ΘΑΥΜΑ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Πρωτ. Θ. Βαμβίνης
ΟΙ ΔΥΟ ΤΥΦΛΟΙ του σημερινού ευαγγελίου ακολουθούσαν το Χριστό « κράζοντες και λέγοντες, ελέησον ημάς, υιέ Δαυίδ». Δεν αρκέσθηκαν σε μια σύντομη αίτηση, αλλά με επιμονή εξέφραζαν το αίτημα τους. Η κραυγή τους ήταν προσευχή. Μια προσευχή που λεγόταν συνεχώς καθώς ακολουθούσαν το Χριστό. Όταν ήλθαν στην «οικία», αποδείχτηκε ότι η κραυγή τους στηριζόταν σε στέρεη πίστη. Τότε ο Χριστός τους ρώτησε: « πιστεύετε ότι δύναμαι τούτο ποιείσαι;». Αυτοί χωρίς αμφιταλαντεύσεις, απάντησαν : « Ναι Κύριε». Αυτή η ομολογία πίστεως ήταν η προϋπόθεση της θεραπείας τους. Ο Χριστός ακούμπησε τα α μάτια τους και είπε: « κατά την πίστιν υμών γενηθήτω υμίν». Άφησε το αποτέλεσμα της πράξης Του να προσδιορισθεί από την πίστη τους. Η θεραπεία τους απέδειξε ότι η πίστη τους ήταν αληθινή και η ομολογία τους ειλικρινής.
Στο περιστατικό αυτό της θεραπείας των δύο τυφλών περιγράφεται η σχέση της πίστης και του θαύματος. Ταυτόχρονα όμως αποκαλύπτεται το πώς ο Χριστός προνοεί για τα’ ανθρώπινα πράγματα, πως κυβερνά τη ζωή μας, χωρίς να καταργεί την ελευθερία μας.
Μετά τη θεραπεία των δύο τυφλών ο Χριστός, με αυστηρό τρόπο, τους επέστησε την προσοχή να μη γνωστοποιήσουν το θαύμα. « οράτε μηδείς γινωσκέτω». Αν συνδέσουμε αυτή την εντολή του Χριστού με την ερώτηση « πιστεύετε ότι δύναμαι τούτο ποιήσαι;», βλέπουμε το μεγάλο σεβασμό του Χριστού στην ελευθερία της συνείδησης του ανθρώπου. Δεν θέλει η παραδοχή του προσώπου Του να είναι αναγκαστική, να είναι αποτέλεσμα ενός εκπληκτικού γεγονότος. Ως δημιουργός γνωρίζει το πλάσμα Του. Γνωρίζει το πώς υποφέρει κάτω από τις « αναγκαστικές αλήθειες», που δεν ανταποκρίνονται στις διαθέσεις της καρδιάς του.
Ρωτώντας ο Χριστός, « πιστεύετε ότι δύναμαι τούτο ποιήσαι;», έβαλε τα πράγματα στην κανονική τους σειρά. Το θαύμα είναι η συνέπεια της πίστης και όχι η πίστη του θαύματος. Ο Χριστός δε θέλησε θαυματουργώντας να καταπλήξει τον κόσμο για να δημιουργήσει οπαδούς. Ήθελε μαθητές. Θαυματουργούσε από αγάπη για το ταλαιπωρημένο πλάσμα Του, αλλά και για να πληροφορήσει τους αληθινούς μαθητές του Μωυσή και των προφητών για την έλευση Του. Τα θαύμα Του ήταν σημεία της παρουσίας Του. Πληροφορούσαν για την έλευση Του αυτούς που Τον ανέμεναν. Γι’ αυτό ονομάζονται και « σημεία». Δεν απευθύνονταν σ’ αυτούς που αθετούσαν την εντολή του Θεού για να τηρήσουν τη δική τους παράδοση- τους γραμματείς δηλ. και τους Φαρισαίους που νόθευαν την παράδοση του Μωυσή- αλλά σ’ αυτούς που ζούσαν με την πίστη των προφητών. Τα «σημεία» του Χριστού επιβεβαίωναν και εκπλήρωναν αυτή την πίστη.
Η βαθύτητα της πίστης έχει σχέση με την καλλιέργεια της καρδιάς, που πραγματοποιείται μέσα στην ατμόσφαιρα της ελευθερίας .Το θαύμα δε γεννά την πίστη. Αυτοί που δεν πείθονται από το λόγο του Μωυσή και των προφητών « ουδέ εάν τις εκ νεκρών αναστή πεισθήσονται». Την ιδιοτέλεια αυτών, που δεν έβλεπαν τα θαύματα ως σημεία, την έλεγξε ο Χριστός, μετά το θαύμα του πολλαπλασιασμού των πέντε άρτων και των δύο « οψαρίων», λέγοντας: « αμήν αμήν λέγω υμίν, ζητείτε με, ουχ ότι είδετε σημεία, αλλ’ ότι εφάγετε εκ των άρτων και εχορτάσθητε». Με άλλα λόγια τους έλεγε: « με αναζητάτε, όχι γιατί πειστήκατε από τα « σημεία» ότι είμαι ο Υιός του Θεού που ενώθηκε με τη φύση σας, αλλά γιατί φάγατε και χορτάσετε ψωμί».
Στους δύο πρώτους πειρασμούς του ο Χριστός προκλήθηκε να θαυματουργήσει για να αποδείξει ‘ότι είναι Υιός του Θεού. Ο Χριστός όμως δε θαυματούργησε, για τι το θαύμα δε γίνεται σαν απάντηση στην περιέργεια του άπιστου νου.
Ένα λεπτό σημείο που θα θέλαμε να θίξουμε επίσης είναι ο τρόπος που θαυματουργεί ο χριστός, χωρίς να συνθλίβει με την παντοδυναμία Του τους ευεργετημένους. Σέβεται υπερβολικά την ελευθερία μας και δε θέλει να μας δημιουργεί δυσβάστακτο αίσθημα ευγνωμοσύνης. Ο λόγος που είπε θεραπεύοντας τους τυφλούς, « κατά την πίστιν υμών γενηθήτω υμίν», παρουσιάζει τη θεραπεία ως κατόρθωμα της πίστης των τυφλών. Διέγνωσε την πίστη τους και άφησε να φανεί η δύναμη της, ώστε να μη θεωρηθεί το θαύμα σαν έργο της δικής Του μόνο δυνάμεως. Συνυπεύθυνοι ήταν και οι τυφλοί. Έτσι δίδαξε το τι κατορθώνει η ζωντανή πίστη, αλλά και το πώς πρέπει ν’ αντιμετωπίζουμε αυτούς που ευεργετούμε. Με κάθε τρόπο πρέπει να μειώνουμε τις αφορμές που γεννούν μέσα τους το αίσθημα της ευγνωμοσύνης. Αυτό απαιτεί η αληθινή συμπάθεια.
Αυτά που γράφουμε δεν είναι προτροπή για αγνωμοσύνη. Αυτός που απαλλάσσεται από τη φιλαυτία αποκτά καρδιά ευγνώμονα. Αγαπά και ευγνωμονεί το Θεό. Και επειδή έχει μεγάλη πνευματική ευαισθησία, ευγνωμονεί και όλους τους ανθρώπους, που είτε με ευεργεσίες, είτε με δοκιμασίες, επέδρασαν στην πνευματική του πορεία. Το αίσθημα της ευγνωμοσύνης όμως στον άνθρωπο που δεν έχει καθαρθεί εσωτερικά από Τα πάθη, είναι βάρος δυσβάστακτο και το αισθάνεται ως δέσμευση της ελευθερίας του.
Όταν ευεργετούμε και έχουμε απαίτηση να μας ευγνωμονούν οι άλλοι, σημαίνει ότι αγνοούμε τη φύση μας .Τότε είμαστε στυγνοί δυνάστες, γιατί εξασκούμε την πιο εύλογη, αλλά και την πιο « εσωτερική» καταπίεση. Η συχνή αγνωμοσύνη των ευεργετημένων ίσως είναι μια απόδειξη ότι η ψυχή του ανθρώπου κυριαρχείται ακόμη από πάθη, δεν αντέχει το αίσθημα της ευγνωμοσύνης, Αντιδρά στους ευεργέτες σαν να είναι εχθροί και επίβουλοι της ελευθερίας της. Γι’ αυτό όταν ευεργετούμε δεν πρέπει ν’ απαιτούμε ανταπόδοση. Αντίθετα πρέπει να προσπαθούμε με κάθε τρόπο να μην αισθάνονται οι ευεργετημένοι ότι τους ευεργετούμε. Αυτό είναι ένα από τα λεπτά και «περίεργα» σημεία της εν Χριστώ ζωής. Αυτό είναι το νόημα και του «μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου». Όχι μόνο να μη γνωρίζουν οι άλλοι την ευεργεσία μας , αλλά ούτε εμείς οι ίδιοι να μην την αξιολογούμε, να μην την κρατούμε στη μνήμη μας.
Ο Χριστός σήμερα, έμπρακτα μας διδάσκει τον τρόπο της ευεργεσίας που δεν σκλαβώνει.