Αλκμήνη Κογγίδου
Ποτέ
μην υπόσχεσαι στο παιδί, όταν δεν είσαι αποφασισμένος να εκπληρώσεις την
υπόσχεσή σου!
Η
υπόσχεση που δίνεται στο παιδί γίνεται η αφετηρία ενός δούναι λαβείν που
ανοίγει τη διαλεκτική του γίγνεσθαι. Από τη μια πλευρά η παιδική αθωότητα και
από την άλλη το κύρος και οι γνώσεις του μεγάλου.
Τι
μπορεί να συμβαίνει στο παιδί όταν δεν εκπληρωθεί η υπόσχεση;
Αν
λάβουμε υπ’ όψιν μας, ότι η ζωή είναι σχέση, η οποία λειτουργεί ως δούναι
λαβείν μέσα στην αέναη ροή, τότε ο άνθρωπος που δεν βρίσκεται στη επίγνωσή της,
αναχαιτίζει την ανταλλαγή ζωής. Καθώς διακόπτεται η ζωογόνα ροή αυτής της
θετικής ενέργειας, δημιουργείται ένα κενό, ένα χάσμα κι αυτό αφήνει το παιδί
ακάλυπτο. Το παιδί τραυματίζεται και απορεί. Απορεί και μένει μέσα στον
κόσμο ως άπορο. Χάνει την εμπιστοσύνη και την ασφάλεια.
Το
παιδί αντιμετωπίζει με σοβαρότητα τη ζωή. Πιστεύει, εμπιστεύεται,
ελπίζει. Ως συμπαντικό ον, κύριο στοιχείο της έκφρασής του έχει το παιχνίδι.
Ενστικτωδώς ανιχνεύει τον κόσμο μέσα στον οποίο βρίσκεται, ενώ διατηρεί τη
μνήμη της ένθεης υποστάσεως κι εκφράζεται με ενθουσιασμό.
Η
πίστη στο πρόσωπο του άλλου και στην υπόσχεση που του προτείνει, εγκαθιστά και
τη μυθολογία της σχέσης, η οποία τρέφει και το όνειρο. Το παιδί εισπράττει την
ασυνέπεια ως διάψευση του ονείρου κι αυτό κλονίζει την ισορροπία του.
Αναζητά
και πάλι έναν τρόπο να εμπιστευτεί, αν και εφόσον παραμείνει στην αθωότητα και
δεν υποπέσει σε κανέναν ηθικό συμβιβασμό.
Η
ζωή ανοίγει τις πύλες της στην αθωότητα κι αυτή είναι που θα προσφέρει στο
παιδί κι άλλες ευκαιρίες να παίξει, που ωστόσο τη διάψευση που υπέστη, δεν
πρόκειται να τη ξεχάσει, ποτέ. Αν προσπαθήσει να καλύψει το κενό,
κάνοντας ένα βήμα προς τον κόσμο των μεγάλων, θέλοντας να τους μιμηθεί, αυτό θα
σημάνει κιόλας μία απώλεια. Αλλά, εάν διατηρήσει την αθωότητα που συνιστά και
την ψυχική υγεία και τη στηρίζει, θα αναζητήσει τις αιτίες της ασυνέπειας του
μεγάλου, αυτό θα του προσφέρει μια αντίστοιχη γνώση, καθώς ακόμα και μία
απόσταση. Έτσι, θα μεταβάλλει το τραύμα σε γνώση και θα γίνει φίλος της
σοφίας, τότε απαλλάσσεται και προχωρεί.
Η
διάψευση του ονείρου θα γίνει στοιχείο δοκιμασίας και γνώσεως, μέσα απ’ αυτή θα
προχωρήσει στη μοναχικότητά του και θα συνειδητοποιήσει τη μοναδικότητά
του.
Η
οδύνη γίνεται προϋπόθεση παιδείας. Εισέρχεται στον εσωτερικό του κόσμο και
προσεγγίζει την ίδια του τη ψυχή. Αντί να παιδεύει παιδεύεται. Αξιώνει τα
πάντα από τον εαυτό του. Έχοντας την α-λήθη και τον ενθουσιασμό ανακαλύπτει το
μοναχικό του παιχνίδι στο οποίο θα προσδώσει δημιουργική μορφή και
έκφραση. Έτσι θα προκύψει η τέχνη, η καλή τέχνη. Ουσιαστικά, το παιδί
λειτουργεί μέσα από το Είναι κι όχι το Έχειν, γι’ αυτό κύριο συντελεστή έχει
την ύπαρξή του στο παιχνίδι. Παίζει για να εκφραστεί κι έτσι καλύπτει το κενό.
Πορεύεται έχοντας πλέον την επαφή με τη ζώσα πραγματικότητα από την οποία δεν
αποσυνδέεται. Άλλοτε θα εκφραστεί ως καλλιτέχνης, άλλοτε ως φιλόσοφος
–αναζητητής κι άλλοτε ως επιστήμων.
Η
οποιαδήποτε δημιουργική ενασχόληση του παιδιού είναι αποδεκτή από το σύμπαν,
για το λόγο ότι το παιχνίδι αυτό είναι κερδισμένο μέσα από τη γνώση του εαυτού
και αποτελεί σημείο επαφής με το όλον.
Τι
θα συμβεί στον μεγάλο, ο οποίος δεν διατήρησε την υπόσχεσή του;
Ο
συμβιβασμός και το ψέμα που λειτουργούν μέσα στο κοινωνικό κατεστημένο θα
γίνουν οι αιτίες ν’ απωλέσει τη σοβαρότητα και να ενστερνιστεί τη
σοβαροφάνεια. Εγκλωβισμένος στη συμβατική ηθική, υποκείμενος στο ένστικτο της
επιβίωσης, αναζητά την εφήμερη ευχαρίστηση. Το παιδί δεν προσανατολίζεται προς
την ευχαρίστηση αλλά προς τη χαρά. Διατηρώντας τη μνήμη μέσα από την αθωότητα
αξιολογεί διαφορετικά. Κατά συνέπεια έχει άλλον προσανατολισμό, τον οποίο θα
κατακτήσει συν τω χρόνω συνειδητά εάν και εφόσον διατηρήσει την επαφή του με τη
ψυχή και με τη συνείδηση. Η χαρά εδώ αφορά τις δυνατότητες που θα προκύψουν
μέσα από την αυτογνωσία και ουσιαστικά το παιχνίδι συμβάλλει σ’ αυτήν
αποτελεσματικά. Τη χαρά, μέσα στον κόσμο των τριών διαστάσεων δεν μπορεί να τη
διατηρεί δια μέσω του συμβατικού χρόνου, θα χρειαστεί να την κερδίζει ανά πάσα
στιγμή παίζοντας σωστά το παιχνίδι στο αιώνιο παρόν.
Ο
μεγάλος, συντάσσεται με τους άλλους, δημιουργεί έναν τρόπο σκέπτεσθαι κι έναν
ανάλογο τρόπο ζωής, ο οποίος τον αποπροσανατολίζει από τη ψυχή και τη συνείδησή
του. Υπό το καθεστώς των συμβατικών σχέσεων απομακρύνεται από τον τρόπο
αναγνώρισης της ιδιαιτερότητάς του και αποκτά τρόπο ζωής και συνήθειες, μέσα
στις οποίες λειτουργεί υποκείμενος στις ανάγκες.
Υποκείμενος
στη συμβατική ηθική υποπίπτει στη δέσμευση του συμβατικού χρόνου, ανατρέχοντας
στο παρελθόν ή αναπολώντας το μέλλον απουσιάζει από το αιώνιο παρόν.
Ουσιαστικά, απουσιάζει από την ίδια τη ζωή την οποία αντιλαμβάνεται το παιδί ως
μια υπόθεση που διαδραματίζεται στο παρόν.
«ὁ δε Ἰησοῦς εἶπεν· ἄφετε τα
παιδία και μη κωλύετε αὐτά ἐλθεῖν προς με· τῶν γαρ τοιούτων ἐστίν ἡ βασιλεία
τῶν
οὐρανῶν. (κατ.
Ματθ.19,14)
Η
αθωότητα δεν είναι μακράν της ζωής, αντίθετα είναι ένας τρόπος αποκρυπτογράφησης
των κανόνων της και εισαγωγής στη θεία οικονομία.
Τα
παιχνίδια που προτείνονται μέσα από την κοινωνία και από τα συστήματα
οδηγούν στην απώλεια.
Σ’
αυτόν τον κόσμο που κατατείνει στον αυτοαφανισμό του, διατηρώντας ο άνθρωπος-
παιδί, την ανάμνηση που προαναφέραμε εξακολουθεί να παίζει το δικό του
παιχνίδι, όπως ένα παιδί σε μια ακρογιαλιά, προσπαθώντας να μη χάσει την επαφή
του με την ίδια τη ζωή και τους νόμους της.
Μέσα στο σύμπαν οι
ισχύοντες νόμοι διεκδικούν τον ίδιο τον άνθρωπο για να του προσφέρουν την
περαιτέρω γνώση σε μια προσωπική προσέγγιση προς τις αξίες. Το μέτρο που είναι
άριστο και η αυτογνωσία οδηγούν στην περαιτέρω πορεία του και αξιώνουν τον
ίδιο, όχι απλώς ως φυσικό ον, αλλά και ως μεταφυσική οντότητα.