17
Μαρτίου, Αγίου ΑΛΕΞΙΟΥ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ.
«Ξένον τόκον ιδόντες, ξενωθώμεν του
κόσμου, τον νουν εις ουρανόν μεταθέντες…». Με αυτά τα λόγια ο υμνογράφος του
Ακαθίστου Ύμνου μας καλεί να αποξενωθούμε απ’
ό, τι μας δένει με τον κόσμο τούτο και να ζήσουμε την ξενότροπη βιωτή
που έζησαν οι άγιοι. Αυτή την παράδοξη αποξένωση του κόσμου τούτου έζησε σαν
ένα μαρτύριο στα τέλη του 4ου αιώνα και ο άγιος Αλέξιος, ο
επονομαζόμενος «Άνθρωπος του Θεού».
Καταγόταν από τη Ρώμη και ήταν γιος συγκλητικού.
Από μικρός μεγάλωνε με το όραμα της
ερήμου. Όταν όμως μεγάλωσε, οι γονείς του, παρά τη θέλησή του, τον στεφάνωσαν.
Εκείνος αμέσως μετά τον γάμο παρέδωσε στη νύμφη το δαχτυλίδι και εξαφανίστηκε.
Πήγε στη Μεσοποταμία, όπου για 18 χρόνια καλλιέργησε την προσευχή. Στεκόταν
στον Ναό της Θεοτόκου και μιλούσε ακατάπαυστα για τον Θεό. Εδώ έφθασαν οι
απεσταλμένοι του πατέρα του και χωρίς να τον αναγνωρίσουν του έδωσαν
ελεημοσύνη.
΄Επειτα από πολλά χρόνια τον αποκάλυψε
η Παναγία στον νεωκόρο του Ναού, ονομάζοντάς τον «Άνθρωπο του Θεού». Τότε εκείνος έφυγε και
πήγε στη Ρώμη. Σκελετωμένος, ρακένδυτος και άγνωστος ζήτησε καταφύγιο σε μια
καλύβα στην αυλή του αρχοντικού του πατέρα
του. Ζούσε εκεί χωρίς κανένας να τον αναγνωρίζει έως την ημέρα που κοιμήθηκε.
Τότε, με ένα σημείωμα που βρέθηκε
επάνω του, αποκάλυπτε ποιος ήταν. Οι γονείς του θρήνησαν γοερά. Όλοι όμως
θαύμασαν τον θαυμαστό τρόπο με τον οποίο ο δούλος του Θεού είχε αγωνιστεί
ενάντια στη φύση για να λάβει τα υπέρ τη
φύση αγαθά.
Πηγή:
«Ορθόδοξη ΑΛΗΘΕΙΑ», τ. 1
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου