Μία από τις σημαντικότερες επιτυχίες των επαναστατημένων Ελλήνων επί των
Τούρκων τους πρώτους μήνες του Αγώνα, ίσως η σημαντικότερη, ήταν η άλωση της
Τριπολιτσάς (Τρίπολης), στις 23 Σεπτεμβρίου 1821.
O Stefano Magno στο έργο του «Estratti degli Annali Veneti» («Αποσπάσματα
των Χρονικών της Βενετίας»), το 1467, αναφέρει την
Dropoliza,(Ντροπολιτσά) ως ένα από τα ερειπωμένα κάστρα της Πελοποννήσου. Το
ίδιο όνομα χρησιμοποιείται και σε χάρτες του 16ου αιώνα. Ο άσημος αρχικά
οικισμός, άρχισε να αναπτύσσεται μετά την κατάληψη του Μουχλίου (βυζαντινής
πόλης της Αρκαδίας) από τους Οθωμανούς (1458), όμως σπανιότατα μνημονεύεται
τους δύο πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας. Μετά τα μέσα του 17ου αιώνα και
ιδιαίτερα μετά την κατάληψη της Πελοποννήσου από τους Βενετούς (1699), υπάρχουν
μαρτυρίες για πρόσωπα που κατάγονταν από την πόλη.
Η ανακατάληψη του Μοριά από τους Οθωμανούς το
1715, ήταν καθοριστικής σημασίας για την Τριπολιτσά, η οποία το 1719 έγινε έδρα
του Πασά της Πελοποννήσου, του Μόρα-Βαλεσή.
Η Τριπολιτσά τις
παραμονές της Επανάστασης
Στις 9 Νοεμβρίου 1820, μπήκε στην Τριπολιτσά με κάθε επισημότητα, ο νέος
Μόρα-Βαλεσή Χουρσίτ πασάς. Η αποστολή του ικανότατου Χουρσίτ από την Υψηλή Πύλη
έγινε, καθώς πλήθαιναν οι φήμες για επικείμενη εξέγερση των Ελλήνων. Ο σουλτάνος
όμως την ίδια εποχή, αντιμετώπιζε κι ένα άλλο, υπαρκτό και σοβαρότατο πρόβλημα:
τον Αλή πασά των Ιωαννίνων, ο οποίος «απασχολούσε» περισσότερους από 80.000
άνδρες που πολιορκούσαν την πρωτεύουσα της Ηπείρου από το καλοκαίρι του 1820.
Στις 6 Ιανουαρίου 1821, ο Χουρσίτ διατάχθηκε να μεταβεί στην Ήπειρο για
να τεθεί επικεφαλής των επιχειρήσεων εναντίον του Αλή. Αντικαταστάτης του
ορίστηκε ο Μεχμέτ Σαλήχ, ο οποίος δεν είχε ούτε τις ικανότητες του Χουρσίτ,
ούτε τις απαραίτητες στρατιωτικές δυνάμεις για να καταπνίξει ενδεχόμενη
επαναστατική κίνηση.
Η μυστική άφιξη στη Μεσσηνία των Θεόδωρου
Κολοκοτρώνη και Χρήστου Αναγνωσταρά, καθώς και η απροθυμία του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη
να τους συλλάβει, θορύβησαν ακόμα περισσότερο τους Τούρκους.
Σύντομα, προδόθηκε η λειτουργία των μπαρουτόμυλων των αδελφών
Σπηλιωτόπουλων στη Δημητσάνα και η παραγωγή πυρίτιδας πάνω από το επιτρεπόμενο
όριο.
Επίσης έγινε γνωστό ότι στη Βοστίτσα (Αίγιο),
είχαν συγκεντρωθεί πρόκριτοι και αρχιερείς των επαρχιών Αχαΐας, Καλαβρύτων και
Βοστίτσας, οι οποίοι είχαν μαζί τους μεγάλη συνοδεία από ένοπλους
σωματοφύλακες.
Οι Τούρκοι τότε, εφάρμοσαν την πάγια, σε
περιπτώσεις πολιτικών αναταραχών, τακτική τους. Τη σύλληψη ομήρων. Φοβούμενοι
ελληνική εξέγερση, έστειλαν στα μέσα Φεβρουαρίου 1821, ταχυδρόμους σε όλες τις
πόλεις του Μοριά, ζητώντας από αρχιερείς και προκρίτους να μεταβούν στην
Τριπολιτσά, με σκοπό, τάχα, να συσκεφθούν υπό τον καϊμακάμη (υποδιοικητή), για
σπουδαία ζητήματα.
Ήταν φανερό, ότι όσοι μετέβαιναν στην
Τριπολιτσά, θα κρατούνταν ως όμηροι, για να μείνουν «ακέφαλοι οι ραγιάδες». Οι
περισσότεροι από όσους «προσκλήθηκαν», αποφάσισαν να ανταποκριθούν στο κάλεσμα.
Θεωρούσαν ότι δεν θα έμεναν όμηροι για πολλές μέρες και ότι έτσι θα διασκέδαζαν
τις ανησυχίες του Μεχμέτ Σαλήχ.
Έτσι, στην Τριπολιτσά πήγαν: ο Θεόδωρος
Δεληγιάννης, ο επίσκοπος Μονεμβασιάς Χρύσανθος, ο Πανάγος Κυριακός, ο Μήτρος
Ροδόπουλος, ο επίσκοπος Κορίνθου Κύριλλος, ο Σωτήρης Νοταράς, ο επίσκοπος
Αργολίδος Γρηγόριος, ο επίσκοπος Δημητσάνας φιλόθεος και πολλοί ακόμα. Μόλις
έφτασαν στην πόλη, έσπευσαν να καθησυχάσουν τον Μεχμέτ Σαλήχ, λέγοντάς του ότι
οι φήμες για εξέγερση οφείλονταν σε ραδιουργίες του Αλή πασά. Υπήρχαν όμως και
κάποιοι που δεν πήγαν στην Τριπολιτσά: ο Ανδρέας Ζαΐμης, ο Παλαιών Πατρών
Γερμανός, ο Σωτήρης Θεοχαρόπουλος, ο Σωτήρης Χαραλάμπης, ο Ανδρέας Λόντος και ο
Παναγιώτης Κρεββατάς. Ο πλέον επιφανής πρόκριτος Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, έλαβε
πρόσκληση αλλά δεν πήγε στην Τριπολιτσά. Έστειλε όμως τον γιο του Αναστάση και
τον ανιψιό του Πανάγο Πικουλάκη, κάτι που καθησύχασε τον Μεχμέτ Σαλήχ.
Όμως, στις 23 Μαρτίου 1821, ο Κολοκοτρώνης, ο
Παπαφλέσσας, ο Νικηταράς, ο Πετρόμπεης, ο Αναγνωσταράς και ο Μούρτζινος,
κατέλαβαν χωρίς αντίσταση την Καλαμάτα. Ο Κολοκοτρώνης, στο πολεμικό συμβούλιο
που ακολούθησε, ανέπτυξε το σχέδιό του για την πολιορκία της Τριπολιτσάς, του
βασικού κέντρου των Τούρκων στον Μοριά.
Η νευραλγική θέση της πόλης, την καθιστούσε
διοικητικό, στρατιωτικό και συγκοινωνιακό κέντρο. Μέσα στην Τριπολιτσά,
κατοικούσαν 35.000 μουσουλμάνοι, χριστιανοί και Εβραίοι. Επίσης υπήρχαν και
8.000 πρόσφυγες Τούρκοι από την υπόλοιπη Πελοπόννησο, που έφτασαν εκεί μετά το
ξέσπασμα της Επανάστασης. Η αρχική φρουρά της πόλης, αποτελούνταν από 7.000
στρατιώτες. Υπήρχαν ακόμα 3.000 ένοπλοι από το Φανάρι (της Ολυμπίας), την
Καρύταινα, τον Μυστρά και το Λεοντάρι, καθώς και 900 σωματοφύλακες των αγάδων.
Λόγω της γενικής συνέλευσης με τους πρόκριτους
και τους αρχιερείς αλλά και των επαναστατικών γεγονότων που ακολούθησαν, στην
Τριπολιτσά βρισκόταν επιφανείς Τούρκοι αξιωματούχοι της Πελοποννήσου: ο Κιαμήλ
μπέης της Κορίνθου, ο Μπινά Εμίνης, ο Σεΐχ Νετσήπ εφέντης κ.ά. Όσο η πόλη
βρισκόταν σε τουρκικά χέρια, θα αποτελούσε μια μόνιμη απειλή για την
επανάσταση. Όμως οι άλλοι οπλαρχηγοί δεν δέχτηκαν την πρόταση του Κολοκοτρώνη.
Ο διασκορπισμός από τη φρουρά της Τριπολιτσάς
των Ελλήνων που πολιορκούσαν την Καρύταινα και η διάλυση δύο στρατοπέδων στην
Πιάνα (6 Απριλίου 1821) και στο Βαλτέτσι (24 Απριλίου 1821), τους έκαναν να
αναθεωρήσουν τις απόψεις τους. Σε νέο συμβούλιο των επαναστατών ανατέθηκε η
αρχιστρατηγία των αρμάτων της επαρχίας Καρύταινας στον Κολοκοτρώνη, ο οποίος
δημιούργησε στρατόπεδα στην Πιάνα, το Χρυσοβίτσι και το Βαλτέτσι.
Τουρκικές ενισχύσεις
στον Μοριά
Όταν έφτασαν τα νέα στην Κωνσταντινούπολη, η
Υψηλή Πύλη έδωσε διαταγή στον Χουρσίτ πασά να καταπνίξει την επανάσταση.
Ο Χουρσίτ εκτός των άλλων, είχε και προσωπικούς
λόγους να εξουδετερώσει τους επαναστάτες, καθώς στην Τριπολιτσά βρισκόταν η
σύζυγος, το χαρέμι και οι θησαυροί του. Διέταξε τους στρατηγούς Κιοσέ Μεχμέτ
και Ομέρ Βρυώνη να μεταβούν στην Πελοπόννησο μέσω Θεσσαλίας, Στερεάς Ελλάδας
και Ισθμού, ενώ ταυτόχρονα έστειλε τον ικανό αξιωματικό και έμπιστό του
Μουσταφάμπεη να κινηθεί μέσω της Αιτωλοακαρνανίας και του Ρίου, επικεφαλής
3.500 Αλβανών, προς την Τριπολιτσά.
Ο Χουρσίτ είχε την εντύπωση ότι δεν υπήρχε
γενικευμένη εξέγερση, αλλά ότι οι πρόκριτοι και οι αρχιερείς του Μοριά, μετά
την πρόσκληση που έλαβαν απ’ τον Μεχμέτ Σαλήχ, φοβούμενοι για τις ζωές τους,
είχαν οργανώσει κάποια μικρή ανταρσία σε συνεργασία με τους παλιούς κλέφτες της
Πελοποννήσου. Πίστευε ακόμα ότι θα κατάφερναν οι Αλβανοί με τον Μουσταφάμπεη,
να αντιμετωπίσουν τους επαναστάτες μέχρι να φτάσουν ισχυρότερες τουρκικές
δυνάμεις.
Ο Μουσταφάμπεης πέρασε από την Αιτωλοακαρνανία
χωρίς καμία αντίσταση. Με τα αλιευτικά πλοιάρια του Μεσολογγίου έφτασε στο Ρίο.
Έστειλε απεσταλμένους σε όλη την Αχαΐα με υποσχέσεις για αμνηστία και αφού
λεηλάτησε την Πάτρα, κατευθύνθηκε προς τη Βοστίτσα (Αίγιο).
Οι σκορπισμένοι σε πολλά μέρη Έλληνες, δεν
μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν τον Μουσταφάμπεη, ο οποίος έκαψε τη Βοστίτσα,
εξουδετέρωσε τους πολιορκητές του Ναυπλίου και του Ακροκορίνθου και εισήλθε
πανηγυρικά στην Τριπολιτσά στις 6 Μαΐου, με πολλά λάφυρα και αιχμαλώτους.
Οι Τούρκοι κάτοικοι της πόλης τον υποδέχθηκαν με
ενθουσιασμό, πιστεύοντας ότι η ελληνική εξέγερση είχε καταπνιγεί.
Στην Τριπολιτσά όμως, ο Μουσταφάμπεης παρέμεινε
αδρανής, καθώς περίμενε μάταια τις δηλώσεις υποταγής που είχε ζητήσει, ενώ
πίστευε ότι οι ελληνικές δυνάμεις δεν μπορούσαν να τον αντιμετωπίσουν. Λέγεται
μάλιστα, ότι ζούσε κι ένα φλογερό έρωτα με μια από τις χανούμισσες του χαρεμιού
του Χουρσίτ…Οι ελληνικές δυνάμεις όμως στο διάστημα αυτό, άδραξαν την ευκαιρία
και (ανα) διοργανώθηκαν. Στις 12 Μαΐου, αντιστάθηκαν με επιτυχία στο Βαλτέτσι,
στην επίθεση που δέχτηκαν από τη φρουρά της Τριπολιτσάς, ενώ η νίκη στα Δολιανά
στις 18 Μαΐου έσφιξε τον κλοιό γύρω από την πόλη και ουσιαστικά σηματοδότησε
την αρχή της πολιορκίας της.
Η πολιορκία της
Τριπολιτσάς
Την εποχή εκείνη, εκτός από το κύριο στρατόπεδο
του Κολοκοτρώνη στους Αγίους Θεοδώρους, υπήρχε από την ίδια πλευρά, δυτικά της
πόλης, το στρατόπεδο του Αγίου Βλάση, ενώ βόρεια υπήρχαν τα στρατόπεδα της
Αγίας Παρασκευής και της Επάνω Χρέπας, το οποίο διαλύθηκε, καθώς οι
Καλαβρυτινοί αγωνιστές που το αποτελούσαν, στρατοπέδευσαν βορειότερα, στη θέση
Δεμέστιχα για να αντιμετωπίσουν πιθανή τουρκική επίθεση στην πόλη τους. Στα
νότια της Τριπολιτσάς ιδρύθηκε στρατόπεδο στη θέση Θάνα, μετά την ελληνική νίκη
εκεί. Είχε προηγηθεί στις 5 Ιουνίου, και άλλη ελληνική νίκη στον Άγιο Βλάση.
Ανατολικά της Τριπολιτσάς, στους πρόποδες του όρους Παρθένι, υπήρχαν στρατόπεδα
από Κυνουραίους, Μονεμβασίτες και Μανιάτες στα χωρία Ρίζες, Βερτσοβά και Στενό.
Βορειότερα, κοντά στα Τσιπιανά, προς το βουνό Καπνίστρα υπήρχε το στρατόπεδο
των Αργείων. Από τον Ιούνιο η πολιορκία άρχισε να οργανώνεται καλύτερα.
Σημαντική ήταν η προσφορά των κατοίκων της
Δημητσάνας, που κατόρθωναν να παράγουν στους περίφημους μπαρουτόμυλούς της, 500
κιλά πυρίτιδα την ημέρα. Εκτός από μολύβι, χρησιμοποιήθηκαν τότε και πολλά
βιβλία και χειρόγραφα της περίφημης βιβλιοθήκης της Δημητσάνας μεγάλης
ιστορικής αξίας. Ήταν όμως αναγκαίο κακό και έσχατη λύση για την κατασκευή της
πυρίτιδας.
Στο μεταξύ, οι πολιορκητές έκοψαν τη ροή των
υδάτων από τα βουνά προς τα δύο υδραγωγεία, στους Κήπους και τους Μύλους,
δημιουργώντας έτσι τεράστιο πρόβλημα ύδρευσης στους πολιορκημένους της
Τριπολιτσάς.
Η πολιορκία σφίγγει…
Στα τέλη Ιουνίου, ο Κολοκοτρώνης και οι
περισσότεροι οπλαρχηγοί, έφυγαν για το Άστρος, προκειμένου να υποδεχθούν τον
πρίγκιπα Δημήτριο Υψηλάντη. Στο στρατόπεδο των Αγίων Θεοδώρων, επικεφαλής
έμεινε ο Πάνος Κολοκοτρώνης, που νίκησε τους Τούρκους που επιχείρησαν έξοδο από
την Τριπολιτσά. Στις 2 Ιουλίου, ο Υψηλάντης έφτασε στα Τρίκορφα, όπου του έγινε
αποθεωτική υποδοχή. Οι Τούρκοι θορυβήθηκαν και γιατί συνέδεσαν τον ερχομό του
με επικείμενη ρωσική επίθεση. Οι συγκεντρωμένοι Έλληνες, ξεπερνούσαν τις 7.000.
Τις παραμονές της άλωσης της Τριπολιτσάς, ξεπέρασαν τις 10.000. Ο Υψηλάντης
οργάνωσε καλύτερα τους άντρες στα στρατόπεδα και δημιούργησε ειδικά αποσπάσματα
για ενέδρες, προφυλακές και περιπολίες.
Το τείχος της Τριπολιτσάς, είχε περίμετρο 3,5
χιλιόμετρα, ύψος 5,5 μέτρα, «έκλεινε» έκταση 1.320.000 τ.μ. και διέθετε επτά
πύλες. Σε κάθε πύλη υπήρχε πυργίσκος με πυροβόλο. Οι Τούρκοι διέθεταν 30
πυροβόλα, 18 από τα οποία ήταν σε άριστη κατάσταση και εκπαιδευμένους
πυροβολητές.
Εκτός από τα πυροβόλα των τειχών, υπήρχαν και
άλλα πάνω στη λεγόμενη Μεγάλη Τάπια (τάπια και ντάπια = οχύρωμα), ένα μικρό
φρούριο φτιαγμένο σ’ ένα ύψωμα στη νοτιοδυτική πλευρά του τείχους. Αυτά τα
πυροβόλα παρεμπόδιζαν κάθε ελληνική προσπάθεια για προώθηση. Ωστόσο οι Έλληνες
κατασκεύασαν ένα μεγάλο προμαχώνα απέναντι από τη Μεγάλη Τάπια, στη θέση
Κάρτσοβα και εγκατέστησαν εκεί ένα τμήμα πολεμιστών από τον Μυστρά που με
εύστοχες βολές ανάγκασαν τους Τούρκους να σταματήσουν να πυροβολούν.
Τα ελληνικά πυροβόλα όμως, ήταν σε κακή
κατάσταση. Η περίφημη «Κοψαχείλα» που μεταφέρθηκε από τον Μυστρά, αχρηστεύθηκε
σύντομα από τους αδέξιους χειρισμούς των Ελλήνων. Ο Ιταλός τυχοδιώκτης Τόσι,
που εμφανίστηκε ως ειδικός στον χειρισμό πυροβόλων και οι Γάλλοι φιλέλληνες
Ρεμπό και Βουτιέ, δεν μπόρεσαν να προσφέρουν ουσιαστικές υπηρεσίες.
Τη νύχτα της 9ης προς τη 10η Αυγούστου, 6.000
Τούρκοι πεζοί και ιππείς με επικεφαλής τον Μουσταφάμπεη βγήκαν από την
Τριπολιτσά και κινήθηκαν προς τα χωριά της περιοχής του Λουκά και των Τσιπιανών
για να τα λεηλατήσουν. Ο ευφυής Κολοκοτρώνης, είχε δώσει εντολή λίγες μέρες
πριν, να φτιαχτεί μια γράνα (τάφρος) στο στενό απ’ όπου περνούσε ο δρόμος για
το Λεβίδι και τα Καλάβρυτα. Οι Τούρκοι, αφού λεηλάτησαν μερικά χωριά και
αποκόμισαν πολλά λάφυρα, επέστρεφαν στην Τριπολιτσά. Παράλληλα, ο αδελφός του
Μουσταφάμπεη Αλή Βεγής, βγήκε από την πόλη για να του εξασφαλίσει την επιστροφή
του.
Μετά από σκληρές μάχες, 2.000 Έλληνες αγωνιστές
συνέτριψαν τις τουρκικές δυνάμεις. Πολλοί Τούρκοι παγιδεύτηκαν στη Γράνα. Ο Αλή
Βεγής και άλλοι 400 σκοτώθηκαν. Οι Έλληνες είχαν 29 νεκρούς και 26 τραυματίες.
Οι απώλειες των Τούρκων θα ήταν πολύ μεγαλύτερες, αν οι Έλληνες αγωνιστές δεν
ασχολούνταν περισσότερο με τη λαφυραγωγία. Έτσι έληξε ο περίφημος «πόλεμος της
γράνας» που ήταν καθοριστικός για την έκβαση της πολιορκίας της Τριπολιτσάς. Η
μάχη διήρκησε μια ώρα. Σ’ αυτήν, διακρίθηκαν ιδιαίτερα ο Ιωάννης Νταγρές, ο
Αθανάσιος Κίντζιος και οι Επτανήσιοι σωματοφύλακες του Κολοκοτρώνη που, όπως
αναφέρει ο Φωτάκος «έκαμαν πολύ φόνο εις τους Τούρκους, διότι ήταν συνηθισμένοι
στο τουφέκι ως κυνηγοί».
Οι Έλληνες όμηροι της
Τριπολιτσάς
Στο μεταξύ οι Έλληνες πρόκριτοι και αρχιερείς
που αρχικά ζούσαν υπό απλή επιτήρηση, σε διάστημα ενός μήνα μπήκαν σε οδυνηρή
δοκιμασία.
Στα μέσα Απριλίου, όταν πλέον ήταν φανερό ότι
είχε ξεσπάσει ελληνική επανάσταση, αποκεφαλίστηκαν ο ανιψιός ενός προεστού και
ένας υπηρέτης.
Οι υπόλοιποι φυλακίστηκαν. Εξαιρέθηκαν ο
επίσκοπος Κορίνθου Κύριλλος, ο Σωτήρης Νοταράς, ο Δημήτριος Ροδόπουλος, ο Ανδρέας
Καλαμογδάρτης και ο Αναστάσης Μαυρομιχάλης. Την επόμενη μέρα, δολοφονήθηκαν 18
φυλακισμένοι σωματοφύλακες των Ελλήνων, ενώ αρχιερείς και προεστοί (38 άτομα
συνολικά), κλείστηκαν σε φυλακή για εγκληματίες. Αυτή είχε εμβαδόν 95 τ.μ. και
ένα μόνο μικρό παράθυρο. Δυο υπηρέτες είχαν ελεύθερα τα χέρια. Οι υπόλοιποι
ήταν δεμένοι όλοι μαζί με μιαν αλυσίδα από τον λαιμό (ξεχωριστά οι πρόκριτοι –
αρχιερείς και ξεχωριστά οι υπηρέτες), έτσι ώστε όταν σηκωνόταν κάποιος να
σηκώνονται όλοι μαζί του.
Επί πέντε μήνες, με ελάχιστη τροφή, πέρασαν αυτό
το μαρτύριο. Μόνο δύο φορές βγήκαν από τη φυλακή για μικρό χρονικό διάστημα!
Μέσα στο κελί, πέθαναν ο επίσκοπος Μονεμβασίας Χρύσανθος και ένας διάκονος.
Όταν τελικά οι Τούρκοι τους αποφυλάκισαν, στις 10 Σεπτεμβρίου, η εικόνα τους
ήταν τραγική. Ρακένδυτοι, γεμάτοι ψείρες, σκελετωμένοι από την ασιτία,
«περισσότερο σκιές ανθρώπων παρά πραγματικοί άνθρωποι», γράφει ο Σπυρίδων
Τρικούπης. Έξι πέθαναν την ίδια μέρα της αποφυλάκισής τους. Ανάμεσά τους τρεις
αρχιερείς, ο Ναυπλίου Γρηγόριος, ο Χριστιανουπόλεως Γερμανός και ο Δημητσάνης
Φιλόθεος. Δυο προεστοί, ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης και ο Ιωάννης Περρούκας,
ξεψύχησαν καθώς γύριζαν στα σπίτια τους.
Νωρίτερα, οι Τούρκοι υποχρέωσαν τους ομήρους, να
υπογράψουν επιστολή προς τους αρχηγούς της πολιορκίας η οποία ρίχτηκε από μία
έπαλξη του φρουρίου. Σ’ αυτή, οι έγκλειστοι καλούσαν τους επαναστάτες να
εγκαταλείψουν τον αγώνα, βεβαιώνοντας τους ότι αν καταθέσουν τα όπλα, θα
εξασφάλιζαν τη συγχώρηση και την αμνηστία του σουλτάνου. Ωστόσο, οι Έλληνες
οπλαρχηγοί κατάλαβαν ότι αυτά είχαν γραφτεί μετά από τουρκικές πιέσεις και
απάντησαν ότι ήταν αμετάπειστοι στην απόφαση να ελευθερωθούν ή να πεθάνουν και
τόνιζαν ότι αν οι Τούρκοι ήθελαν να φύγουν, οι Έλληνες ήταν διατεθειμένοι να
τους διευκολύνουν.
Η άλωση της Τριπολιτσάς
Οι πολιορκημένοι βρίσκονταν σε τραγική θέση.
Μεταξύ τους υπήρχαν διαφορετικές απόψεις για το τι έπρεπε να κάνουν. Ο
κεχαγιάμπεης, ο καϊμακάμης Μεχμέτ Σαλήχ και η «πρώτιστη» γυναίκα του Χουρσίτ
Εσμά Χανούμ, πίστευαν ότι έπρεπε να φύγουν προς το Ναύπλιο.
Οι ντόπιοι Τούρκοι αξιωματούχοι καθώς και οι
Σεΐχ Νετζίπ εφέντης, Δεφτέρ – Κεχαγιάς και ο Κιαμήλ της Κορίνθου, πίστευαν ότι
έπρεπε να συνθηκολογήσουν. Αλλά και οι Αλβανοί, υπό τους Ελμάζ μπέη και Βελή
μπέη Κογιάτσα, ήθελαν ξεχωριστές διαπραγματεύσεις με τους Έλληνες, για να
διαφύγουν και να εξασφαλίσουν τις περιουσίες τους.
Οι Έλληνες πλέον, κανόνιζαν τη διανομή των
λαφύρων μετά τη διαφαινόμενη πτώση της Τριπολιτσάς. Στις 13 Σεπτεμβρίου, ο Δ.
Υψηλάντης μαζί με τους γιους του Θ. Κολοκοτρώνη Πάνο και Ιωάννη (Γενναίο),
έφυγαν με 1.000 άνδρες για τον Κορινθιακό Κόλπο, όπου πλησίαζε ο τουρκικός
στόλος. Άλλοι 1.000, με επικεφαλής τον Σωτήρη Χαραλάμπη, κινήθηκαν προς τα
Καλάβρυτα για να τα προστατεύσουν.
Οι διαπραγματεύσεις Ελλήνων και Τούρκων δεν
είχαν κανένα αποτέλεσμα. Αντίθετα, στις 18 Σεπτεμβρίου οι Αλβανοί έστειλαν τον
Ελμάζ Βεγή στον Κολοκοτρώνη και συμφώνησαν να αποχωρήσουν ένοπλοι προς την
Ήπειρο, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να μην πολεμήσουν πάλι εναντίον των
Ελλήνων.
Ο Κολοκοτρώνης είχε λάβει έκκληση Σουλιωτών και
Ακαρνάνων οπλαρχηγών υπέρ των πολιορκημένων Αλβανών (ως ομοεθνών των συμμάχων τους
στην Ήπειρο), έγραφε στις 21 Σεπτεμβρίου στους Υδραίους πρόκριτους ότι
συμφωνήθηκε με τους Αλβανούς «άφεσις ανεπηρέαστος της εξόδου των δια την
Ρούμελην προς τον Αλή πασάν» και προσέθετε ότι «αφού συν Θεώ απαλλαγώμεν των
Αλβανιτών, ελπίζουμε εντός ολίγου την καταστροφήν των εγχωρίων».
Την Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 1821 κι ενώ το
έγγραφο για την αναχώρηση των Αλβανών δεν είχε ακόμα υπογραφεί καθώς προέκυψαν
διαφωνίες μεταξύ Κολοκοτρώνη και Αναγνωσταρά, ενώ παράλληλα ο κεχαγιάμπεης είχε
καλέσει τους αξιωματούχους σε σύσκεψη, ένας απλός στρατιώτης, ο Μανόλης Δούνιας
από τον Πραστό της Κυνουρίας, έπεισε ένα γνωστό του Τούρκο που βρισκόταν σε
προμαχώνα του τείχους κοντά στην πύλη του Ναυπλίου, πως θα τον προστατεύσει
μετά την πτώση της Τριπολιτσάς, ανέβηκε στα τείχη με δυο συντρόφους του και τον
εξουδετέρωσε πριν προλάβει να αντιδράσει.
Αμέσως μετά, συνάδελφοι τους από τον Άγιο
Πέτρο της Κυνουρίας, με σχοινιά ανέβηκαν στα τείχη και μπήκαν στην πόλη.
Άνοιξαν την πύλη του Ναυπλίου, απ’ όπου μπήκαν πολλοί άνδρες των σωμάτων του
Ζαφειρόπουλου, του Κονδάκη, του Βαλσαμή και άλλων που έσπευσαν να ανοίξουν και
τις άλλες πύλες. Παράλληλα, έστρεψαν ένα τουρκικό κανόνι προς το εσωτερικό της
πόλης χτυπώντας τους Τούρκους.
Σημαντικοί οπλαρχηγοί, όπως ο Παπατσώνης, ο
Γιατράκος, ο Κεφάλας, ο Κρεββατάς και ο επίσκοπος Βρεσθένης που μπήκαν στην
πόλη, κατά τον Φιλήμονα ύψωσαν την ελληνική σημαία στο μέγαρο του μουσταφάμπεη.
Μέσα στη γενική σύγχυση, οι Αλβανοί που δεν είχαν φύγει ακόμα, κινδύνευαν να
σκοτωθούν.
Με προσωπική παρέμβαση του Κολοκοτρώνη και με τη
συνοδεία-ομηρία Ελλήνων υπό τον Πλαπούτα όμως, έφυγαν προς τα Καλάβρυτα, τη
Βοστίτσα και στη συνέχεια την Αιτωλοακαρνανία και την Ήπειρο.
Η αποχώρηση αυτή συντέλεσε στη γρήγορη
εξουδετέρωση των πολιορκημένων.
Οι λεηλασίες και
οι σφαγές στην Τριπολιτσά
Το τι ακολούθησε μετά την είσοδο και άλλων
Ελλήνων στην πόλη, είναι απερίγραπτο. Ο Θ. Κολοκοτρώνης, γράφει:
«Το ασκέρι όπου ήτον μέσα το ελληνικό έκοβε
(=έσφαζε) και εσκότωνε από Παρασκευή έως Κυριακήν γυναίκες, παιδιά και άντρες
τριάντα δύο χιλιάδες, μια ώρα ολόγυρα της Τριπολιτσάς. Ένας Υδραίος έσφαξε
ενενήντα. Έλληνες εσκοτώθηκαν εκατό. Έτσι πήρε τέλος. Τελάλη, να παύσει ο
σφαγμός».
Ο αυτόπτης μάρτυρας Μιχαήλ Οικονόμου, γράφει:
«Εις τε τα μέρη ταύτα και εντός της πόλεως εις
τας οδούς και αυλάς, επί πολλάς τινας ημέρας έκειντο τα πτώματα άταφα μένοντα
και θέαμα οικτρόν και ελεεινόν (ικανοποιούν άλλως το πνεύμα της εθνικής
εκδικήσεως). Καθώς τα πτώματα δεν ενταφιάστηκαν έγκαιρα, ενέσκηψε λοιμός «και
πολλήν προξενήσασαν θραύσιν (κατά θείαν ίσως δίκην ή συγχώρησιν…»), γράφει ο
Οικονόμου.
Ο Άγγλος Τζορτζ Φίνλεϊ που έζησε στη
μετεπαναστατική Ελλάδα και μπλέχτηκε σε δίκη για ένα οικόπεδο απέναντι από τον
Εθνικό Κήπο, γράφει:
«Σπάνια, ανθρώπινα όντα έχουν διαπράξει τόσες
πολλές κακουργίες σε ίσο αριθμό συνανθρώπων τους, από όσες διαπράξανε οι
νικητές σ’ αυτή την περίπτωση».
Ο αρχιμανδρίτης Αμβρόσιος Φραντζής,
χρησιμοποιώντας «δικολαβίστικη δικαιολογία», κατά τον Σ. Καργάκο, αποδίδει τις
σφαγές και τις αρπαγές στην περιφρονητική στάση των Τούρκων, ακόμα και μετά την
πτώση της πόλης, προς τους Έλληνες.
Ο Φωτάκος όμως παραδέχεται την πραγματικότητα:
«Ουδείς αρνείται το κακόν και ημείς απέχομεν
πάσης υπερασπίσεως».
Παρά την εκδικητική μανία των Ελλήνων, οι
επίσημοι Τούρκοι αξιωματούχοι έμειναν αλώβητοι, καθώς τους προστάτευσαν οι
οπλαρχηγοί.
Χαρακτηριστικό είναι ακόμα, ότι και οι Εβραίοι
της Τριπολιτσάς σφαγιάστηκαν, σε αντίποινα για τη στάση τους απέναντι σε
χριστιανικούς πληθυσμούς.
Υπήρχαν και εξαιρέσεις: «Και όμως, έπειτα από
όλα αυτά, την οικογένειαν του Χανάμ πλουσίου Εβραίου και καλού και αγαθού δεν
την έβλαψαν, αλλά την έβγαλαν έξω της πόλεως την προηγουμένην της εφόδου ημέραν
δια της μεσιτείας του Αναγνώστη Ζαφειρόπουλου, φίλου του Κολοκοτρώνη, και δια
την έξοδον ταύτην και εγώ συνετέλεσα. Ένα δε άλλον Ιουδαίον Λευί ονομαζόμενον
πλούσιον επίσης και καλόν άνθρωπον, έσωσε ο Κολοκοτρώνης μετά την έφοδον»
(Φωτάκος).
Εξισλαμισμένοι Έλληνες αλλά και Έλληνες που
συνεργάστηκαν με τους Τούρκους, όπως ο Σωτήρης Κουγιάς, βρήκαν τραγικό θάνατο.
Το σπίτι όπου είχε κλειστεί ο διαβόητος αξιωματικός Αλή Τσεκούρας με πολλούς
στρατιώτες πυρπολήθηκε, όπως κι ένα άλλο οίκημα όπου είχαν οχυρωθεί δερβίσηδες
(Οθωμανοί ιερωμένοι) και πυροβολούσαν εναντίον των Ελλήνων.
Ως τις 26 Σεπτεμβρίου που σίγησε και παραδόθηκε
και η τελευταία εστία αντίστασης, η Μεγάλη Τάπια, πάνω από 25.000 Οθωμανοί
κάτοικοι της Τρίπολης είχαν σκοτωθεί. Άλλοι 8.000 αιχμαλωτίστηκαν από τους
Έλληνες. Μόνο 38 κατάφεραν να διαφύγουν στην αρχή της πολιορκίας προς την
Αργολίδα. Οι ελληνικές απώλειες ήταν μικρές. Ίσως περισσότεροι από 100 άνδρες
που γράφει ο Κολοκοτρώνης ή και 300 που αναφέρουν άλλες πηγές.
Στις 30 Σεπτεμβρίου επέστρεψε στην Τριπολιτσά ο
Δ. Υψηλάντης και φρόντισε για την αποκατάσταση της τάξης, την καθαριότητα της
πόλης και την προστασία των αιχμαλώτων.
Ο αντίκτυπος της άλωσης
της Τριπολιτσάς-Τι γράφουν Τούρκοι ιστορικοί;
Όπως αναφέραμε, οι λεηλασίες και οι σφαγές
στην Τριπολιτσά, προκάλεσαν άσχημη εντύπωση και πολλά αρνητικά σχόλια στο
εξωτερικό. Όμως και Έλληνες ιστορικοί, όπως ο Γιάννης Κορδάτος, επικρίνουν
σφοδρά τον Κολοκοτρώνη.
«Αυτός με την Μπουμπουλίνα όχι μόνο αρπάξανε από
τις Τουρκάλες και τις Εβραίσσες τα πιο πολύτιμά τους χρυσαφικά αλλά και
διατάξανε γενική σφαγή για να μπορέσουν να πλιατσικολογήσουν ελεύτερα και με
την ησυχία τους».
Ποιος όμως θα μπορούσε να συγκρατήσει τον
στρατιώτη που είχε χάσει τον αδερφό του λίγες μέρες πριν σε μάχη και ήταν από
τους πρώτους που ξεκίνησαν τις σφαγές;
Ή τους συγγενείς του Δεληγιάννη, που τον
παρέλαβαν νεκρό μετά από 5 μήνες εξευτελιστικής ομηρίας; Ή τους Αϊβαλιώτες
πολεμιστές, που έχασαν δεκάδες συμπατριώτες τους από τις σφαγές των Τούρκων;
Ποιος απ’ όλους δεν θα σκεφτόταν τις σφαγές αθώων Ελλήνων στην
Κωνσταντινούπολη, με σημαντικότερη εκείνη του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’;
Και οι Τούρκοι ιστορικοί όμως όπως ο Δζεβδέτ
πασάς, είναι λάβροι εναντίον των συμπατριωτών τους.
Ο ιστορικός Γιουσούφ βέης, προχώρησε ένα βήμα
παραπέρα: «Ο λαός ούτος (ενν. οι Τούρκοι), ήτο έκδοτος εις την μέθην, εις την
ηδυπάθειαν και εις τον έκλυτον βίον. Είχε καταντήσει να θεωρούνται επιτρεπτά
δι’ αυτούς όλα τα ανοσιουργήματα και όλαι αι ανηθικότητες ώστε μοι επιτρέπεται
να είπω ότι κατέστησαν άξιοι της θείας τιμωρίας…».
Στις 18 Μαΐου 1821, ο Κολοκοτρώνης έστειλε στον
Μουσταφάμπεη επιστολή με την οποία του ζητούσε να παραδώσει την Τριπολιτσά. Το
γράμμα τελείωνε με τη φράση «…καλές αντάμωσες στο σεράγι σου μέσα». Στις 26
Σεπτεμβρίου 1821, ο Κολοκοτρώνης συνάντησε τον αιχμάλωτο Μουσταφάμπεη και του
είπε: «να που ο Θεός τόφερε και σμίξαμε στο σεράγι». Ο Γέρος του Μοριά κράτησε
την υπόσχεση του και έβαλε τις βάσεις για την απελευθέρωση της Πελοποννήσου και
της υπόλοιπης Ελλάδας…