Τρίτη 31 Μαρτίου 2015

Η πίστη των Ορθοδόξων




          Πίστη είναι η ακλόνητη εμπιστοσύνη προς τον Χριστό και τη θεϊκή δύναμή Του, αλλά και η χωρίς καμιά επιφύλαξη αυτοπαράδοση του ανθρώπου σ’ Αυτόν. Έτσι εκδηλώνεται η παραδοχή και η αποδοχή του Χριστού, ως Θεού και Σωτήρα, έτσι αρχίζει και ο χριστιανισμός ως σχέση με τον Ιησού Χριστό. Αυτός είναι ένσαρκη παναλήθεια, αυτό που οι άγιοι πατέρες μας ονόμασαν Ορθοδοξία και όχι κάποια άσαρκη θεωρία ή ιδεολογία. «Πιστεύω» για τον ορθόδοξο χριστιανό σημαίνει: Δέχομαι τον Χριστό, τον Υιό και Λόγο του Θεού, όπως «απεκαλύφθη», δηλ. αυτοφανερώνεται στον κόσμο, ως Θεάνθρωπος και Τον αναγνωρίζω ως Σωτήρα από κάθε μορφή δουλείας και θανάτου.
          Όταν ο άνθρωπος αποδέχεται ολόκληρο τον Χριστό και όχι επιλεκτικά, δέχεται και τον Λόγο Του ως δυνατότητα σωτηρίας. Αυτός είναι ο χριστιανός. Αντίθετα, ο αιρετικός τεμαχίζει τον Χριστό, δεχόμενος ό, τι αυτός-ο αιρετικός- προκρίνει, και έτσι κατασκευάζει Χριστό που δεν υπάρχει. Ο αιρετικός έστω και αν λέγεται χριστιανός, ακολουθεί τη μέθοδο της ειδωλολατρίας, που αυτό ακριβώς σημαίνει: Κατασκευή θεότητας, που ουσιαστικά δεν υπάρχει. Η αναφορά, αόριστα μάλιστα, σε θεό μπορεί να είναι τελείως ξένη προς τον Θεό «των πατέρων ημών», την Αγία Τριάδα. Αυτός που σώζει τον άνθρωπο και τον κόσμο, προσφέροντας σωτηρία σ’ όλες τις μορφές της, αιώνια δηλ. ένωση με τον Θεό, αλλά και  μέσα στον χρόνο, απαλλαγή από ό, τι ταλαιπωρεί και θλίβει τον άνθρωπο, είναι ο Χριστός. Αυτός είναι και ο Θεός μας!
          Όχι όμως μόνον ο αιρετικός, αλλά και ο «πανθείζων» ή όποιος δέχεται τον Χριστό έξω από τη θεότητά Του είναι ουσιαστικά ά-θεος (Εφεσ. 2,12), έστω και αν ισχυρίζεται ότι πιστεύει στον Θεό, διότι «ο αρνούμενος τον Υιόν, ουδέ τον Πατέρα έχει» (Α΄ Ιω. 2, 23).

Πηγή: Πρωτ. Γ. Μεταλληνός, «Στιγμιότυπα Ελληνορθοδοξίας»

ΚΑΤΕΥΘΥΝHΤΩ…. Ήχος α΄





Κατευθυνθήτω η προσευχή  μου ως θυμίαμα ενώπιον Σου. Έπαρσις των χειρών μου θυσία εσπερινή, εισάκουσόν μου, Κύριε.

          Ερμηνευτική απόδοση

Ας κατευθυνθεί και ας φθάσει  στο θρόνο Σου η προσευχή μου  σαν ευωδιαστό θυμίαμα. Το υψωμένα σε παράκληση χέρια μου, ας θεωρηθούν σαν μια εσπερινή θυσία. Άκουσέ με προσεκτικά, Κύριε, τώρα που προσεύχομαι.

Σχόλια πνευματικής οικοδομής

Η αναπνοή της ψυχής είναι η προσευχή. Αυτή είναι το μεγάλο δώρο του Θεού στον άνθρωπο, για να αισθάνεται δυνατός και για να μπορεί να ελπίζει. Κάθε φορά στους εσπερινούς την περίοδο της προηγιασμένης, ακούγεται έντονη η φωνή των παιδιών της Εκκλησίας με το «Κατευθυνθήτω». Και την ώρα της κοινής λατρείας οι προσευχές πιστών, σαν θυμίαμα πνευματικό, κυκλώνουν τον θρόνο του Θεού, κι εναποθέτουν εκεί τα αιτήματά τους και τις αγωνίες τους. Όλοι οι ύμνοι και όλες οι ευχές της Εκκλησίας είναι αδιάλειπτες προσευχές προς τον Κύριό μας. Άλλοτε τον ευχαριστούμε, άλλοτε τον δοξολογούμε κι άλλοτε τον παρακαλούμε να μας χαρίσει την σωτηρία. Τι μεγάλη τιμή  να συνομιλεί ο μικρός άνθρωπος με τον Θεό! Ο Χριστός μας δίδαξε πώς πρέπει να προσευχόμαστε, και ο απόστολος Παύλος παραγγέλλει: «Αδιαλείπτως προσέρχεσθε».
Η Εκκλησία μας χάρισε ένα πλήθος από προσευχές, που μπορούμε να τις χρησιμοποιούμε στις ώρες της ατομικής προσευχής μας. Μέσα στην εναγώνια αναζήτηση του ανθρώπου να πάρει απάντηση στα αιτήματά του και στις ανάγκες του, η Εκκλησία ανοίγει το απέραντο πεδίο της επικοινωνίας με τον Θεό, που είναι ο πιο ειλικρινής και γνησίος διάλογος με την πρόνοια και την αγάπη του Θεού. Μόνο, πως για να βρει ο άνθρωπος στην προσευχή, εκείνο που πρέπει, είναι ανάγκη να  ξεκινήσει με προϋπόθεση την πίστη. Χωρίς την απόλυτη και δυνατή πίστη στο Θεό, η προσευχή είναι μια πράξη χωρίς αντίκρυσμα και αποτέλεσμα.

Γ.

Δευτέρα 30 Μαρτίου 2015

Μετάνοια



 
 β' 

του ενορίτου μας Νικολάου Βοϊνέσκου

3.ΔΕΝ ΕΧΟΜΕ ΤΙΠΟΤΕ;

Μερικοί λένε: «Εγώ ούτε σκότωσα, ούτε έκλεψα, ούτε εμοίχευσα …, τότε γιατί να πάω να εξομολογηθώ;». Άλλοι δε συγκρίνοντας τον εαυτό τους με άλλους ανθρώπους νομίζουν ότι είναι εντάξει. Και όταν πηγαίνουν να εξομολογηθούν λένε στον πνευματικό: «Δεν έχω τίποτε, ήλθα να μου διαβάσετε μία ευχή». Έτσι, έστω κι αν ο πνευματικός τούς διαβάσει την ευχή φεύγουν χωρίς καμιά ωφέλεια. Αλλά, αδελφέ μου, συ που νομίζεις ότι δεν έχεις τίποτε, για εξέτασε καλύτερα τον εαυτό σου. Για σκέψου, δεν είδες, ούτε άκουσες, ούτε είπες κάτι άσχημο; Δεν σκέφθηκες κάτι άπρεπο; Δεν επεθύμησες κάτι αμαρτωλό; Δεν θύμωσες; Δεν έχεις εγωισμό; Αλλά και πόσα καλά που μπορούσες να κάνεις δεν τα έκανες; Ξέρεις τι λέει ένας ασκητής; «Αν ο Θεός υπολογίσει τις ελλείψεις μας στην προσευχή, δεν θα σωθεί κανείς». Για σύγκρινε τον εαυτό σου με τον Άγιο του οποίου έχεις το όνομα. Τότε, πιστεύω, ότι θα σκύψεις το κεφάλι και θα πεις: «Είμαι ένας μεγάλος αμαρτωλός». Άλλωστε οι Άγιοι παρόλα τα θαύματα που έκαναν, δεν θεωρούσαν τον εαυτό τους άγιο και αναμάρτητο, αλλά σαν τον πρώτο αμαρτωλό. Πώς, λοιπόν, εμείς θα λέμε ότι δεν έχουμε τίποτε, όταν οι Άγιοι θεωρούν έτσι τον εαυτό τους και όταν ο Κύριος μας λέγει: «όταν ποιήσητε πάντα τα διαταχθέντα υμίν, λέγετε ότι δούλοι αχρείοι εσμέν, ότι ο ωφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν» (Λουκ. ιζ΄ 10).

4.  ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ 

Για να είναι η εξομολόγησις ευάρεστη στο Θεό και αποτελεσματική πρέπει να προετοιμαζόμαστε κατάλληλα. Κάθε βράδυ πρέπει να εξετάζουμε προσεκτικά τον εαυτό μας και να σκεπτόμαστε τι κακό πράξαμε και τι καλό παραλείψαμε την ημέρα που πέρασε. Να σημειώνουμε δε τις αμαρτίες μας σ’ ένα χαρτί για να μην  τις ξεχνάμε και να μην περιμένουμε την τελευταία ημέρα ή στιγμή προ της εξομολογήσεως για να σκεφτούμε τι αμαρτίες κάναμε.
Χρειάζεται ακόμη να νηστεύουμε και να προσευχόμαστε στον Θεό να μας βοηθά να βλέπουμε τα σφάλματά μας και να είμαστε αυστηροί στον εαυτό μας και επιεικείς στους άλλους.
Τέλος, είναι ανάγκη να συναισθανθούμε την ενοχή μας, την αμαρτωλότητά μας και την μηδαμινότητά μας, να μετανοήσουμε ειλικρινά σαν τον άσωτο και ενώπιον του πνευματικού ν΄ αναφωνήσουμε το «Ήμαρτον» και τότε «το αίμα Ιησού Χριστού του υιού αυτού καθαρίζει ημάς από πάσης αμαρτίας» (Α΄ Ιωαν. α΄ 7 ). Διαφορετικά η εξομολόγησις θα είναι άκαρπη.
Πρέπει όμως, όπως όταν είμαστε ασθενείς σωματικά, δεν πάμε στον οποιοδήποτε γιατρό αλλά να αναζητούμε τον πιο έμπειρο και ειδικό για την περίπτωσή μας, έτσι και για τις ασθένειες της ψυχής πρέπει να φροντίζουμε να βρίσκουμε έμπειρο πνευματικό γιατρό ο οποίος θα μπορεί να μας θεραπεύσει. Όπως δε στο γιατρό μόνο τις ασθένειές μας με λεπτομέρεια φανερώνουμε, έτσι και στον πνευματικό μας πατέρα μόνο τα πάθη της ψυχής με συντριβή και κατάνυξη πρέπει να εξομολογούμεθα και όχι να περιαυτολογούμε ούτε να λέμε τις αμαρτίες των άλλων.
Παρακάτω θα αναφέρουμε ένα πολύ θαυμαστό και διδακτικό περιστατικό από τη ζωή του στάρετς Ζαχαρία. Κάποτε πήγαιναν να εξομολογηθούν στον στάρετς δυο κύριες. Η μία σκεπτόταν τις αμαρτίες και μετανοημένη έλεγε: «Κύριε μου πόσο αμαρτωλή είμαι! Έχω τούτο και εκείνο στα οποία έσφαλλα, κάποιον έκρινα, συγχώρησέ με Κύριε…», και η καρδιά της και ο νους της είχαν ριχθεί στα πόδια του Κυρίου «… Συγχώρησέ με, Κύριε, και δώσε μου τη δύναμη να μη σε ξαναπροσβάλω. Συγχώρησέ με Κύριε». Από τη σκέψη της πέρασε ολόκληρη η ζωή της και συνέχεια μετανοούσε έντονα.
Η άλλη γυναίκα όμως ήταν ήρεμη καθώς πήγαινε στον Γέροντα. «Θα φθάσω», έλεγε μέσα της, «θα εξομολογηθώ, θα πω ότι είμαι ένοχη για όλα και αύριο θα κοινωνήσω, αλλά τώρα που περπατώ στον δρόμο, να σκεφθώ τι ύφασμα θα αγοράσω για το φόρεμα του κοριτσιού μου, τι χρώμα να της διαλέξω, που θα πηγαίνει με το πρόσωπό της…». Τέτοιες και άλλες παρόμοιες κοσμικές σκέψεις απασχολούσαν την καρδιά και το μυαλό της δεύτερης κυρίας.
Έφθασαν στο μοναστήρι και μπήκαν στο κελλί του πατρός Ζαχαρία μαζί. Στην πρώτη ο Στάρετς είπε: «Γονάτισε, θα σου διαβάσω αμέσως τη συγχώρεση για τις αμαρτίες σου». «Μα, πάτερ, πώς μπορείτε!... Ακόμη δεν σας τα έχω πει…». -«Δεν χρειάζεται να πεις τίποτε. Έλεγες όλες τις αμαρτίες σου στον Κύριο συνεχώς… Μετανοούσες ενώ ήσουν στον δρόμο και εγώ όλα τα άκουσα, γι’ αυτό τώρα θα σε συγχωρήσω και θα σου δώσω την ευλογία μου να κοινωνήσεις αύριο». «Εσύ όμως», απευθύνθηκε ο Στάρετς στην άλλη κυρία μετά από λίγο, «να πάς, βεβαίως, και να αγοράσεις το ύφασμα για το φόρεμα της κόρης σου. Διάλεξε το χρώμα, ράψε το, κάνε όπως θέλεις. Όταν όμως η ψυχή σου έλθει σε μετάνοια έλα ξανά να εξομολογηθείς. Τώρα δεν θα σε εξομολογήσω…».  
 
5.ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΘΕΑΡΕΣΤΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΩΣ 

Η εξομολόγησις για να είναι θεάρεστος και καρποφόρος πρέπει: α) να είναι εκούσιος και ειλικρινής για να είναι σωστή και αποτελεσματική, διότι η βεβιασμένη και ανειλικρινής εξομολόγησις είναι άκαρπη, διότι δεν είναι υπαγόρευσις της καρδιάς και έκφρασις μετανοίας και ένδειξις πόθου προς θεραπείαν.
β) να γίνεται χωρίς αιδώ και συστολή, αλλά με παρρησία και κατάκρισι του εαυτού μας, διότι η παρρησία είναι εκδήλωσις αποστροφής προς την αμαρτία και διάθεσις προς απομάκρυνσι από αυτή. Για την ντροπή που νοιώθουμε όταν πηγαίνουμε να εξομολογηθούμε, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει: «Εάν ενταύθα δι’ αισχύνην δεν εξαγορευθώμεν, θα αισχυνθώμεν εκεί ενώπιον πολλών μυριάδων». Άλλος δε πατήρ της Εκκλησίας λέει: «Μη απαξιώσης εξαγορεύσαι την αμαρτίαν σου ίνα τη εντεύθεν αισχύνη την εκείθεν φύγης (επειδή μέρος και τούτο της εκείνης κολάσεως) και φανής ότι την αμαρτίαν όντως μεμίσηκας». Τέλος, ο Αγάπιος ο Κρής, λέει, ότι δεν πρέπει να ντρεπόμαστε να εξομολογηθούμε. Πρέπει όμως να ντρεπόμαστε διότι λυπήσαμε το Θεό και βλάψαμε τον πλησίον και τον εαυτό μας. Αυτή η ντροπή είναι μέρος της μετανοίας και φέρει δόξαν και χάριν.
γ)να γίνεται με συντριβή της καρδιάς διότι αυτή φανερώνει την αληθινή μετάνοια και εκφράζει τη θλίψι για την παράβαση των εντολών του Θεού τον Οποίον ζητεί να εξιλεώση. Η χωρίς συντριβή εξομολόγησις φανερώνει έλλειψη βαθιάς συναισθήσεως της ενοχής μας.
δ) να είναι απλή και σύντομη, δηλαδή δεν πρέπει να φλυαρούμε, αλλά απλά και σύντομα να λέμε τις αμαρτίες μας.
ε) να είναι ταπεινή, δηλαδή πρέπει να συναισθανόμαστε ότι είμαστε αμαρτωλοί και ελεεινοί και να μην καυχόμαστε για τα καλά μας έργα, αλλά με λόγια συνετά και ταπεινά να ομολογούμε σαν τον τελώνη τις αμαρτίες μας.
στ) να είναι αληθής, δηλαδή δεν πρέπει να λέμε ψέμματα ούτε να δικαιολογήσουμε τον εαυτό μας ότι ο διάβολος ή ο τάδε άνθρωπος μας έκανε να αμαρτήσουμε. Ο διάβολος και οι άλλοι μπορεί να μας πειράζουν, εμείς όμως είμαστε υπεύθυνοι για τις πράξεις μας.
ζ) να είναι ταχεία, δηλαδή μόλις αμαρτήσουμε αμέσως να τρέξουμε στον εξομολόγο και να μην αφήσουμε να περάσει ο χρόνος, όπως κάνουμε όταν κτυπήσουμε και τραυματιστούμε που τρέχουμε αμέσως στο γιατρό και δεν αφήνουμε να τρέχη το αίμα ή ν’ αρρωστήσουμε  βαριά.
η) να είναι ακέραιη, δηλαδή δεν πρέπει να κρύβουμε κανένα αμάρτημα.
θ) να είναι συνεχής, δηλαδή πρέπει τακτικά να εξομολογούμεθα.
ι) να είναι μυστική, δηλαδή να μη γίνεται σε δημόσιο χώρο παρουσία πολλών προσώπων αλλά στο εξομολογητήριο ενώπιον του πνευματικού.
ια) ακόμη ο εξομολογούμενος πρέπει να είναι έτοιμος να κάνει τον κανόνα που θα του βάλει ο πνευματικός του. Ας γνωρίζουμε δε ότι ο κανόνας (επιτίμιο) που μας βάζει ο πνευματικός μας δεν είναι προς τιμωρία μας, αλλά προς διόρθωσίν μας.
ιβ) Τέλος, πρέπει να παίρνουμε σταθερή απόφασιν και να υποσχόμαστε στον Θεό ότι θα αγωνιστούμε να μην επαναλάβουμε τις ίδιες αμαρτίες και να αποφεύγουμε κάθε αμαρτία.
Ας ακούσουμε τώρα τι διδάσκει για την εξομολόγηση ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός: «Αν έχεις εκατό αμαρτίες και πής στον πνευματικό τις ενενήντα εννέα μη φανερώνοντας τη μία, όλες θα σου μείνουν ασυγχώρητες. Να ντρέπεσαι όταν κάνης την αμαρτία και όχι όταν την εξομολογήσαι. Αν ο πνευματικός σε ρωτήσει: «γιατί, παιδί μου, έκαμες αυτά τα αμαρτήματα;» πρόσεξε να μην κατηγορήσεις άλλον, αλλά μονάχα τον εαυτό σου. Πες: «αυτά τα έκαμα όλα από την κακή μου προαίρεσι». Όταν φύγεις απ’ τον πνευματικό συγχωρημένος, να ’χης την εξής απόφαση: καλύτερα να πεθάνης, παρά να ξανακάνεις αμαρτία. Αν έτσι εξομολογηθείς, σώζεσαι. Αν έτσι δεν εξομολογηθείς, χιλιάδες καλά να κάμης, μένεις ασυγχώρητος» (Διδαχή Δ΄).   

Σάββατο 28 Μαρτίου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (Μαρίας της Αιγυπτίας) Ευαγγέλιο: Μρκ. 10, 32-45





ΠΡΩΤΕΙΑ  ΥΠΟ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ

          Εν ολίγοις

          Ο Χριστός λίγο πριν αρχίσει την πορεία Του προς τα Ιεροσόλυμα και το πάθος προειδοποιεί τους μαθητές Του για τα επερχόμενα γεγονότα. Κάνει λόγο για περιπέτεια και θάνατο, αλλά και Ανάσταση. Ταυτόχρονα δέχεται μια πρόταση δύο μαθητών Του, του Ιωάννη και του Ιακώβου, όταν έλθει στη βασίλεια Του να καθίσουν ο ένας δεξιά και ο άλλος αριστερά Του.
          Ο Κύριος βρίσκει την ευκαιρία να διευκρινίσει ποιος είναι ο πραγματικός σκοπός της επί γης παρουσίας Του και ποιο είδος εξουσίας εισηγείται στον κόσμο και ιδιαίτερα στο χώρο της Εκκλησίας. Αλλά δίνει και μια σωστή διάσταση στην έννοια των πρωτείων που επιδιώκουν οι άνθρωποι στη ζωή, τονίζοντας την αξία της διακονίας κατά το δικό Του υπόδειγμα.
          Αυτό το θέμα θα μας απασχολήσει σήμερα.
          Η τάση για τα πρωτεία φαίνεται, ότι είναι έμφυτη μέσα στον άνθρωπο. Ανεξάρτητα αν εκδηλώνεται ή όχι φιλοπρωτία, υπάρχει μέσα μας, γιατί μας αρέσει να πρωτεύουμε, αν όχι παντού, τουλάχιστο σε κάτι. Ακόμη κι ένας που παρουσιάζεται ως ταπεινός, μέσα του βαθιά μπορεί να κρύβεται η επιθυμία να είναι  πρώτος σ’ αυτή την αρετή.
          Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Χριστός δεν απαγορεύει τη φιλοπρωτία, αν βέβαια το κίνητρο και ο σκοπός δεν υποκινείται από τον εγωισμό. Λ. χ.  μέσα στην οικογένεια να μην επιδιώκουμε τα πρωτεία για  να υπακούνε όλοι στις απαιτήσεις μας. Ή στους φιλικούς μας χώρους να μην επιδιώκουμε τα πρωτεία για να εξυπηρετούμαστε και να εισπράττουμε  οφέλη, τα οποία μπορεί να μην προσφέρει η φιλία τους. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και στον επαγγελματικό μας χώρο ακόμη και σε μια μικρή ή μεγάλη ανθρώπινη κοινότητα, για να καρπούμαστε τα οφέλη που θα μας προσφέρει η θέση μας αυτή, όπως συμβιώνει στην πολιτική.
          Αυτού του είδους την φιλοπρωτία που μπορεί να γίνει αιτία καταστροφής την καταδικάζει ο Χριστός.  «Ουχ ούτως δε έσται εν υμίν» είπε στους μαθητές Του και σε όλους βέβαια όσοι θέλουν να είναι δικοί Του μαθητές. Όσοι απ’ αυτούς που Τον ακολουθούν και θέλουν να γίνουν πρώτοι, ούτε θα κατακυριεύουν τους άλλους, ούτε θα τους κατεξουσιάζουν. Οι χριστιανοί μαθητές οφείλουν να μείνουν μακριά από κάθε εγωιστική εκμετάλλευση των άλλων και πολύ περισσότερο να χρησιμοποιούν τη βία και την καταπίεση για να επιβληθούν.
        Ο Χριστός προφανώς δεν απαγορεύει τη φιλοπρωτία, απεναντίας το επιτρέπει με την προϋπόθεση να μην έχει εγωιστικό κίνητρο και μας προσανατολίζει προς τη διακονία των άλλων. Αυτό όχι μόνο δεν το απαγορεύει, αλλά το επιθυμεί, το επαινεί και μας παροτρύνει προς αυτό. Εξ άλλου το παράδειγμα το έδωσε ο ίδιος, ο Οποίος δεν ήλθε «διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι και δούναι την ψυχή αυτού λύτρον αντί πολλών».
        Μπορούμε να φαντασθούμε πώς θα ήταν η εικόνα λ. χ. της κοινωνίας σήμερα, αν ως άτομα και κοινωνικό σύνολο ακολουθούσαμε την παραπάνω πρακτική αυτής της θυσιαστικής διακονίας; Η ζωή μας θα ήταν ανώτερη αν ο καθένας είχε τη διάθεση όχι να  κατακτήσει τον άλλο, αλλά να τον εξυψώσει και να τον προωθήσει ακόμη περισσότερο;
       Μέσα στο χώρο της οικογενείας παρατηρούνται πολλά φαινόμενα καταπίεσης, αυταρχισμού και κακοποίησης των μελών από τη σκληρότητα και τη βαναυσότητα ιδιαίτερα του συζύγου. Θα μπορούσε όμως μέσα στον ιερό αυτό χώρο να υπάρχει η δυνατότητα για την καλλιέργεια  της διακονίας και της θυσίας και να γίνει  ουσιαστικότερη η εφαρμογή της. Θα ήταν γλυκύτερη αν κάθε μέλος της οικογένειας είχε τη βεβαιότητα, ότι όλοι οι άλλοι αγωνίζονται να πετύχουν ό, τι και αυτό προσπαθεί να εφαρμόσει δηλ. να είναι «πάντων δούλος». Θα εξέλειπε το σχήμα να υπάρχουν εξουσιαστές και εξουσιαζόμενοι, να δημιουργούν είλωτες και θύματα των πρώτων.
        Εκεί όμως που η εφαρμογή της διακονίας χωλαίνει περισσότερο είναι ο ευρύτερος κοινωνικός χώρος. Εκεί η εικόνα της κοινωνίας μας θα ήταν υποφερτή αν ένα ποσοστό των πολιτών είχε ως σκοπό της ζωής τους να εξυπηρετεί τις ανάγκες των άλλων. Αν στην επιλογή του επαγγέλματος λ.χ. δεν είχαμε στο νου να επιλέξουμε με κριτήρια το ποιο θα μας αποδώσει περισσότερο με λιγότερους κόπους, αλλά σύμφωνα με τις ικανότητές μας, θα μπορούσαμε ν’ αποδώσουμε περισσότερα.
         Ακόμη τι εικόνα θα παρουσίαζαν τα πολιτικά μας ήθη και γενικότερα η πολιτική ζωή, αν κάθε κόμμα και κάθε πολιτευόμενος συναγωνίζονταν μεταξύ τους για να πετύχουν καλύτερη εξυπηρέτηση του συνόλου. Αν η κρατική εξουσία ήταν για τους πολιτικούς όχι εξουσία, αλλά πραγματική υπουργία, δηλ. διακονία και υπηρεσία στους συνανθρώπους τους.
        Πάντως οι κοσμικοί άρχοντες μπορούν να εμπνευσθούν από το διακονικό πνεύμα του ευαγγελίου, θεωρώντας το αξίωμά τους όχι ως μια ευκαιρία κατάχρησης εξουσίας, πλουτισμού και διαφθοράς, αλλά χώρος για ανιδιοτελή προσφορά στο συνάνθρωπο.
        Όποιος αναλαμβάνει οποιαδήποτε εξουσία πολιτική ή εκκλησιαστική, πρέπει να είναι έτοιμος να «σταυρωθεί» για τη σωτηρία του λαού του. Κατά κανόνα όμως οι κοσμικοί άρχοντες αλλοτριώνονται, χωρίς βέβαια να φταίει η θέση που κατέχουν, αλλά η έλλειψη διακονικού πνεύματος που οδηγεί στην αλαζονεία.
        Οι άγιοι ακολούθησαν τον δρόμο που υπέδειξε ο Χριστός, αλλά αυτή πρέπει να είναι και η πορεία των  πιστών. Το διακονικό μήνυμα μας τοποθετεί ως χριστιανούς ανάμεσα σε δυνάμεις που διάκεινται εχθρικά απέναντί της. Η πίστη μας όμως μας υπαγορεύει να υπομένουμε τον ονειδισμό του Χριστού. Ο Χριστός θυσιάστηκε για τη σωτήρια του κόσμου και αυτό είχε επίπτωση και στη δική μας ζωή. Ο Χριστός αποτελεί το πρότυπο της διακονίας και της θυσίας για τη σωτήρια του κόσμου.  Πριν το πάθος έπλυνε τα πόδια των μαθητών Του θέλοντας να δώσει παράδειγμα γι’ αυτό που έπρεπε να κάνουν κι εκείνοι με τη σειρά τους στο λαό του Θεού.

  Καλή Κυριακή

π. γ. στ.