Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2012

"Έχασαν το δρόμο για την Ιθάκη..."




του Νίκου Αλάγια, δημοσιογράφου

            Όλοι επιστρέφουν στα χωριά τους, εκεί απ’ όπου ξεκίνησαν. Και ας μην ακούμε τις γνωστές αστικές ανοησίες « εμείς δεν είμαστε από χωριό». Όλοι οι Έλληνες έχουμε ένα παππού που κοιμάται στον ίσκιο μιας μουριάς και μία γιαγιά που ανάβει το καντήλι στον οικογενειακό τάφο. Η κοινωνία του χωριού δεν σε περιμένει βέβαια με ανοιχτές αγκάλες, ούτε όμως και σε διώχνει αναγκαστικά. Στην καλύτερη περίπτωση σε παρατηρεί και στη χειρότερη σε κουτσομπολεύει. Κάποτε μισούσες το λάλημα του κόκορα, τις κουνουπιέρες της γιαγιάς, το θείο που σου έφερνε ζεστό ζυμωτό ψωμί και το τσίμπαγε όταν σε φιλούσε, το καφενείο της γειτονιάς κάτω από τον πλάτανο που σου φαινόταν μίζερο και ανιαρό. Και εσύ ονειρευόσουν πρωτεύουσα, ελευθερία, μοντέρνα ζωή. Ίσως με το δίκιο σου…
            Κορόιδευες τον εξάδελφο σου που έφευγε χαράματα για τα χωράφια, ενώ εσύ γύριζες από τα γλέντια και τον αποκαλούσες φουκαρά, ντεμοντέ. Ήθελες εξέλιξη, ήθελες κάτι άλλο, ρε παιδί μου. Διάβαζες περιοδικά, ήθελες να πας στην τηλεόραση, να γίνεις γνωστός, να ταξιδέψεις, ν’ αρχίσεις τη ζωή σου από το μηδέν.
            Κι’ ένα πρωί έφυγες, ίσως γιατί δεν είχες άλλες επιλογές, ίσως και να έφυγες για λάθος λόγους. Σε έξι μήνες άλλαξες την προφορά σου, έφαγες τα λεφτά του χωραφιού που πούλησε ο πατέρας σου. Στην πόλη σπουδές δεν τελείωσες, έτρεχες πίσω από κοσμικούς και βουλευτάδες, κάνοντας χαμαλίκι και μικροδουλειές. Στην καλύτερη έκανες θυσίες , σπούδασες, αλλά δεν παρακάλεσες, δεν ξεπούλησες βασικές αρχές για να σε βολέψει κάποιος σε μια θεσούλα. Δεν θέλησες να επιστρέψεις στο χωριό δίχως φτερά. Προτίμησες το παξιμάδι και τις ελιές της μεγαλούπολης στο σούπερ μάρκετ της γειτονιάς σου από τις ελιές του παππού και γιαγιάς στο χωριό. Λίγο από περηφάνια, λίγο από ντροπή, έκανες χρόνια να πατήσεις. Και όταν ερχόσουν, αυτό δεν γινόταν με το ΚΤΕΛ, αλλά με καλό αμάξι- κι ας ήταν δανεικό. Στο μεταξύ κάποιοι  που έμειναν «πίσω» στα πάτρια εδάφη θέλησαν να εκμοντερνιστούν, πούλησαν ελαιώνες, γαϊδουράκια και άλογα για αυτοκίνητα γερμανικής κατασκευής με πολλούς ίππους. Πούλησαν αιωνόβια χωράφια και τις κληματαριές των προγόνων για να ανοίξουν μπαρ ή καφετέρια και φρουτάκια. Παρέδωσαν  σκήπτρα, παραδόσεις και ανεξίτηλες αξίες για να πληρώσουν στο τέλος της ζωής τους δόσεις και γραμμάτια. Όσοι ξέκοψαν από τη γη τους έχασαν τον δρόμο για την Ιθάκη. Αργά ή γρήγορα όλοι επιστρέφουν στο χωριό τους, λίγοι όμως με τη σοφία του Οδυσσέα. Καθείς επιστρέφει για τους δικούς του λόγους- ίσως η ευτυχία να βρίσκεται σε απλά πράγματα. Εκεί, στο χωριουδάκι που αφήσαμε και που δεν είχε φαινομενικά τίποτα το συναρπαστικό να μας προσφέρει, μπορεί όμως σήμερα να μας διδάξει την ουσία που χάθηκε στην πορεία.
            Αυτή η σπιθαμή γης μπορεί να μας συμφιλιώσει με τον χρόνο και με το πέρασμα του, να μας κάνει να πάψουμε να αναζητούμε αρμονία στα κίβδηλα. Να ξυπνάς με τη δροσούλα, να αποκοιμιέσαι με τον γκιόνη και με την ευωδιά των γιασεμιών που έσπειρε ο προπάππος σου στο καλντερίμι. Σκαλίζοντας τον δικό σου μπαξέ, αργά ή γρήγορα θα βρεις τον θησαυρό σου. Αυτό που σου ανήκει στα αλήθεια- και το οποίο δεν σου το πήραν ακόμα.

Πηγή: «Πρώτο Θέμα»

Δεν υπάρχουν σχόλια: