. Πίστεψαν όλοι στον Χριστό που τους κήρυξε ο
απόστολος μας και βαφτίστηκαν. Φυσικά το θαύμα της θεραπείας του τυφλού
παιδιού, ακολούθησαν κι άλλα, κι άλλα. Στο μεταξύ ο άνεμος άρχισε να φυσά και
το καράβι ετοιμάστηκε για να συνεχίσει το ταξίδι του. Ο απόστολος, αφού κάλεσε
κοντά του όλους εκείνους που πίστεψαν στον Χριστό και βαφτίστηκαν, τους έδωκε
τις τελευταίες συμβουλές του και τους αποχαιρέτησε.
Αργότερα, μετά από χρόνια, κτίστηκε στον τόπο αυτόν που περπάτησε
και άγιασε με την προσευχή, τα θαύματα και τον ιδρώτα του ο Πρωτόκλητος
μαθητής, το μεγάλο μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα, που με τον καιρό είχε γίνει
παγκύπριο προσκύνημα. Κάθε χρόνο χιλιάδες προσκυνητές απ' όλα τα μέρη της
Κύπρου, ορθόδοξοι και ετερόδοξοι κι αλλόθρησκοι ακόμη, συνέρεαν στο μοναστήρι,
για να προσκυνήσουν τη θαυματουργό εικόνα του αποστόλου, να βαφτίσουν εκεί τα
νεογέννητα παιδιά τους και να προσφέρουν τα δώρα τους, για να εκφράσουν τα
ευχαριστώ και την ευγνωμοσύνη τους στον θείο απόστολο. Κολυμβήθρα Σιλωάμ ήταν η
εκκλησία του για τους πονεμένους. Πλείστα όσα θαύματα γινόντουσαν εκεί σε όσους
μετέβαιναν με πίστη αληθινή και συντριβή ψυχής.
Δεν θ’ αντιγράψω ορισμούς από βιβλία. Θα μιλήσω μέσα από την καρδιά
μου. Ορθοδοξία είναι η μόνη αλήθεια. Είναι πρόσκληση σε μια συγκινητική και
καταπληκτική περιπέτεια. Θέλει τόλμη, έχει ρίσκο, δεν είναι μια επανάπαυση σε
δάφνες του παρελθόντος. Θα συμφωνήσω με τον Ντοστογιέφσκι που λέει: “Πιστεύω
πως δεν υπάρχει τίποτε πιο ωραίο, πιο βαθύ, πιο δελεαστικό, πιο δημοφιλές, πιο
γενναίο και πιο τέλειο από τον Χριστό…”.
Η Ορθοδοξία αυστηρά μας θέλει καθαρούς και αθώους. Έχει μεγάλες
απαιτήσεις από εμάς. Δίχως Θεό θα ήμασταν σίγουρα πιο παλιάνθρωποι. Είναι
αλήθεια πως δεν είμαστε άγιοι. Το χειρότερο είναι να κάνουμε τους αγίους. Αυτό
δεν αρέσει διόλου στον Θεό. Η Ορθοδοξία μας θέλει ανυπόκριτους, ατόφιους,
γνήσια ταπεινούς κι επιεικείς με τους άλλους. Επίσης ακαχύποπτους, αζηλόφθονους
και καρτερικούς. Ο Χριστός της Ορθοδοξίας είναι προσιτός, φιλικός, ευγενικός,
συγχωρητικός και συμπαθητικός. Ποτέ δεν μίλησε σκληρά στουςαμαρτωλούς ούτε ποτέ
τους περιφρόνησε. Κατανοεί την αδυναμία μας, τον παρασυρμό μας, την αδυναμία
μας. Δεν κακιώνει, δεν επιτιμά, δεν τιμωρεί κι εκδικείται. Συγχωρεί, αγαπά,
θυσιάζεται για μας.
Ένας Εβραίος-Ρουμάνος, που έγινε στη φυλακή ορθόδοξος, γράφει στο
“Ημερολόγιο της ευτυχίας” του, ο Νικολάε Στάινχαρτ: Ο Θεός “σε καμία περίπτωση
δεν είναι αυτή η αφηρημένη έννοια, ο ψυχρός δημιουργός, δεν είναι ο αχώρητος
και αμετάβλητος Βράχμα, δεν είναι η θεότητα της γνώσης που εκδιπλώνει τους
αιώνες”. Η Ορθοδοξία δεν είναι μια ωραία θρησκεία ανάμεσα στις άλλες καλές.
Είναι τρόπος, στάση, ύφος και ήθος ζωής. Είναι η θυσιαστική αγάπη δίχως
ανταλλάγματα. Η αγάπη των εχθρών και η συγχώρεση των πάντων. Είναι ένα σκάνδαλο
και μια μωρία για τους πολύ λογικούς η Ορθοδοξία.
Η ορθόδοξη διδασκαλία δεν είναι η ασαφής, μπερδεμένη, δύσκολη,
ακατόρθωτη. Δεν είναιγια τους ευκολόπιστους και τους φανατικούς θρησκόληπτους.
Είναι για απαιτητικά πνεύματα, για αισιόδοξους και μαχητικούς. Δίνει την
πραγματική ελευθερία και μακαριότητα. Η ειρήνη, η ηρεμία, η γλυκύτητα των αγίων
το φανερώνει. Η Ορθοδοξία δεν είναι αναλγητικό και ναρκωτικό. Είναι συνεχής
διακινδύνευση, εγρήγορση, ορθοστασία, αγρύπνια, ανάταση.
Η Ορθοδοξία δεν είναι ελληνική, είναι οικουμενική. Δεν κρύβεται στο
Άγιον Όρος ή τα Ιεροσόλυμα αλλά στην καρδιά του κάθε αληθινού ταπεινού.
Όσοι θεωρούν ότι η Ορθοδοξία είναι για τους απλοϊκούς και αφελείς
πλανάται πλάνη οικτρή. Αν νομίζει κανείς ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία μαθητεύουν
κάποιοι χασομέρηδες, κλαψιάρηδες, λαθεύει. Οι Ορθόδοξοι αγωνίζονται για την
ακεραιότητα, τη διαφάνεια και τη γνησιότητα. Δεν είναι ακατάδεκτοι, ψυχροί. Η
ματαιότητα του κόσμου δεν τους μελαγχολεί, αλλά τους συνετίζει καίρια. Ο Θεός
μας δεν είναι μάγος, φακίρης, ταχυδακτυλουργός και παράξενος θαυματοποιός. Δεν
του αρέσουν τα μεσοβέζικα πράγματα, τα μελαγχολικά, τα βιαστικά, ανυπόμονα και
χλιαρά.
Αγαπά κυρίως τ’ αληθινά, τ’ ατόφια, τα ταπεινά.
Στην Ορθοδοξία πάντοτε ελπίζουμε, μυστικά χαιρόμαστε, δεν μπορούμε
να μην αισιοδοξούμε.
Ζούμε για ν’ αγαπάμε. Όποιος νομίζει ότι η Ορθοδοξία θέλει εχθρούς,
μόνο πολεμά, είναι για να εξουσιάζει και να καταδικάζει, αστοχεί σοβαρά. Για ν’
αναστηθούμε θα πρέπει πρώτα να σταυρωθούμε. Η σταύρωση θέλει προετοιμασία. Η
σταύρωση θέλει την ώρα της. Η Ορθοδοξία είναι σταυρωμένη, τεταπεινωμένη και
αναστημένη.
Ορθοδοξία σημαίνει ορθοπραξία. Ορθή και αληθινή γνώση και καθαρή
ζωή. Η Ορθοδοξία είναι παρεξηγημένη. Ίσως φταίμε κι εμείς που την παρουσιάσαμε
λαθεμένα. Η Ορθοδοξία περισσότερο βιώνεται και λιγότερο διδάσκεται. Η Ορθοδοξία
είναι μια στοργική μητρική αγκαλιά, που γνωρίζει ν’ αναπαύει τα τέκνα της
εξαίσια.
Σε κάποιες προηγούμενες Κυριακές ακούσαμε να γίνεται λόγος
περί πλούτου, ενός πλούτου που εκδηλώνεται ως ματαιότητα, αφροσύνη και
σκληροκαρδία. Ο πλούτος αποτελεί έναν πειρασμό στην περίπτωση που
απολυτοποιηθεί. Είναι ένας μεγάλος πειρασμός, ένα παγκόσμιο σύγχρονη είδωλο, το
οποίο δεν απέφυγε ούτε Χριστός στην έρημο της δοκιμασίας Του.
Στην σημερινή ευαγγελική διήγηση ο πλούτος συνοδεύει την
αυτοπεποίθηση και την αυταρέσκεια για ανύπαρκτες ηθικές πράξεις. Ο ευαγγελιστής
Λουκάς αφηγείται σήμερα ένα περιστατικό από τη δημόσια δράση του Κυρίου, το
οποίο αναφέρουν και οι άλλοι δύο συνοπτικοί ευαγγελιστές λόγω της σπουδαιότητας
του. Πρόκειται για ένα συμβάν μ’ έναν ανώνυμο πλούσιο Ιουδαίο άρχοντα, τον
οποίο ο Ματθαίος χαρακτηρίζει ως «νεανίσκο», ο δε Λουκάς «άρχοντα». Η παρουσία
του, το ερώτημά του και η διδασκαλία του Κυρίου και ο διάλογος που ακολούθησε
προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση στους μαθητές του Κυρίου. Και μόνο η εμφάνιση του
νεαρού πλούσιου άρχοντα προκαλούσα τα βλέμματα των συνομιλητών του. Ο Ιησούς
όταν κοίταξε τον ευσεβή αυτό νέο με το λυπημένο ύφος, αισθάνθηκε συμπάθεια
για τον ανώνυμο αυτό άρχοντα. Αλλά η
συμπάθεια προς αυτό τον πλούσιο νέο προέρχεται από το σπάνιο και ενδιαφέρον
ερώτημα που απεύθυνε προς τον Κύριο: « διδάσκαλε αγαθέ, τι ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;» .
Ένα σπάνιο ερώτημα τότε,
ενδιαφέρον και σήμερα βέβαια. Και λέμε σπάνιο λόγω της ηλικίας του νεαρού συνομιλητή του Χριστού. Νέος ήταν,
πολλά χρήματα είχε και περιθώρια για μια
ζωή ελεύθερη για ποικίλες απολαύσεις. Πλούσιος, νέος, επιφανής, δηλ. είχε όλα
τα εφόδια για να χαρεί όλες τις εφήμερες χαρές της ζωής
Κι όμως ο ευγενής αυτός Ιουδαίος πλούσιος φαίνεται αρκετά προβληματισμένος
για την πορεία της ζωής του. Τον βλέπουμε να παραμερίζει όλα τα γήινα και
έλκεται από υψηλούς στόχους και πνευματικές ανησυχίες. Αναζητούσε την «αιώνια
ζωή». Πρόκειται για μια περίπτωση που
δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη. Έχουμε ένα φαινόμενο όχι και τόσο
συνηθισμένο, ένας νέος να περιπατεί «εν
οδοίς καρδίας άμωμος, και μη εν οράσει οφθαλμών». Είναι λοιπόν δυνατόν να
αγαπήσει ο Χριστός ένα τέτοιο και να μην τον συμπαθήσει;
Η περιπτώσει του πλούσιου αυτού νέου αποτελεί έναν έλεγχο για τους
περισσοτέρους από εμάς για το πνευματικό ενδιαφέρον του ιουδαίου άρχοντα. Η
σημερινή νεολαία μας, αλήθεια, τί αναζητήσεις, ενδιαφέροντα και οραματισμούς
έχει; Μπορεί να συγκριθεί μ’ αυτές του σημερινού πλούσιου νεανίσκου;
Οπωσδήποτε μέσα στις τάξεις των νέων μας δεν λείπουν από τις καρδιές των ο πόθος και η αναζήτηση του Θεού, της
αλήθειας, της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και η γνησιότητα για μια χριστιανική
ζωή και τελειότητα. Τα σύγχρονα ρεύματα του υλισμού, του αθεϊσμού και της
ξέφρενης ζωής δεν κατάφεραν να εξοντώσουν το θρησκευτικό συναίσθημα και την
πίστη στην καρδιά τους.
Όμως σπάνια ανεβαίνει στο νου των νέων αυτό το περισπούδαστο ερώτημα: «τί ποιήσας
αιώνιον ζωήν κληρονομήσω;»
Για πολλά άλλα μπορεί να ενδιαφέρονται και να τυρβάζουν οι νέοι μας, που
έχουν σχέση με το μέλλον τους, τις σπουδές τους, την κοινωνική τους καταξίωση,
για τις πολιτικές εξελίξεις κ ο. κ. Για το θέμα της πνευματικής τους
καταξιώσεις όμως και ψυχικής σωτηρίας δείχνουν ραθυμία και αδιαφορία.
Ο Χριστός δεν «επιπλήττει» μόνον
τους νέους για τους πολλούς περισπασμούς, αλλά απευθύνει την αφυπνιστική
επίπληξη και προς όλους μας. «ενός δε έστι χρεία». Το ένα και το σπουδαιότερο
το αφήνουμε τελευταίο. Όταν θα έχουμε εκπληρώσει τις εγκόσμιες υποχρεώσεις μας και
βρισκόμαστε προς την έξοδο της παρούσης ζωής, τότε θα μας απασχολήσει, η
υπόθεση της αιώνιας ζωής, αν βέβαια προλάβουμε, διότι «οψέ ή μεσονύκτιον ή αλεκτοροφωνίας ή πρωίας»
(Μρκ. 13,15).
Το ν’ ασχολείται κανείς σοβαρά με το αιώνιο μέλλον του δεν είναι επιβλαβές
υπόθεση. Δεν είναι κάτι που θα μας κάνει μελαγχολικούς ή απαισιόδοξους, αλλά
αποτελεί πρόκληση και πρόσκληση για αναστάσιμη ομολογία πίστεως. Μετά η αιώνια
ζωή, για την οποία έδειξε ενδιαφέρον ο νεαρός άρχοντας του σημερινού ευαγγελίου,
ο Χριστός την αποδέσμευσε από την έννοια του χρόνου. «Αύτη έστιν η αιώνιος ζωή,
ίνα γινώσκωσί σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν».
Η «αιώνιος ζωή» την οποία πολλές
φορές επιζητούμε με διανοητικό τρόπο, δεν εξασφαλίζεται με την τήρηση κάποιων
εντολών. Δεν αποτελεί ατομικό κατόρθωμα και δεν συνιστά προνόμιο των πλουσίων
και των δυνατών. Δεν είναι επίτευγμα των «τελείων» και των «ευσεβών», αλλά
εμπειρία χάριτος των ταπεινών. Χαρακτηρίζει την επίγνωση του Θεού η οποία
εκφράζεται ως υπακοή πίστεως, ελπίδας και ανυπόκριτης ανιδιοτελούς αγάπης.
Η αιώνιος ζωή αποτελεί δύναμη Θεού μέσα στη δική μας αδυναμία, το θεϊκό
πλούτο μέσα στη δική μας φτώχεια, τη
γνήσια ελευθερία των τέκνων του Θεού που πρόκειται να κληρονομήσουν τη σωτηρία
και την αιώνια ζωή.
Αν έτσι ζούμε, τότε το πιο εντυπωσιακό και ενδιαφέρον ερώτημα μας περί της
αιωνίου ζωής θα βρει τη σωστή του
απάντηση.
Πάντοτε, σ’ όλα μας τα έργα να
θυμόμαστε με αγάπη τα έργα του Θεού και την αγάπη Του προς εμάς.
Όλα όσα βλέπεις στον ουρανό και τη γη.
Στον τόπο της κατοικίας μας, μας ξυπνούν για να θυμόμαστε την αγάπη Του, που
μέσα της κλείνει κι εμάς.
Κάθε πλάσμα του Θεού φανερώνει την
αγάπη Του προς εμάς. Βλέποντας και
απολαμβάνοντας τα δημιουργήματα Του ας λέμε μέσα μας:
Αυτό είναι έργο των χειρών του Κυρίου
του Θεού μου και έχει δημιουργηθεί προς χάρη μου.
Αυτοί οι φωστήρες του ουρανού, ο
ήλιος, το φεγγάρι και τ’ άλλα αστέρια είναι δημιουργήματα του Κυρίου μου, για
να φωτίζουν όλη την οικουμένη κι εμένα.
Αυτή η γη που επάνω της ζω, που δίνει
τους καρπούς της σ’ εμένα και στα ζώα
μου, αυτή, μαζί με ό, τι έχει, είναι του Κυρίου μου δημιούργημα.
Αυτό το νεράκι που ποτίζει εμένα και
τα ζώα μου είναι του Κυρίου μου αγαθό.
Αυτό το σπίτι όπου κατοικώ, είναι δώρο
του Θεού και μου το έδωσε ο Θεός για την ανάπαυσή μου.
Αυτή η τροφή που τρώγω είναι αγαθό του
Θεού και μου την δίνει για ενίσχυση και παρηγορία των αδυναμιών του σώματός
μου.
Αυτό το ρούχο που φορώ μου το
έδωσε ο Κύριος και Θεός μου για να
καλύψω το γυμνό μου σώμα, κ. ο. κ.
Τύχωνος του Ζαντόνσκ
Απλά λόγια, αλλά βαθύτατα θεολογικά, που
φανερώνουν τον ευχαριστιακό τρόπο ζωής, που
πρέπει να είναι η φυσιολογική συμπεριφορά κάθε ανθρώπου που αναγνωρίζει
το Θεό ως Πατέρα και δημιουργό του σύμπαντος κόσμου.
Την παρελθούσα Δευτέρα, 23-11-2015,
στην αίθουσα των ομιλιών του πνευματικού μας κέντρου μίλησε ο πρωτ.
Γερασιμάγγελος Στανίτσας, εφημέριος του Ιερού Ναού, με το ενδιαφέρον θέμα: «Η
ψυχοφθόρος νόσος της στενοχώριας και η αντιμετώπισή της».
Βασικά σημεία της σχετικής ομιλίας
έτσι επιγραμματικά είναι τα εξής;
Στην αρχή αναφέρθησαν γνώμες και
απόψεις ειδικών γιατρών οι οποίοι έχουν κοινές διαπιστώσεις επί του εν λόγω
θέματος. Η στενοχώρια και η κατάθλιψη
διαβρώνουν τον εσωτερικό χώρο του ανθρώπου και ασκούν αρνητική και
επικίνδυνη επίδραση στον ψυχισμό ειδικά του σύγχρονου ανθρώπου.
Στη συνέχεια αφού έγινε μια
ετυμολογική ανάλυση των όρων αυτών, αναφέρθηκε στα αίτια που προκαλούν αυτή την
αρρωστημένη κατάσταση.
Κατά την ορθόδοξη άποψη κύρια αιτία
του φαινομένου της στερήσεως και της
χαράς στη ζωή είναι βασικά η απομάκρυνση του ανθρώπου από τον Θεό, η αμαρτία
και γενικά ο υλιστικός τρόπος ζωής, οι κάθε είδους παρεκτροπές, ο άκρατος
ευδαιμονισμός, η ανία, η άνεση, η εξωστρέφεια, η ακηδία.
Η θεραπεία του κακού προβάλλεται από
την Εκκλησία, η οποία δεν αρκείται μόνο στη διάγνωση και περιγραφή, αλλά
προχωρεί και στη θεραπεία του.
Το κύριο γιατρικό είναι η επανασύνδεση
του αποστατημένου ανθρώπου από τον Θεό που αποτελεί την πηγή της ζωής, της
καθαρότητας και της πνευματικής ομορφιάς. Με τη μετάνοια και ο μυστήριο της ι.
εξομολογήσεως οι κουραστικές ενοχές και θλίψεις λόγω των παραπτωμάτων μας
εξαγορεύονται, συγχωρούνται κι ο άνθρωπος ελευθερώνεται από την απειλή των
ψυχοφθόρων αυτών καταστάσεων.
Οι άνθρωποι στενοχωρούνται, θλίβονται
και μελαγχολούν, γιατί έχουν ανεμική πίστη. Στην θεραπεία αυτών των αρρωστημένων
καταστάσεων σημαντικό ρόλο παίζει και η ορθόδοξη άσκηση, η οποία είναι μια
πανοπλία που αποκρούει τα πυρωμένα βέλη της στενοχώριας και της κατάθλιψης. Η
αποφυγή της ασκητικής αγωγής μας έκανε νωχελικούς. Η ευμάρεια, η ευκολία, η
καλοπέραση δεν βοηθούν, αλλά κάνουν τον άνθρωπο, ιδιαίτερα τους νέους, δειλούς,
φοβισμένους, αδύναμους και έτσι παρασύρονται εύκολα στον άλυπο και άκοπο βίο.
Η λύση του προβλήματος δεν βρίσκεται
στη φυγή, στον ενδοτισμό, στον συμβιβασμό και την επιπόλαια αλλαγή. Χρειάζεται
προσευχή, προσοχή, τιμιότητα, αυτογνωσία και αυτοκριτική.
Ας μάθουμε επιτέλους, ότι τα πάθη μας
είναι η κύρια αιτία του προσωπικού μας προβλήματος και όχι η «παλιοκοινωνία»
όπως συνηθίζουμε να λέμε. Χρειάζεται πρώτα αλλαγή του εαυτού μας. Αυτή είναι η
πιο ριζοσπαστική λύση. Όταν γνωρίσουμε τον εαυτό μας γινόμαστε επιεικείς και
ανεκτικοί προς τους άλλους. Τότε στενοχωριόμαστε λιγότερο και δεν φθάνουμε ποτέ
στην κατάθλιψη, γιατί έχουμε γνωρίσει την ταπείνωση του Χριστού. Ο ταπεινός άνθρωπος δεν νοιώθει μειονεκτικά, δεν φοβάται, δεν
στενοχωριέται, δεν απαιτεί και δεν θλίβεται. Είναι ελεύθερος, ειρηνικός, ζει από τώρα την παραδείσια ζωή και χαίρεται
την χαρά του Θεού.